Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΤΑΤΜΙΧΑΛΗ
«Έκλαψα για να γράψω
κι έγραψα για να ζήσω»
Σ' αυτό το επίγραμμα που ο ίδιος ο Αττίκ ζήτησε να χαραχτεί στον τάφο του μπορεί να συνοψισθεί και να γίνει κατανοητό το έργο του -έργο ζωής και αγάπης- και η προσφορά του στην Τέχνη.
Την Τέχνη του που εξύψωσε και έκανε αυτοσκοπό και υπηρέτησε πιστά ως το τέλος. Πολυσύνθετη προσωπικότητα ο ίδιος, αξιοποίησε τα ταλέντα του προωθώντας ταυτόχρονα και αξιόλογους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα του ή εκείνος ανακάλυψε.
Ζωή και Τέχνη, εξάλλου, αποτέλεσαν μια μοναδική ενότητα για τον Αττίκ, ο οποίος έκανε τραγούδια τα παθήματα, τους έρωτες, τις τρέλες του και τις λύπες του.
Ο Κλέων Τριαντάφυλλου -όπως ήταν το πραγματικό όνομα του καλλιτέχνη- γεννήθηκε στην Αθήνα ή το Ζαγαζίκ της Αιγύπτου γύρω στα 1882-1885.
Η οικογένεια του είναι αυτή που θα παίξει σημαντικότατο ρόλο στη διάπλαση του —ιδιαίτερα η μητέρα του Εριθέλγη— η οποία είχε προικισθεί με μόρφωση και χαρακτήρα κάτω από την επιμέλεια του πατέρα της ιατρού και πολιτικού από τα Κύθηρα, Δημητρίου Ραπτάκη.
Οι γονείς της Εριθέλγης, ιδιαίτερα ο πατέρας της, είναι φιλόμουσοι και ωθούν την κόρη τους στους ίδιους δρόμους: Μαθαίνει πιάνο και έξι γλώσσες (ελληνική, γαλλική, αγγλική, αραβική, ιταλική και εσπεράντο). Έτσι, ο Κλέων Τριαντάφυλλου κληρονομεί την καλλιτεχνική αυτή φλέβα, τη φιλομάθεια, την ευαισθησία και την κλίση προς τη μουσική.
Ο πατέρας του, εντούτοις, Δημήτριος Τριαντάφυλλου, καταγόμενος από το Βόλο ήταν γνωστός έμπορος και παραγωγός βαμβακιού στην Αίγυπτο, όπου ειδικά στο Ζαγαζίκ διετέλεσε διευθυντής της Planta and Company και έγινε γνωστός για την εκεί φιλανθρωπική δράση του και τις δωρεές του.
Εξαιρετικός οικογενειάρχης ο Δημήτριος Τριαντάφυλλου αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό και οικογενειακά βάρη στη σύζυγο Εριθέλγη, λίγο μετά τη μεταφορά της οικογένειας από την Ελλάδα στην Αίγυπτο.
Ο Κλέων τότε (γύρω στα 1893) ήταν 8 χρόνων, ο αδελφός του Κίμων 10, η αδελφή τους Νόρα 2, ενώ η μητέρα τους ήταν έγκυος στη μικρή Κόριννα. Βέβαια, η Εριθέλγη αποφασίζει αργότερα να επιστρέψει στην Αθήνα, αφού δεν βρίσκει πια κανένα ενδιαφέρον μακριά από την πατρίδα.
Εγκαθίστανται στο ιδιόκτητο σπίτι τους, στην Πατησίων και συνεχίζουν την κοσμική, άνετη ζωή που τους έχει εξασφαλίσει η περιουσία τους.
Τόσο ο Κίμων, όσο και ο Κλέων συχνάζουν ως κομψοί νεαροί στα κοσμικά σαλόνια και στα ανάκτορα. Χαρακτηριστικές είναι και οι βραδιές χορού και soirees γεμάτες μουσική, χορό και τραγούδι.
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ, πως ο Κλέων αντίθετα, από τον αδελφό του ήταν μικροσκοπικός και ζωηρός, ένα μικρό παιδί, κάτι που τον χαρακτήριζε ως το θάνατο του, ενώ ο Κίμων πάντα σοβαρός ήταν η λογική απάντηση στις αποφάσεις του αδελφού και της μητέρας του σε πολλά θέματα.
Ειδικότερα, η μητέρα Εριθέλγη είχε την τάση να σπαταλά την περιουσία ξοδεύοντας αλόγιστα ποσά για τις μουσικές βραδιές και εκδηλώσεις της. Αυτές οι σπατάλες και τα έξοδα για τις σπουδές των παιδιών στο Παρίσι θα την οδηγήσουν στην οικονομική καταστροφή το 1911.
Εν τω μεταξύ, ο Κλέων εισάγεται το 1903 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Νομικά και ταυτόχρονα στο Ωδείο Αθηνών μαθαίνει πιάνο και φλάουτο.
Ο αδελφός του σπούδασε Νομικά επίσης και καλλιέργησε την αγάπη του για τη μουσική. Τα δύο αδέλφια αναχωρούν το 1907 για το Παρίσι με σκοπό να συνεχίσουν τις σπουδές τους με Πολιτικές Επιστήμες και να ακολουθήσουν το διπλωματικό τομέα.
Παρ' όλα αυτά, πληροφορούν αίφνης τη μητέρα τους ότι θα σπουδάσουν στο φημισμένο Conservatoire στο Παρίσι μουσική.
Ο Κλέων γράφτηκε στο τμήμα Αρμονίας με καθηγητή τον Εμίλ Πεζάρ (Emille Pesard) και θεωρία με τον Σαιν-Σανς. Ο Κίμων γράφτηκε στη Σχολή αργότερα, γιατί παράλληλα φρόντιζε να διευθετεί και τις οικονομικές ατασθαλίες της μητέρας του πηγαίνοντας συχνά στην Αθήνα.
Ο Κλέων σπούδασε επίσης αντίστιξη και σύνθεση. Η καριέρα του στη Γαλλία αρχίζει γύρω στα 1905-1906 (όπως αναφέρει η Δανάη Στρατηγοπούλου, η οποία διέσωσε πολλά στοιχεία για το άτομο του), όταν παίζει στο πιάνο συνοδεύοντας με το διπλό περίφημο σφύριγμα του.
Αυτό το σφύριγμα τον έκανε μοναδικό κι ήταν κάτι παρόμοιο με δύο φωνές ταυτόχρονα ακουγόμενες, η μια πρίμο, η άλλη σεκόντο. Ακόμα κι ο ίδιος δεν μπορεί να δικαιολογήσει πώς κατορθώνει αυτό το σπάνιο συνταίριασμα.
Ταυτόχρονα, ξοδεύει τα λεφτά του, λατρεύει την όπερα και δημιουργεί περίπου 300 συνθέσεις με γαλλικό στίχο.
Στα 1908 ο μουσικός οίκος Editions Universelles τον δεσμεύει με συμβόλαιο σαν ένα από τους μόνιμους συνθέτες του και ο Cleon Triandaphyl, όπως υπογράφει τα τραγούδια, γίνεται ευρύτερα γνωστός και αγαπητός στη γαλλική πρωτεύουσα.
Εκεί μονιμοποιεί και το ψευδώνυμο «ΑΤΤΙΚ», με έκδηλη πρόθεση να δείξει την ελληνική καταγωγή του και τη διαφορετική πια ελληνική νοοτροπία που πολλοί στο εξωτερικό είχαν παρεξηγήσει. Ο Αττίκ θα γίνει ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας μας στο εξωτερικό εκείνη την εποχή.
Στα 1909 γνωρίζει και παντρεύεται τη Γαλλοπολωνίδα Μαρί-Ελέν -το μεγάλο έρωτα της ζωής του. Ο γάμος αυτός θα καταλήξει σε τραγωδία, αφού σε ένα χρόνο θα χαθεί το μονάκριβο παιδί του και η γυναίκα του, έξι μόλις μήνες μετά το θάνατο του μωρού τους.
Η απώλεια αυτή θα χαρακτηρίσει τον Αττίκ και θα τον βασανίζει σε όλη του τη ζωή.
Ίσως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της αδυναμίας που έδειξε σε όλα τα παιδιά-θαύματα που ανέδειξε αργότερα.
Πολλά εξάλλου τραγούδια του βασίστηκαν στα συναισθήματα πίκρας και οδύνης που ένιωσε. Εντούτοις το 1910 βρίσκει πάλι τη χαρά και την έμπνευση στο πρόσωπο της νεαρής και όμορφης ηθοποιού Μαρίκας Φιλιππίδη.
Το ειδύλλιο τους θα συζητηθεί πολύ και θα καταλήξει σε γάμο. Ο Αττίκ την επόμενη χρονιά θα αναγκαστεί να δουλέψει σκληρότερα, αφού τα οικονομικά της οικογένειας λόγω κακής διαχείρισης της μητέρας του, τους οδηγούν στη χρεοκοπία.
Ο καλλιτέχνης εξελίσσεται έτσι και σε περίφημο τραγουδοποιό και ερμηνευτή των τραγουδιών του. Λίγο αργότερα το 1914 θα χτυπηθεί πάλι από τη μοίρα: η πρώτη αδελφή του ασθενεί σοβαρώς με αποτέλεσμα την παράλυση και το θάνατο της. Την ίδια χρονιά η σύζυγος του Μαρίκα, τον εγκαταλείπει!
Η οικογένεια μεταφέρεται στην Αθήνα όπου συνοδεύει τη βαριά άρρωστη Νόρα.
Το χτύπημα είναι πάλι διπλό ο Αττίκ θα γυρίσει στην Αθήνα, αλλά πάντα θα νιώθει διαφορετικά για τη Μαρίκα για την οποία έγραψε το περίφημο «Είδα μάτια».
Τα επόμενα χρόνια ξεκινά περιοδεία σε Πελοπόννησο, Κωνσταντινούπολη, Ρουμανία και Ρωσία. Το 1917 βρίσκεται στη Ρωσία όπου γνωρίζει την τρίτη γυναίκα του, χορεύτρια Σούρα.
Η 19χρονη Σούρα φοβισμένη από την πολιτική αστάθεια της χώρας εκφράζει τις υποψίες και τον τρόμο της στον Αττίκ ο οποίος θα της προσφέρει την προστασία και την αγάπη του. Θα εξασφαλίσει πρώτα τη σίγουρη επιστροφή τους στην Ελλάδα και θα παντρευτούν πολύ αργότερα στα 1927.
Καλλιτεχνικά ο Αττίκ υπογράφει συμβόλαιο και μένει τρία χρόνια στη Ρωσία για παραστάσεις και συνέχεια περιοδεύει με επιτυχία ανά την Ευρώπη ως το 1927-28 με τ' αδέλφια του ως «Τρίο Τριαντάφυλλου».
Η «Μάντρα» του Αττίκ
Σταθμός, όμως, στην καριέρα του Αττίκ ήταν η ίδρυση της «Μάντρας» του. Εκεί ξεδίπλωσε το πολύπλευρο ταλέντο του ως τραγουδιστής, συνθέτης, ηθοποιός, ανιματέρ, μίμος.
Στο δικό του χώρο αναδείχτηκε πλέον, γιατί μπόρεσε να εκφραστεί με όλη τη θέρμη της καρδιάς του και να χαρεί το δημιούργημα του.
Η πρώτη «Μάντρα» χτίστηκε στην οδό Μηθύμνης και αποτέλεσε κοσμικό και καλλιτεχνικό γεγονός. Από το καλλιτεχνικό αυτό στέκι ξεπήδησαν ταλέντα του ελληνικού τραγουδιού και θεάματος όπως η Ρίτα Δέλτα, η υπέροχη Κάκια Μένδρη και τα παιδιά-θαύματα Λουίζα Ποζέλι και Νινή Ζαχά.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η ταύτιση και η σχέση Αττίκ-Ποζέλι: στο 12χρονο αυτό παιδάκι από τη Θεσσαλονίκη ο δημιουργός αφιέρωσε πολλά τραγούδια του. Γι' αυτό το παιδί ο Αττίκ ένιωσε όλα τα χαμένα πατρικά αισθήματα που τόσο του έλειψαν με το χαμό του δικού του παιδιού.
Κάποτε, ονόμασε τη Λουίζα «παιδί της ψυχής του» όπως αναφέρει η Δανάη Στρατηγοπούλου, στο βιβλίο της «Αττίκ».
Πολλά όμως γνωστά ονόματα αναδείχτηκαν από τον συνθέτη.
Στα 1935 ανοίγει η δεύτερη «Μάντρα» στην οδό Αχαρνών στο Κινηματοθέατρο «Δελφοί». Εδώ μαγεύουν τους θαμώνες (εκτός των παραπάνω καλλιτέχνιδων), η Ήρα Μαρκοπούλου, η Βέρα Βάντα, η Δανάη, αλλά και ο κ. Μπέζος με τις χαβάγιες του, ο Ορέστης Λάσκος ο ξακουστός Ζαζάς και πολλοί άλλοι.
Όλοι αυτοί πρόσφεραν ένα ξεχωριστό θέαμα συνδυάζοντας το χορό, τραγούδι, φάρσα, παντομίμα κ.ά.
Ξεχωριστή σημασία έδινε βέβαια ο Αττίκ στη σχέση του με το κοινό, τόσο της πλατείας όσο και τους λεγόμενους «Ελληνες του εξωτερικού» -αυτούς δηλαδή που παρακολουθούσαν τις παραστάσεις τζάμπα.
Δημιούργησε, λοιπόν, το κουτί με τα παράπονα όπου το κοινό έριχνε σημειώματα γραμμένα στο διάλειμμα της παράστασης κριτικάροντας και σχολιάζοντας τα λεγόμενα από σκηνής.
Ο Αττίκ ζωηρός... από μικρός με ειδικό ταλέντο στα πειράγματα απαντούσε στα πειράγματα και έκανε παντομίμες με την αναγγελία των καλλιτεχνών. Το κοινό ανταπαντούσε και η βραδιά κυλούσε με σάτιρα και γέλιο.
Ο κόσμος διασκέδαζε γιατί ο ίδιος διασκέδαζε και έδινε τη ψυχή του• οδηγεί το κοινό του στο γέλιο ή στο δάκρυ. Δυστυχώς για τον Αττίκ το κοινό του περιορίστηκε μόνο σε αριστοκρατικούς και μεγαλοαστικούς κύκλους.
Έτσι ο «κοσμάκης» δεν ήρθε σε επαφή μαζί του ιδιαίτερα σε μια εποχή που το ρεμπέτικο και οι ανατολικοί σκοποί άνθιζαν πάλι στη χώρα.
Πρέπει εδώ να αναφέρουμε και την πολιτική σάτιρα του Αττίκ, ο οποίος παρέφραζε πολλά από τα τραγούδια του για να καυτηριάσει την πολιτική πραγματικότητα του τόπου.
Το βράδυ όμως, της 27-7-1935 και ενώ ο καλλιτέχνης τραγουδούσε στη μελωδία του τραγουδιού του «Θαρρώ-θαρρώ»:
- Θαρρώ-θαρρώ
αλλά καλά κι εγώ δεν ξέρω
θαρρώ-θαρρώ πως ίσως
σας τον ξαναφέρω
Φρονώ-φρονώ
να δούμε όμως τι λέει κι εκείνος
(δηλ. η αντιπολίτευση)
Φρονώ-φρονώ
πως κι αν ξανάρθει (ο βασιλιάς)
δεν θα μείνει
«Άνδρες» της Αεροπορίας οι λεγόμενοι «άνδρες του Ρέπα» επιτέθηκεν στον Αττίκ και τον ξυλοκόπησαν με αποτέλεσμα να μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο.
Όπως προαναφέραμε ο Αττίκ συνδύαζε την Τέχνη με τη ζωή.
Τα τραγούδια του -τα παιδιά του- όπως τα χαρακτήριζε ήταν αυτοβιογραφικά και εξυμνούσαν τον έρωτα του ίδιου για κάποια από τις γυναίκες του.
Το «Είδα μάτια» και αργότερα το «Ζητάτε να σας πω» γράφτηκαν για τη δεύτερη γυναίκα του τη Μαρίκα Φιλιππίδη. Απέφευγε να γράφει τραγούδια κατά παραγγελία, γιατί μ' αυτά εξεδήλωνε τον ψυχισμό του και τις κρυφές σκέψεις του. Ήταν εμπνεύσεις και ύμνοι σε κάθε τι ωραίο και θαυμαστό.
Πολλές φορές χρειάστηκε καιρό για να συνθέσει ένα μόνο τραγούδι όπως το:
«Λησμόνησα το χρώμα των μαλλιών της,
μπερδεύω αν ήταν μαύρα ή καστανά».
Στους στίχους αυτούς προστέθηκαν αργότερα:
«Λησμόνησα τη γλύκα των φιλιών της
ξεχνώ κι αν είχε μάτια γαλανά».
Μήνες αργότερα συμπληρώνει:
«Λησμόνησα και το μειδίαμα της
σαν όνειρο μου φαίνεται θαμπό.
Ξεχνώ ακόμα ως και τ' όνομα της
λες κι είχα χίλια χρόνια να το πω».
Λυρισμός και συναίσθημα ξεπηδούν απ' το τραγούδι του και αποδεικνύουν ακόμα τη σωστή και μελετημένη χρήση της γλώσσας.
Οι στίχοι γράφτηκαν με τη σκέψη στη Μαρίκα όταν ο καλλιτέχνης ζούσε με τη Σούρα.
Τ' άλλα του τραγούδια όπως «Το οργανάκι», «Το τρεχαντήρι» (προσωπική εμπειρία από τα Κύθηρα), «Ας αλλάξουμε ομιλία» ή το «Κάτι- κάτι» κ.ά. αποδεικνύουν πόσο στενά δεμένος ήταν ο Αττίκ με τα γεγονότα που τον σημάδεψαν.
Το 1940, εξάλλου; η αγαπημένη του 90χρονη μητέρα πεθαίνει. Σ αυτή που υπεραγάπησε αφιέρωσε πολλά τραγούδια του όπως το «Μην κλαις πού 'χεις άσπρα μαλλιά» και το πασίγνωστο «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», που το 'γράψε όταν η Εριθέλγη αρρώστησε από τύφο.
Οι γυναίκες τελικά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καριέρα και τη ζωή του Αττίκ, από τη μητέρα του ως και την τελευταία του γυναίκα, Σούρα, το πολυτάλαντο αυτό άτομο περιτριγυρίστηκε από το γυναικείο φύλο που το αγάπησε και το ανέδειξε...
Το τέλος του
Με το θάνατο της μητέρας του και την έναρξη του πολέμου ο Αττίκ άρχισε ουσιαστικά να καταρρέει. Ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος και γνήσιος πατριώτης χάνει το ηθικό του σιγά σιγά.
Αν και δεν υπέφερε στον πόλεμο (συνέχισε τις εμφανίσεις του σε θέατρα μέχρι το 1942), η αντίστροφη μέτρηση γι' αυτόν έχει αρχίσει.
Τώρα πλέον αποφασίζει να γίνει αιμοδότης ενώ ταυτόχρονα βρίσκει τρόφιμα, ανταλλάσσοντας πολλά από τα σπάνια έπιπλα του με σκοπό να βοηθήσει τους φίλους του.
Τέλος —όπως πιστεύεται πως το προγραμμάτιζε χρόνια— αυτοκτονεί, παίρνοντας υπερβολική δόση ηρεμιστικών Veronal.
Αξίζει να σημειωθεί πως λίγες ημέρες πριν την αυτοκτονία του σκούντησε αφηρημένα ένα Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος με τη σειρά του, του επιτέθηκε χτυπώντας τον βάναυσα και χυδαία.
Στις εφιαλτικές και ταπεινωτικές αυτές καταστάσεις μια ψυχή σαν τον Αττίκ δεν μπορούσε ν' αναπαυθεί. Η εκλογή του να θέσει τέλος στη ζωή του ήρθε σε μια στιγμή απόγνωσης και αδιεξόδου.
Τονίζουμε πάντως πως ο Αττίκ κατόρθωσε να συνδυάσει τη γαλλική φινέτσα με την ελληνική δυναμικότητα επιτυχώς, δημιουργώντας ελληνικό τραγούδι με ευρωπαϊκές ρίζες.
Παρ' όλα αυτά, ακόμη και σήμερα η καλλιτεχνική του προσφορά δεν έχει αναγνωρισθεί ή προβληθεί τόσο όσο άλλων μεταγενέστερων συνθετών. Το ταλέντο του να συνθέτες να ερμηνεύει και να παίζει ή να μιμείται δεν έχει προβληθεί ιδιαίτερα σήμερα.
Ο Αττίκ κατόρθωσε να προβάλει την ελληνική σύνθεση στο εξωτερικό, όταν αυτή θεωρούνταν κατώτερη και όταν οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως οι Έλληνες ήταν ακόμα υπόδουλοι -φτωχοί ραγιάδες.
Το ότι το έργο του έγινε δεκτό από μια μικρή τάξη ανθρώπων - Μεγαλοαστών και αριστοκρατών - απέδειξε την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να δεχτεί καινούργιες μουσικές φόρμες, που συνδύαζαν το ευρωπαϊκό και ελληνικό στοιχείο.
Ο Αττίκ, ο παντοτινός άνδρας - παιδί δημιούργησε, γιατί πάνω απ' όλα, έζησε! Και με το θάνατο του λυτρώθηκε από τον εφιάλτη στον οποίο ζούσε χωρίς να μπορεί να δημιουργεί!
«Θα σου κάνω πια κι απόψε σερενάτα,
για στερνή φορά, θα πω απ' την αρχή,
τα παράπονα μου όλα στην αράδα
ν' ανασάνει η φορτωμένη μου ψυχή».
Η μόρφωση του Αττίκ και η ελληνογαλλική του ανατροφή και καλλιέργεια τον οδήγησαν στη δημιουργία ενός ξεχωριστού συνδυασμού αγνοημένου από τους πολλούς σήμερα, ίσως γιατί δεν έτυχε της ανάλογης αναγνώρισης που του έπρεπε.
Χαρακτηρίστηκε ως «ο γνησιότερος Έλλην» και το απέδειξε με την παρουσία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου