ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

ΚΑΣΤΟΡΙΑ - Η πόλη της λίμνης με τη μεγάλη ιστορία


   
     ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ. ΘΑΝΟΣ ΕΥΘΥΜΕΡΟΣ



Η Καστοριά είναι πόλη της Ελλάδας και πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δυτικής Μακεδονίας. 
Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 13.387 κατοίκους. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο της ομώνυμης λίμνης, σε υψόμετρο 703 m από την επιφάνεια της θάλασσας, ανάμεσα στα βουνά Βίτσι και Γράμμο.

Περιβάλλεται από τη λίμνη της και συνδέεται με την ξηρά μέσω μιας ευρύτερης λωρίδας γης από επιχωματώσεις, δίνοντας την εντύπωση νησιού.

Στην μακραίωνη ιστορία της, μιάμιση χιλιετία από κτίσεως, γνώρισε πολιορκίες και κατακτήσεις από Βουλγάρους, Νορμανδούς και Τούρκους, διατηρώντας όμως μέχρι σήμερα σημαντικό αριθμό βυζαντινών εκκλησιών, κειμηλίων και αρχοντικών ως τεκμήρια της κατά καιρούς ακμής της, λόγω της επιτυχημένης εμπορίας και διακίνησης των γουναρικών σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης.


Όνομα

Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη ότι προήλθε από τους κάστορες που ενδημούσαν για αιώνες σ΄αυτήν.

Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού (527-565), Προκόπιος, αναφέρει πως η πόλη μεταφέρθηκε σε οχυρή θέση στη λίμνη, την οποία λίμνη ονομάζει, για πρώτη φορά, Καστορία.

Για το όνομα της πόλης, αναφέρει πως ο Ιουστινιανός: «...καί τό όνομα, ὡς εἰκός, αφῆκε τῇ πόλει».
Δεν ειναι ξεκάθαρο αν με αυτή η φράση ο Προκόπιος εννοεί ότι την ονόμασε Ιουστινιανούπολη. Πάντως στον σύγχρονο του Ιουστινιανού, Συνέκδημο του Ιεροκλέους, αναφέρεται ακόμη ως Διοκλητιανούπολη. 


 Με το ίδιο όνομα εμφανίζεται στο έργο Περί Βασιλείου Τάξεως του αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητου (10ος αι.), ωστόσο η αναφορά αυτή θεωρείται αναχρονισμός.

Η Βυζαντινή ιστορικός Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι η λίμνη ονομάζεται η της Καστορίας, ενώ το όνομα της πόλης προέρχεται από τη λέξη κάστρον

Ωστόσο αυτή η ερμηνεία της Κομνηνής είναι λιγότερο πιθανή, αν και κατά τη μεταβυζαντινή εποχή συχνά αποκαλείτο κατά αυτόν τον τρόπο, όπως π.χ. στους κώδικες της Μητροπόλεως Καστοριάς, ενώ οι κάτοικοι της πόλης συνοδεύονταν επίσης από το προσωνύμιο «καστριώτης».

Η τουρκική ονομασία της πόλης είναι Kesriye (Κεσρίγιε), ονομασία που αναφέρει και ο περιηγητής του 17ου αι., Εβλιγιά Τσελεμπί, ενώ η σερβική και βουλγαρική ονομασία της πόλης είναι Κοστούρ (Κυριλλικά: Костур).

Κατά μια άποψη (Поповски, Търпо 1869-1913), η ονομασία Κοστούρ προέρχεται από το ότι η τοποθεσία μοιάζει με σκελετό ψαριού (πέρκας).

To όνομα της πόλης έχει συνδεθεί επίσης με τον Κάστορα, καθώς στην τοπική μυθολογία αναφέρεται πως κτίστηκε το 840 π.Χ. από τον αδελφό του Πολυδεύκη, μετά από χρησμό που έλαβε από το Μαντείο των Δελφών.

Ιστορία

Σε γειτονική περιοχή, κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο, στο έργο του Περί κτισμάτων (553-555), βρισκόταν η «θεσσαλική» πόλη Διοκλητιανούπολη.
Η Διοκλητιανούπολη έχει ταυτιστεί από τους αρχαιολόγους με αρχαία πόλη στην περιοχή Αρμενοχώρι η οποία ανακαλύφθηκε πρόσφατα, 4 χιλιόμετρα νότια της Καστοριάς.

Η Καστοριά χτίστηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Celetrum (Κέλετρον), που μνημονεύεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο (64 π.Χ.-17 μ.Χ.) 



Ο Τίτος Λίβιος δεν αναφέρει την ακριβή θέση της, ωστόσο όλοι οι ιστορικοί την ταυτίζουν με αυτή της σημερινής πόλης.

Κατά τον Προκόπιο, η στρατηγική θέση και η φυσική ομορφιά της περιοχής προσείλκυσε το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Ο Ιουστινιανός Α' μετέφερε εκείνη την πόλη σε «νησί» στο κέντρο της λίμνης και την περιέβαλε με διπλό τείχος, από το οποίο σήμερα μόνον σπαράγματα σώζονται.

Το κάστρο αποτελούσαν δύο γραμμές τειχών που άρχιζαν από ένα μέρος της όχθης του λαιμού στα νότια, προχωρούσαν προς τη βόρεια όχθη της λίμνης και κατέληγαν στο ανατολικό μέρος της λίμνης.

Εκεί το κάστρο γινόταν πιο φαρδύ και σχημάτιζε το ογκωδέστερο μέρος του νησιού, καταμεσίς της λίμνης.

Από το 927 μέχρι το 969, η Καστοριά ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγους με προτροπή των Βυζαντινών.
Το 990, ο Τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά, υπερνικώντας τη φυσική αλλά και την τεχνητή της οχύρωση.

Το 1017, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος την πολιόρκησε αλλά απέτυχε να την καταλάβει.
Με την τελική κατάρρευση της βουλγαρικής αντίστασης, το 1019, η πόλη επανήλθε στους Βυζαντινούς.

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στο οποίο ανήκε και η Καστοριά, όπως ήταν από το 1252 έως το 1315
Από το 1083, που εκδιώχθηκαν οι Νορμανδοί από τους στρατηγούς του Αλεξίου Κομνηνού, Νικηφόρο Βρυέννιο και Γεώργιο Παλαιολόγο μέχρι την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία το 1204, η Καστοριά βρίσκεται άλλοτε υπό τους Νορμανδούς και άλλοτε στα χέρια των Βυζαντινών.

Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας (1096-1099), τμήμα Σταυροφόρων προερχόμενο από το Μπρίντιζι περνά από την Καστοριά και μέσω Αχρίδας κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά το 1204 οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την κυριεύουν για τρίτη φορά. 

Ωστόσο η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όταν ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας συμμάχησε με τον άρχοντα Μακεδονίας και Θεσσαλίας Ιωάννη Πετραλείφα, η πόλη περιήλθε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν ή Ντούσαν, «Κράλη» της Σερβίας (1331-1345), διαδέχονται αλβανικοί, «αφύλαρχοι», όπως αναφέρει ο Κατακουζηνός, πληθυσμοί που κατακλύζουν τη δυτική Μακεδονία γύρω στα 1350.

Οι Τούρκοι, ως οργανωμένος στρατός του οθωμανικού εμιράτου της Βιθυνίας, καταστρέφουν και λεηλατουν τη μακεδονική ύπαιθρο, ώσπου να εγκαταστήσουν προοδευτικά την κυριαρχία τους στις μακεδονικές πόλεις και στη περιοχή. Η τουρκική κατάκτηση καλύπτει την εικοσαετία μεταξύ 1371 και 1394.


Οθωμανική περίοδος

Το αρχοντικό των αδελφών Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ (1750), σήμερα στεγάζει το Μουσείο ενδυματολογίας Καστοριάς.
Η κατάληψη της Καστοριάς από τους Τούρκους τοποθετείται περίπου στο 1383. Έμεινε στην κατοχή τους επί περίπου πέντε αιώνες. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η περιοχή της Καστοριάς αναδείχτηκε σε κέντρο ελληνισμού διατηρώντας την εθνική συνείδηση, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα.

Την εποχή αυτή η περιοχή ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και γνώρισε άνθηση στις τέχνες και τα γράμματα.

Ο Γεώργιος Καστοριώτης ή Γεώργιος Καστριώτης, επιφανής Καστοριανός που έφτασε ως το αξίωμα του μεγάλου κομίσου, ίδρυσε το 1705 στη συνοικία Μουζεμβίκη την εκκλησιαστική του σχολή και το 1708 μετακάλεσε από τη Βενετία τον αναγνωρισμένο λόγιο, θεολόγο και συγγραφέα Μεθόδιο Ανθρακίτη.

Το 1710 ιδρύθηκε το Ανώτερον Σχολείον Κυρίτζη τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης.

Κατά την πρώτη κρίσιμη και αποφασιστική περίοδο της αφύπνισης του Γένους και της σφυρηλάτησης της εθνικής συνείδησης, συμμάρτυρες του Ρήγα Βελεστινλή ήταν οι δυο Καστοριανοί αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ.

Στενός συνεργάτης του Ρήγα ήταν ο Γεώργιος Θεοχάρης, που λόγω του εγνωσμένου κύρους του και της αυστριακής υπηκοότητός του απελάθηκε και προτίμησε τη Λειψία.

Κατά την επανάσταση του 1821 σημειώθηκαν αρκετές επιχειρήσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα στο Βογατσικό. Καστοριανός ήταν ο οπλαρχηγός Ιωάννης Παπαρέσκας, ο οποίος πήρε μέρος στη σύνοδο της Μονής Δοβρά μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας, ο Ευάγγελος Ιωάννου, ο Αναστάσιος Καρίτσης, ο Δήμος Παναγιώτου, οι Ναούμ Νικολάου, Κωνσταντίνος Νικολάου, Ιωάννης Καραμπίνας, Ευάγγελος Ιωάννου, Ζήσης Δημητρίου.

Στα 1867 ιδρύθηκε, με πρωτεργάτη τον Αναστάσιο Πηχεών, η Εθνική Επιτροπή, με πρώτα μέλη τους γιατρούς Ιωάννη Σιώμο και Αργύριο Βούζα και τους Νικόλαο Τουτουντζή, Βασίλειο και Νικόλαο Ωρολογόπουλο Ρέτζη και Απόστολο Σαχίνη. Γρήγορα διευρύνθηκε, ιδιαίτερα προς την Κλεισούρα, όπου ο Πηχεών είχε διατελέσει δάσκαλος από το 1862 και είχε συνδεθεί τότε στενά με τον γνωστό γιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο.

Η νέα «Φιλική Εταιρεία», όπως ονομάσθηκε μετά τη διεύρυνσή της, απέβλεπε στο ξεσήκωμα της Μακεδονίας εναντίον των Τούρκων. Αρχές του 1888 συνελήφθησαν από τους Τούρκους δεκαπέντε Κλεισιουριώτες και περισσότεροι από σαράντα Καστοριανοί μαζί με Μπογκατσιώτες, Κορυτσιώτες κ.α. που οδηγήθηκαν τελικά στις φυλακές του Μοναστηρίου για να δικαστούν.




Μακεδονικός αγώνας

Κατά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), ο Σουλτάνος της έδωσε το δικαίωμα να ιδρύσει μητρόπολη, εκεί όπου διέθετε την πλειοψηφία των 2/3 των πιστών ή ένα ναό αν την ακολουθούσε το 1/3 των πιστών με την πρόνοια της τιμωρίας όσων θα επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν τα παραπάνω για να ενσπείρουν διχόνοια και αναταραχή («Ἀν αὐτό ληφθῇ ὡς πρόσχημα διά τήν ἐνσπορᾶ διχόνοιας καί ἀναταραχής μεταξύ τὢν κατοίκων, οἱ ἔνοχοι τέτοιων ἐνεργειών θά τιμωρηθούν, σύμφωνα μέ τό νόμο»).

Η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε τον πυρήνα προετοιμασίας και δράσης του ένοπλου απελευθερωτικού Μακεδονικού Αγώνα. Ήδη από το 1867, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύθηκε η Εθνική Επιτροπή.

Αν και στην πόλη της Καστοριάς ήταν αναμφισβήτητη η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου, σε αρκετά χωριά της υπαίθρου υπήρχε σταδιακή και αυξανόμενη βουλγαρική διείσδυση, μετά τη σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδιαίτερα μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

 Φυσικό επακόλουθο ήταν να οργανωθεί και να ενταθεί, μετά την εξέγερση του Ίλιντεν , το 1903, η αντίσταση και να αναδειχθούν σημαντικές ιστορικές μορφές, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Ίων Δραγούμης.

Σημαντικοί Καστοριανοί οπλαρχηγοί έδρασαν την περίοδο αυτή, όπως ο Αριστείδης Μαργαρίτης, ο Κωνσταντίνος Γκολογκίνας, ο Σπυρίδων Δούκης και ο Χρήστος Δούκης, ο δάσκαλος Βασίλειος Μελεγκάνος.



Νεότερη ιστορία

Η Καστοριά απελευθερώθηκε κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο, στις 11 Νοεμβρίου του 1912 και ο Άγιος Μηνάς τιμάται ως ελευθερωτής της πόλης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακολουθήσασα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης , αρχικά εγκαταστάθηκαν στον Νομό Καστοριάς 388 Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες .

Μετά την αποχώρηση των Τούρκων έφθασαν στην πόλη της Καστοριάς (17-8-1924) 43 οικογένειες ψαράδων από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας , ύστερα από ενέργειες του τοπικού Γραφείου Εποικισμού, για να ασχοληθούν με το ψάρεμα στη λίμνη.

Όταν ο Ιταλικός Στρατός κατέλαβε την Αλβανία, τον Απρίλιο του 1939, υπήρξε ανησυχία στον πληθυσμό της περιοχής για την πιθανότητα ιταλικής επίθεσης, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.

Το πρωί της Δευτέρας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι κάτοικοι της πόλης ξύπνησαν από τα αναγνωριστικά ιταλικά αεροπλάνα και τις βροντές που προέχονταν από τα πυρά του πυροβολικού στα σύνορα.

Η πόλη της Καστοριάς έπειτα βομβαρδίστηκε από ιταλικά βομβαρδιστικά και αναφέρθηκαν άμαχοι ανάμεσα στους νεκρούς και αρκετοί τραυματίες.

 Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν σημαντική η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στον αγώνα κατά των Ιταλών, Βουλγάρων και Γερμανών κατακτητών.

Η άλλοτε ανθηρή εβραϊκή κοινότητα (κατά την επίσημη οθωμανική επετηρίδα του Βιλαετίου Μοναστηρίου του 1891, ζούσαν στην Καστοριά 5.615 κάτοικοι, από τους οποίους 774 ήταν Εβραίοι) έπαψε να υφίσταται με τη βίαιη μεταφορά, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες (24 Μαρτίου 1944), 763 Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης απ΄ όπου επέστρεψαν μόνον 35.

Ως συνέπεια της ελονοσίας, του υποσιτισμού και της αβιταμίνωσης, παρατηρήθηκε στην περιοχή ραγδαία αύξηση των περιστατικών φυματιώσεως.

 Ο γιατρός και τότε δήμαρχος της πόλης, Σαράντης Τσεμάνης, ως μάρτυρας κατηγορίας κατά των Ιταλών και Βουλγάρων εγκληματιών πολέμου στη Δυτική Μακεδονία το 1941-44 (πχ Ράβαλι, Άντον Κάλτσεφ) στη Αθήνα το 1946, προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο, όταν με παλλόμενη φωνή είπε: «... η νεολαία της Δυτικής Μακεδονίας είναι καταδικασμένη εις τον δια φυματιώσεως θάνατον. Έχει κοκκινίσει το χώμα από τας αιμοπτύσεις.

Η Καστοριά πρέπει να μεταβληθεί εις ένα απέραντον Σανατόριον, δια να γιάνη τα αγιάτρευτα, που ετσάκισαν, νιάτα της».



Στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου (1946-1949), η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε το επίκεντρο εξέλιξης της ένοπλης αιματοχυσίας και των θλιβερών κοινωνικών συνεπειών που ακολούθησαν.

Οι σφοδρές μάχες στα ορεινά της συγκροτήματα στον Γράμμο και στο Βίτσι προκάλεσαν απερίγραπτα δεινά στην πόλη.

«Στην ασφυκτικά κατοικημένη και στενά πολιορκημένη Καστοριά παρουσιάζονταν συχνά σοβαρές ελλείψεις βασικών ειδών, όπως καυσόξυλα, φωτιστικό πετρέλαιο και είδη διατροφής... όσοι τολμούσαν να εξέλθουν στα γειτονικά χωριά προς ξύλευση, αντιμετωπίζονταν από τους Αντάρτες ως πράκτορες των Μοναρχοφασιστών  και από τις κρατικές αρχές ως πράκτορες των Σλαβοκομμουνιστών ».  

Ομάδες υποσιτισμένων ρακένδυτων παιδιών περιφέρονταν στους δρόμους αναζητώντας τροφή ενώ τα λίγα κρεβάτια στα κρατικά νοσοκομεία δεν επαρκούσαν ούτε για τους τραυματίες από τις μάχες και τις νάρκες.

«Τον Ιούνιο του 1949 καταμετρήθηκαν 77.822 καταφυγόντες των μερικώς ή ολικώς εγκαταλελειμμένων χωριών της περιοχής για να φθάσουν συνολικά σε διάφορες πόλεις από όλη τη πληττόμενη γεωγραφική ζώνη τις 684.507 την ίδια εποχή.»

 Κάτω από αυτές τις συνθήκες αρκετά παιδιά κυρίως των πληγέντων από τον ανταρτοπόλεμο που είχαν χάσει τον ένα ή τους δυο γονείς τους, και όσα δεν τύχαιναν στοιχειώδους οικογενειακής φροντίδας, μεταφέρθηκαν στις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης.

Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες

Η Καστοριά με τις περίπου 80 εκκλησίες της είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που σώζει σε μεγάλο βαθμό αδιάλειπτα τη βυζαντινή  και μεταβυζαντινή μνήμη.

Με εξαίρεση το Άγιον Όρος, μόνο στην Καστοριά υπάρχουν φορητές εικόνες της Κρητικής Σχολής και μάλιστα πρώιμης χρονολογίας.
Οι εκκλησίες, οι τοιχογραφίες,οι φορητές εικόνες και τα αρχοντικά, είναι μάρτυρες οικονομικής ακμής και πολιτισμού σχεδόν 10 αιώνες περίπου.

H ανέγερση των εκκλησιών της Καστοριάς, όπως του Αγίου Γεωργίου (1085) από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό, συνεχίστηκε από την εκάστοτε τοπική αριστοκρατία, όπως π.χ. οι εκκλησίες των Αγίων Αναργύρων και του Νικολάου Κασνίτζη.


Το μοναστήρι της Μαυριώτισσας του 11ου αιώνα είναι τοιχογραφημένο και στην εξωτερική όψη, όπως συνηθίζεται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια. 




Αξιοσημείωτες αναφορές για τη γουνοποιία

Μαζί με τη λίμνη της, ευρύτατα γνωστό χαρακτηριστικό της πόλης είναι η δραστηριοποίηση των κατοίκων της για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια στην τέχνη της γουναρικής (την πρώτη έγγραφη μαρτυρία εντοπίζουμε σε Πατριαρχικόν σιγίλλιον έτους 1574, με το οποίο ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ανέθεσε τον έλεγχο της περιουσίας των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους στην περίφημη συντεχνία των Καστοριανών γουναράδων της Κωνσταντινουπολίτικης παροικίας), της οποίας τη σύσταση ανάγουν οι ερευνητές στον 16ο αι. 

Το 1780 ο πατριάρχης Σωφρόνιος, ύστερα από αίτηση των μοναχών του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου, ανέθεσε στους γουναράδες την επιστασία της ιστορικής μονής.
Η γούνα αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας και ήταν σύμβολο αρχοντιάς και τρόπος κοινωνικής προβολής. 


Ο Γάλλος περιηγήτης Αντουάν Ολιβιέ (Antoine Olivier), στο τέλος του 17ου αι., μιλώντας για τους Έλληνες της Πόλης, αναφέρει ότι οι πλούσιοι φορούσαν τον χειμώνα δυο και τρεις γούνες, τη μιά επάνω στην άλλη εν πέντε σισύραις εγκεκυρδυλημένος, όπως έγραφε στα 1880 ο Γεώργιος Βιζυηνός από το Γκαίτιγκεν της Γερμανίας). 

Αλλά και οι φτωχοί χρησιμοποιούσαν ευτελέστερες γούνες, από λαγό, τσακάλι ή αρνί. Οι περισσότερες γυναίκες, γράφει χαρακτηριστικά, έχουν δέκα και δώδεκα φουστάνια με γουναρικά που μερικά από αυτά αξίζουν 15.000-20.000 φράγκα. 

Αυτή τη ματαιόδοξη τάση επιδείξεως της διοικητικής και οικονομικής αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες γουναράδες και δημιούργησαν το προσοδοφόρο επάγγελμα και εμπόριο που απλώνονταν και έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη μακρινή Ολλανδία. 

Η οικονομική ευεξία των γουναράδων της Κωνσταντινουπόλεως ιδιαίτερα στον 18ο αι. υπήρξε σημαντικός παράγοντας όχι μόνο για την επιβολή τους ανάμεσα στους ομοεθνείς, αλλά και για την άσκηση επιρροής στους Τούρκους αξιωματούχους, από τους ανωτέρους ως τους κατωτέρους. 

Επικεφαλής της συντεχνίας (πρωτομαϊστορες) αναφέρονται πρόσωπα που βοήθησαν στην πραγματοποίηση κοινωφελών έργων. Ανάμεσά τους την πρώτη ασφαλώς θέση κατέχει ο Μανωλάκης Καστοριανός, προστάτης των γραμμάτων και ενισχυτής σχολείων, ο πρωτομαϊστωρ Αθανάσιος που διέθεσε το 1720 μεγάλο ποσό για την επισκευή του πατριαρχικού ναού και άλλοι.

Στα τέλη του 19ου αι., διερχόμενος από την Αχρίδα, ο Βίκτωρ Μπεράρ γράφει ότι το 1850 οι Έλληνες της Αχρίδας ήσαν πάμπλουτοι .



Τα αρχοντικά της Καστοριάς

Δείγματα της λαμπρής άνθησης της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων της Καστοριάς κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα του 18ουαι. (1710-1726) και (1760 ως το τέλος του αιώνα) αποτελούν τα πολυάριθμα πανύψηλα αρχοντικά της καμωμένα για τις βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της.

 Ήταν τότε που υπογράφηκαν διάφορες διεθνείς συνθήκες και επεκράτησε ειρήνη και ελευθερία επικοινωνίας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ως οικιστικό σύνολο.

Με εσωτερικούς χωρισμένους λειτουργικούς χώρους, εσωτερικές διακοσμήσεις, περίτεχνα ξυλόγλυπτα στα σανιδώματα στις οροφές, πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες υψηλής αισθητικής, ζωφόρους κατάκοσμους, πλήθος φυτομορφικών διακοσμήσεων και ρόμβων δημιουργούν και συνθέτουν ένα ιδιότυπο εσωτερικό χώρο, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στην Καστοριά, ένα ιδιότυπο μακεδονικό ρυθμό.



 Είναι κατ΄εξοχήν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, ενώ διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας.

Ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν τριώροφα και τετραώροφα, όταν δεν υπήρχε κλίση ήταν μόνο το ισόγειο, το μεσοπάτωμα και ο όροφος.

Τα μεγάλα σπίτια για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα που οι Τούρκοι τα αποκαλούσαν «κιρκ πεντζέρ» (=σαράντα παραθύρια).





ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ. el.wikipedia.org


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου