Του Ορέστη Αλεξιου
I. Εισαγωγή
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες της ανθρώπινης ιστορίας, η συστηματική εξόντωση των ινδιάνικων πληθυσμών.
Το αίμα των γηγενών πότισε τα θεμέλια της συγκρότησης του αμερικανικού κράτους και αποτέλεσε βασικό γρανάζι της πολιτικής των ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα.
Η φρικαλεότητα που συντελέστηκε σε βάρος των Ινδιάνων δε γνώριζε όρια ή αρχές, δε διέκρινε άνδρες, γυναίκες ή παιδιά, μάχιμους ή αμάχους, αλλά πήρε τη μορφή ολοσχερούς γενοκτονίας.
Το απαραίτητο ιδεολογικό προκάλυμμα γι’ αυτή την ιστορική θηριωδία άλλαξε στη δίνη του χρόνου πολλές μορφές, από τον Τζον Λοκ και το «δικαίωμα της ιδιοκτησίας με βάση την αξία της εργασίας», μέχρι το «Δόγμα της Ανακάλυψης» και το «Manifest Destiny» των ΗΠΑ.
Πρόκειται για το αναγκαίο εποικοδόμημα που υπηρέτησε πιστά την αμερικανική επεκτατική πολιτική στα χρόνια που μελετάμε.
Αποτελεί, άλλωστε, ένα γνώριμο πλαίσιο ιδεών που παρουσιάζεται, αναμορφώνεται και τίθεται εν ενεργεία όποτε ο καπιταλισμός, η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός το χρειάζονται για να υπηρετήσουν τους εκάστοτε επεκτατικούς τους στόχους ανά τους αιώνες.
II. Η γενοκτονία ως δομικό στοιχείο του αμερικανικού κράτους
Ο Λοκ, η εποικιστική αποικιοκρατία και οι ΝαζίΟ αποικισμός του Νέου Κόσμου και η εκμετάλλευση των ανθρώπινων και φυσικών πόρων της «νέας ηπείρου» ήταν μια μακραίωνη διαδικασία, η οποία είναι αλληλένδετη με την μαζική επιχείρηση εξολόθρευσης, ή στην καλύτερη περίπτωση δουλικής εκμετάλλευσης του γηγενούς πληθυσμού.
Οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της προκολομβιανής Αμερικής κυμαίνονται πάνω από τα 100.000.000 ιθαγενείς (112-145.000.000).
Τα θύματα της κατάκτησης και του αποικισμού της αμερικανικής ηπείρου υπολογίζονται γύρω στα 100.000.000.
Οι Ευρωπαίοι άποικοι διέπραξαν με τις ευλογίες των ευρωπαϊκών μητροπόλεων κτηνωδίες απέναντι στον γηγενή πληθυσμό.
Ο αποικιοκρατούμενος δε λογιζόταν ως άτομο, αλλά ως πράγμα, ανήμερο θηρίο ή στην καλύτερη περίπτωση ως άγριος, βάρβαρος, απολίτιστος. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα δίπολο μέσα από το οποίο ο ίδιος ο λευκός άνθρωπος «συνειδητοποιεί» την ανωτερότητά του εν συγκρίσει με τον μη δυτικό, τον «άλλο».
Οι Ινδιάνοι ενσάρκωσαν αυτό τον «άλλο», ο οποίος είναι από όλες τις απόψεις υποδεέστερος και πρωτόγονος.
Ο πληθυσμός της προκολομβιανής Βόρειας Αμερικής ήταν μεταξύ 12.000.000 και 18.000.000 ιθαγενών Αμερικάνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν απομείνει μόλις 250.000 στην επικράτεια των ΗΠΑ.
Ίσως, η έννοια της γενοκτονίας αδυνατεί να περιγράψει παραστατικά τη μακρά ιστορία της συστηματικής εξολόθρευσης των ιθαγενών της Αμερικής από τους Ισπανούς, τους Άγγλους, τους Γάλλους και εν τέλει από τους ίδιους τους Αμερικάνους ή καλύτερα τους «ψευτοαμερικάνους».
Οι ΗΠΑ ως καρπός της Αμερικανικής Επανάστασης -παρά τις διάφορες επικίνδυνες απόψεις που ακούγονται «δεξιά» και «αριστερά» – ήταν ένα δομικά αποικιοκρατικό κράτος.
Συγκροτήθηκε πάνω στην εξόντωση των Ινδιάνων, η οποία επήλθε μέσα από τις ασθένειες, τον εποικισμό και τον συνεχή πόλεμο.
Το μοντέλο της επέκτασης των ΗΠΑ στα εδάφη των Ινδιάνων ήταν η εποικιστική αποικιοκρατία, η οποία διαφέρει ουσιαστικά από την κλασική αποικιοκρατία σε ένα βασικό σημείο.
Ενώ στη δεύτερη περίπτωση η απόκτηση κέρδους γίνεται μέσα από την εκμετάλλευση του γηγενούς πληθυσμού, στην πρώτη αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αναγκαστικής μετακίνησης των Ινδιάνων από τα πατρογονικά τους εδάφη και του εποικισμού τους από τους κατακτητές με στόχο την εντατική αγροτική εκμετάλλευσή τους σε μεγάλη κλίμακα.
Η μαζική «έξοδος» των ινδιάνικων φυλών πέραν της γραμμής του Μισισιπή αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των απέραντων φυτειών βαμβακιού και καπνού στο Νότο και σιτηρών στον Βορρά. Για να υποστηριχθεί αυτού του είδος η βιομηχανοποιημένη αγροτική οικονομία στα εδάφη των Ινδιάνων κατασκευάστηκαν μια σειρά από αρδευτικά κανάλια, σιδηροδρομικά δίκτυα και πόλεις.
Έτσι, λοιπόν, σε μια τέτοια «βιομηχανική επιχείρηση» ο κοινοτικός, ινδιάνικος τρόπος αξιοποίησης τη γης δε συνάδει με το «καπιταλιστικό πνεύμα» των Αγγλοσαξόνων.
Άλλωστε, ο κλασικός του φιλελευθερισμού, Τζον Λοκ, έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για τον εκτοπισμό των Ινδιάνων σύμφωνα με την αρχή ότι η εργασία δίδει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι Ινδιάνοι δεν κάνουν παραγωγική τη γη τους μέσω της εργασίας τους και απλώς μαζεύουν τους καρπούς που αυτή τους δίνει, δεν έχουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η Αμερική των ιθαγενών κατά τον Λοκ, είναι η εικόνα του πρωτόγονου εαυτού των Ευρωπαίων, τον οποίο όμως ίδιοι τον έχουν ξεπεράσει.
Οι Ινδιάνοι όντας ανίκανοι να βελτιώσουν τη γη μέσω της εργασίας τους δεν έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στις εκτάσεις στις οποίες κατοικούν. Αντίθετα, οι Αγγλοσάξονες μέσω της εργασίας τους έχουν νόμιμο δικαίωμα να ιδιοποιηθούν την «άχρηστη» ή «ανεκμετάλλευτη» γη των Ινδιάνων.
Έτσι, λοιπόν, το δίπολο του λευκού Ευρωπαίου – Ινδιάνου δομείται πάνω σε αυτήν τη αντίθεση. Ο ένας πόλος αντιπροσωπεύει την «πρόοδο» και ο άλλος την «καθυστέρηση».
Οι Αγγλοσάξονες, και μετέπειτα οι Αμερικάνοι, πατώντας πάνω σε αυτήν τα βάση καθιστούν τους Ινδιάνους στην καλύτερη περίπτωση πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα και στη χειρότερη «τους κάνουν λίπασμα» μέσω στρατιωτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
To αμερικανικό κράτος, καρπός του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μετεξελίχθηκε σε μια μεγάλη «ηπειρωτική αυτοκρατορία» κατά τον 19ο αιώνα. Αυτό επετεύχθη μέσω της συνεχούς εξάπλωσης των Αμερικάνων στα εδάφη των Ινδιάνων.
Το νεότευκτο κράτος ήταν εν τη γενέσει του αποικιοκρατικό, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα επιδόθηκε σε έναν «αγώνα κατάκτησης» του βορείου τμήματος της αμερικανικής ηπείρου.
Συστατικό στοιχείο αυτής της «εσωτερικής επέκτασης» ήταν η γενοκτονία των Ινδιάνων της Β. Αμερικής. Οι Αμερικάνοι βρήκαν ήδη έτοιμο ένα πλαίσιο εξόντωσης και κακομεταχείρισης των Ινδιάνων από τους Ισπανούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους.
Αν και οι μέθοδοι των πρώτων μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων διέφεραν μεταξύ τους και ως προς την ένταση και ως προς τις μορφές, αυτό δε σημαίνει ότι δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στη μαζική εξόντωση του γηγενούς πληθυσμού της Αμερικής.
Η ειδοποιός διαφορά του αμερικανικού κράτους με τις κραταιές αυτοκρατορίες των Ισπανών, των Άγγλων και των Γάλλων είναι ότι αυτό στήθηκε πάνω στη γενοκτονία των ντόπιου πληθυσμού της Β. Αμερικής.
Η ιδιαιτερότητα και η μεθοδευμένη αποσιώπηση του «αμερικανικού ολοκαυτώματος» οφείλεται στο ότι αυτό δεν αφορούσε Ευρωπαίους, αλλά μια κάστα ανθρώπων κατώτερη, στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μέχρι σήμερα η λέξη ολοκαύτωμα συνδέεται αυτόματα στη σκέψη των περισσοτέρων ανθρώπων με το «Shoa», την εξόντωση περίπου 6.000.000 Εβραίων από τους Ναζί κατά τον καταστροφικότερο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας.
Έκπληκτοι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι -οι θεματοφύλακες του λεγόμενου «Δυτικού Κόσμου»- είδαν να εξολοθρεύεται ένα μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού με βιομηχανικές μεθόδους.
Ωστόσο, αυτή η διαδικασία της εξόντωσης του φυλετικά και πολιτισμικά «διαφορετικού» με τον δικό του τρόπο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης είχε ξεκινήσει αιώνες πριν με την βούλα των Ισπανών, των Άγγλων, των Γάλλων και εν τέλει των ίδιων των Αμερικάνων.
Η αμερικανική πολιτική εποικισμού της «Άγριας Δύσης» αποτέλεσε, κατά μία άποψη, το βασικό μοντέλο των Χίτλερ και Χίμλερ για την υλοποίηση της πολιτικής του Ζωτικού Χώρου (Lebensraumpolitik) και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην πολλά υποσχόμενη για τους Ναζί «Άγρια Ανατολή».
Εκεί επιδόθηκαν στο δικό τους κυνήγι «ερυθρόδερμων» με βάση την πολιτική της φυλετικής ανωτερότητας των Γερμανών από τους Σλάβους και τους Εβραίους, η οποία είχε ως άξονα τον ιδεολογικό και κατ’ επέκταση ταξικό αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι δύο πολιτικές αν και έχουν αρκετές διαφορές, έχουν μια βασική συμφωνία. Και οι δυο αποτέλεσαν σχέδιο μιας οργανωμένης εθνικής πολιτικής που είχε ως στόχο την εξολόθρευση, τον εκτοπισμό διαφορετικών εθνικών ομάδων με βάση φυλετικά κριτήρια και τον εποικισμό των πλούσιων περιοχών τους.
Προφανώς, οι μέθοδοι δεν ήταν ίδιες, αλλά η μήτρα ήταν κοινή, ο καπιταλισμός και η αποικιοκρατία.
Άλλωστε, κατά, τον Εμέ Σεζέρ, ο ναζισμός, ως μορφή βαρβαρότητας, υπήρχε ήδη πριν πλήξει την ευρωπαϊκή ήπειρο και την «εκλεκτή κοινωνία» της.
Για τον Μαρτινικανό ποιητή, παρά την καταστροφή της χιτλερικής Γερμανίας, το «φάντασμα του Χίτλερ» και του ολοκαυτώματος συνεχίζει να πλανιέται, καθώς η νομιμοποιητική του βάση, ο καπιταλισμός και η αποικιοκρατία δεν εξέλειψαν ποτέ μετά τη λήξη του πολέμου.
Η γέννηση του αμερικανικού κράτους εμποτισμένη με ινδιάνικο αίμα
H Αμερικανική Επανάσταση είναι ο θεμέλιος λίθος και ουσιαστικά η πρώτη πράξη για τη συγκρότηση του αμερικανικού κράτους.
Ως βασικός λόγος της εξέγερσης των αποικιών απέναντι στο στέμμα θεωρείται η επαχθής φορολόγηση των αποικιών και ταυτόχρονα η άρνηση της Βρετανίας να παρέχει ίσα πολιτικά δικαιώματα στους αποίκους. Βέβαια, ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας εσώκλειε και μια άλλη βασική παράμετρο, η οποία γενικά αποκρύπτεται.
Πριν την έναρξη του πολέμου ενάντια στο Στέμμα, ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Γ΄ είχε υπογράψει τη Βασιλική Διακήρυξη του 1763, η οποία απαγόρευε τον εποικισμό των ινδιάνικων περιοχών πέραν των Απαλαχίων Ορέων.
Η πράξη αυτή έβαζε έναν αρχικό φραγμό στο ορμητικό κύμα των λευκών αποίκων, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είχαν ήδη μετακινηθεί πέραν αυτής της οριογραμμής.
Ωστόσο, αυτή η κατάσταση -η οποία δεν επρόκειτο να είναι μόνιμη, καθώς το στέμμα σχεδίαζε σταδιακά να επεκτείνει τη γραμμή πέραν των Απαλαχίων- εξόργιζε πολλούς κτηματίες κερδοσκόπους.
Ανάμεσα τους συγκαταλέγονταν και δύο εκ των Ιδρυτών Πατέρων των ΗΠΑ, ο Ουάσιγκτον και ο Τζέφερσον, οι οποίοι αδημονούσαν να επεκτείνουν καταχρηστικά τις περιουσίες τους εις βάρος των Ινδιάνων και ως εκ τούτου θεωρούσαν τροχοπέδη τη Βασιλική Διακήρυξη του 1763 για την αύξηση της κτηματικής τους περιουσίας.
Η οικονομική ελίτ των αποικιών έβλεπε ως τυραννία την ανάμειξη της Βρετανίας στο δικαίωμα των αποίκων να διεξάγουν τον δικό τους αγώνα εξόντωσης και εκδίωξης των Ινδιάνων με στόχο την ιδιοποίηση της γης τους.
Συμπερασματικά, ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας είχε διττό στόχο: αφενός την απαγκίστρωση των αποικιών από την ετεροβαρή σχέση τους με την μητρόπολη και αφετέρου τον εκτοπισμό των Ινδιάνων από τη γη τους μέσα από τη διεξαγωγή ενός φυλετικά ιδεολογικοποιημένου πολέμου εναντίον των Ινδιάνων.
Οι Ινδιάνοι κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης προσπάθησαν να τηρήσουν ουδέτερη στάση. Έπειτα, όμως, από πιέσεις και υποσχέσεις στους φυλάρχους για προνόμια, ένα σημαντικό τμήμα των φυλών συμμάχησε κατά κύριο λόγο με τους Βρετανούς.
Αυτή η πράξη ενστάλαξε στους επαναστάτες την ιδέα των Ινδιάνων ως μισθοφόρων των Άγγλων, οι οποίοι παρεμποδίζουν τον αγώνα για την «ανεξαρτησία και την ελευθερία» Ο ίδιος ο Τζον Ανταμς θεωρούσε ότι οι Ινδιάνοι ήταν εμπόδιο για την άνοδο της Αμερικανικής Ρεπούμπλικα και λόγω της άγριας και κατώτερης φύσης τους – όπως και οι Αφρικανοί σκλάβοι- ήταν ασύμβατοι με τις ιδιότητες του Αμερικανού πολίτη.
Ο δεύτερος Πρόεδρος των ΗΠΑ επηρεασμένος από τη σκέψη του Λοκ περί ιδιοκτησίας, θεωρούσε ότι οι διασκορπισμένοι Ινδιάνοι δεν είχαν δικαίωμα πάνω στη γη τους. Επί της ουσίας, συνηγορούσε στην απομάκρυνση και την αρπαγή των εδαφών τους.
Ωστόσο, παρά τα γεμάτα φυλετικό μίσος ιδεολογήματα των «μεγάλων πατέρων» της Ρεπούμπλικα, οι Ινδιάνοι δεν έπαυαν να είναι οι πρώτοι κάτοικοι αυτής της γης ή καλύτερα οι «πρώτοι άποικοί» της.
Ένα μέρος των ινδιάνικων φυλών έβλεπαν τη συμμαχία με τους Βρετανούς ως μια ανανέωση της Βασιλικής Διακήρυξης του 1763, η οποία θα έβαζε εκ νέου φραγμό στα εποικιστικά σχέδια των επαναστατών. Έτσι, λοιπόν, η μεγαλύτερη μερίδα των φυλών (Mohawk, Seneca, Cayuga, Onondaga) που συγκροτούσαν την Συνομοσπονδία των Ιροκούα συμμάχησαν με τους Βρετανούς.
Από κοινού επιχειρούσαν με τους Βρετανούς στην περιοχή της Πενσυλβάνια. Σε μια από τις επιθέσεις τους, οι Seneca σκότωσαν 227 αποίκους στην κοιλάδα του Wyoming. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τον ισχυρισμό του Κογκρέσου πως οι Ινδιάνοι σύμμαχοι των Βρετανών διέπραξαν μια σφαγή απέναντι σε έναν ειρηνικό και άοπλο πληθυσμό, οι νεκροί της Κοιλάδας του Wyoming ήταν μόνο στρατιώτες.
Αυτή είναι και μια βασική διαφορά του «ινδιάνικου» τρόπου πολέμου και του «αμερικανικού» τρόπου πολέμου. Γενικά, οι Ινδιάνοι δεν επιδίδονται σε σφαγές αμάχων εν αντιθέσει με τους Αγγλοσάξονες, οι οποίοι δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ πολεμιστών και άμαχου πληθυσμού.
Ο Ηπειρωτικός Στρατός, μετά το παραπάνω επεισόδιο, ανέλαβε δράση εναντίον των ιροκέζικων πόλεων και χωριών.
Ο αρχιστράτηγος του Ηπειρωτικού Στρατού και μετέπειτα πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε εντολή το 1779 στον στρατηγό Τζον Σάλιβαν να «σπείρει τον όλεθρο στους οικισμούς των Ινδιάνων…ούτως ώστε η ύπαιθρος χώρα να καταστραφεί».
O στρατηγός, ως άξιος εντολοδόχος του Ουάσιγκτον, έφερε εις πέρας την αποστολή του. Μην μπορώντας να πετύχει νίκη εναντίον των ευέλικτων Ιροκέζων πολεμιστών, ισοπέδωσε 40 πόλεις και κατέστρεψε σοδειές καλαμποκιού της τάξης των 4.000.000 τόνων.
Ο Ουάσιγκτον μετά από τον όλεθρο αυτό πήρε το παρανόμι «Καταστροφέας Πόλεων».
Η καταστροφή της ινδιάνικης παραγωγής πέτυχε να αποστερήσει από τους Ινδιάνους τα μέσα για να στηρίξουν τις επιδρομές τους εναντίον του Ηπειρωτικού Στρατού. Περίπου 5.000 λιμοκτονούντες Ιροκούα πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Όσοι από αυτούς έπεφταν στα χέρια των Αμερικάνων επαναστατών στην καλύτερη περίπτωση τους έπαιρναν το σκαλπ και στη χειρότερη τους έγδερναν από τους γοφούς μέχρι τα πόδια για να φτιάξουν δερμάτινες μπότες και παντελόνια.
Για τους Αμερικάνους οι ηθικοί ενδοιασμοί εξέλειπαν, καθώς γι’ αυτούς οι Ινδιάνοι ελάχιστα διέφεραν από τα ζώα. Άλλωστε, ο Ουάσιγκτον σε μια επιστολή του στο νομικό Τζέιμς Ντυάν ανάμεσα σε άλλα ανέφερε ότι «…η σταδιακή εποικιστική επέκταση μας θα αναγκάσει τον άγριο (Ινδιάνο, σημ. δική μας), όπως και τον κυνηγημένο λύκο που κρύβεται στο δάσος, να αποσυρθεί από τη γη του∙ και οι δυο, άλλωστε, είναι θεριά που τρέφονται από το κυνήγι, αν και διαφέρουν μόνο στο μέγεθος».
To πρώτο επικό ποίημα της Αμερικής γράφτηκε από τον γνωστό πουριτανό ακαδημαϊκό, θεολόγο και υπουργό του Κογκρέσο, Tίμοθι Ντουάιτ.
Το έργο του «Η Κατάκτηση της Χαναάν» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προπομπός της ιδέας του «Πρόδηλου Πεπρωμένου» (Manifest Destiny), η οποία συνέγειρε το νεότευκτο αμερικανικό κράτος και του ανέθεσε την ιερή αποστολή να επεκτείνει τον «πολιτισμό» στην «Άγρια Δύση».
Στο ποίημα του Ντουάιτ η γη της Χαναάν είναι οι ΗΠΑ και ο Ιησούς του Ναυή είναι ο «Μεγάλος Πατέρας», ο Ουάσιγκτον, ο οποίος οδηγεί τον «Εκλεκτό Λαό» στην κατάκτηση της «νέας Χαναάν». Οι Ινδιάνοι σε ένα άλλο έργο του Ντουάιτ παρουσιάζονται διαβολικοί και παρομοιάζονται με λύκους.
Αυτοί οι «λύκοι», σύμφωνα με την άποψη του Ουάσιγκτον που παραθέσαμε παραπάνω, έπρεπε να καταδιωχθούν από τους Αμερικάνους «κυνηγούς». Πράγματι, οι Shawnee, οι Cherokee, οι Ινδιάνοι του Ohio, οι Ottawa και άλλες φυλές έζησαν το μένος των αποίκων.
Οι γενοκτoνικές προθέσεις των λευκών αποίκων εναντίον των Ινδιάνων αποκρυσταλλώθηκαν στη σφαγή 96 χριστιανών Ινδιάνων του Delaware (φυλή των Lenape) στο χωρίο του Gnadenhutten (1782), το οποίο είχε κτιστεί από μια αποστολή Μοραβών χριστιανών.
Τα 2/3 των σφαγιασθέντων ήταν γυναίκες και παιδιά. Οι Ινδιάνοι αυτής της φυλής κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου είχαν κρατήσει ουδέτερη στάση παρά τις επιδρομές των Αμερικάνων στις περιοχές τους.
Το δε χωριό ήταν καθόλα ειρηνικό και μυημένο στην χριστιανική παράδοση.
Αυτό, όμως, δε στάθηκε αρκετό για να σταματήσει την ορμή των επαναστατών. Παρόμοιες σφαγές υπέστησαν και οι Cherokee, οι οποίο είδαν να ισοπεδώνονται 36 πόλεις τους και να καίγονται οι σοδειές τους.
Πολλοί από αυτούς εξωθήθηκαν ως την ισπανική τότε Φλόριντα. Ο συνταγματάρχης Clark από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εξόντωσης των Ινδιάνων καμώνονταν, στις επιστολές του προς τον Jefferson, ότι σάρωσε μια έκταση 1000 χιλιομέτρων και έκαψε χωράφια έκτασης 24.000 στρεμμάτων στα εδάφη των Cherokee .
Οι Cherokee απέναντι σε αυτήν την πολιτική της καμένης γης που εφάρμοσαν οι άποικοι είδαν την «πρόθεση των λευκών ανθρώπων να τους καταστρέψουν ως λαό».
Αναγκάστηκαν να υπογράψουν μια ταπεινωτική συνθήκη το 1785 και οι περισσότεροι εξ αυτών αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν πέρα από τα Απαλάχια. Ο Τζέφερσον είδε να υλοποιείται ως ένα βαθμό η έκκλησή του για «τον εκτοπισμό των Cherokee δυτικά των Απαλαχίων».
Παρόμοιες καταστάσεις έζησαν οι Shawnee, οι Ottawa, οι Creek και άλλες φυλές της Βόρειας Αμερικής.
Ο πόλεμος εναντίον των Ινδιάνων δε διέκρινε γυναίκες και παιδιά από πολεμιστές. Οι λευκοί άποικοι διψούσαν για επέκταση και στην προσπάθεια τους αυτή, είτε σκότωναν τους Ινδιάνους, είτε τους ανάγκαζαν να μεταναστεύσουν αφού πρώτα έκαιγαν τις πόλεις τους, τις σοδειές τους και κατέστρεφαν το ζωικό τους κεφάλαιο.
Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας είχε στο «DNA» του τον εκτοπισμό των Ινδιάνων.
Η ίδια η αμερικανική εθνική ταυτότητα, που προέκυψε από αυτήν τη διαδικασία, ήταν λερωμένη με το αίμα των ιθαγενών της Β. Αμερικής. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η εποικιστική αποικιοκρατία των Αμερικάνων στα εδάφη των Ινδιάνων αποτέλεσε βασικό γρανάζι της πολιτικής των ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα.
Ο «πραγματικός πόλεμος» δε σταμάτησε ποτέ
Η Αμερικανική Επανάσταση μπορεί να τελείωσε το 1783, όμως ο πόλεμος εναντίον των Ινδιάνων συνεχίστηκε. Επί της ουσίας, δε σταμάτησε ποτέ κατά το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου αιώνα.
Η όρεξη των εποίκων για παραπάνω εδάφη ήταν ασυγκράτητη. Ταυτόχρονα το νεόδμητο αμερικανικό κράτος είχε ανάγκη από νέα εδάφη για βγάλει κέρδος από την εκμετάλλευσή τους και να ξεπληρώσει το πολεμικό χρέος.
Οι μεγαλογαιοκτήμονες καιροφυλαχτούσαν σαν αρπακτικά πάνω από τα εδάφη των Ινδιάνων για να επεκτείνουν την ατομική τους ιδιοκτησία.
Το Βορειοδυτικό Διάταγμα του 1787 έδινε ακριβώς αυτήν τη δυνατότητα, καθώς προέβλεπε την ενσωμάτωση με συντεταγμένο τρόπο εδαφών που τότε ανήκαν στις πολιτείες του Οχάιο, της Ιντιάνα, του Ιλλινόις, του Μίσιγκαν και του Ουισκόνσιν.
Οι Ινδιάνοι βλέποντας τα κύματα των λευκών εποίκων να κατακλύζουν τα εδάφη τους και να επιδίδονται σε ένα ξέφρενο κυνήγι Ινδιάνων, πήραν την απόφαση να συγκροτήσουν μια παν-ινδιάνικη συμμαχία προάσπισης της μητέρας γης. Πλήθος ινδιάνικων φυλών (Creek, Miami, Shawnee, Mingo, Munsee, Sauk, Ottawa, Ojibwa, Mohawk, Cherokee κ.α.) συμμετείχαν σε αυτόν τον σχηματισμό με επικεφαλής αρχικά τον «εκπολιτισμένο» φύλαρχο των Mohawk, Joseph Brant, με στόχο να μην αναγνωρίζουν τις προηγούμενες συμφωνίες που παραχωρούσαν ινδιάνικα εδάφη χωρίς καμία οικονομική αποζημίωση.
Οι Αμερικάνοι, είδαν αυτόν τον σχηματισμό ως παράνομη πράξη αντίστασης κατά του «θεάρεστου έργου» του εποικισμού της Δύσης και ξεκίνησαν οργανωμένες συγκρούσεις εναντίον των ιθαγενών.
Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε Πόλεμος του Οχάιο ή Νοτιοδυτικός Πόλεμος και κράτησε 10 χρόνια περίπου (1785-1795). Εδώ αναδείχθηκαν οι ηγετικές φυσιογνωμίες των Blue Jacket (Shawnee) και του Little Turtle (Miami), οι οποίοι οδήγησαν τον συνασπισμό των ινδιάνικων φυλών σε θεαματικές νίκες εναντίον των στρατευμάτων των στρατηγών Harmar (1790) και St. Clair (1791).
Ωστόσο, η χαρά της νίκης δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Οι Αμερικάνοι ανασυγκροτήθηκαν και με πίστωση 1.000.000$ κινητοποίησαν μια δύναμη της τάξης των 3.000 αντρών εναντίον των Ινδιάνων υπό της διαταγές του στρατηγού Anthony Wayne. Στο πλευρό του ομοσπονδιακού στρατού και της πολιτοφυλακής συνέδραμαν οι Choctaw και Chickasaw ως ανιχνευτές.
Εδώ, αναδεικνύεται, μια πάγια αδυναμία των Ινδιάνων, οι οποίοι σε όλους τους πολέμους που διεξήγαγαν εναντίων των Αγγλοσαξόνων από τις αρχές του 17ου αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου δεν ήταν ποτέ ενωμένοι.
Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, οι Αμερικάνοι τις εσωτερικές διαφορές των φυλών και υποσχόμενοι οικονομικά ανταλλάγματα, ή με φρούδες υποσχέσεις για την εγγύηση των εδαφών τους, κλείδωναν αποφασιστικής σημασίας συμφωνίες με διάφορες φυλές των ιθαγενών.
Εν τέλει, οι ΗΠΑ κατάφεραν να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο όχι χάρη στις στρατιωτικές τους αρετές και τις καθοριστικές νίκες εναντίον του ινδιάνικου συνασπισμού, αλλά χάρη στην καταστροφή της αγροτικής συγκομιδής και των οικισμών τους.
Αυτή η προσέγγιση στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων ήταν πάγια από την εποχή του Ουάσιγκτον μέχρι το τέλος των «Αμερικανο-Ινδιάνικων Πολέμων». Είναι, χαρακτηριστικό ότι ο αμερικάνικος στρατός δυσκολευόταν να πετύχει νίκες εναντίον των ευέλικτων, σκληροτράχηλων Ινδιάνων, οι οποίοι ήταν «μάστορες» στην τέχνη του άτακτου πολέμου.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, συνέλαβαν ως στρατηγικής σημασίας την καταστροφή της υλικής τους βάσης, δηλαδή το καλαμπόκι και το κυνήγι βισώνων, ούτως ώστε να τους στερήσουν τα στοιχειώδη εφόδια για τη διαβίωσή τους.
Στον πόλεμο αυτό έπαιξε για άλλη μια φορά σημαντικό ρόλο ο προσεταιρισμός ηγετικών φυλάρχων των Ινδιάνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η δωροδοκία του Blue Jacket, o οποίος αν και αρχικά πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά των Αμερικάνων, τελικά λίγα χρήματα, ρούμι και μια θέση στον αμερικάνικο στρατό ήταν αρκετά για να αυτομολήσει.
Οι λευκοί άποικοι εισέβαλλαν στα εδάφη των Ινδιάνων με την ενθάρρυνση των πολιτειακών και των ομοσπονδιακών κυβερνήσεων. Άλλωστε, μόνο το άκουσμα των ονομάτων των πρώτων προέδρων των ΗΠΑ προξενούσαν τρόμο στους Ινδιάνους, όπως του Ουάσιγκτον, του Άνταμς, του Μονρόε, του Τζέφερσον και άλλων διαδόχων τους στον «προεδρικό θώκο».
Οι ίδιοι οι εθνοπατέρες των ΗΠΑ, κατά τον Domenico Losurdo, ήταν αδίστακτοι ιμπεριαλιστές, που είχαν στόχο να επεκτείνουν την «αναδυόμενη αυτοκρατορία» -όπως αποκαλούσε ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον το νεαρό αμερικανικό κράτος- προς τη Δύση.
O Τζέφερσον, γνωστός και ως «ο αθάνατος συντάκτης» της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, σε μια επιστολή του το 1807 έλεγε «ότι σε περίπτωση που αναγκαστούμε να σηκώσουμε το τσεκούρι απέναντι σε όποια φυλή το αναζητά, δε θα το αφήσουμε κάτω μέχρι αυτή η φυλή να εξοντωθεί ή να εκτοπιστεί πέρα του Μισισιπή».
Κατά τον τρίτο Πρόεδρο των ΗΠΑ, οι Αμερικάνοι ως «φορείς του δημοκρατικού πολιτεύματος» ήταν «υποχρεωμένοι να οδηγήσουν τους καθυστερημένους Iνδιάνους μαζί με τα άγρια θηρία στα Βραχώδη Όρη».
Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τζέφερσον ήταν ίσως ο μεγαλύτερος «ιμπεριαλιστής» από τους Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ. Ονειρευόταν την επέκταση της «Αυτοκρατορίας της Ελευθερίας» σε όλη την έκταση της Αμερικής.
Η επέκταση του νεαρού έθνους θεωρούνταν συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για τον Τζέφερσον, του οποίου η πολιτική συνδέθηκε με την ιδέα που αργότερα θα ονoμαζόταν «Πρόδηλο Πεπρωμένο» (Manifest Destiny, βλ. επόμενη ενότητα).
Στα επεκτατικά του σχέδια εμπόδιο στάθηκαν οι Ινδιάνοι, τους οποίους, παρ’ολα αυτά, τους έβλεπε με ένα πατερναλιστικό τρόπο, ως παιδιά με δικαιώματα τυπικά, τα οποία όμως, παραχωρούνται μόνο από τον «λευκό πατέρα».
Ωστόσο, αν τα παιδιά δεν υπάκουαν στα κελεύσματα του «Μεγάλου Πατέρα» (το όνομα που απέδιδαν οι Ινδιάνοι στον εκάστοτε Πρόεδρο των ΗΠΑ) για περισσότερη ινδιάνικη γη, τότε αυτός ήταν «αναγκασμένος», όπως και ο μυθικός Κρόνος, να τα «καταβροχθίσει».
Έτσι, λοιπόν, οι Ινδιάνοι είχαν δυο λύσεις: Ή να αντισταθούν και να μην αφήσουν τους λευκούς να αρπάξουν τη γη τους ή να μετακινηθούν για να σώσουν τις ζωές τους. Ακολούθησαν και τις δυο τακτικές, αλλά βλέποντας το μένος, τις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης και την πληθυσμιακή δυσαναλογία απέναντι στις «ορδές» των λευκών εποίκων, προτίμησαν -ή καλύτερα αναγκάστηκαν- σε αρκετές περιπτώσεις πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
III. Οι Αμερικανο-Ινδιάνικοι πόλεμοι, ή μήπως μια οργανωμένη σφαγή;
Ο Τζάκσον και τα «Μονοπάτια των Δακρύων»Από όλους τους προέδρους των ΗΠΑ, αυτός που συνέδεσε εμφατικά το όνομά του με την εκδίωξη και την εξόντωση των Ινδιάνων ήταν ο Άντριου Τζάκσον, πλούσιος ιδιοκτήτης φυτειών με σκλάβους και με κερδοσκοπικές διαθέσεις σε βάρος της γης των Ινδιάνων.
Αρχικά, διακρίθηκε ως στρατηγός στον πόλεμο του 1812, ο οποίος δεν ήταν απλώς ένας πόλεμος υπεράσπισης του νεοσύστατου κράτους απέναντι στους Βρετανούς. Ήταν ένας κατεξοχήν επεκτατικός πόλεμος με στόχο την κατάληψη εδαφών του Καναδά, της Φλόριντα και των Ινδιάνων.
Οι ινδιάνικες φυλές με την πρωτοβουλία δύο αδερφών (Tenskwtawa, Tecumseh) από τη φυλή Shawnee πρόβαλλαν για άλλη μια φορά αντίσταση μέσω της σύστασης ενός ευρύτερου συνασπισμού φυλών.
Ο Tenskwtawa, γνωστός και ως «Ο Προφήτης», κήρυττε ήδη πριν από το 1812 την μαζική αποστροφή στον πολιτισμό των λευκών, ο οποίος είχε εκμαυλίσει τον τρόπο ζωής των Ινδιάνων.
Οι λευκοί είχαν φέρει μαζί τους τις ασθένειες, τη δουλεία, την πορνεία, το αλκοόλ και εν τέλει έναν πόλεμο δίχως περιορισμούς στην ινδιάνικη γη. Η λύση ήταν η επιστροφή στον ινδιάνικο τρόπο ζωής και η άρνηση παραχώρησης γης στους αποικιοκράτες.
Ο αδερφός του, ο Tecumseh, δεινός ρήτορας και ικανότατος πολεμιστής, καλούσε σε συσπείρωση τους Ινδιάνους. Αυτό που ανεδείκνυε ο Shawnee φύλαρχος ήταν η υπεράσπιση του δικαιώματος «της από κοινού και επί ίσοις όροις χρήσης της ινδιάνικης γης… καθώς η ινδιάνικη γη δεν μοιράζεται ποτέ και ανήκει σε όλους του Ινδιάνους».
Ο πόλεμος του Tecumseh ξεκίνησε το 1811 με επιτυχίες αρχικά εναντίον των απροετοίμαστων στρατευμάτων των ΗΠΑ.
Στο πλευρό του Tecumseh πολέμησε μια μερίδα των Creek, γνωστοί ως Red Sticks, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι με την επέκταση των λευκών αποίκων στα εδάφη τους και τις άνισες εμπορικές σχέσεις που επέβαλλαν οι ΗΠΑ. Εναντιώθηκαν αρχικά απέναντι σε άλλα μέλη της φυλής τους, που είχαν προσαρμοστεί στον δυτικό τρόπο ζωής, και στη συνέχεια κήρυξαν το πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ (Creek War, 1813-1814).
Ο πόλεμος αυτός δεν είχε ευτυχή κατάληξη για τους Ινδιάνους, καθώς αυτοί ηττήθηκαν σε μια σειρά μάχες.
Για άλλη μια φορά το σύνολο των Ινδιάνων δεν κατάφερε να συσπειρωθεί εναντίον του κοινού εχθρού, ο οποίος ήταν ανώτερος σε τεχνικά μέσα και με έναν πληθυσμό ραγδαίως αυξανόμενο. Οι Cherokee, οι Seneca, οι Miami, οι Ottawa, οι Creek των Άνω Περιοχών ακόμη και μέρος των ίδιων των Shawnee πολέμησαν μαζί με τους Αμερικάνους.
Αλλά, παρά τη συνδρομή τους δεν έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης από το κράτος των ΗΠΑ.
Από αυτόν τον πόλεμο αναδείχθηκε ως «εθνικός ήρωας» ο Τζάκσον, ο οποίος δε δίστασε να δώσει εντολή για τη σφαγή 800 Ινδιάνων στη μάχη του Χόρσοου Μπεντ (1814). Επιπλέον, συνέτριψε τους Άγγλους στη μάχη τη Νέας Ορλεάνης το 1815.
Μάλλον, όμως, θα έπρεπε να του αποδοθεί ο τίτλος του εξολοθρευτή των Ινδιάνων. Γι’ αυτόν οι Ινδιάνοι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά άγρια σκυλιά, τα οποία έπρεπε να εξοντωθούν. O ίδιος περηφανευόταν ότι διατηρούσε τα σκαλπ όσων είχε σκοτώσει και δε δίσταζε να ξεπαστρεύει γυναίκες και παιδιά.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Τζάκσον άρχισε να αγοράζει εδάφη από τις καταληφθείσες περιοχές των Ινδιάνων και ανέλαβε τη σύναψη συνθηκών, οι οποίες παραχωρούσαν περίπου τα μισά εδάφη των Creek σε λευκούς αποίκους. Τα εδάφη αυτά ήταν πλούσια και αποτέλεσαν τη βάση για την επέκταση της καλλιέργειας βαμβακιού στις νοτιοδυτικές πολιτείες.
Η Συνθήκη του Fort Jackson (1814) ήταν τομή για τη σχέση των Ινδιάνων με τη γη τους, καθώς η κυριότητα των εδαφών αποδιδόταν πλέον σε μεμονωμένους Ινδιάνους και όχι στο σύνολο της φυλής. Με αυτόν τον τρόπο κατακερματίζεται το κοινοτικό σύστημα διαχείρισης των εδαφών τους.
Η ατομική ιδιοκτησία εδραιώνεται σιγά-σιγά και δημιουργούνται μικροανταγωνισμοί, τους οποίους εκμεταλλεύονται οι άποικοι για να κρατούν διαιρεμένες και, κατ΄ επέκταση, ανίσχυρες τις ινδιάνικες φυλές.
Οι άποικοι επεκτάθηκαν μέχρι τα σύνορα με τη Φλόριντα, στην οποία ζούσαν οι Ινδιάνοι Seminole. Στα χωριά τους είχαν καταφύγει οι Red Stick και άλλοι Ινδιάνοι καθώς και φυγάδες μαύροι σκλάβοι. Για τον Τζάκσον αυτό ήταν ένα ισχυρό πρόσχημα για να εισβάλει στη Φλόριντα.
Ο πόλεμος με τους Seminole πέρα από την κάμψη των εναπομεινασών εστιών αντίστασης των Ινδιάνων χρησίμευσε ως «Δούρειος Ίππος» για την προσάρτηση της Φλόριντα. Τα αμερικανικά στρατεύματα κατέλαβαν τα ισπανικά οχυρά και ανάγκασαν τους Ισπανούς να πουλήσουν τη Φλόριντα το 1819.
Μόλις ο Τζάκσον εκλέχθηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, στις πολιτείες της Τζόρτζια, της Αλαμπάμα και του Μισισιπή ψηφίστηκαν νόμοι οι οποίοι αφαίρεσαν από τις φυλές τη νομική τους οντότητα, κήρυξαν εκτός νόμου τα συμβούλια των φυλών και αφαίρεσαν τις εξουσίες των αρχηγών των φυλών.
Τα εδάφη τους μοιράστηκαν σε αγροτεμάχια προς πώληση και ενθαρρύνθηκε η μαζική μετακίνηση λευκών αποίκων στην ινδιάνικη γη. Ωστόσο, αυτοί οι νόμοι ήταν άκυροι, καθώς το ομοσπονδιακό σύνταγμα όριζε ότι την εξουσία πάνω στις φυλές δεν την έχουν οι πολιτείες, αλλά το Κογκρέσο.
Για τον Τζάκσον, όμως, αυτοί οι νομικοί περιορισμοί ήταν κενοί περιεχομένου. Την ίδια περίοδο, ανακαλύφθηκε χρυσός στις περιοχές των Cherokee της Τζόρτζια και πλήθος αποίκων κατέκλυσε αυτές τις εκτάσεις.
Οι λευκοί άποικοι ιδιοποιούνταν παράνομα τη γη των Cherokee για να εξορύξουν χρυσό. Άρπαζαν τα εδάφη τους, τους υποχρέωναν να πωλήσουν σε εξευτελιστικές τιμές τη γη και σκότωναν τα θηράματα για να προκαλέσουν μαζική λιμοκτονία στους ινδιάνικους πληθυσμούς.
Το αποκορύφωμα της αντι-ινδιάνικης πολιτικής του Τζάκσον ήρθε με το Νόμο περί Μετακίνησης των Ινδιάνων το 1830.
Αυτός είχε ως στόχο τη μαζική μετακίνηση των «Πέντε Πολιτισμένων Φυλών» των νοτιοανατολικών περιοχών (Cherokee, Chickasaw, Choctaw, Creek, Seminole) στα δυτικά του Μισισιπή.
Η μεγάλη μερίδα των φυλών αυτών ήταν δεκτική στον πολιτισμό των λευκών αποίκων και είχε ενσωματωθεί στον «πολιτισμένο κόσμο των λευκών». Χιλιάδες ιθαγενών μιλούσαν αγγλικά, ζούσαν και ντύνονταν σαν Αμερικάνοι και διέθεταν ακόμη και δούλους. To καλύτερο παράδειγμα ενσωμάτωσης συνιστούσαν οι Cherokee.
Διέθεταν δικιά τους δίγλωσση εφημερίδα (αγγλικά και γλώσσα των Cherokee), είχαν δικό τους γραπτό σύνταγμα και δική τους κυβέρνηση και αστυνομικό σώμα. Επίσης, πολλοί από αυτούς ήταν χριστιανοί και διέθεταν συνολικά εκτάσεις 60.000.000 στρεμμάτων με πλούσια αγροκτήματα και άφθονο ζωικό κεφάλαιο.
Στις φάρμες αυτές, που αξιοποιούνταν με βάση τα δυτικά-καπιταλιστικά πρότυπα, εργάζονταν εκατοντάδες δούλοι.
Επί της ουσίας, οι Cherokee είχαν δημιουργήσει ένα ινδιάνικο κράτος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του αμερικανικού. Μάλιστα, μέσω των παραπάνω μηχανισμών αξίωναν την ανακήρυξή τους ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο έθνος με τους δικούς τους νόμους μέσα στα πλαίσια της ομοσπονδίας.
Όπως, ήταν φυσικό μια τέτοια κίνηση έθετε εν αμφιβόλω το πρόγραμμα του εποικισμού της «αμερικανικής αυτοκρατορίας». Αμέσως, ο Τζάκσον απαγόρευσε τις εφημερίδες των Cherokee και διέλυσε βιαίως την κυβέρνησή τους. Οι Cherokee αντέδρασαν με νομικά μέσα κατά της Πολιτείας της Τζόρτζια.
Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ως αντισυνταγματική πράξη την παρέμβαση της πολιτείας της Τζόρτζια στη διαχείριση των ινδιάνικων υποθέσεων και απαγόρευσε την είσοδο λευκών στα εδάφη τους. Βέβαια, η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, ήταν εμφανές ότι για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ καμία σημασία δεν είχε ο βαθμός αφομοίωσης των Ινδιάνων. Το ζήτημα ήταν η εκμετάλλευση των πλούσιων εδαφών τους από τους λευκούς μεγαλοκτηματίες με την «αξιοποίηση» της εργασίας μαύρων σκλάβων.
Τελικά, υπογράφηκε μια συνθήκη μεταξύ μιας ισχνής μειοψηφίας «πρόθυμων» Ινδιάνων και της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την μετακίνηση των Cherokee δυτικά του Μισισιπή. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των Cherokee αυτή η συνθήκη δεν είχε καμιά νομιμοποίηση, καθώς δεν εγκρίθηκε από τη μεγάλη μάζα της φυλής.
Οι υπογράψαντες Ινδιάνοι θεωρήθηκαν προδότες και οι περισσότεροι εξ αυτών δολοφονήθηκαν γι’ αυτήν την ατιμωτική πράξη. Ωστόσο, η «δουλειά» για τον Τζάκσον είχε γίνει. Άλλωστε, όπως είδαμε παραπάνω, δεν τον ένοιαζε και ιδιαίτερα το τυπικό-νομικό σκέλος του ζητήματος.
Η ουσία ήταν να υπάρχει ένα κομμάτι χαρτί που να δικαιολογεί τον εκτοπισμό των Ινδιάνων.
Έτσι, το 1838 ο διάδοχος του Τζάκσον στην προεδρία των ΗΠΑ, ο Βαν Μπιούρεν, διέταξε τον στρατηγό Σκοτ να σπεύσει με μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή των Cherokee για να πιέσει την μετακίνησή τους.
Αφού τους στοίβαξαν σαν ζώα μέσα σε στρατόπεδα κράτησης υπό άθλιες συνθήκες, οργάνωσαν τη μετεγκατάστασή τους. Η πορεία 17.000 Cherokee δυτικά του Μισισιπή, γνωστή και ως το «Μονοπάτι των Δακρύων», ήταν μια πραγματική πορεία θανάτου. Από αυτούς επιβίωσαν 8.000 (περίπου το ½), καθώς η πορεία περνούσε μέσα από περιοχές, στις οποίες ήταν γνωστό ότι η χολέρα και άλλες επιδημίες θέριζαν.
Επρόκειτο για μια οργανωμένη επιχείρηση γενοκτονίας των «πολιτισμένων» Cherokee .
Τα δικά τους «Μονοπάτια των Δακρύων» είχαν ακολουθήσει με τη βία προηγουμένως οι Chocktaw και οι Chickasaw. Οι Creek παρά την ένοπλη αντίστασή τους το 1836 (Β’ Πόλεμος των Creek) δεν κατόρθωσαν να απωθήσουν τις ατέλειωτες ορδές λευκών αποίκων, οι οποίες υποστηρίζονταν από δυνάμεις του στρατού και τις πολιτοφυλακής.
Τελικά, 20.000 Creek εκτοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Τζάκσον κατά τον Α’ Πόλεμο των Creek το 1813-1814.
Κατά την πορεία της μετεγκατάστασής τους πέθαναν περίπου 3.500.
Οι Seminole αποδείχθηκαν πιο σκληροί αντίπαλοι, καθώς ο πόλεμος εναντίον των Αμερικάνων κράτησε 7 χρόνια (1835-1842).
Οι Αμερικάνοι παρά την ανωτερότητά τους σε εξοπλισμό και σε αριθμούς δεν κατάφεραν να τους νικήσουν εύκολα, καθώς οι αντάρτικες τακτικές και οι αιφνίδιες επιθέσεις των Seminole προκαλούσαν ισχυρά πλήγματα στον αμερικάνικο στρατό.
Η αντίσταση των Seminole ήταν ένα απτό παράδειγμα προσωρινής -έστω- ακύρωσης του αφηγήματος περί της αναπόφευκτης επιβολής του «πολιτισμού» πάνω στους «άγριους» Ινδιάνους. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου οι ολιγάριθμες δυνάμεις τους άρχισαν να στερεύουν.
Ήταν μια μικρή φυλή Ινδιάνων που αντιστέκονταν σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία.
Ο Δεύτερος Πόλεμος των Seminole, παρά την αρνητική έκβαση που είχε για αυτούς, ήταν ακόμη ένα δείγμα της ανικανότητας του αμερικάνικου στρατού να πετύχει αποφασιστικές νίκες απέναντι σε έναν υποδεέστερο -θεωρητικά- αντίπαλο.
To «Πρόδηλο Πεπρωμένο» και η «μαύρη μοίρα» των Ινδιάνων
Το «Πρόδηλο Πεπρωμένο» ήταν μια ιδέα, η οποία προήλθε από τις βασικές αρχές του «Δόγματος της Ανακάλυψης» και την φιλόδοξη πολιτική του Τζέφερσον για επέκταση και εποικισμό της Δύσης.
Το «Δόγμα της Ανακάλυψης» χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους κατακτητές για να δικαιολογήσουν την επιβολή τους στα νέα εδάφη. Με βάση, λοιπόν, αυτό το ιδεολόγημα, υποστήριξαν τις κυριαρχικές τους επιδιώξεις πάνω στους ιθαγενείς κατοίκους και τα εδάφη τους. Έτσι, οι πρώτοι αποικιοκράτες απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω στα εδάφη των ιθαγενών χωρίς τη συγκατάβαση τους.
Τα «νέα εδάφη» θεωρήθηκαν terra nullius (αδέσποτη κυριαρχία), καθώς σε αυτά εξέλειπε μια οργανωμένη μορφή διοίκησης. Κατ΄ επέκταση, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και εν συνεχεία οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, ως «άριστοι κυβερνήτες» επέβαλαν την κυριαρχία τους χωρίς ενδοιασμούς.
Προφανώς, το «Δόγμα της Ανακάλυψης» πέραν της καταχρηστικής του σημασίας (η Αμερική είχε πρώτα ανακαλυφθεί γύρω στο 12.000 π.Χ. από τους «Κλόβις») ήταν ένα νομικό κατασκεύασμα που δικαιολογούσε ωμά το δίκαιο του ισχυρού, του «πολιτισμένου» λευκού απέναντι στους πολιτικά και ηθικά «καθυστερημένους» Ινδιάνους. Ήταν ένα εργαλείο για την εμπέδωση της νέας τάξης πραγμάτων στην αμερικανική ήπειρο με βάση φυλετικά και «πολιτισμικά» κριτήρια.
Η ηπειρωτική επέκταση των ΗΠΑ από το 1774 μέχρι και το 1855 βασίστηκε ακριβώς πάνω στις «περγαμηνές» του «Δόγματος της Ανακάλυψης».
Οι Αμερικάνοι ηγέτες, από τον Ουάσιγκτον και μετά, χρησιμοποίησαν αυτό το δόγμα για να δικαιολογήσουν τις αξιώσεις τους περί ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και πολιτικής εξουσίας πάνω στους Ινδιάνους και την επικράτειά τους.
Ο Τζέφερσον με την αγορά της Λουιζιάνα από τους Γάλλους το 1803 επέκτεινε την αμερικανική επικράτεια από τον Κόλπο του Μεξικού μέχρι τα Βραχώδη Όρη. Αντιλαμβανόμενος, τη σημασία της «ανακάλυψης» έστειλε μια αποστολή με επικεφαλής του αξιωματικούς Κλαρκ και Λιούις με σκοπό να διασχίσουν την αχανή και σχεδόν ανεξερεύνητη μέχρι τότε έκταση της Λουιζιάνα και να καταλήξουν στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Στόχος της αποστολής αυτής ήταν να εδραιώσει την αμερικανική παρουσία στα νεοαποκτηθέντα εδάφη και να κατοχυρώσει με βάση το Δόγμα της Ανακάλυψης μια τεράστια έκταση από τον Κόλπο του Μεξικού μέχρι τα Βραχώδη όρη και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Εκεί, στις εκβολές του ποταμού Columbia, για να διασφαλίσουν την «ανακάλυψή» τους, έχτισαν το οχυρό Clatsop στην περιοχή του Όρεγκον (αμφισβητούμενο έδαφος από Άγγλους, Ισπανούς και Ρώσους).
Σαράντα χρόνια αργότερα, το Όρεγκον θα γινόταν πεδίο τριβής μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας. Η διεκδίκηση του Όρεγκον και του Τέξας από τη Βρετανία και το Μεξικό αντίστοιχα, ήταν ένα κομβικό σημείο για την αμερικάνικη πολιτική επέκτασης. Με αφορμή, αυτές τις διενέξεις, ο γνωστός αρθρογράφος και εκδότης Τζον Ο’Σάλιβαν έγραψε μια σειρά άρθρων το 1845, στα οποία εισήγε για πρώτη φορά τον όρο «Manifest Destiny».
Κατά τον Ο’Σάλιβαν, «η υλοποίηση του πρόδηλου πεπρωμένου ήταν να καλύψουμε -οι Αμερικάνοι- την ήπειρο που μας δόθηκε από την Μοίρα για την ελεύθερη ανάπτυξη των ετησίως πολλαπλασιαζόμενων εκατομμυρίων – πολιτών- μας».
Η φράση αυτή διατυπώθηκε με στόχο την υπεράσπιση της προσάρτησης του Τέξας από τις ΗΠΑ. Λίγους μήνες αργότερα, ο Σάλιβαν ξαναέγραφε περί «Πρόδηλου Πεπρωμένου» με αφορμή τη διευθέτηση των συνόρων του Όρεγκον με τη Βρετανία. Γι’ αυτόν, το Όρεγκον, όπως και το Τέξας, ανήκε δικαιωματικά στις ΗΠΑ, καθώς «η Μοίρα μας παραχώρησε ολόκληρη την ήπειρο για να αναπτύξουμε το μεγάλο πείραμα για την ελευθερία και την ομοσπονδιακή αυτοκυβέρνηση…».
Το Πρόδηλο Πεπρωμένο ήταν μέρος ενός ανώτερου νόμου -του θεϊκού νόμου- με βάση τον οποίο οι ΗΠΑ είχαν το αναφαίρετο δικαίωμα να ενσωματώσουν το Τέξας και το Όρεγκον. Ως εκ τούτου, o λαός των ΗΠΑ, o εκλεκτός λαός της ηπείρου, είχε ύψιστο καθήκον να εκπληρώσει αυτήν την θεία αποστολή.
Όποιος στεκόταν απέναντι σε αυτό το «θεόπνευστο έργο» ήταν αναγκασμένος να συναντήσει την «την εκπολιτιστική δύναμη» των αμερικάνικων όπλων.
Το «Πρόδηλο Πεπρωμένο» σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη έχει τρία βασικά σημεία κλειδιά, τα οποία έχουν επηρεαστεί από το Δόγμα της Ανακάλυψης:
α) τις ξεχωριστές αρετές του αμερικανικού λαού και των θεσμών του,
β) την αποστολή της Αμερικής να μεταμορφώσει τον κόσμο κατ’ εικόνα της Αμερικής και
γ) τη θεϊκή μοίρα υπό την καθοδήγηση του Θεού για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Ο όρος «Manifest Destiny» ξέφυγε από το ούτως ή άλλως ασαφές πλαίσιο που είχε σχηματίσει ο δημιουργός του και έτεινε να γίνει συνώνυμο της εδαφικής επέκτασης των ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα.
Η ιδέα του «Manifest Destiny» σήμαινε επέκταση, προκαθορισμένη από το Βασίλειο των Ουρανών, πάνω σε μια έκταση όχι ακριβώς προσδιορισμένη.
Έτσι, η αμερικανική επέκταση δεν είχε «ενοχλητικούς περιορισμούς» στο έργο της. Το Πρόδηλο Πεπρωμένο ήταν ένας φορέας συμπύκνωσης διαδεδομένων αμερικανικών πεποιθήσεων, όπως ο επεκτατισμός, ο εθνικισμός, ο πουριτανισμός καθώς και η ιδέα του εκλεκτού αμερικανικού λαού και της φυλετικής ανωτερότητας του.
Σύντομα, έγινε το ευαγγέλιο της αμερικανικής επέκτασης, στο πλαίσιο της οποίας έγινε και ο Αμερικανικό-Μεξικανικός Πόλεμος του 1846-1848.
Οι ΗΠΑ βγήκαν κερδισμένες από αυτόν τον πόλεμο, τον οποίο είχαν υποδαυλίσει με τις ενέργειές τους όλο το προηγούμενο διάστημα. Το κέρδος από τον πόλεμο ήταν η ενσωμάτωση μια τεράστιας έκτασης εδαφών, τα οποία θα συγκροτούσαν αργότερα τις Πολιτείες της Αριζόνα, της Καλιφόρνια, του Νέου Μεξικού, της Νεβάδα, της Γιούτα, του Κολοράντο και του Ουαϊόμινγκ.
Το «Πρόδηλο Πεπρωμένο» για τους ηθικά, πολιτικά και πολιτισμικά «κατώτερους» Ινδιάνους ήταν η εξαφάνισή τους από τον υπό διαμόρφωση αμερικανικό χάρτη. Σύμφωνα με Αμερικάνους αξιωματούχους της εποχής, οι Ινδιάνοι, ως ηθικά, πολιτικά και πολιτισμικά κατώτερη ράτσα, ήταν προορισμένοι να εξαφανιστούν.
Η εξαφάνιση των ερυθρόδερμων, όπως και η επέκταση των ΗΠΑ στα εδάφη τους, ήταν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι προορισμοί των δυο λαών ήταν προϊόν της Θείας Πρόνοιας.
Άρα, ήταν «φύσει» αδύνατον για τους Ινδιάνους να παρέμβουν στα θεϊκά σχέδια, τα οποία προκαθόριζαν το μαύρο μέλλον τους. Οι Αμερικάνοι, ως σύγχρονοι σταυροφόροι, έπρεπε να φέρουν εις πέρας τη θεία βούληση (Deus Vult). Έτσι, λοιπόν, η εκδίωξη και η εξόντωση των Ινδιάνων ήταν απολύτως δικαιολογημένη ηθικά και κατ’ επέκταση πολιτικά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα ποσοστά επιβίωσης των Ινδιάνων από την «Σταυροφορία» που εξαπέλυσαν οι Αμερικάνοι κυμαίνονταν κάτω του 10%.
Στην Καλιφόρνια ο πληθυσμός των Ινδιάνων είχε ήδη μειωθεί δραματικά από το-κατά τα άλλα- «θεάρεστο έργο» των φραγκισκανικών αποστολών που είχαν οργανώσει οι Ισπανοί. Την ίδια καθοδική πορεία ακολούθησε ινδιάνικος πληθυσμός κατά την δεκαετία του 1850, όταν η Καλιφόρνια ήταν και επίσημα ενσωματωμένη στις ΗΠΑ (1848). Από τις 85.000 Ινδιάνων που υπήρχαν το 1852, μόνο οι 35.000 ζούσαν το 1862.
Ο πληθυσμός αυτός συνέχισε να φθίνει και έφτασε στα τέλη του αιώνα τα 15.000 άτομα.
Η Καλιφόρνια είχε μετατραπεί σε ένα «κυνηγότοπο Ινδιάνων». Επρόκειτο για μια μαζική επιχείρηση γενοκτονίας, καθώς οι άποικοι υπό την στήριξη της πολιτοφυλακής και την ανοχή του στρατού επεδίωκαν την ολοκληρωτική εξόντωση των Ινδιάνων.
Οι φυλές των Yana, των Tolowa, των Yuci και άλλων Ινδιάνων εξολοθρεύτηκαν μαζικά. Για παράδειγμα, o πληθυσμός των Yana μέσα σε μια 20ετία μειώθηκε κατά 98%.
Οι Αμερικάνοι ήθελαν να αφανίσουν τους Ινδιάνους από προσώπου γης και να καταστήσουν την Καλιφόρνια ένα «περιβάλλον χωρίς Ινδιάνους».
Οι εκτάσεις της Καλιφόρνια ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους οι οποίοι μαγνήτιζαν τους λευκούς κατακτητές. Από το 1848 η Καλιφόρνια ψηνόταν στον πυρετό του χρυσού. Πλήθος κερδοσκόπων όρμησαν στις περιοχές των Ινδιάνων για να αρχίσουν τις μεταλλευτικές τους δραστηριότητες.
Οι ελάχιστοι Ινδιάνοι, που είχαν απομείνει από την «Γενοκτονία της Καλιφόρνια» αποτέλεσαν ένα εργατικό δυναμικό, το οποίο δούλευε σε συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, ανάλογες με αυτές των φυτειών των Ν.Α. πολιτειών. Μάλιστα, στήνονταν σκλαβοπάζαρα, στα οποία παιδιά Ινδιάνοι ηλικίας 3-4 ετών πωλούνταν ως δούλοι.
Έτσι, άρχισε ένα κυνήγι παιδιών Ινδιάνων, καθώς οι λευκοί πίστευαν ότι όσο πιο μικρά τα αιχμαλωτίζουν τόσο πιο υπάκουοι σκλάβοι θα γίνονταν. Τα κορίτσια ήταν δυο φορές σκλάβες καθώς αναγκάζονταν να προσφέρουν τις «ερωτικές υπηρεσίες» τους στα λευκά αφεντικά τους.
To ίδιο σκηνικό επικράτησε σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Τα εναπομείναντα εδάφη των Ινδιάνων ποτίστηκαν με το ίδιο τους το αίμα. Οι σφαγές και οι εκτοπισμοί των λιγοστών πλέον Ινδιάνων συνέθεταν μια ζοφερή εικόνα για το μέλλον των πρώτων αποίκων της ηπείρου.
Μια από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες των «εκλεκτών» Αμερικάνων έγινε στο Sand Creek Village (1864), ένα χωριό Cheyenne και Arapaho Ινδιάνων στο Κολοράντο.
Οι περισσότεροι από αυτούς -καθ’ υπόδειξη του φύλαρχου Black Kettle- ήταν άοπλοι για να δείξουν τις ειρηνικές τους διαθέσεις. Ωστόσο, αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αμερικάνους, οι οποίοι με μια δύναμη 700 περίπου εθελοντών υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Chivington επιτέθηκαν στο χωριό.
Η επίθεση έγινε τη στιγμή που οι περισσότεροι άνδρες ήταν εκτός του χωριού για κυνήγι. Έτσι, το χωρίο ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε απειλή.
Ο αρχηγός των Cheyenne Black Keetle κρατούσε τη σημαία των ΗΠΑ και μια λευκή σημαία για να δείξει ότι το χωριό ήταν φίλα προσκείμενο στους Αμερικάνους. Οι Αμερικάνοι, όμως, ήταν αμείλικτοι.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια μαζική δολοφονία ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Οι στρατιώτες εκτελούσαν εν ψυχρώ γυναίκες και παιδιά και τους έπαιρναν τα σκαλπ. Μικρά βρέφη εκτελούνταν στα στήθη των μανάδων τους χωρίς κανένα δίλημμα.
Έγκυες γυναίκες ξεκοιλιάζονταν και τα γεννητικά τους όργανα ακρωτηριάζονταν. Τα σώματα των νεκρών ήταν ακρωτηριασμένα με τον πιο φριχτό τρόπο.
Τα αυτιά και οι μύτες των νεκρών κόβονταν για να αποσπαστούν τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια τους. Τα γεννητικά όργανα της Λευκής Αντιλόπης (φύλαρχος των Τσεγιέν) ξεριζώθηκαν, ενώ σχεδόν όλοι οι νεκροί Ινδιάνοι είχαν μείνει χωρίς το σκαλπ τους.
Το χωρίο Sand Creek ήταν ένα νεκροταφείο βιαίως σφαγιασθέντων Ινδιάνων υπό τις «ευλογίες» της πολιτείας του Κολοράντο και της Αμερικανικής Κυβέρνησης, η οποία αν και ερεύνησε τη σφαγή, δεν απέδωσε ποτέ ευθύνες στον Chivington, o οποίος ισχυριζόταν με περίσσιο θράσος ότι «είχε έρθει για να σκοτώσει Ινδιάνους και πίστευε ότι ήταν δίκαιο και αξιέπαινο να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα υπό την “σκέπη του Θεού” για να σκοτώσει Ινδιάνους…».
Παρά τον αποτροπιασμό που προκάλεσε αυτή η φρικαλεότητα, οι ΗΠΑ συνέχισαν την επιχείρηση του αφανισμού των Ινδιάνων. Διέπραξαν μια σειρά από «Sand Creeκ Massacres» σε όλη την αμερικανική επικράτεια από την Οκλαχόμα ως τη Μοντάνα και από τη Μινεσότα ως το Όρεγκον.
Η λεγόμενη τριανδρία του Αμερικανικού Εμφυλίου Πόλεμου, οι στρατηγοί Grant, Sheridan και Serman ενορχήστρωσαν μια ανελέητη εκστρατεία εκτοπισμού των εναπομεινάντων Ινδιάνων. Η παρουσία των Ινδιάνων στις Μεγάλες Πεδιάδες αποτελούσαν τροχοπέδη για την απρόσκοπτη λειτουργία του Διηπειρωτικού Σιδηροδρόμου, «την αιχμή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δύση».
Η κατ’ ευφημισμόν «Πολιτική της Ειρήνης» του Grant απαιτούσε από τους Ινδιάνους να παραχωρήσουν τα εδάφη και τους κυνηγότοπούς τους και να αποδεχθούν την εγκατάστασή τους σε περιορισμένες ζώνες κράτησης (Indian Reservations). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ινδιάνοι αντιμετωπίζονταν ως μια υποταγμένη μειονοτική οντότητα χωρίς κανένα δικαίωμα στα πατρογονικά τους εδάφη.
Η συγκέντρωσή τους σε αυτές τις αποκλειστικές ζώνες ισοδυναμούσε γι’ αυτούς με πολιτικό και πολιτισμικό μαρασμό, καθώς η βάση του ινδιάνικου τρόπου ζωής (η ελεύθερη ζωή στη φύση, η κοινοτική αξιοποίηση της γης των προγόνων και το κυνήγι βισώνων) αποσαρθρώθηκε. Όσοι αντιστέκονταν σε αυτήν την πολιτική «πολιτισμικού ευνουχισμού» των Ινδιάνων, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την αιχμηρή και αμείλικτη πολεμική πολιτική του Grant.
Τελικά, η «Πολιτική της Ειρήνης» ήταν επί της ουσίας μια γνώριμη για τους Ινδιάνους πολιτική πολιτισμικής και βιολογικής εξόντωσης. Η λεγόμενη τριανδρία (Grant, Sherman, Sheridan) για να διαλύσει την αντίσταση των Ινδιάνων των Μεγάλων Πεδιάδων, διεξήγαγε έναν βίαιο πόλεμο εναντίον τους. Οι τρεις στρατηγοί ήταν γνωστοί, για την απέχθειά τους προς τους Ινδιάνους, τους οποίους θεωρούσαν εμπόδιο για την «πρόοδο και τον πολιτισμό».
Είναι γνωστή, άλλωστε η φράση του Sheridan ότι «o μόνος καλός Ινδιάνος είναι ο νεκρός Ινδιάνος».
Οι ινδιάνικες φυλές απέναντι σε αυτήν την μεθοδευμένη πολιτική εξόντωσής τους δε δίστασαν να σηκώσουν το λάβαρο τις αντίστασης. Ανάμεσα στους τόσους και τόσους πολέμους που διεξήγαγαν εναντίον των Αμερικάνων αποικιοκρατών, αυτοί που ξεχώρισαν περισσότερο ήταν οι πόλεμοι του Κόκκινου Ποταμού (1874-1875), ο Πόλεμος των Nez Perce (1877), και οι Πόλεμοι των Sioux (1854- 1890).
Ο τελευταίοι ήταν μια σειρά από συνεχείς και αλληλοτροφοδοτούμενες συγκρούσεις. Από τις πιο σημαντικές ήταν ο Πόλεμος του Red Cloud (1866-1868), ο οποίος πήρε το όνομά του από τον αρχηγό μιας φυλής των Sioux.
Ήταν ένας επιτυχής πόλεμος για τις φυλές των Lakota, των Βόρειων Cheyenne και Arapaho, καθώς συνέτριψαν σε μια σειρά μαχών τα αμερικανικά στρατεύματα, με χαρακτηριστικότερη τη Μάχη του Fetterman όπου 10 Ινδιάνοι με επικεφαλής τον Red Cloud συνέτριψαν μια δύναμη 81 Αμερικανών σε μια καλοστημένη ενέδρα.
Με τη συνθήκη του Fort Laramie (1868) οι Ινδιάνοι διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους το μισό τμήμα της δυτικής σημερινής Νότιας Ντακότα, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν τα ιερά γι’ αυτούς Μαύρα Όρη.
Επιπλέον, ιδρύθηκε η Μεγάλη Ζώνη Κράτησης των Sioux (Great Sioux Reservation), παραχωρήθηκαν εκτεταμένοι κυνηγότοποι στα δυτικά του Powder River και απαγορεύτηκε η πρόσβαση αποίκων στην περιοχή αυτή.
Ωστόσο, η ανακάλυψη χρυσού στα Μαύρα Όρη το 1874 και η επιθυμία των ΗΠΑ να κατασκευάσουν τον Βορειο-Ειρηνικό Σιδηρόδρομο κατά μήκος των εδαφών των Sioux έφεραν σύντομα πλήθος Αμερικάνων σε αυτήν την περιοχή. Για άλλη μια φορά, οι Αμερικάνοι παραβίαζαν μια συνθήκη που οι ίδιοι είχαν υπογράψει.
Για τις ΗΠΑ, το λατινικό ρητό «pacta sunt servanta» ήταν κενό περιεχομένου. Όπως, έλεγε, άλλωστε, ο Red Cloud: «Οι Αμερικάνοι μας έδωσαν πολλές υποσχέσεις, περισσότερες απ’ όσες μπορώ να φανταστώ, αλλά δεν τις κράτησαν, εκτός από μία∙ μας υποσχέθηκαν να πάρουνε τη γη μας και την πήραν».
Οι κατακτήσεις των Ινδιάνων από τον Πόλεμο του Red Cloud σύντομα άρχισαν να ροκανίζονται από τα μεγάλα κύματα εποίκων, τα οποία είχε προξενήσει η ανακάλυψη χρυσού στα Μαύρα Όρη.
Οι Ινδιάνοι αντιστάθηκαν για άλλη μια φορά απέναντι στην επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου των Sioux (1876-1877). Αυτή τη φορά, όμως, δεν κατάφεραν να επικρατήσουν.
Στον πόλεμο αυτόν έχασαν και τα ιερά για αυτούς Μαύρα Όρη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια από τις πιο ιστορικές μάχες των Αμερικανο-Ινδιάνικων Πολέμων, στην Μάχη του Little Big Horn (1876), οι Ινδιάνοι (Sioux, Bόρειοι Cheyenne και Αrapaho) με επικεφαλής τις ηγετικές φιγούρες του Crazy Horse και του Sitting Bull συνέτριψαν το 7ο σύνταγμα ιππικού του αμερικανικού στρατού, δύναμης 700 περίπου αντρών, το οποίο υπέστη απώλειες 260 περίπου αντρών.
Και σε αυτόν τον πόλεμο αναδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα των Ινδιάνων. Για άλλη μια φορά οι Ινδιάνοι της περιοχής δεν ήταν ενωμένοι. Η φυλή των Crow λόγω μακράς έχθρας με τις φυλές των Sioux προσέφερε τις υπηρεσίες της στον αμερικανικό στρατό.
Ο Μεγάλος Πόλεμος των Sioux ίσως ήταν από τις τελευταίες ένδοξες στιγμές αντίστασης των Ινδιάνων. Κατά την επόμενη περίοδο, οι Ινδιάνοι Sioux, ανίκανοι να αντισταθούν στην αρπαγή των εδαφών τους και την καταστροφή του πολιτισμού τους, επιδόθηκαν σε ένα πνευματικό κίνημα αναβίωσης του ινδιάνικου πολιτισμού.
To κίνημα αυτό ονομάστηκε Ghost Dance και είχε ως βασικό χαρακτηριστικό την τελετουργική μύηση σε χορούς και τραγούδια, τα οποία θα επανασυνέδεαν τους ζωντανούς με τα πνεύματα των νεκρών.
Αυτά θα πολεμούσαν στο πλευρό των ζωντανών για να διώξουν τους λευκούς αποίκους και να φέρουν την ενότητα, την ευημερία και την ειρήνη μεταξύ των ιθαγενών λαών.
Το Ghost Dance ξεκίνησε από το Great Basin της Νεβάδα και απλώθηκε μέχρι το βόρειο τμήμα των Μεγάλων Πεδιάδων, στις περιοχές των Sioux. Οι Lakota, μια από τις φυλές των Sioux, προσέδωσαν στο κίνημα αυτό μιλλεναριανιστικά χαρακτηριστικά και προέβλεψαν την εξαφάνιση του λευκού ανθρώπου και την αναβίωση του ινδιάνικου πολιτισμού.
Υπό μία έννοια, το κίνημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μη βίαιη αντι-αποικιοκρατική πράξη.
To κίνημα του Ghost Dance τροφοδότησε την τελευταία, αλλά ισχνή αντίσταση των Lakota εναντίον των Αμερικάνων στον πόλεμο, που πήρε το όνομά του από αυτό το πνευματικό κίνημα (Ghost Dance War).
Οι Lakota βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση, καθώς τα εδάφη τους συρρικνώνονταν όλο και περισσότερο, ενώ η Μεγάλη Ζώνη Κράτησης (Great Sioux Reservation) διαιρέθηκε σε πέντε μικρότερες ζώνες. Οι Sioux, όπως και οι άλλες φυλές, βρίσκονταν σε επίπεδα λιμοκτονίας, καθώς οι βίσωνες είχαν γίνει είδος προς εξαφάνιση.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη δολοφονία του φημισμένου για τα πολεμικά του κατορθώματα, Sitting Bull, συνέθεταν ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι Αμερικάνοι φοβούμενοι την μεγάλη απήχηση του Ghost Dance, αποφάσισαν να αποτελειώσουν τους Lakota.
Τον Δεκέμβριο του 1890, ο αμερικανικός στρατός θα λέρωνε για ακόμη μια φορά την ιστορία του με μια σφαγή άμαχων και ανυπεράσπιστων Ινδιάνων. Στο Wounded Knee (Πληγωμένο Γόνατο) συντελέστηκε μια μεθοδευμένη σφαγή περίπου 150 Ινδιάνων, στην πλειοψηφία τους παιδιά και γυναίκες.
Τα κανόνια Hotchkiss έβαλλαν κατά των γυναικών, οι οποίες κρατούσαν σημαίες ανακωχής και έτρεχαν να σωθούν.
Οι ελάχιστοι άνδρες που υπήρχαν ήταν άοπλοι, καθώς λίγο πριν τη σφαγή είχαν αναγκαστεί να παραδώσουν ό, τι όπλα διέθεταν. Τα μικρά παιδιά σφαγιάζονταν χωρίς έλεος από τους αδίστακτους στρατιώτες του 7ου συντάγματος ιππικού, το οποίο διψούσε για εκδίκηση έπειτα από την οδυνηρή του ήττα στη μάχη του Little Big Horn.
H σφαγή του Πληγωμένου Γονάτου θεωρείται από πολλούς ως το «τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας των Ινδιάνων», το οποίο συμπυκνώνει την πεμπτουσία της εγκληματικής αμερικανικής πολιτικής απέναντι στους ιθαγενείς κατοίκους της Βόρειας Αμερικής.
Η σφαγή αυτή, όπως και όλες οι άλλες, έχουν ένα κοινό μοτίβο το οποίο δεν εμφανίζεται καθόλου τυχαία. Η ψυχρή δολοφονία αμάχων και κυρίως γυναικών και παιδιών είναι η κυρίαρχη εικόνα στους πολέμους και στις σφαγές κατά των Ινδιάνων.
Όταν ένα κράτος σκοτώνει συστηματικά τα παιδιά και τις γυναίκες ενός άλλου λαού ή όταν μετατρέπει τα παιδιά σε δουλικό προσωπικό -όπως είδαμε παραπάνω-, του αφαιρεί τη δυνατότητα να αναπαραχθεί φυσιολογικά και να αυξήσει ή έστω να διατηρήσει τον πληθυσμό του. Αυτή η πρακτική εμπίπτει στους κανόνες της «Συνθήκης του ΟΗΕ για την Αποτροπή και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας», η οποία στο Άρθρο ΙΙΙ ορίζει τη Γενοκτονία.
Το έγκλημα εναντίον των Ινδιάνων γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, αν συνυπολογίσουμε και το ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο της γυναίκας στις κοινωνίες των Ινδιάνων.
Η ινδιάνικη κουλτούρα και οικονομία εξαρτιόταν σημαντικά από την κοινωνική εργασία που επιτελούσαν οι γυναίκες. Αυτές πέρα από φορείς της ανθρώπινης ζωής (βιολογικός ρόλος), έπαιζαν βασικό ρόλο στην οικονομική διαχείριση του παραγόμενου πλεονάσματος.
Οι Ινδιάνες επεξεργάζονταν τα δέρματα για να φτιάξουν τις καλύβες τους, τις κλιστρωμνές τους και τα ρούχα της φυλής τους, ενώ παράλληλα ήταν υπεύθυνες για την συγκέντρωση, την επεξεργασία και τη συγκέντρωση της τροφής της φυλής τους.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια συνειδητή θηριωδία, η οποία στόχευε να στερήσει από τις φυλές των Ινδιάνων το δικαίωμα στη ζωή.
IV. Επίλογος
Σήμερα οι ΗΠΑ, ως η ισχυρότερη δύναμη του πλανήτη, ανασύρουν από το αποικιοκρατικό τους παρελθόν ιδεολογήματα όπως αυτά του 19ου αιώνα και προβάλλουν εκ νέου τον εαυτό τους ως το «φως» ενάντια στο «σκοτάδι», το «φάρο της δημοκρατίας» ενάντια στον «απολυταρχισμό», τη «γη των ευκαιριών και του ονείρου» ενάντια στην «καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση» άλλων πολιτισμών.
Μόνο που η ιστορία υπάρχει για να ξεσκεπάζει αμείλιχτα τη σχετικότητα και τη σκοπιμότητά τέτοιων ιδεών.
Η «αυτοκρατορία του ονείρου και της προόδου» ήταν ένας εφιάλτης, ένα πραγματικό κολαστήριο για τους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής, οι οποίοι έφτασαν να αριθμούν στα τέλη του 19ου αιώνα 250.000 ψυχές.
Το «φως» που ακτινοβολεί σήμερα το αμερικανικό κράτος, είναι το ίδιο με αυτό που έκαψε ολοσχερώς τον ινδιάνικο κόσμο και πολιτισμό. Είναι ένα «φως» θαμπό, κηλιδωμένο από τη θηριωδία που αποτέλεσε την καύσιμη ύλη της θεμελίωσης του αμερικανικού κράτους.
ΠΗΓΗ. prologos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου