Της Μάρω Αγγελοπούλου
Μέγας βοτανολόγος, ανθρωπολόγος, γεωγράφος, γλωσσολόγος, φωτογράφος και κυρίως μία απ' τις πιο εκκεντρικές προσωπικότητες που υπήρξαν.
Ο αινιγματικός Τζόζεφ Ροκ δίδαξε στη Δύση τα πάντα γύρω από την Κίνα και το Θιβέτ. Για την παγκοσμίου φήμης έρευνά του, χρειάστηκε απλά πράγματα: όπερα, μπισκότα βουτύρου και ζεστά αφρόλουτρα με εσπεριδοειδή και αποστάγματα αρωματικής βανίλιας.
"Ντέιβιντ, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για μια σπουδαία αποστολή. Θα χρειαστώ οπωσδήποτε μια πτυσσόμενη μπανιέρα κι ένα φορητό γραμμόφωνο.
Η καθαριότητα κι η μουσική είναι το ήμισυ της επιτυχίας. Η Ασία με περιμένει. Θα τα πούμε στην επιστροφή".
Η ευτραφής φιγούρα με την όξινη φωνή αποχαιρέτησε φιλικά τον Ντέιβιντ Γκράντισον Φέρτσαιλντ του Υπουργείου Γεωργικής Βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών και κινήθηκε με ελιγμούς αιλουροειδούς προς την έξοδο.
Στα χέρια του, ο σφραγισμένος φάκελος με την έγκριση του Υπουργού και τα απαραίτητα στοιχεία για το μεγάλο ταξίδι στις αρχές του 1920 προς εύρεση ενός σπάνιου φυτικού ελαίου Σουλμουγκρά (σημ. chaulmoogra) από την Ανατολική Ινδία.
Ο σκοπός; Η θεραπεία της ασθένειας του Χάνσεν ή, γνωστότερα, της λέπρας.
Ο σωτήρας της; Ροκ. Τζόζεφ Ροκ.
O Τζόζεφ Ροκ, τρίτος από αριστερά
Μη σας ξεγελά η εκκεντρικότητά του και το μεγαλομανές βλέμμα του.
Πρόκειται για μία από τις σπουδαιότερες ερευνητικές μορφές της Ιστορίας: βοτανολόγος, ανθρωπολόγος, εθνολόγος, γλωσσολόγος και ζωολόγος.
Γεννημένος στην Αυστρία το 1884, από μία παθητική μητέρα και έναν δυναστικό πατέρα, στρέφεται γρήγορα στον κόσμο της φαντασίας του και του παγκόσμιου άτλαντα ενισχύοντας την αντικοινωνικότητά του αλλά και το ενδιαφέρον του για τον κόσμο, κυρίως για την Κίνα.
Προικισμένα αυτοδίδακτος, μαθαίνει μόνος του οκτώ γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της Σανσκριτικής, και πριν κλείσει τα 13 του χρόνια αρχίζει κινέζικα.
Σε ηλικία 21 ετών μετακομίζει στη Νέα Υόρκη όπου διαγιγνώσκεται με φυματίωση, γεγονός που τον (εξ)αναγκάζει να αναζητήσει ένα πιο ξηρό κλίμα.
Ανεξαρτήτως των ιατρικών συστάσεων, ταυτίζεται με τη Χαβάη η οποία γίνεται η νέα του πατρίδα. Έχοντας εντρυφήσει από νωρίς σε θέματα φυτολογίας, ο Ροκ προσλαμβάνεται στη Δασική Διεύθυνση του νησιού, αρχικά ως συλλέκτης βοτάνων.
Το 1911 μετατίθεται στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης και γίνεται υπεύθυνος της συλλογής θεραπευτικών βοτάνων, ενώ έξι χρόνια αργότερα προάγεται σε Καθηγητή Συστηματικής Βοτανολογίας.
Παράλληλα, υιοθετεί το παρατσούκλι "pohaku" (μτφρ. ποχάκου, στα χαβανέζικα η λέξη για την "πέτρα"), με το οποίο συστηνόταν, μαζί με το κανονικό του όνομα.
Καθώς η Ασία τον δελέαζε ακόμα, πείθει το Υπουργείο Γεωργικής Βιομηχανίας των Η.Π.Α. και ακολούθως το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ να χρηματοδοτήσουν τα ταξίδια του προς συλλογή θεραπευτικών βοτάνων.
Ένα πρωινό του 1922, ο Τζόζεφ Ροκ, με μακριά τσιντσιλά γούνα και ανάλογο καπέλο που άφηνε ωστόσο ξεσκέπαστη τη σπιρτάδα της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του, ξεκίνησε αρχικά για την Κίνα, με τον αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό, στον οποίο περιέλαβε μία πτυσσόμενη μπανιέρα με σκαλιστές λεπτομέρειες από καθαρό ασήμι, λινά τραπεζομάντηλα, πορσελάνινα σερβίτσια, ολόχρυσα μαχαιροπίρουνα, βιεννέζικες σοκολάτες και εξαίρετης ποιότητας βρετανικά τσάγια, ένα φορητό γραμμόφωνο με μπαταρία, όλη τη συλλογή με δίσκους όπερας που άγγιζαν τα 200 κομμάτια, βελούδινα κοστούμια και ακριβά γουναρικά.
Όσο για την ομάδα που τον ακολουθούσε, κάθε άλλο παρά ερευνητική ήταν:
ένας μάγειρας εκπαιδευμένος στην Αυστριακή κουζίνα (τον οποίο ο Ροκ απέλυε και προσλάμβανε κάθε μέρα για πάνω από 20 χρόνια), περί τα 30 άτομα υπηρετικό προσωπικό, δεκάδες άλογα και πάνω από 100 μισθοφόρους για προστασία ενάντια σε τυχόν ληστές.
Φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο Ροκ απ' τα ταξίδια του στην Ασία
Αυτό το παράξενο καραβάνι που διέσχιζε υπό τους ήχους του Βέρντι και του Ροσίνι τα ανεξερεύνητα μονοπάτια της Κίνας, μέσα από περιοχές όπως αυτές του Γιουνάν και του Λιγιάνγκ μέχρι το Σιτσουάν, το Γκανσού και το Θιβέτ, περνώντας τα σύνορα για την Ινδία, έμοιαζε περισσότερο με μοντέρνα παρέλαση τσίρκου παρά με μία από τις μεγαλύτερες ερευνητικές αποστολές στην ιστορία του κόσμου.
Κι ο Τζόζεφ Ροκ, αυτός ο γουναροφόρος τύπος που μασούσε σα μηρυκαστικό παριζιάνικα μπισκότα βουτύρου, καβαλώντας το αραβικό του άλογο και μοιράζοντας διαταγές, σύντομα ξέχασε τον αρχικό λόγο του ταξιδιού του.
Συνεπαρμένος από την κουλτούρα του λαού των Ναξί, αλλά και φοβούμενος ότι θα εκλείψει λόγω της κυριαρχίας των Χαν στην περιοχή, μελέτησε διεξοδικά την ανθρωπολογική δομή, τη γλώσσα και τις εθιμοτυπικές τους συνήθειες, φωτογραφίζοντας και καταγράφοντας τα πάντα, δημιουργώντας ένα ασύλληπτης έκτασης έργο, το οποίο τον ανακήρυξε σε "πατέρα της Ναξιολογίας".
Από το 1922 μέχρι το 1949, ο Ροκ έμεινε στο χωριό Γιουσού της επικράτειας του Λιγιάνγκ κι έγινε παγκόσμια αυθεντία της τοπικής κουλτούρας και βοτανικής.
Στα μισά χρόνια της εκεί παραμονής του, έγραψε εννέα άρθρα αποκλειστικά για το περιοδικό National Geographic.
Οι περιγραφές του για τις υπό εξερεύνηση περιοχές ήταν τόσο συγκλονιστικές, ώστε ενέπνευσαν το μύθο του Σάνγκρι-Λα στο μυαλό του Βρετανού συγγραφέα Τζέιμς Χίλτον, όπως τον κατέγραψε στο διάσημο μυθιστόρημα “Lost Horizon”(1933).
Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Κίνα έστειλε στις Η.Π.Α. πάνω από 80.000 είδη φυτών, δύο εξ αυτών πήραν το όνομά του-όπως η Παιώνια του Ροκ ή αλλιώς paeonia rockii-καθώς και 1.600 είδη πουλιών και 60 θηλαστικών, ενώ παράλληλα συγκέντρωσε εξαιρετικά είδη εντόμων για τον Βοτανικό Κήπο των Η.Π.Α., αφήνοντας έκπληκτους τους εκεί φυτοκόμους και βοτανολόγους για τις ιστορικές ανακαλύψεις του.
Σημαντικές, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά το 1956 ο βιογράφος του, Χιούμπερτ Ρόουντς, ήταν οι ανακαλύψεις εξωτικών κωνοφόρων και 493 ειδών ροδόδεντρων αλλά και καστανιών ανθεκτικών στην ξηρασία, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να αφομοιωθούν στα σφοδρά βόρεια κλίματα της Αμερικής και, αργότερα, της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ευρώπης.
Στον Τζόζεφ Ροκ οφείλουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες της εξερευνητικής του επιχείρησης, που υπήρξαν και οι πρώτες έγχρωμες τέτοιου είδους.
Από την αποστολή του στην Κίνα και το Θιβέτ, έχουν διασωθεί πάνω από 700 φωτογραφίες από τη Μπούρμα (νυν Μιανμάρ), το Σιάμ (νυν Ταϊλάνδη) και την ενδοχώρα της Κίνας.
Δυστυχώς, τεράστιο υλικό που συγκέντρωσε χάθηκε το 1944 στην Αραβική Θάλασσα όταν το πλοίο που το μετέφερε βυθίστηκε.
Αργότερα, στα πλαίσια της συνεχούς αλληλογραφίας με τον Ντέιβιντ Γκράντισον Φέρτσαιλντ του Υπουργείου Γεωργικής Βιομηχανίας, θα έγραφε χαρακτηριστικά: "Για σχεδόν 12 χρόνια, πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, είχα αφοσιωθεί στη σπουδή και τη μετάφραση των θρησκευτικών κειμένων των Ναξί του βορειοδυτικού Γιουνάν.
Όταν κατέστη για μένα αδύνατο, για οικονομικούς λόγους, να παραμείνω στο Λιγιάνγκ, μάζεψα ότι υλικό είχα συγκεντρώσει και το έστειλα με πλοίο από την Καλκούτα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πλοίο βυθίστηκε το 1944 από τους Ιάπωνες και όλη μου η εργασία χάθηκε. Αποφάσισα τότε να επιστρέψω στην Κίνα και να ξεκινήσω απ' την αρχή".
Ενάντια σε όσους τον έλεγαν τρελό και ματαιόπονο, ο Τζόζεφ Ροκ συνέχισε ακάθεκτος τις έρευνές του, συνεργαζόμενος και με το Ινστιτούτο Γιεν Τσίνγκ του Χάρβαρντ, όπου και το βιβλίο "Το Αρχαίο Βασίλειο των Ναξί της Βορειοδυτικής Κίνας" (σημ. “The Ancient Nakhi Kingdom of Southwest China”) που εκδόθηκε το 1947 από το Χάρβαρντ και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του.
Ξόδεψε πολλά χρόνια απ' τη ζωή του συλλέγοντας και μεταφράζοντας 8.000 τόμους της αυθεντικής φιλολογίας των Ναξί.
Η εν λόγω μελέτη του βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου και σαφώς πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπολογικές μελέτες-αν όχι η σπουδαιότερη-που έγινε ποτέ, μαζί με το 1.094 σελίδων Λεξικό των Ναξί.
Παραλλήλως, χαρτογραφεί με συγκλονιστική ακρίβεια όλες τις περιοχές που επισκέπτεται, δημιουργώντας ένα σύγχρονο, για την εποχή, χάρτη της Ασίας.
Ωστόσο, το 1949, η εμφύλια διαμάχη στην Κίνα υποχρέωσε τον Ροκ να την εγκαταλείψει για δεύτερη φορά στη ζωή του.
Αφού παρέθεσε άλλο ένα θεσπέσιο αυστριακό δείπνο υπό την εκκωφαντική ένταση του Καρούζο στους συνηθισμένους, πια, Θιβετιανούς μάζεψε τον πολυτελή του κόσμο και τις τελευταίες του έρευνες και επιβιβάστηκε στο καράβι της επιστροφής.
Όντας ακόμα μια καθαρά αντισυμβατική και πλέον μια παγκοσμίως γνωστή προσωπικότητα, επέστρεψε στη Χονολουλού όπου έγινε Καθηγητής Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης.
Το 1962 υπέστη, μοιραία για τη ζωή του, καρδιακή προσβολή.
Λίγο πριν, είχε χαστουκίσει έναν υπηρέτη του γιατί άφησε το τσάι να βράσει 2 δευτερόλεπτα παραπάνω.
ΠΗΓΗ. lifo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου