Κική
Δημουλά «Το Πλησιέστερο»
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του
πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι
ο θάνατός σου η ζωή μου.
Η Κική Δημουλά συνθέτει εδώ ένα καυστικό
κοινωνικό σχόλιο για την απουσία αλληλέγγυας διάθεσης μεταξύ των ανθρώπων και
για την επίμονη ανάγκη και επιδίωξη της προσωπικής διασφάλισης, έστω κι εις
βάρος του άλλου ανθρώπου, ο οποίος πιθανώς να έχει μεγαλύτερη αξία ή να
βρίσκεται σε εμφανώς πιο δεινή θέση.
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του
πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Η ποιήτρια για να δώσει εμφατικά τη
σκληρότητα που κυριαρχεί στην κοινωνία της εποχής μας, χρησιμοποιεί ως πρώτους
δέκτες της ανάλγητης αποφασιστικότητάς της να επιβιώσει σ’ αυτόν τον δύσκολο
κόσμο κάποια «πουλάκια» που «ήδη» εξαντλημένα από τη δική τους προσπάθεια
αναζητούν το πλησιέστερο κλαδί για ν’ ακουμπήσουν και να ξεκουραστούν.
Τα πουλάκια απ’ ό,τι φαίνεται είναι
πρωτόβγαλτα, διότι προφανώς δεν έχουν ακόμη μάθει ούτε τον κόσμο, μα ούτε και
τους αδυσώπητους νόμους που επικρατούν σε αυτόν. Είναι πρωτόβγαλτα και
παραδόξως ήδη κουρασμένα, αγνοώντας κατά πως φαίνεται ότι η ζωή είναι ένας
καθημερινός και δίχως σταματημό αγώνας για την επιβίωση, που δεν συγχωρά τη
λιποψυχία και την αδυναμία.
Ενώ, δεν φαίνεται να τα βοηθά ούτε το γεγονός ότι
έχουν φτερά -εξωτερική υπό μία έννοια στήριξη-, καθώς ακόμη κι η εξωτερική αυτή
βοήθεια δεν είναι ένα συνεχές προνόμιο∙ δεν μπορεί, άλλωστε, να υποκαταστήσει
την προσωπική θέληση κάποιου να παλέψει ο ίδιος για τη ζωή του.
Η ποιήτρια αγανακτεί με τα πρωτόβγαλτα
αυτά πουλάκια, όταν τη ρωτούν που είναι το πλησιέστερο κλαδί για ν’
ακουμπήσουν, καθώς εκλαμβάνει ως απαράδεκτη τη σκέψη ότι θα είχε ποτέ τη θέληση
ή και τη δυνατότητα να τα βοηθήσει.
Πώς είναι δυνατόν να απευθύνονται για
βοήθεια σ’ εκείνη, που δίνει το δικό της αδιάκοπο αγώνα χρόνια τώρα;
Πώς είναι
δυνατόν να νομίζουν ότι υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο περιθώρια να βοηθήσεις
κάποιον άλλον, όταν δεν μπορείς ούτε τον εαυτό σου να διασώσεις;
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Αγανακτισμένη η ποιήτρια με το θράσος
των νεότερων αυτών μελών της κοινωνίας, δηλώνει απερίφραστα πως αν γνώριζε που
είναι αυτό το Πλησιέστερο κλαδί∙ που είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορεί
κανείς ν’ απαλλαγεί από τον καθημερινό μόχθο, θα έτρεχε η ίδια να το προλάβει
και θα το κρατούσε για τον εαυτό της.
Τονίζει, μάλιστα, με έκπληξη πως δεν
ήξερε καν ότι υπάρχει Πλησιέστερο, δεν ήξερε καν ότι υπάρχει συγκριτικός βαθμός
σ’ αυτό το απρόσιτο, και μάλλον ανύπαρκτο Πλησίον.
Στο δικό της αγώνα να
επιβιώσει δεν κατόρθωσε ποτέ να προσεγγίσει αυτόν το «μυθικό» χώρο, όπου θα
μπορούσε να ξεκουραστεί και να πάψει να αγωνιά για το πώς θα τα βγάλει πέρα∙
δεν κατόρθωσε ποτέ να φτάσει έστω κοντά σ’ αυτό, και της φαίνεται τώρα
ανυπόφορο να νομίζουν τα πρωτόβγαλτα πουλάκια πως υπάρχει τέτοιου είδος μέρος,
και μάλιστα όχι απλώς κοντά, αλλά ακόμη πιο κοντά.
Αν υπήρχε αυτό το «κλαδί»∙ αν υπήρχε
αυτή η εύκολη λύση που θα επέλυε μια και καλή τα προβλήματα του καθημερινού
μόχθου, η ποιήτρια θα έσπευδε να το διεκδικήσει για τον εαυτό της και δεν θα
την απασχολούσε διόλου, αν θα ψόφαγαν εξαιτίας του δικού της βολέματος πουλάκια
κι αν θα παραβιάζονταν δίκαια και προτεραιότητες.
Ο αγώνας για την επιβίωση είναι
τόσο δύσκολος και τόσο ψυχοφθόρος, ώστε προκειμένου να απαλλαγεί από αυτόν δεν
θα το σκεφτόταν καν να θυσιάσει κάποιους άλλους. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει,
άλλωστε, η αλληλεγγύη μοιάζει πλέον με σπασμένα κλαδιά.
Όταν κάποιος έχει
εξαντληθεί από τις αλλεπάλληλες δυσκολίες, δεν έχει το περιθώριο να σκέφτεται
τους άλλους και τις δικές τους ανάγκες.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται πόσο σκληρή
ακούγεται αυτής της η δήλωση, γι’ αυτό και αιτιολογεί το πόσο ανάλγητη έχει
γίνει στο γεγονός ότι την ίδια αντιμετώπιση είχε κι εκείνη από τη μεγάλη Πείρα,
από την εμπειρία της ζωής. Όπως άπονα την αντιμετώπισαν κάποτε άλλοι, τόσο
άπονα αντιμετωπίζει κι εκείνη με τη σειρά της τους νεότερους.
Παραπέμπει,
λοιπόν, τα πουλάκια να ρωτήσουν τη μεγάλη Πείρα τι είχε απαντήσει στην
ποιήτρια, όταν ξεθεωμένη από την κούραση, και μάλιστα άφτερη η ίδια, χωρίς
δηλαδή εξωτερικά στηρίγματα, είχε τολμήσει να τη ρωτήσει που είναι το
πλησιέστερο κλαδί για ν’ ακουμπήσει, αποζητώντας λίγη ξεκούραση από τους τόσους
μόχθους.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
Η ποιήτρια έμαθε να είναι σκληρή, από
τη σκληρότητα που αντιμετώπισε νωρίς ήδη στη ζωή της. Έτσι, θυμάται τώρα, πως η
μεγάλη Πείρα είχε απαντήσει με έντονα σαρκαστική διάθεση στο ερώτημά της για το
που βρίσκεται το πλησιέστερο κλαδί, λέγοντας πως αν ήξερε, θα είχε τρέξει η
ίδια να το προλάβει και δεν θα το παραχωρούσε σε κανέναν, κι ας ψόφαγε εκείνη,
αφού, ατυχώς, το μόνο πλησιέστερο κλαδί που υπάρχει είναι μια νοσηρή αντίληψη∙
το πλησιέστερο κλαδί είναι «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Όποιος θέλει να επιβιώσει κι όποιος
θέλει να ελαφρύνει το μόχθο της δικής του ζωής, οφείλει να πατήσει επί
πτωμάτων, οφείλει να είναι αμείλικτος και να εκμεταλλευτεί με κάθε πιθανό τρόπο
τους συνανθρώπους του.
Κι όποιος δεν μπορεί να φερθεί κατά τέτοιο αμείλικτο
τρόπο, θα παραμείνει αναγκασμένος να παλεύει αδιάκοπα, θύμα εκείνων που δεν
έχουν ανάλογους δισταγμούς.
ΠΗΓΗ. latistor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου