ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

«πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη…»







 Του Δ.Γιοβανόπουλου






  Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια το ελληνικού ρεπερτορίου. 
Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα.

Ο λόγος για το «Μπαξέ Τσιφλίκι». Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες που δεν το έχει πει.

Είναι ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. 
Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1946 με πρώτους ερμηνευτές, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης κατά τα χρόνια που ζούσε στη Θεσσαλονίκη ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). 
Ίσως το 1934, κατόπιν παραγγελίας κάποιου Επιβατιανού, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι, σε ένδειξη αγάπης για την θεσσαλονικιά γυναίκα του φίλου του, ονόματι Μαριγούλα.

Το τραγούδι αναφέρει στο σύνολό του επτά περιοχές της Θεσσαλονίκης (μέσα σε 12 στίχους), τις πιο διάσημες και πολυσύχναστες, από τους κοσμοπολίτες της εποχής.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Τσιτσάνης, είναι η απλή δημοτική, με λαϊκές λέξεις («τσάρκα»). 

Εξάλλου σε όλα τα τραγούδια του χρησιμοποιεί την απλή δημοτική καθότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του, ως εκφραστή των συναισθημάτων των Ελλήνων. Δεν επιζητούσε κάτι το εξεζητημένο και αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά που τον έκανε ανώτερο από όλους τους συνθέτες.

Οι περισσότεροι προσπαθούσαν με κάποιους περίεργους χειρισμούς της γλώσσας να πετύχουν κάτι που θα γινόταν σουξέ, πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Αντιθέτως, ο Τσιτσάνης με την τόσο απλή και συνάμα μαγική γλώσσα, κατάφερε να μπουν όλα τα τραγούδια του στις ψυχές των Ελλήνων.

Το «Μπαξέ Τσιφλίκι», αναφέρεται σε επτά γνωστές περιοχές της Θεσσαλονίκης και είναι και αυτό αφιερωμένο σε μια Θεσσαλονικιά, ονόματι Μαριγούλα, όπως προαναφέρθηκε. 

Καλύτερα βέβαια να γίνει μία προσεκτική ανάλυση των στίχων και τον στροφών ξεχωριστά.

Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη
Στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλα
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά

Η βόλτα ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες. Ο Τσιτσάνης δεν παραλείπει να παραθέσει την εμφάνιση και την καταγωγή της γυναίκας (στ. 2). Είναι όμορφη και είναι από τη Θεσσαλονίκη. Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της (Μαριγούλα).

Αναφέρει λοιπόν πως στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, θα της παίξει μπαγλαμά, ενώ προσθέτει και έναν επιθετικό προσδιορισμό («φίνο»). 



Οι Νέοι Επιβάτες (γνωστοί και ως Μπαξέ Τσιφλίκι, στην καθομιλουμένη Μπαξές) είναι παραλιακή κωμόπολη και δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Θερμαϊκού. Βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, επί του Θερμαϊκού Κόλπου.

Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα ο Δήμος Θερμαϊκού ήταν φέουδο ενός τούρκου πασά και ονομαζόταν «Μπαξέ Τσιφλίκι».

Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά. Σ’ εκείνη την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά τη Ανταλλαγή πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, προαστίου της Κωνσταντινούπολης, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες, αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι σε χρήση και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς.

Οι Νέοι Επιβάτες ήδη από το 1928 αποτελούσαν πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. 

Σ’ αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το ότι οι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν αμέσως μετά την εγκατάσταση τους, έναν ξύλινο λιμένα, και η τακτική συγκοινωνία με καραβάκια (Από τους Ν. Επιβάτες κατά τον μεσοπόλεμο ξεκινούσαν καθημερινά 5 καράβια). 

Στους Νέους Επιβάτες έχει έδρα και η ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα ΠΑΟΝΕ (έτος ίδρυσης 1928).

Στη συνέχεια ο Βασίλης Τσιτσάνης μεταφέρει τον ακροατή του τραγουδιού αυτού σε τρεις άλλες περιοχές της συμπρωτεύουσας.

Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι
να τα πιούμε μια βραδιά στο Καλαμάκι
κι από `κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά



Η παραπάνω δεύτερη στροφή ξεκινά με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ξεκινά η πρώτη («Πάμε τσάρκα»). Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο ονομάζεται ένα ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.

Στην τοποθεσία γίνονται ανασκαφές σε προϊστορικό οικισμό από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. (Τουλάχιστον τα πολλά εκατομμύρια ευρώ που χορηγούνται κάθε χρόνο στο ΑΠΘ, πήγαν και σε κάποιον σοβαρό σκοπό που προσφέρει στον πολιτισμό, κάτι που θα έπρεπε μονίμως να πράττει το Πανεπιστήμιο για να ανταποκριθεί στο όνομα και την ιστορία του).

Το Καραμπουρνάκι ανακηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος από το 1989. 

Tο 1993 το Συμβούλιο της Επικρατείας το χαρακτήρισε περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Το «Καλαμάκι», είναι μία ακτή της Καλαμαριάς, όπου όπως στα χρόνια του Τσιτσάνη, έτσι και τώρα υπήρχαν ταβέρνες και μαγαζιά διασκέδασης.

Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα και μετέπειτα στη Γλυφάδα, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα καλοκαίρια επέστρεφε στην Θεσσαλονίκη και εμφανίζονταν σε μαγαζιά στην Καλαμαριά.

Στη συνέχεια, από το Καραμπουρνάκι και το Καλαμάκι, η βόλτα συνεχίζεται στο «Μπεχτσινάρι». Μπεξινάρι ή Μπεχ Τσινάρ ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης που σήμερα βρίσκονται μέσα στο λιμάνι της πόλης, στο ύψος περίπου της τρίτης και της τέταρτης προβλήτας του λιμανιού.

Η λέξη στα Τούρκικα σημαίνει “Πέντε πλατάνια” (beş-πέντε, çınar-πλατάνι). Η περιοχή ονομαζόταν ακόμα «Κήπος των πριγκίπων». Σε εκείνο το σημείο υπήρχε παραλία η οποία ήταν κατάλληλη για αναψυχή («φίνο ακρογιάλι», όπως αναφέρει ο Βασίλης Τσιτσάνης στο τραγούδι).

Μετά την επέκταση του λιμανιού η περιοχή έχασε βέβαια την ομορφιά της και σήμερα είναι αρκετά μολυσμένη. 

Το πάρκο δημιουργήθηκε στα 1836 από τον Βαλή Σαμπρί Πασά. Υψηλοί καλεσμένοι από όλη την Ευρώπη έφταναν εκεί φιλοξενούμενοι τις εξουσίας και στις αρχές του αιώνα, εκεί καλούσε η Φεντερασιόν τους εργάτες για να εορτάσουν την Πρωτομαγιά.

Η ακρογιαλιά ήταν χωρισμένη σε ανδρών και γυναικών όπου το ναυτικό διαφύλαττε την κομψή διεξαγωγή των λουτρών. Η γυναικεία πλευρά διέθετε και κλειστές καμπίνες για να έχουν τη δυνατότητα οι λουόμενες να αποφεύγουν την ηλιοφάνεια (συμβαδίζοντας με τη μόδα της εποχής). 

Μετά την απελευθέρωση το πάρκο ονομάστηκε «Κήπος των Πριγκίπων» προς τιμήν των παιδιών του Γεωργίου Α΄.

Διέθετε πάρκο με καφενείο, μπυραρία, εστιατόριο, καμπαρέ, θεατρική σκηνή και πίστα πατινάζ. Στην είσοδό του έφτανε το τραμ της γραμμής Ντεπώ – Μπεχτσινάρ. 

Το 1920 το πάρκο πήρε πιο λαϊκή μορφή. Λειτούργησε εκεί στρατόπεδο γυμνιστών από το γιατρό Ντουάρτε που εφάρμοζε μια νέα για την εποχή σωματική αγωγή. Πενήντα νέοι και νέες είχαν αρχίσει να παίρνουν μέρος στο σύλλογο.

Από το 1930 ο χώρος υποβαθμίστηκε εξαιτίας των βυρσοδεψείων και των βιομηχανιών της περιοχής. Η επέκταση των εγκαταστάσεων του λιμανιού και η ανέγερση πετρελαιοδεξαμενών έδιωξαν οριστικά τους λουόμενους. 

Στη συνέχεια η στροφή τελειώνει όπως ακριβώς κλείνει η πρώτη και η τρίτη στροφή («Να σου παίξω φίνο μπαγλαμά»).
Το τραγούδι κλείνει με μία ακόμη στροφή όπου και είναι η αγαπημένη στροφή του τραγουδιού, του γράφοντος.

Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα
κι από `κει στα κούτσουρα του Δαλαμάγκα
Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη
να σου παίξει φίνο μπαγλαμά
Η βόλτα συνεχίζεται στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, το λεγόμενο Επταπύργιο.

Το Φρούριο του Επταπυργίου, γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί Κουλέ, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών της Θεσσαλονίκης, εντός της Ακρόπολης. 

Αποτελείται από δύο ενότητες: το βυζαντινό φρούριο, το οποίο συνθέτουν δέκα πύργοι με τα μεταξύ τους μεσοπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών, που έχουν κτιστεί εντός κι εκτός του φρουρίου.

Οι πύργοι της βόρεια πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιοχριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, σχηματίζοντας τον κλειστό πυρήνα του φρουρίου. 
Γύρω στο 1890 το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές.

Κατά τη δεκαετία του 1890, το φρούριο μετατράπηκε σε φυλακή. Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αλλά η φυλακή αναφέρεται σε ένα χάρτη του 1899 της πόλης, παρέχοντας έτσι ένα terminus ante quem (έκφραση στη γλώσσα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, τα Λατινικά, όπου σημαίνει «όριο πριν από το οποίο») για την αλλαγή.

Γι’ αυτή τη μετατροπή συνεπάγεται η απομάκρυνση όλων των προηγούμενων κτιρίων στο εσωτερικό του κάστρου, από τα οποία κανένα ίχνος επιζεί σήμερα. 

Οι αλλαγές στις οχυρώσεις δεν ήταν σημαντικές, αν και ο πρωταρχικός τους ρόλος αντιστράφηκε: από την προστασία των κατοίκων από την εξωτερική απειλή, τώρα υπηρετούσε για την απομόνωση κρατουμένων από τον έξω κόσμο.

Το κέντρο αυτό είχε αποκτήσει κακή φήμη κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά, της Κατοχής, και στη μεταπολεμική περίοδο από τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο μέχρι και τη Χούντα (καθεστώς των Συνταγματαρχών). 

Ο εσωτερικός χώρος αναδιαμορφώθηκε και προστέθηκαν εγκαταστάσεις και εξωτερικά του κτηρίου. Το 1989 οι φυλακές μεταφέρθηκαν και το Επταπύργιο αποδόθηκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.

Η Βάρνα είναι περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης – Συκεών. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση των οδών Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας, δημοφιλέστατος τότε, ήταν βέρος Σαλονικιός, άνθρωπος με υψηλό παράστημα και γαλαντόμος.

Γεννημένος το 1904, κατέληξε στο γηροκομείο στο Λεμπέτ το 1968 μετά από πολυτάραχη ζωή. Το 1936 ανοιξε τα «Κούτσουρα» στην οδό Νικηφόρου Φωκά όπου και βρίσκονταν εκεί για 10 χρόνια. 

Μετά, μετέφερε την ταβέρνα του στην οδό Αγ. Σοφίας 22, μέχρι το 1958. Ύστερα ξέπεσε και δούλευε σε ξένες ταβέρνες. Στα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και Γιάννης Παπαϊωάννου δούλευαν σε αυτήν την ταβέρνα.

Αργότερα, ο Τσιτσάνης την απαθανάτισε στο «Μπαξέ Τσιφλίκι». 

Ο Βασίλης Τσιτσάνης επιλέγει να κλείσει το τραγούδι αναφέροντας το όνομά του στο τραγούδι «να ακούσεις τον Τσιτσάνη, να σου παίξει φίνο μπαγλαμά». 

Σε πολλά τραγούδια του, ο Τσιτσάνης αναφέρει το όνομά του. Ο ίδιος σε μία συνέντευξή του στον Γιώργο Παπαστεφάνου το 1972 το εξηγεί κατόπιν της παρακάτω ερώτησης του Παπαστεφάνου: «Βασίλη σε πάρα πολλά τραγούδια σου, αναφέρεις τον Τσιτσάνη. 
Γιατί το κάνεις αυτό, από ματαιοδοξία;».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης απάντησε ως εξής: «Όχι, δεν ζω εκτός πραγματικότητας, ούτε άνευ ευθυνών για να είμαι ματαιόδοξος. Αυτό το κάνω απλούστατα για να ζωντανέψω, πιο πολύ την αγάπη του κόσμου προς εμένα». 

Αυτό που πρέπει να σημειωθεί πως, πάντα στις ζωντανές εμφανίσεις του, δεν ανέφερε το όνομά του, κάτι που έκανε η εκάστοτε παρτενέρ, όμως αντί στο ρήμα «παίξει» να χρησιμοποιήσει το γ’ ενικό πρόσωπο χρησιμοποιεί το α’ ενικό «παίξω».

Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί πως το έτος ηχογράφησης είναι το 1946, δεν αποκλείεται όμως να έχει γραφεί νωρίτερα.

Μία από τις παιδικές αναμνήσεις μου, από τις ελάχιστες που διατηρώ από τον παππού μου, ήταν μία συζήτηση με τον πατέρα μου, που περιελάμβανε μία αφήγηση της ζωής του στη Θεσσαλονίκη: 

«Από το 1936 μέχρι το 1939 που έμενα στη Θεσσαλονίκη, πήγαινα μαζί με τους φίλους μου στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα και πίσω από τις καλαμιές βλέπαμε τον Τσιτσάνη. Και πολλά από τα τραγούδια που μετά έγιναν επιτυχίες είχαν από τους πρώτους ακροατές εμένα. 

Ένα από αυτά ήταν και το Μπαξέ Τσιφλίκι. Και θυμάμαι ότι μου άρεσε πολύ. Το βράδυ πηγαίναμε μαζί με τους φίλους μου ξαπλώναμε και τραγουδούσαμε τα τραγούδια που ακούγαμε.

Εμένα βέβαια, το αγαπημένο μου τραγούδι είναι η Συννεφιασμένη Κυριακή αλλά αυτός έγραφε αριστουργήματα. Παρέλειψα να σου πω ότι ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν Χατζή Μπαξές. Μετά τον άλλαξαν».




ΒΙΝΤΕΟ.



 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου