Ο Ιούλης, 7ος μήνας
για εμάς με 31 ημέρες, κατά το αττικό ημερολόγιο των αρχαίων ήταν ο πρώτος
μήνας της χρονιάς -30 ημερών, λεγόταν «Εκατομβαιών» και αντιστοιχούσε στο διάστημα 23 Ιούνη – 23
Ιούλη, κατά το εκκλησιαστικό είναι ο 11ος (Σεπτέμβρης), κατά το παλαιό ρωμαϊκό
ο 5ος (Quintilis) κλπ.
Το όνομά του συνδέεται με το ότι ο Αύγουστος Καίσαρας
για να τιμήσει τον Ιούλιο Καίσαρα τον ονόμασε έτσι.
Διαδέχεται τον «κερασάρη», «ορνιαστή» και κυρίως «θεριστή»
Ιούνιο και είναι ο «αλωνάρης» (ή αλωνιστής) γιατί στον μήνα αυτόν γίνεται το
αλώνισμα των δημητριακών.
Αλλά επειδή αλώνισμα χωρίς λίχνισμα, δε νοείται μπαίνει στο
χορό και ο προφήτης Ηλίας που διαφεντεύει τους ανέμους, έτσι ο Ιούλιος λέγεται
και Αηλιάτης ή Αηλιάς, προς τιμή της φλογερής μορφής της βίβλου, εφόρου βροχής,
βροντής, κεραυνών –με τα χιλιάδες ξωκλήσια, κτισμένα στις ελληνικές αμόλυντες
βουνοκορφές, εκεί που ο τόπος ήταν πάντα ιερός..
Ακόμα «Γυαλιστής» ή «Γυαλινός» (Νάξο & Χίο), επειδή σε
ορισμένες περιοχές τους «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια, «Δευτερόλης»
(2ος μήνας του καλοκαιριού), Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).
Παλαιότερα, που δεν υπήρχαν οι «κομπίνες» (μια ακόμη
ελληνικούρα από το αγγλικό combine [harvester], ή απλά «combine» =
θεριζοαλωνιστικές μηχανές) το αλώνι αποτελούσε σημείο αναφοράς και συνεύρεσης
και γιορτής: σε μέρη «αψηλά» να το φυσούν οι περισσότεροι άνεμοι, ήταν ένας
κύκλος ~15μ, τις περισσότερες φορές χωμάτινο (που το κατάβρεχαν συχνά και το
πασπάλιζαν με ψιλοκομμένο άχυρο, που κολλούσε στη λάσπη και γινόταν σώμα) με το
«στρέντζερο»… «στήχερο» ή «στρογερό» (10άδες ονομασίες ανάλογα με την περιοχή),
στη μέση –ένα ξύλινο γερό κατακόρυφο παλούκι γύρω από το οποίο -ζεμένα το ένα
δίπλα στο άλλο έτρεχαν τα ζώα (βόιδα, άλογα, γαϊδούρια ή μουλάρια) που αλώνιζαν
το στάχυ.
Πιο σπάνια ήταν στρωμένο με πέτρα ή πλάκες, για να είναι
«καθαρό», αλλά αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο, γιατί το πάτημα από τις οπλές των
ζώων έσπαγε πολλούς σπόρους και έτσι χανόταν μέρος της σοδειάς.αλωνάρης Ιούλης
Ιούλης αλωνάρης Ιούλης αλωνάρης
Εκτός από το στάρι αλωνίζονται η βρώμη, το
κριθάρι, το καλαμπόκι ακόμη και τα φασόλια, -το κάθε ένα από αυτά με το δικό
του τρόπο: η βρώμη πχ., «δροσισμένη», ώστε να ξεχωρίσει ο σπόρος από τη σάλμη
(καλαμιά) χωρίς να την διαλύσει, αξιοποιώντας την τελευταία για ελαφρά και
υγιεινά στρώματα και μαξιλάρια, εκτός από τροφή ζώων, σκέπασμα κηπευτικών κά.
Βοηθητικά χρησιμοποιούσαν και τη λεγόμενη «δοκάνα» (είδος
σβάρνας), μια πλατφόρμα από δύο σανίδες πλατιές και μακριές με ελαφρά κύρτωση
στην επάνω πλευρά τους και κάτω κοιλώματα (σκαλισμένα στο ξύλο) μέσα στα οποία
σφηνώνονταν πέτρες που θρυμμάτιζαν τα στάχυα.
Κατόπιν με
ένα φτυάρι-δικριάνι (δικράνι ή δεκρυάνι) ξεκινούσε το λίχνισμα, η διαδικασία
δηλ. που ξεχώριζε τον καρπό από το άχυρο με την βοήθεια του ανέμου.
Όσο διαρκούσε ο αλωνισμός, δεν μπορούσε να αλωνίζει ολοένα ο
ίδιος, αλλά έπρεπε να εναλλάσσεται με το παιδί και τη γυναίκα του (προσοχή όμως
γιατί γυναίκα με ρόκα γνέθοντας «είναι ξωτικιά και διώχνει τον άνεμο και δεν
μπορούν να ανεμίσουν (λιχνίσουν)») ενώ αυτός θα ξεκουράζεται στ’ αμπλήκι, ένα
δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι’ αυτό το σκοπό.
Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο:
«Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής
απαντούσε: «Να ‘σαι καλά, Φχαριστούμε».
Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ’ ένα
σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.
Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν
που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι.
Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας
θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην
ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».
Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την
ευλογήσει ο παπάς. Κι απ’ το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι,
το «κλικούδ’», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε
να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις
γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.
Εκτός από το να αλωνίζουν, γίνονταν κατά περιοχή και άλλες
αγροτικές δουλειές, σκάλιζαν καπνά, καλαμπόκι & πατάτες, στα καπνοχώρια
«ραμάτιαζαν» (περνούσαν σε κλωστή του καπνού τα φύλλα για να ξεραθούν), φυσικά
ράντιζαν και θειάφιζαν τα αμπέλια, τρυγούσαν τις μελισσοκυψέλες απ’ το
θυμάρι.
Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.
Σε πολλά, ιδιαίτερα του Βορειοελλαδικού χώρου, συνηθίζονται
τα λεγόμενα κουρμπάνια, τα οποία αποτελούν μορφή δημοτελούς θυσιαστικής
εκδήλωσης και συνεχίζουν την παράδοση πανάρχαιων, αρχέγονων λατρευτικών
δοξασιών και συνηθειών (ΣΣ |> «κουρμπάνι» λέγεται το ζώο που θυσιάζεται,
καθώς και η τελετουργία στο σύνολό της).
Σύμφωνα με το εθιμικό τελετουργικό, προσφέρεται στην
εκκλησία ως τάμα ή αγοράζεται από την οικεία εκκλησιαστική επιτροπή κάποιο ζώο,
του οποίου το κρέας, αφού μαγειρευτεί και ευλογηθεί από τον ιερέα, μοιράζεται
στο εκκλησίασμα.
Από Πανηγύρια, ξεχωρίζουμε «του ταύρου» (Αγ. Παρασκευή
Λέσβου), προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους.
Πρόκειται για μια γιορτή – ταυροθυσία, που διαρκεί 3 ημέρες.
Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών,
κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου
ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα
του.
Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να
είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά
στο σπίτι του χορηγού.
Εκεί υπό τους ήχους μουσικής τον στολίζουν, του κρεμούν στο
λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη –απαραίτητη
επιγραφή στο μέτωπό του, που δείχνει το όνομα του δωρητή.
Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την
εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το
απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή
& δυσπρόσιτη, 15 χλμ μακριά, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.
Από τα χαράματα το Σάββατο αρχίζει η ομαδική μετάβαση των
πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι
με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον
οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας.
Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη
θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, «με την
ευλογία του παπά» πάντα, τάματα κι αυτά των πιστών.
Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται
μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.
Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι
παρασκευάζεται σπεσιαλιτέ, το λεγόμενο «κεσκέτσι»… «Κεσκέκι» (ή Κισκέκ ή
Κεσκέτσι), που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν
όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος».
Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με
ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του
χωριού.Ιούλης αλωνάρης
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Ο Αηλιάς κόβει
σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».
«Αλωνάρη με τα
αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».
«Τζίτζιρας
ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
«Τον Ιούλη κι οι
γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».
«Από τ’ Αι-Λιος ο
καιρός γυρίζει αλλιώς».
«Γαμπρός
αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».
«Έτσι το ‘χει το
λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
«Η καλή αμυγδαλιά
ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ’ αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
«Κάλλιο λόγια στο
χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ’ αλώνι».
«Κάτσε κότα το
Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Κότα πίτα το
Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
«Κότα, χήνα το
Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Μικρό-μικρό τ’
αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».
«Ο άη-Λιας κόβει
σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».
«Ο Θεριστής
θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».
«Όρνιθα το Γενάρη,
κέφαλος τον Αλωνάρη».
«Που μουχτάει τον
Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».
«Πρωτόλη (Ιούνιε),
Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
«Στο κακορίζικο
χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».
«Τ’ Αλωναριού τα
κάματα (δυνατή ζέστη), τ’ Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός
άνεμος).
«Της αγιά Μαρίνας
ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη
σταφίδα)
«Της Αγιάς Μαρίνας
ρούγα του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».
«Το τραγούδι του
Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
«Τον Αλωνάρη
δούλευε καλό χειμώνα να χεις».
«Τον Αλωνάρη
έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».
«Χιόνισε μέσ΄στο
Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».
ΠΗΓΗ. atexnos.gr
ΒΙΝΤΕΟ.
Ιούλιος πορθητής – Μουσική Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε παϊτόνι ολόχρυσο στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού
Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου