«Οσα δεν προφτάσανε να του μάθουν οι δασκάλοι τού τα δίδαξε από νωρίς η ίδια η ζωή»
Ο Γιώργος Δενδρινός ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα πολύ αξιόλογων λογοτεχνών που η φτώχεια και οι στερήσεις τούς οδήγησαν πολύ γρήγορα στο θάνατο, μολονότι πρόλαβαν να δώσουν ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο που αξίζει την προσοχή μας.
Οταν πέθανε, στα 34 του μόλις χρόνια, στο φτωχό καμαράκι στην είσοδο της «Σωτηρίας», όπου είχε περάσει τις τελευταίες της μέρες λίγα χρόνια πριν και η Μαρία Πολυδούρη, ο φίλος του και ομοιοπαθής λογοτέχνης Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε:
«Αμα θα 'ρθει ο καιρός να καταρτίσουν το μαρτυρολόγιο της ελληνικής λογοτεχνίας - αυτόν τον φοβερό κατάλογο που θα αρχίζει με ονόματα ενός Παπαδιαμάντη, ενός Βιζυηνού, ενός Κρυστάλλη και θα τελειώνει με παραδείγματα, ελπίζω, των ημερών μας - είμαι βέβαιος πως εκεί θα βρεθεί κάποια θέση και για τον Γιώργο Δενδρινό».
Ο Γιώργος Δενδρινός γεννήθηκε το 1904 στο Νιοχώρι της Κεφαλονιάς. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο μέχρι την Δ' Δημοτικού, και επομένως υπήρξε αυτοδίδακτος. Ετσι, μεγάλο μέρος της μόρφωσης και της παιδείας του το οφείλει στην προσωπική μελέτη και την επίπονη προσπάθεια για καλλιέργεια, στοιχεία που εξηγούν, άλλωστε, την αξία του δημιουργικού έργου του.
«Από τα 20 μου χρόνια άρχισα να μαθαίνω ορθογραφία», θα ομολογήσει σε μια συνέντευξή του το 1937, ενώ κι ο Κοτζιούλας γράφει πως «όσα δεν προφτάσανε να του μάθουν οι δασκάλοι τού τα δίδαξε από νωρίς η ίδια η ζωή».
Το πάθος του, όμως, υπήρξε η λογοτεχνία. Παρά τις ποικίλες δυσκολίες, διάβασε ό,τι κλασικό και σημαντικό βρήκε μπροστά του τα χρόνια εκείνα: Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Αντρέγιεφ, Πούσκιν, Χάμσουν, Ζολά, Ανατόλ Φρανς. Το 1928 βραβεύτηκε σε διαγωνισμό του λαϊκού περιοδικού «Φαντάζιο» με το β' βραβείο διηγήματος και το 1929 άρχισε να δημοσιεύει τακτικά διηγήματα και ποιήματα στα «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά, που τον παρουσίασε με πολύ επαινετικά λόγια.
Την επόμενη χρονιά,
όμως, αρρώστησε με φυματίωση, η οποία και θα τον βασανίσει στα υπόλοιπα
χρόνια της ζωής του, μέχρι το θάνατο. Νοσηλεύτηκε στη «Σωτηρία» από το
Φλεβάρη του 1932 μέχρι το Δεκέμβρη του 1935, οπότε και επέστρεψε στο
χωριό του.
Σ' αυτό το διάστημα κατόρθωσε να εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων, το «Ο άνθρωπος που τα δέχονταν όλα» (1933), διηγήματα ηθογραφικά, με θέματα κυρίως δραματικά, αντλημένα από τη ζωή των φτωχών στο χωριό αλλά και τις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Ρεαλισμός, γλώσσα γνήσια δημοτική, ζωντανή και εύπλαστη, ευφυής σύλληψη θεμάτων και λεπτομερειών, και, προπαντός, αγάπη για τον άνθρωπο, δείχνουν έναν φτασμένο κιόλας αυτοδίδακτο λογοτέχνη.
Αποκαλυπτικό για τις ιδέες του είναι το ανέκδοτο (;) διήγημά του «Λίγο πριν απ' τις δώδεκα» (1934), που τελειώνει μ' αυτές τις φράσεις: «Σε
λίγο ένα παρεθύρι άνοιγε από βορινά. Φως πολύ ξεχύθηκε στον ολοσκότεινο
δρόμο. Φωτίστηκαν οι προσόψεις των σπιτιών σε μεγάλο μάκρος.
Φωτίστηκε και το ξυλένιο Σφυροδρέπανο, που 'χε κρεμάσει πρωτύτερα η σιωπηλή συντροφιά στου τηλέφωνου τα σύρματα. Φωτίστηκε έντονα κι αυτό κι έριξε ως πέρα γιγαντωμένη τη σκιά του. Λες κι ήτανε πελώριοι δείχτες στης Παγκόσμιας Επανάστασης το "εγκρεμές". Και δείχνανε: δώδεκα παρά κάτι!
Ο Μαρίνος αισθανόταν αόριστα πως έσβηνε. Πως η ύπαρξή του γινόταν ένα με το φως και με κείνο το Σύμβολο της Πανανθρώπινης Λευτεριάς, το κρεμασμένο κει ψηλά, που η σκιά του μεγάλωνε... μεγάλωνε... κι απλώνονταν ολοένα... κι έτεινε ν' αγκαλιάσει ολάκερη τη Γης...».
Και άρρωστος στο χωριό του, όμως, γνωρίζουμε πως ο πατέρας του όχι μόνο δεν τον βοήθησε αλλά απαγόρευσε και στους στενούς του συγγενείς να τον συντρέξουν, επειδή ήταν «μπουρσεβίκος» (μπολσεβίκος). Γι' αυτό, άλλωστε, η υγεία του επιδεινώθηκε και ξαναγύρισε στη «Σωτηρία» το 1936.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, την άνοιξη του 1937 θα εκδώσει τη νουβέλα «Ο Μαμμούθ», με προλογικό σημείωμα του Γ. Κοτζιούλα. «Τέλεια σύνθεση» τη χαρακτηρίζει ο Κοτζιούλας, και ο Γ. Μυλωνογιάννης «έργο τόσο δυνατό και τόσο ξεχωριστό..., με αξιώσεις ανώτερης πνοής..., έργο ολοκληρωμένο», τονίζοντας πάλι πως «εκείνο που βλέπει κανείς πρώτ' απ' όλα στην εργασία του Δενδρινού είναι ο άνθρωπος».
Ο Κοτζιούλας, εξάλλου, συσχετίζοντας το σατιρικό και ειρωνικό πνεύμα του Δενδρινού με τον μεγάλο Νικολάι Γκόγκολ, θα προσθέσει ακόμη για το συγγραφέα: «Ηρωας νέας μορφής, απίστευτα παλληκάρι, παλεύει με πείσμα να δώσει δική του λύση στο πρόβλημα της τέχνης, μαζωμένος στις κουβέρτες του, μέσα σ' ένα θάλαμο με δεκαπέντε άλλους βασανισμένους σαν κι αυτόν».
Εναν έρανο υπέρ του, που θα υποκινήσουν οι φίλοι του λογοτέχνες Κοτζιούλας και Κ. Καλαντζής, πρώην φυματικοί και οι δύο, τον Οκτώβρη - Νοέμβρη του 1937, μέσω του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», όπου και δημοσιεύει τα τελευταία του διηγήματα, θα τον αντιμετωπίσει με μεγάλη αξιοπρέπεια, προτείνοντας - με φανερή πικρία - τη διάθεση των χρημάτων για τη δημιουργία ενός «τσιμεντένιου» αγάλματος της Αδιαφορίας.
Πέθανε στα 34 χρόνια του, στις 26 Αυγούστου του 1938, αφήνοντας έτοιμη τη συλλογή ποιημάτων «Ενώ χτυπάν οι 12», την οποία εξέδωσαν την επόμενη χρονιά οι φίλοι του, Καλαντζής και Κοτζιούλας, λίγα διηγήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά καθώς και ανέκδοτο έργο, όπως δυο - τρία ακόμη διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, και κυρίως τη νουβέλα «Ιχώρ», που εξέδωσε το 1993 (και ξανά το 2004), μαζί με τον «Μαμμούθ», ο συμπατριώτης και σοβαρός μελετητής του έργου του, Βαγγέλης Σακκάτος.
Με σύντομη παρουσίαση της πολύ αξιόλογης νουβέλας του, «Ιχώρ», γραμμένης το 1936 - 1937, θα κλείσουμε την αναφορά μας στον τόσο πρόωρα χαμένο Γιώργο Δενδρινό. «Χιουμοριστική νουβέλα, με υπόθεση πραγματικοφανταστική, αν μπορεί κανείς να πει έτσι», τη θεωρεί, με μετριοφροσύνη, ο ίδιος.
Είναι όμως πολύ περισσότερα. «Εργο βαθιά αντιπολεμικό, βαθιά δημοκρατικό αλλά και άναρχο στη δόμηση και γραφή του, λυρικό και απόλυτα ρεαλιστικό», που «χρησιμοποιεί τις τεχνικές του σύγχρονου φανταστικού που παραπέμπουν σε εκείνες του Οργουελ, ενώ παράλληλα μετατρέπεται σε καυστική σάτιρα προσώπων και καταστάσεων» τη θεωρεί ο Δ. Τσατσούλης.
Σ' αυτήν ο Δενδρινός αποδεικνύεται όχι μόνο βαθύς γνώστης της σύγχρονής του διεθνούς κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, αλλά και προφητικός ως προς την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αμείλικτη και αποκαλυπτική κριτική της σύγχρονης ανισότητας, καυστική σάτιρα που ξεθεμελιώνει θρησκευτικούς και πολιτικούς μύθους της άρχουσας ιδεολογίας, καταδίκη των εξοπλισμών και της αποικιοκρατίας, επαναστατικές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Μεταφέροντας τις κοινωνικές ανισότητες και την ψυχροπολεμική κατάσταση της γης στον ουρανό, παρουσιάζει τον θεό Χβα, άρχοντα του ουρανού, να ετοιμάζει έναν δεύτερο κατακλυσμό, γιατί 170 εκατομμύρια στη Γη έπαψαν να πιστεύουν σ' αυτόν (Σοβιετική Ενωση).
Σ' έναν κόσμο αυστηρά οριοθετημένο με σύνορα και πύλες - από τη μια οι Ταπεινοί, που δουλεύουν, κι από την άλλη οι Σπουδαίοι, που απολαμβάνουν όλα τα προνόμια - παραγγέλνει πολεμικές μηχανές (βροχοποιητική, νεφοποιητική κ.λπ.) από τη Γερμανία και κατόπιν από την Ιαπωνία, για να εφαρμόσει το σχέδιό του.
Εχοντας ως πολύτιμο μέταλλο και νόμισμα το ράδιο, που σωρεύει στα υπόγεια του Παλατιού του, και ανάμεσα στους Ταπεινούς και το ζεύγος Κιουρί, στέλνει τον γιο του, Γιεσσουά, σε άγρια και απολίτιστη μακρινή χώρα με πλούσια κοιτάσματα ραδίου, προκειμένου να ετοιμάσει εισβολή και κατάληψή της, προλαβαίνοντας τους αντιπάλους του.
Σ' αυτό το διάστημα κατόρθωσε να εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων, το «Ο άνθρωπος που τα δέχονταν όλα» (1933), διηγήματα ηθογραφικά, με θέματα κυρίως δραματικά, αντλημένα από τη ζωή των φτωχών στο χωριό αλλά και τις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Ρεαλισμός, γλώσσα γνήσια δημοτική, ζωντανή και εύπλαστη, ευφυής σύλληψη θεμάτων και λεπτομερειών, και, προπαντός, αγάπη για τον άνθρωπο, δείχνουν έναν φτασμένο κιόλας αυτοδίδακτο λογοτέχνη.
«Ετεινε ν' αγκαλιάσει ολάκερη τη Γης...»
Φωτίστηκε και το ξυλένιο Σφυροδρέπανο, που 'χε κρεμάσει πρωτύτερα η σιωπηλή συντροφιά στου τηλέφωνου τα σύρματα. Φωτίστηκε έντονα κι αυτό κι έριξε ως πέρα γιγαντωμένη τη σκιά του. Λες κι ήτανε πελώριοι δείχτες στης Παγκόσμιας Επανάστασης το "εγκρεμές". Και δείχνανε: δώδεκα παρά κάτι!
Ο Μαρίνος αισθανόταν αόριστα πως έσβηνε. Πως η ύπαρξή του γινόταν ένα με το φως και με κείνο το Σύμβολο της Πανανθρώπινης Λευτεριάς, το κρεμασμένο κει ψηλά, που η σκιά του μεγάλωνε... μεγάλωνε... κι απλώνονταν ολοένα... κι έτεινε ν' αγκαλιάσει ολάκερη τη Γης...».
Και άρρωστος στο χωριό του, όμως, γνωρίζουμε πως ο πατέρας του όχι μόνο δεν τον βοήθησε αλλά απαγόρευσε και στους στενούς του συγγενείς να τον συντρέξουν, επειδή ήταν «μπουρσεβίκος» (μπολσεβίκος). Γι' αυτό, άλλωστε, η υγεία του επιδεινώθηκε και ξαναγύρισε στη «Σωτηρία» το 1936.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, την άνοιξη του 1937 θα εκδώσει τη νουβέλα «Ο Μαμμούθ», με προλογικό σημείωμα του Γ. Κοτζιούλα. «Τέλεια σύνθεση» τη χαρακτηρίζει ο Κοτζιούλας, και ο Γ. Μυλωνογιάννης «έργο τόσο δυνατό και τόσο ξεχωριστό..., με αξιώσεις ανώτερης πνοής..., έργο ολοκληρωμένο», τονίζοντας πάλι πως «εκείνο που βλέπει κανείς πρώτ' απ' όλα στην εργασία του Δενδρινού είναι ο άνθρωπος».
Ο Κοτζιούλας, εξάλλου, συσχετίζοντας το σατιρικό και ειρωνικό πνεύμα του Δενδρινού με τον μεγάλο Νικολάι Γκόγκολ, θα προσθέσει ακόμη για το συγγραφέα: «Ηρωας νέας μορφής, απίστευτα παλληκάρι, παλεύει με πείσμα να δώσει δική του λύση στο πρόβλημα της τέχνης, μαζωμένος στις κουβέρτες του, μέσα σ' ένα θάλαμο με δεκαπέντε άλλους βασανισμένους σαν κι αυτόν».
Εναν έρανο υπέρ του, που θα υποκινήσουν οι φίλοι του λογοτέχνες Κοτζιούλας και Κ. Καλαντζής, πρώην φυματικοί και οι δύο, τον Οκτώβρη - Νοέμβρη του 1937, μέσω του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», όπου και δημοσιεύει τα τελευταία του διηγήματα, θα τον αντιμετωπίσει με μεγάλη αξιοπρέπεια, προτείνοντας - με φανερή πικρία - τη διάθεση των χρημάτων για τη δημιουργία ενός «τσιμεντένιου» αγάλματος της Αδιαφορίας.
Πέθανε στα 34 χρόνια του, στις 26 Αυγούστου του 1938, αφήνοντας έτοιμη τη συλλογή ποιημάτων «Ενώ χτυπάν οι 12», την οποία εξέδωσαν την επόμενη χρονιά οι φίλοι του, Καλαντζής και Κοτζιούλας, λίγα διηγήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά καθώς και ανέκδοτο έργο, όπως δυο - τρία ακόμη διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, και κυρίως τη νουβέλα «Ιχώρ», που εξέδωσε το 1993 (και ξανά το 2004), μαζί με τον «Μαμμούθ», ο συμπατριώτης και σοβαρός μελετητής του έργου του, Βαγγέλης Σακκάτος.
«Ιχώρ»: Αμείλικτη κριτική της σύγχρονης πραγματικότητας
Είναι όμως πολύ περισσότερα. «Εργο βαθιά αντιπολεμικό, βαθιά δημοκρατικό αλλά και άναρχο στη δόμηση και γραφή του, λυρικό και απόλυτα ρεαλιστικό», που «χρησιμοποιεί τις τεχνικές του σύγχρονου φανταστικού που παραπέμπουν σε εκείνες του Οργουελ, ενώ παράλληλα μετατρέπεται σε καυστική σάτιρα προσώπων και καταστάσεων» τη θεωρεί ο Δ. Τσατσούλης.
Σ' αυτήν ο Δενδρινός αποδεικνύεται όχι μόνο βαθύς γνώστης της σύγχρονής του διεθνούς κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, αλλά και προφητικός ως προς την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αμείλικτη και αποκαλυπτική κριτική της σύγχρονης ανισότητας, καυστική σάτιρα που ξεθεμελιώνει θρησκευτικούς και πολιτικούς μύθους της άρχουσας ιδεολογίας, καταδίκη των εξοπλισμών και της αποικιοκρατίας, επαναστατικές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Μεταφέροντας τις κοινωνικές ανισότητες και την ψυχροπολεμική κατάσταση της γης στον ουρανό, παρουσιάζει τον θεό Χβα, άρχοντα του ουρανού, να ετοιμάζει έναν δεύτερο κατακλυσμό, γιατί 170 εκατομμύρια στη Γη έπαψαν να πιστεύουν σ' αυτόν (Σοβιετική Ενωση).
Σ' έναν κόσμο αυστηρά οριοθετημένο με σύνορα και πύλες - από τη μια οι Ταπεινοί, που δουλεύουν, κι από την άλλη οι Σπουδαίοι, που απολαμβάνουν όλα τα προνόμια - παραγγέλνει πολεμικές μηχανές (βροχοποιητική, νεφοποιητική κ.λπ.) από τη Γερμανία και κατόπιν από την Ιαπωνία, για να εφαρμόσει το σχέδιό του.
Εχοντας ως πολύτιμο μέταλλο και νόμισμα το ράδιο, που σωρεύει στα υπόγεια του Παλατιού του, και ανάμεσα στους Ταπεινούς και το ζεύγος Κιουρί, στέλνει τον γιο του, Γιεσσουά, σε άγρια και απολίτιστη μακρινή χώρα με πλούσια κοιτάσματα ραδίου, προκειμένου να ετοιμάσει εισβολή και κατάληψή της, προλαβαίνοντας τους αντιπάλους του.
Ενα πλήθος προσώπων, από τη
μυθολογία (Απόλλωνας, Οδυσσέας, Ορφέας), την αρχαία ελληνική Ιστορία
(Μεγαλέξανδρος, Ασπασία, Φρύνη), την Αγία Γραφή (αρχάγγελοι, Αβραάμ,
Μωυσής, Ααρών, Νώε, Ιερεμίας, Εύα, Οφις Αρχιχαφιές), την Εκκλησία (μάνα
του Γιεσσουά, Αγιος Γεράσιμος, Πάπισσα Ιωάννα), παρελαύνουν στο έργο,
καθένας με το ρόλο του. Στο τέλος, όμως, ξεσπά μια επανάσταση των
Ταπεινών.
Ο θεός Χβα και ο διάβολος Βουλ αλληλοσκοτώνονται και δημιουργείται η «Δημοκρατία των Ταπεινών», η «Δημοκρατία της Δουλειάς», με σημαία της το «Αγάπη, Λευτεριά, Δικαιοσύνη».
Αυτό το αγωνιστικό πνεύμα διατήρησε ο Δενδρινός μέχρι το θάνατό του.
Ο θεός Χβα και ο διάβολος Βουλ αλληλοσκοτώνονται και δημιουργείται η «Δημοκρατία των Ταπεινών», η «Δημοκρατία της Δουλειάς», με σημαία της το «Αγάπη, Λευτεριά, Δικαιοσύνη».
Αυτό το αγωνιστικό πνεύμα διατήρησε ο Δενδρινός μέχρι το θάνατό του.
Στέλιος ΦΩΚΟΣ
Φιλόλογος - συγγραφέας
Φιλόλογος - συγγραφέας
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου