«Διαρρήκτης που μόλις έριχνε ματιά στα λουκέτα ανοίγανε μόνα τους», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μάρκος. Ο Σχίζας έμενε στην Κρεμμυδαρού κι ο Μάρκος πήγαινε καθημερινά και του έδειχνε μπουζούκι και φουμέρνανε κιόλας. Στο τέλος η Ασφάλεια συνέλαβε τον Σχίζα για κλοπές και μαζί πιάσανε και τον Βαμβακάρη χωρίς στην πραγματικότητα να έχει καμιά σχέση.

Ο Μάρκος πλέκει το εγκώμιο του Σχίζα, περιγράφοντάς τον σαν ένα είδος Ρομπέν των Δασών. «Όσα λεφτά κονόμαγε, τα μοίραζε όλα στους φτωχούς που πεινάγανε. Δεν λεγόταν η απλοχεριά του. Έκανε πολλά τέτοια καλά αυτός ο Αλέκος. Τους φτωχούς τους λυπότανε. Μέχρι που τον σκοτώσανε οι Γερμανοί κι έλειψε από τη φύση αυτός το σαράντα τρίο. Τους έβαλε η Ασφάλεια και τον σκοτώσανε.

Είναι Σχίζες στην Αθήνα με καταστήματα μεγάλα, οι μπαρμπάδες, τα αδέρφια του, τα ξαδέρφια του. Ενώ αυτός ήταν αποπαίδι από την οικογένεια. Φουμάριζε κι έπαιζε μπουζουκάκι. Σου λέω ήτανε καλός άνθρωπος. Κι ας μπήκα εξαιτίας του στην φυλακή στην Παλιά Στρατώνα για σπείρα».

Ο Μάρκος ήταν κι ο ίδιος μάγκας, γνώριζε καλά τον κώδικα της μαγκιάς, ήταν ήσυχος, δεν πείραζε αλλά δεν ήθελε και να τον πειράζουν, αγαπούσε το καλό ντύσιμο και θυμόταν τους παλιούς λεφτάδες στη Σύρο, εφοπλιστές ως επί το πλείστον, τους θυμόταν κιμπάρηδες και καλοβαλμένους πολύ πριν γράφει το τραγούδι Ήμουνα μάγκας μια φορά (Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία, Αγγελική Βέλλου Κάιλ, εκδόσεις Παπαζήση).

ΒΙΝΤΕΟ.