Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας (Πειραιάς 28 Φεβρουαρίου 1903 - Αθήνα 18 Νοεμβρίου 1985), ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους ρεμπέτες ερμηνευτές, οργανοπαίκτες και συνθέτες.
Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το πήρε το 1925 όταν διασκεύασε και έπαιξε στο μπουζούκι του κάποια κομμάτια απ' την οπερέτα του Έμεριχ Κάλμαν (Emmerich Kálmán) Η Μπαγιαντέρα μεταξύ των οποίων και το ομότιτλο τραγούδι.
Καταγόταν από τον Πόρο.
Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903.
Φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του, καθιερωμένου τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως, δεν άσκησε το επάγγελμά του.
Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία. Έπαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί.
Ο σπουδαίος μπουζουξής μας που δόξασε το ρεμπέτικο ως συνθέτης, ερμηνευτής και δεξιοτέχνης ήταν μια τραγική φυσιογνωμία, άμεσα συνυφασμένη με τις εθνικές μας περιπέτειες.
Ο Μήτσος (ή μπαρμπα-Μήτσος αργότερα) Γκόγκος χάρισε στο ελληνικό πεντάγραμμο μια σειρά από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα, μοναδικά τραγούδια που έμελλε να είναι διαχρονικά και να μη βγουν ποτέ από το στόμα του Έλληνα.
Οι ευαίσθητοι και ρομαντικοί στίχοι του ύμνησαν προπολεμικά τον έρωτα όσο λίγοι, αν και όταν θα ερχόταν ο Β’ Παγκόσμιος και η Κατοχή, ο αριστερός Μπαγιαντέρας θα μετατρεπόταν σε πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη που θα υμνούσε τον αντιστασιακό αγώνα κατά του βάρβαρου κατακτητή!
Αφού πολέμησε γενναία στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε αντιπολεμικά και επαναστατικά ρεμπέτικα τραγούδια, την ώρα που τυφλώνεται, δίνοντας στους στίχους του κάτι από τη σκοτεινιά και τα βάσανα της προσωπικής του οδύσσειας.
Ο Μπαγιαντέρας έζησε πραγματικά σκληρά χρόνια, τα οποία ακολουθήθηκαν από ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ήταν δηλωμένος κομμουνιστής σε καιρούς χαλεπούς για τη χώρα μας. Ταυτοχρόνως, ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος και ατίθασος, σωστός βίος και πολιτεία, διατηρώντας σχέσεις με τον υπόκοσμο και την πιάτσα.
Ο παλιός αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης ήταν μια έντονη προσωπικότητα που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Η ατρόμητη ψυχή του θα τον μετέτρεπε σε φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του '30, μιας και για να επιβιώσει στους κακόφημους τεκέδες του Πειραιά έπρεπε να γίνει εξίσου σκληρός με το σινάφι.
Οι παλιοί ρεμπέτες το έλεγαν εξάλλου με καμάρι πόσες φορές καθάρισε ο Μήτσος για πάρτη τους σε καυγάδες και φασαρίες.
Απείθαρχος και αδάμαστος, δεν έχασε τον ιδιαίτερο τσαμπουκά του ούτε όταν τυφλώθηκε το 1941.
Τα αντάρτικα που τραγουδούσε στην Κατοχή θα του έφερναν ξύλο με το τσουβάλι από τους Γερμανούς αλλά και τους δοσίλογους έλληνες συνεργάτες τους, αν και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν σταμάτησε να τραγουδά για την ελευθερία ούτε στιγμή.
Μπλεγμένος με ναρκωτικά και κακές παρέες στα μικράτα του, μέχρι και φυλακή έκανε για τις παράνομες δραστηριότητές του.
Ξέκοψε όμως, καθάρισε και προσπάθησε να μπει στον ίδιο δρόμο, όταν τη βρήκε και πάλι από κει που δεν το περίμενε: από τα φρονήματά του.
Ο χαρακτήρας του αφομοίωσε αναγκαστικά σπαράγματα από όλες τις αποχρώσεις της κοινωνίας που τον περιστοίχιζε.
Ήταν ο τύπος του μάγκα που δεν έκανε ποτέ πίσω, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του ποιότητες και στοιχεία διαφορετικών κοινωνικών τάξεων: από την Τρούμπα και το περιθώριο του Πειραιά μέχρι και τα μεγάλα σαλόνια.
Αγαπούσε τον αθλητισμό, ήθελε όμως να γίνει «αλήτης» μπουζουξής. Λάτρευε ακόμα και την κλασική μουσική, απ’ όπου προήλθε εξάλλου και το παρατσούκλι που θα του κολλούσαν!
Το «Μπαγιαντέρας» προέρχεται από τη μεγάλη του αγάπη, την οπερέτα του Έριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα», η οποία παιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 στα θέατρα Αθήνας και Πειραιά. Ο Γκόγκος τη διασκεύασε για μπουζούκι, την έπαιζε συνέχεια και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο δεν άργησε να έρθει.
Ο ιδιαίτερος αυτός ρεμπέτης έγραψε τουλάχιστον 130 αξέχαστα τραγούδια σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι σχεδόν δεκαετίες.
Ερωτικά, καντάδες, βαριά ρεμπέτικα, απ’ όλα είχε ο μπαξές του σπουδαίου μουσικού, ο οποίος αναγκάστηκε να κρατήσει στα συρτάρια του καμιά σαρανταριά τραγούδια, μιας και δεινοπάθησε από τη λογοκρισία και την υποκρισία των Αρχών.
Μέχρι και πρόσφατα κόπηκε αντιστασιακό τραγούδι του από σχολική γιορτή (το μοναδικό «Να’ ναι γλυκό το βόλι»)!
Ο πάντα ευαίσθητος Γκόγκος ανήκει στο πάνθεο της ελληνικής μουσικής, καθώς τα «καθαρά» τραγούδια του που ακούγονται χωρίς πολιτικές παρωπίδες είναι αρκετά για να τον στείλουν στην αθανασία:
«Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη»,
«Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια»,
«Αποβραδίς ξεκίνησα»,
«Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»,
«Ξεκινάει μια ψαροπούλα»,
«Ξαβεργιώτισσα»,
«Πειραιωτοπούλα»,
«Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ»,
«Αλάνι με φωνάζουν»,
«To μαναβάκι»,
«Θα κλέψω μια μελαχρινή»,
«Για μια κουτσουκαριώτισσα»,
«Μάτια γλυκά και γαλανά»,
«Γυρνώ σαν νυχτερίδα»,
«Το τραγούδι της αγάπης»,
«Μ’ έχεις μαγεμένο»,
«Το αλανάκι»,
«Έλα να μπερμπαντέψεις»,
«Του Κυριάκου το γαϊδούρι»,
«H μικρή από το Πασαλιμάνι»,
«Η άνοιξις»,
«Με ξέχασες»,
«Το πέρασμα»,
«Η κοτούλα»,
«Μια τράτα Κουλουριώτικη»,
«Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και τόσα ακόμα.
Αλλά και στην αντιστασιακή του παραγωγή, πώς να παραγνωριστούν τα κομμάτια που έγραψε ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Σου στέλνω χαιρετίσματα», «Να ’ναι γλυκό το βόλι», «Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας»;
Μέχρι και μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου μας άφησε παρακαταθήκη ο πολύπλευρος και ιδιαίτερος σε όλα του Μπαγιαντέρας, ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις όπως ακριβώς και η εποχή που τον υποβάσταξε…
Κι αυτός ο μεγάλος του πενταγράμμου κατέληξε στο περιθώριο της κοινωνίας να ζητιανεύει με τον δίσκο δίπλα στην κόρη του, θύμα της αναπηρίας του, των αριστερών φρονημάτων αλλά και του θανάτου του παλιού ρεμπέτικου…
Πρώτα χρόνια
Ο Μπαγιαντέρας, κατά κόσμο Δημήτρης Γκόγκος, γεννιέται στις 28 Φεβρουαρίου 1903 στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, ως το τελευταίο (ή το πρωτοτελευταίο) από τα 22 παιδιά ενός ευκατάστατου υπαξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο και της υδραίας συζύγου του.
Ο πατέρας είχε κτήματα στον Πόρο και μπορούσε να θρέψει με άνεση την πολυμελέστατη οικογένειά του, κάνοντας όνειρα για τον βενιαμίν να ακολουθήσει τα βήματά του στο Λιμενικό Σώμα.
Ο Δημήτρης τον δικαιώνει σημειώνοντας άριστες επιδόσεις στο σχολείο. Αφού τελειώνει με επαίνους το (τεταρτάξιο) Γυμνάσιο, φοιτά σε τεχνική σχολή ηλεκτρολόγων και παίρνει το χαρτί, αν και δεν θα ασκήσει ποτέ την τέχνη του.
Ο έφηβος είχε κλίση στον αθλητισμό και ασχολούνταν στα σοβαρά με τη γυμναστική και την πάλη, αν και ανακάλυψε γρήγορα στη ζωή του τις παράνομες δουλειές του ποδαριού και τον κόσμο του περιθωρίου, που φαινόταν να τον ελκύει περισσότερο από καθετί άλλο.
Παράλληλα, ανακαλύπτει εξίσου νωρίς το μπουζούκι, που θα ανατρέψει την οικογενειακή γαλήνη, καθώς η φαμίλια δεν ήθελε να τον δει με τίποτα μπουζουξή. Ο «ηλεκτριστής» (όπως έλεγε το επάγγελμά του ο ίδιος) περνά για ένα φεγγάρι από τις φάμπρικες της Δραπετσώνας και το χαμαλίκι του λιμανιού, μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα και βιολί και από το 1924 ερωτεύεται παράφορα το μπουζούκι και τον μπαγλαμά και όσα αυτά πρέσβευαν την εποχή εκείνη.
Κοντόσωμος, αλλά εύρωστος, χειροδύναμος και αθλητικότατος, ο Γκόγκος ασχολήθηκε ενεργά με την ελεύθερη και την ελληνορωμαϊκή πάλη.
Όπως ομολογούσαν όλοι, ήταν πραγματικός μάγκας και κύριος σε όλα του, ένα ατρόμητο παλικάρι που παραήταν ίσως σκληρό καρύδι στα νιάτα του.
Όπως εξάλλου σημείωναν οι άλλοι ρεμπέτες με νόημα, στη ζωή του δεν πείραξε κανέναν αλλά και δεν επέτρεψε να τον πειράξει κανείς.
Ήταν πάντως εραστής του περιθωρίου και έκανε πολλές κουτουράδες στα μικράτα του, αν και με τη βοήθεια της μητέρας του αποτοξινώθηκε κάποια στιγμή και γλίτωσε από τον υπόκοσμο.
Εξίσου νωρίς αφυπνίστηκε πολιτικά, καθώς ανδρώθηκε στις εργατικές συνοικίες του Πειραιά και το λιμάνι, ερχόμενος σε επαφή με τις αριστερές ιδέες που δονούσαν την εργατιά.
Η οικογένειά του ήταν εξάλλου προοδευτική, την ίδια ώρα που μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε εδώ η κατοπινή του σύζυγος Δέσποινα Αραμπατζόγλου, μια καπνεργάτρια μικρασιατικής καταγωγής που ήταν ταγμένη κομμουνίστρια και τον μύησε στην αριστερή ιδεολογία.
Ο σπουδαγμένος Μπαγιαντέρας που αγαπούσε τα γράμματα και τις τέχνες έκανε μάλιστα αρκετές ομιλίες σε εργατικά ακροατήρια, καθώς η κοινωνική του ευαισθησία ήταν παροιμιώδης.
Ο προοδευτικός Γκόγκος άκουγε μάλιστα και κλασική μουσική, απ’ όπου θα έρθει το παρατσούκλι του!
Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα» του Έριχ Κάλμαν για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο και του κολλάνε μια και καλή το «Μπαγιαντέρας».
Τώρα το ρίχνει στη σύνθεση και το ρεμπέτικο, αν και οι κακές παρέες θα τον φέρουν νωρίς νωρίς στη φυλακή.
Υπηρετώντας τη θητεία του στο Ναυτικό, «απαλλοτρίωνε» εκρηκτικές ύλες, με τις οποίες τροφοδοτούσε τους ψαράδες φίλους του.
Η υπόθεση έγινε καρφωτή, τον μπαγλαρώσανε και εξαντλώντας τα όρια του νόμου περί εμπορίας όπλων τον καταδικάζουν σε 5 χρόνια και 2 μήνες στις στρατιωτικές φυλακές.
Το νεανικό παράπτωμα που θα τον ρίξει στην μπουζού μεταξύ 1925-1930 θα τον φέρει σε ακόμα μεγαλύτερη επαφή με τους «μπουζουκομπαγλαμάδες», όπως θυμόταν, παραδίδοντάς μας τις πρώτες του συνθέσεις…
Η επαφή με το ρεμπέτικο
Βγαίνοντας από τη στενή το 1930, ο Μπαγιαντέρας σεργιανά στα γνωστά και κακόφημα στέκια του Πειραιά όπου παιζόταν το ρεμπέτικο.
Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και γνώστης του μπαγλαμά, γνωρίζεται με τους κύκλους του ρεμπέτικου, συνάπτει καρδιακές σχέσεις με τους άλλους μεγάλους ρεμπέτες μας και φτιάχνουν την ανεπανάληπτη μουσική παρέα που θα εξελισσόταν σύντομα στην «Πειραιώτικη Κομπανία».
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Μπάτης και τα άλλα βαριά χαρτιά του ρεμπέτικου τον κάνουν φίλο, εκτιμούν τις συνθέσεις του και του ανοίγουν έτσι την πόρτα για τη δισκογραφία, τις φωνογραφήσεις στο εργοστάσιο της Κολούμπια δηλαδή.
Ο Μπαγιαντέρας τους ανταποδίδει την αβρότητα με δυο χασικλίδικα κομμάτια, ενταγμένα απόλυτα στο ύφος της εποχής.
Η «Καπνουλού μου όμορφη», γραμμένη το 1934 για την τότε αγαπημένη του (και κατοπινή σύζυγό του) Δέσποινα Αραμπατζόγλου, κομμουνίστρια και δραστήρια συνδικαλιστικά καπνεργάτρια στον Παπαστράτο, και το «Πάντα με γλυκό χασίσι» κυκλοφορούν τον Σεπτέμβριο του 1935 και τον καθιερώνουν μουσικά.
Ο Γκόγκος εγκατέλειψε ωστόσο γρήγορα τη σκληρή θεματολογία των ναρκωτικών και της φυλακής και στρέφεται στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, που θα τον μετατρέψουν εκεί στον Μεσοπόλεμο στον πιο ερωτικό ρεμπέτη δημιουργό!
Γνωστός ήδη ως φωνή της εργατιάς και της προσφυγιάς, ο Μπαγιαντέρας γράφει σωρεία κανταδόρικων ρεμπέτικων μεταξύ 1936-1940, τα οποία ερμηνεύει τόσο ο ίδιος όσο και οι Παγιουμτζής και Στελλάκης Περπινιάδης, την ίδια ώρα που έχει τον νεαρό δεξιοτέχνη του τρίχορδου μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη πάντα στην ορχήστρα και τις γραμμοφωνήσεις.
Μια σειρά από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα φέρουν την υπογραφή του: το «Χατζηκυριάκειο («Από βραδύς ξεκίνησα») έρχεται το 1937, το «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια» («Γυρνώ σαν νυχτερίδα») και το «Όμορφη Σμυρνιά» το 1938 και τα «Μ’ έχεις μαγεμένο» («Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»), «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» («Το τραγούδι της αγάπης») και «Μάτια γλυκά και γαλανά» το 1940!
Δικαίως ο Γκόγκος γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της μεγάλης σχολής του ρεμπέτικου και τώρα τον σέβονται και τον παραδέχονται όλοι. Ο Βασίλης Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι στις ηχογραφήσεις, πλάι στον Μπαγιαντέρα και τον Χιώτη, ο Παγιουμτζής γίνεται η φωνή του, και ο Γκόγκος αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των λαϊκών πάλκων μεταξύ 1935-1941.
Ο αντιστασιακός Γκόγκος χάνει το φως του
Ο Μήτσος, όπως τον ήξεραν οι στενοί ρεμπέτικοι κύκλοι, πήρε μέρος στο αλβανικό μέτωπο του 1940-41 και πολέμησε σαν θεριό.
Κοντά στα Χριστούγεννα του 1940 κυκλοφορεί ο πρώτος του θεματικός δίσκος με τα περιβόητα αντιπολεμικά τραγούδια «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» («Συντροφιά έχω τη λόγχη») και «Στης Πίνδου τα βουνά» («Ψηλά βουνά κι’ απάτητα»), δείχνοντας τη διάθεσή του για ολομέτωπο πόλεμο κατά του εχθρού!
Το φοβερό χασάπικο πήρε το όνομά του από την 131η Μεραρχία Αρμάτων του ιταλικού στρατού, τους «Κενταύρους», που παρά τη στρατιωτική υπεροχή τους και την υποστήριξη τους από το βαρύ πυροβολικό γνώρισαν συντριπτικές ήττες στο Καλπάκι!
Η μεγάλη φόρα του Μπαγιαντέρα στο ρεμπέτικο πεντάγραμμο ανακόπτεται αιφνιδίως τον Ιούνιο του 1941, δύο μήνες μετά την είσοδο των κατακτητών στη χώρα μας, όταν τυφλώνεται ξαφνικά πάνω στο πάλκο.
Το γλαύκωμα που τον ταλαιπωρούσε επιδεινώθηκε τάχιστα, στερώντας του το φως του.
«Δούλευα στου ‘‘Δασκαλάκη’’ στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς.
Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το καθετί από μπροστά μου.
Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα», περιέγραφε ο ίδιος το τραγικό συμβάν.
Αν και αυτό δεν ήταν όλο:
«Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει κι έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω.
Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη.
Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου.
Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ’ ότι είχα χάσει το φως μου.
Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».
Ο ευαίσθητος και ρομαντικός Μπαγιαντέρας βιώνει τη σκληρότητα της Κατοχής και την ταπείνωση της σκλαβιάς όπως και κάθε άλλος Έλληνας, ο δικός του ψυχισμός εξεγείρεται όμως και βρίσκει μια νέα έκφραση.
Όταν πληροφορείται από κομμουνιστικούς κύκλους για τον αντάρτικο αγώνα κατά του κατακτητή, είναι πλέον τυφλός και ανήμπορος να πολεμήσει. Αυτό το παλικάρι που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του είναι παροπλισμένο, στρέφεται λοιπόν στο μόνο όπλο που έχει για να υπηρετήσει την Αντίσταση, το μπουζούκι.
Όταν πέφτουν οι πρώτες τουφεκιές της Εθνικής Αντίστασης, ο Μπαγιαντέρας είναι εδώ να τη συνδράμει με το θεματικό τραγούδι και το αδούλωτο πνεύμα του, θέλοντας να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές που χύνουν το αίμα τους στα βουνά για την ελευθερία, που όπως λέει είναι πολυτιμότερη ακόμα και από το φως των ματιών του.
Ο «τυφλός ραψωδός της Αντίστασης» γεννιέται και είναι μάλιστα όσο τσαμπουκάς υπήρξε άλλοτε, καθώς δεν διστάζει να τραγουδά τα δικά του αντάρτικα τραγούδια, αλλά και τα επαναστατικά των υπολοίπων, όπου σταθεί και όπου βρεθεί.
Ο τυφλός συνθέτης παίρνει σβάρνα τα καφενεία, τα κακόφημα στέκια του Πειραιά αλλά και τα πολιτιστικά κέντρα των λαϊκών συνοικισμών τραγουδώντας τους απαγορευμένους στίχους του κάτω από τις μύτες του γερμανικού ζυγού.
Οι καλοθελητές ωστόσο τον τσακώνουν συχνά πυκνά, τα τσιράκια των Γερμανών και οι ταγματασφαλίτες, και τον κακοποιούν βάναυσα.
Όχι ότι καταλαβαίνει από ξύλο ο Μπαγιαντέρας, που δεν σταμάτησε να παίζει τα «επαναστατικά» του καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής και να καλεί τον ελληνικό λαό να πάρει τα βουνά για να διώξει τη γερμανική μπότα.
Τα δικά του ρεμπέτικα αντιστασιακά που υμνούν όμως τον ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον Άρη (Βελουχιώτη), τα συνθήματα της Αντίστασης που υπήρχαν σε κάθε τοίχο, θα του έφερναν αργότερα ακόμα περισσότερες περιπέτειες.
Τελευταία χρόνια
Μεταπολεμικά και παρά τη δεινή του κατάσταση, συνέχισε να εμφανίζεται στα λαϊκά πάλκα, πλάι στους φίλους του ρεμπέτες, όσο όμως το ρεμπέτικο όδευε προς τον θάνατό του τόσο δυσκολότερη γινόταν και γι’ αυτόν η κατάσταση.
Αργότερα θα βρεθεί να οργώνει τις πιάτσες, περνώντας από ταβέρνα σε ταβέρνα με τον δίσκο (τη γνωστή «σφουγγάρα») και τη μεγαλύτερη κόρη του παραμάσχαλα.
Οι συνθήκες επιδεινώθηκαν στη δεκαετία του 1950, όταν μόνος και ξεχασμένος πέρασε και πάλι δύσκολες ώρες φτώχειας και πείνας στο καλυβάκι του στις Τζιτζιφιές με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, στιγματισμένος επιπρόσθετα ως αριστερός.
Αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τα ρεμπέτικα, ο Γκόγκος επανήλθε στη δημοσιότητα, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ρεμπέτες, μέσω της επανακυκλοφορίας παλιότερων επιτυχιών του αλλά και με νέες ηχογραφήσεις, καθώς παρά τα χρόνια της επιβεβλημένης σιωπής ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να εκφράζεται μουσικά.
Οι νέοι συνθέτες ανακαλύπτουν εκ νέου τους μεγάλους παλιούς και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, την ώρα που αναβιώνει τον Βαμβακάρη, κάνει ακριβώς το ίδιο και για τον Γκόγκο, πλάι σε πολλούς ακόμα τραγουδιστές που βάζουν στο στόμα τους τις αξέχαστες ερωτικές του πενιές.
Ο Μπαγιαντέρας γεμίζει κουράγιο και αναπνέει οικονομικά με τα δικαιώματα των τραγουδιών του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 θα κάνει μάλιστα μερικές σποραδικές εμφανίσεις σε αφιερώματα και επετειακές συναυλίες, καθώς το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο δεν θα μπορούσε να τον αφήσει απέξω.
Κουρασμένος ωστόσο από τις περιπέτειες της ζωής του αλλά και την αναπηρία του, ο Μπαγιαντέρας αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας στα στερνά του, ζώντας σχεδόν ερημίτης στο σπίτι του στο Περιστέρι, πλάι πάντα στην πολυαγαπημένη του σύζυγο.
Οι τίτλοι τέλους αρχίζουν να πέφτουν στις αρχές Οκτωβρίου του 1985, όταν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέρασε ένα διάστημα στο νοσοκομείο.
Παρά το γεγονός ότι βγήκε και ανέκαμψε, η υγεία του είχε πάρει την κάτω βόλτα.
Ο μεγάλος ρεμπέτης έφυγε από τον κόσμο που τόσο αγάπησε και πάλεψε γι’ αυτόν στις 18 Νοεμβρίου 1985, χτυπημένος από λοίμωξη του αναπνευστικού, όχι βέβαια προτού αφήσει και μια μέθοδο εκμάθησης μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.
Ένας από τους σπουδαιότερους λαϊκούς δημιουργούς μας δεν ήταν πια στη ζωή, αν και τα τραγούδια που μας άφησε ήταν ήδη αθάνατα…
ΠΗΓΗ. 1. newsbeast.gr
2. el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου