ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΙ & ΓΡΑΜΜΑΤΑ στη Λογοτεχνία και στην Τέχνη


                                       Vincent van Gogh - Portrait of the Postman Joseph Roulin

Άρης Αλεξάνδρου - Ανεπίδοτα γράμματα
1
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως-όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.

2
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό
μην τύχει και κρυώσει
ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει
τα περιστέρια των χεριών σου.

Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου.

[...]

18
Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντήλι σου μα δεν σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δεν δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες στα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου:
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία.

Μούδρος 1948

Από τη συλλογή Άγονος γραμμή (1952)

[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 30-38]


 Thomas Patterson Portrait Of A Postman

Δημήτρης Βαρβαρήγος - Μονόλογοι

Μονόλογοι των δρόμων
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα
πάντα τα ίδια λόγια
σίδερα μαζεύω
ταχυδρόμος δεν υπάρχει
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω
τα βιβλία στο ράφι έρημα
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα
αφόρτιστο το τηλέφωνο
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι
η αλόη θέλει πότισμα
άφαντες οι παντόφλες
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο
να προσέχεις
παγωμένη λίμνη η σκέψη
ξυλιάσαμε
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές
να πιω;




The Mailbox is a painting by Randy Edwards 


Γιάννης Βαρβέρης - Το γράμμα

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.


Γιάννης Βαρβέρης, (από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Κέδρος 1982)



The Postman - Thomas Liddall Armitage


Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν


«Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε, που ΄μοιαζαν τα παπούτσια μας!

Περάσαν τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω μια ζεστασιά παράξενη, ως να με είχες στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα, που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα στον κινηματογράφο του χωριού μου και κρύωνα διπλωμένος στο μακρύ σάκο μου, με πεσμένα τα μαλλιά στα μάτια μου, που λάμπαν βλέποντάς σε σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.

Που να΄ξερα πως θα΄ μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος ο φίλος μας στον κόσμο, ο καλός θείος, ο γείτονας του Θεού, ο παραστάτης σε όλους μας, και πως εγώ μια μέρα με τη φτωχή αλφαβήτα που εκεί κάτω στο ταπεινό σχολείο μας με μαθαίναν, θα σου’ γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο, γιομάτο από φιλία και καρδιοχτύπια για όλο τον κόσμο!
Τσάρλι! Τσάρλι! Γράφω σ’ εσένα για όλους μου τους φίλους.
 
Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε, που πας σ΄όλες τις χώρες και χτυπάς με το διακριτικό σου μπαστουνάκι των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις στο παντζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο, που με το πλάι το βράδυ, ακροπατώντας, μπαίνεις απ΄τις μισάνοιχτες πορτούλες στον ύπνο των παιδιών, με την ψυχή σου φορτωμένη παιχνίδια
Τσάρλι, φίλε των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους, που τους πήραν τον ήλιο τ΄ ουρανού, που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια, και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους να πηγαίνεις και να’ ρχεσαι, κουνώντας τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους την αγάπη μου Τσάρλι! Ένα λουλούδι μ΄εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους την ελπίδα μου, Τσάρλι.»
 
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιήματα, Τρία φύλλα)


Walter Dendy Sadler - The Village Postman

Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου
Απαντώ στη σιωπή σου μ’ ένα φως ήρεμο• όσο και να ‘ναι
σαν τον Ατλαντικό οι στιγμές μου ταραγμένες
όσο κι αν η καρδιά στα βάθη μου χορεύει όπως μια φλόγα
φωτιάς, το αίμα μου καίγεται σαν ένα μακρύ δάσος
σε μιαν απέραντη πλαγιά – όσο κι αν ένας όμορφος
ήλιος βασίλεψε, σου γράφω. Αν όχι τίποτε άλλο,
σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτιού σού γράφω και σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.
Έχεις την εύνοια των πρωινών του. Μη με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα.
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου
ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Κι αν σκίστηκε
το χώμα μου στα δύο, κι αν χάσκει η ύπαρξή μου
σαν ένας τοίχος ανοιγμένος κάτω απ’ την κοιλιά
μιας φορτωμένης καταιγίδας,
πες τους πως σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Κατά μήκος του ποταμιού
που κατεβαίνει στην κοιλάδα,
δίπλα στις λεύκες που σου νανουρίζουν
τη λύπη, γράψε στο νερό
τ’ όνομά μου: Ελπίδα.
τ’ όνομά μου: Αγάπη.
τ’ όνομά μου: Σιωπή.

Τάραξε πάλι το νερό.
Σβήσε τα ίχνη μου πάλι.
Πες τους πως είμαι ένας ελεύθερος άνεμος που γυρνά
μέσα στο μέλλον. Πως σε κάθε δέντρο έχω δεμένο
κι από ένα χρυσοσέλωτο άλογο. Πες τους πως
εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία.
Πως όταν κάθε Κυριακή ντύνομαι τις ελπίδες μου
γιομίζει καθώς περπατώ ο κόσμος.
Εσύ, έτσι πες τους.
Πως δε σου ‘γραψα τίποτα. Πως σου ‘στειλα μονάχα
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
Από τη συλλογή Τα θολά ποτάμια (1950) 

Samuel Harry Hancock - A Postman of the City 


Κική Δημουλά - Γράμμα
Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου ῾φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ᾿ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ᾿ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιὸν της συντριβής.
Και στ᾿ αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.



The Postman by Alonso Perez


Ο. Ελύτης - Ο ταχυδρόμος

Κάθε πρωί οπού ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια

– Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις

Δεν σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού

Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
(Ο. Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Ίκαρος)

Mailman by Ian Russell


Νίκος Καββαδίας -Γράμμα στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή, κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη. Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά. να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του, προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά. Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια, που αβρές μαθήτριες τ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί, χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ. Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτήτε Εγώ. Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ οδηγώ. Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν. Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν, οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες. Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες. Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε, τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε, περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε. Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε, κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει. εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε, κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ. Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος, μιά γριά σ ένα πολύβουο καφενείο μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε, κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο. Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα, θα δήτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει. Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα, κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα, δε θα ναι ποιητικώτερο και πι όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ άγριο κύμα; Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα, λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη», που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε, γελώντας και κουνώντας το κεφάλι. Η μόνη μου παράκληση όμως θα τανε, τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε. Κι όπως εγώ για έν αδερφό εδεήθηκα, για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

ΒΙΝΤΕΟ.


 
ΠΗΓΗ . homouniversalisgr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου