27 Αυγούστου 1922. Στις 11 το πρωί, η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού ιππικού μπαίνει στη Σμύρνη. Λίγες ώρες πριν είχαν εγκαταλείψει την πόλη τα τελευταία ελληνικά τμήματα.
Οι Τούρκοι πυρπολούν την πόλη και προβαίνουν σε σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της. Η πυρκαγιά συνεχίζεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου, μεταβάλλοντας την πόλη σε σωρό ερειπίων.
Αυτό ήταν το τέλος της λεγόμενης «Μικραστιατικής Εκστρατείας» που η άρχουσα τάξη της Ελλάδας αποφάσισε στο όνομα της «Μεγάλης Ιδέας» και για λογαριασμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής.
Η Μικρασιατική εκστρατεία (εκτενές αφιέρωμα στη «Μικρασιατική Εκστρατεία», του Γιώργου Πετρόπουλου, που δημοσιεύθηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 16/5/2004.
Σμύρνη. Πρωτομαγιά1 του 1919.
Ο ελληνικός πληθυσμός ασχολείται αμέριμνος με τις δουλιές του αδυνατώντας να φανταστεί ότι λίγες ώρες αργότερα γεγονότα ιστορικής σημασίας θα συγκλονίσουν τη ζωή του.
Γύρω στις δυο το μεσημέρι παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα στη Μητρόπολη, απ” όπου κλητήρες αναχωρούν για να ειδοποιήσουν τους δημογέροντες και τους κοινοτικούς συμβούλους ότι στις 4 το απόγευμα θα υπάρξει έκτακτη συνεδρίαση.
Οντως περί τις 4 μ.μ. στο Μέγα Συνοδικό της Μητρόπολης έχει συγκεντρωθεί όλη η ελληνική αφρόκρεμα της πόλης.
«Ο κόσμος -γράφει ο Μιχαήλ Ροδάς2- είχε αντιληφθή ότι κάτι έκτακτον συμβαίνει και ήρχισε να συγκεντρούται εις τον περίβολον της Αγίας Φωτεινής».
Η μεγάλη αίθουσα του μητροπολιτικού μεγάρου είχε γεμίσει ασφυκτικά κι όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη της συνεδρίασης, που όμως καθυστερούσε διότι δεν είχε φτάσει ακόμη ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, ναύαρχος Ηλ. Μαυρουδής.
Ελληνες αξιωματικοί με λάφυρα πυροβόλα όπλα, μελετάνε το χειρισμό τους ώστε να τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στον kεμαλικό στρατό
Οταν έφτασε, λόγω του συγκεντρωμένου πλήθους, μόλις μετά βίας μπήκε στην αίθουσα. Τότε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ανέβηκε στο βήμα. Ο λόγος απολύτως σαφής δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παρανοήσεις.
Είπε:
«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μα?ου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον…
Η αποβίβασις των ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται… Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον… Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν».
Και κατέληξε ενθουσιωδώς: «Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος».
Τον Χρυσόστομο διαδέχθηκε στο βήμα ο Ναύαρχος Ηλ. Μαυρουδής, ο οποίος
ήταν και ο κομιστής των… καλών νέων.
«Κύριοι, είπε, όταν προ τινών μηνών ήλθον ενταύθα, σας έφερα ελπίδας μόνον. Σήμερον σας φέρω την πραγμάτωσιν μέρους των ελπίδων εκείνων, ως και ελπίδας θετικάς διά την πραγματοποίησιν των υπολειπομένων.
Αντί παντός άλλου θα σας αναγνώσω το ακόλουθον τηλεγράφημα του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Βενιζέλου, το οποίο και απευθύνεται προς υμάς και το οποίον έχω εντολήν να σας ανακοινώσω!
Ιδού το τηλεγράφημα. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως σας παρακαλεί εις εκάστην φράσιν του, εις εκάστην λέξιν, εις έκαστον κόμμα ακόμη, να τηρήσετε ευλαβώς τας εντολάς του»3.
Ο Ναύαρχος Μαυρουδής αρχίζει να διαβάζει:
«Τηλεγράφημα του κ. Βενιζέλου
Το Πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν.
Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος…»4.
Η είδηση ήταν χωρίς αμφιβολία συγκλονιστική. Ας δώσουμε όμως πάλι στον Μ. Ροδά το λόγο να περιγράψει τις στιγμές που ακολούθησαν του διαγγέλματος του Βενιζέλου.
«Μετά την ανάγνωσιν του ανωτέρω διαγγέλματος -γράφει5- επηκολούθησαν νέοι εναγκαλισμοί μεταξύ των πολιτών όλων των τάξεων.
Οι γέροντες έκλαιον, διότι επί των ημερών των έβλεπον το όνειρον της Ελευθερίας πραγματοποιούμενον… Ο Ηλ. Μαυρουδής, προτού απέλθη της Μητροπόλεως, συνέστησε ψυχραιμίαν και ησυχίαν και ετόνισεν, ότι αξίωσις της Πατρίδος είναι όπως αποδείξωμεν όλοι ότι είμεθα άξιοι της μεγάλης ελευθερίας μας.
Διέταξε δε αμέσως, όπως οι πρόκριτοι αναλάβουν να συστήσουν εις τους διευθυντάς των ποτοπωλείων και οινοπωλείων να κλείσουν από της στιγμής εκείνης τα καταστήματά των μέχρις ότου περατωθή το έργο της κατοχής… Η μεγάλη είδησις είχε διαδοθή αστραπιαίως εις όλας τα συνοικίας και εις όλα τα στρώματα.
Τα καταστήματα έκλειον το εν μετά το άλλο και ο κόσμος έσπευδεν εις την προκυμαίαν και παρετήρει αγωνιωδώς προς το βάθος του Σμυρναϊκού κόλπου».
Εκείνη την πρωτομαγιά, πολύ πρωί, από το ελληνικό θωρηκτό «Αβέρωφ»
που είναι αγκυροβολημένο από τις 2/15 Απρίλη στο λιμάνι της Σμύρνης,
βγήκαν ένας κελευστής και τέσσερις πεζοναύτες. Κατά τις 8 π.μ. έφτασαν
στα γραφεία της ελληνικής εφημερίδας «Αμάλθεια» και, όπως είχαν διαταγή,
επέταξαν τμήμα των τυπογραφείων της, απομόνωσαν τρεις στοιχειοθέτες και
πιεστές και τους έδωσαν εντολή να τυπώσουν με απόλυτη μυστικότητα μία
προκήρυξη στα ελληνικά και στα τουρκικά6.
Κατά το μεσημέρι, στρατιωτικά αγήματα αποβιβάστηκαν από το «Αβέρωφ» και από τα άλλα δύο ελληνικά θωρηκτά που βρίσκονταν στο λιμάνι -το «Λήμνος» και το «Κιλκίς»- και κατέλαβαν διάφορα σημεία της προκυμαίας, ενίσχυσαν τη φρουρά του ελληνικού προξενείου κι έλαβαν θέσεις για την κατάληψη του τουρκικού εξωτερικού φρουρίου της Σμύρνης.
Ταυτόχρονα αγήματα αποβιβάστηκαν και από τα συμμαχικά πλοία της ΑΝΤΑΝΤ που βρίσκονταν εκεί, με σκοπό τη φρούρηση των δικών τους Αρμοστειών7.
2 Μαΐου 1919, ώρα 2 το πρωί.
Η νηοπομπή που μετέφερε το στρατό κατοχής αναχώρησε από τον κόλπο της Γέρας της Λέσβου με προορισμό τη Σμύρνη.
Με την αναχώρηση κοινοποιήθηκε στους αξιωματικούς και στους οπλίτες η Ημερήσια Διαταγή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου η οποία έλεγε8:
«Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ” όλην τη μακράν του ιστορίαν…
Η Συνδιάσκεψις δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ” η τιμή την οποία μας κάμνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις την μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην και της εμπιστοσύνης αυτής είμαι βέβαιος θα αποδειχθήτε άξιοι…».
Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στην ημερήσια διαταγή του προς το
στρατό ο Βενιζέλος είναι περισσότερο προσεκτικός, απ” ό,τι στο διάγγελμά
του προς το λαό της Σμύρνης, που είχε διαβάσει λίγες ώρες πριν στη
συγκέντρωση της Μητρόπολης ο Ναύαρχος Μαυρουδής.
Το γεγονός αυτό ο Μαρκεζίνης το χαρακτηρίζει περίεργο και προσθέτει9:
«Η μόνη ως εκ τούτου εξήγησις πρέπει να αναζητηθή, κατά τον γράφοντα, εις πρόσκαιρον απώλειαν αυτοελέγχου υπό τη ζωηράν επίδρασιν εκ του μεγάλου πράγματι γεγονότος, το οποίον είχε καταστή βίωμα δι” εκείνον».
Ο ισχυρισμός του Μαρκεζίνη δεν είναι πειστικός, πολύ περισσότερο που αναφέρεται σε έναν πολιτικό σαν τον Βενιζέλο. Η εξήγηση της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κείμενα του τότε πρωθυπουργού δεν είναι καθόλου ψυχολογική, αλλά απολύτως πολιτική.
Ο Βενιζέλος ήθελε τον ελληνικό λαό της Σμύρνης να προηγείται με τη δράση του και τις απαιτήσεις του των στρατιωτικών ενεργειών, για να μπορεί να εμφανίζει στις μεγάλες δυνάμεις ό,τι συνέβαινε -αλλά και τις γενικότερες εδαφικές διεκδικήσεις- ως απόρροια της λαϊκής θέλησης κι όχι απλά ως αποτέλεσμα των ενεργειών ενός στρατού κατοχής.
Την ίδια ώρα που οι οπλίτες και οι αξιωματικοί άκουγαν την ημερήσια διαταγή του Βενιζέλου, στους τοίχους της Σμύρνης έχει τοιχοκολληθεί η προκήρυξη που τυπώθηκε -στα ελληνικά και στα τουρκικά- στα τυπογραφεία της «Αμάλθειας».
Από τους τίτλους και μόνο του κειμένου ήταν σαφές τι έμελλε να ξημερώσει…
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ” εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ.
Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει της εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως…»10.
Μόλις ξημέρωσε ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης κατέβηκε στο λιμάνι περιμένοντας να υποδεχτεί τα ελληνικά στρατεύματα ως ελευθερωτές.
Δυστυχώς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα ακολουθούσε μετά από τρία χρόνια.
Στις 7.30 π.μ. μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ, ακολούθησε το ακτοπλοϊκό ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ, στη συνέχεια το υπερωκεάνιο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, κατόπιν το ακτοπλοϊκό ΑΔΡΙΑΤΙΚΟΣ και το ΕΛΔΑ. Σε μεγάλη απόσταση φαίνονταν να έρχονται τα βραδύπλοα σκάφη ΚΑΛΟΥΤΑΣ, ΑΘΗΝΑ, ΡΕΠΟΥΛΗΣ, ΑΡΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΑ, ΞΕΝΟΥΛΑ, ΑΡΓΟΛΙΣ και ΔΕΛΦΙΝΙ.
Τα στρατιωτικά τμήματα της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας, σιγά – σιγά και με τάξη αποβιβάζονται. Ο κόσμος παραληρεί κι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, «φέρων τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του, επάνω εις το αμάξι που το έφερε από τη Μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους»11.
Λίγα λεπτά μετά τις ευλογίες, τμήματα του ελληνικού στρατού «κατά την κίνησή τους μέσα στην πόλη, προσβλήθηκαν αιφνιδιαστικά από Τούρκους στρατιώτες και πολίτες»12.
Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του γεγονότος όπως καταγράφεται στα ιστορικά εγχειρίδια του ελληνικού στρατού:
«Περί την 10.30 ήρχισαν ν” ακούωνται πυροβολισμοί προερχόμενοι εκ της κατευθύνσεως του τελωνείου και τινών παραλιακών οικιών.
Επειδή εξελήφθησαν ως πυροβολισμοί χαράς απεστάλη υπό του Μεράρχου αξιωματικός του Επιτελείου, όστις εντός μικρού χρονικού διαστήματος επανελθών ανέφερεν ότι σοβαρά επίθεσις είχε λάβει χώραν εν τη περιοχή του Διοικητηρίου, καθ” ον χρόνον διήρχετο εκείθεν το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, προς κατάληψιν των αντικειμενικών του σκοπών»13.
Η συμπλοκή κράτησε περίπου μία ώρα. Οι ελληνικές απώλειες ήσαν 2 νεκροί και 42 τραυματίες, εκ των οποίων οι 9 ήταν πολίτες. Οι Τούρκοι είχαν 5 νεκρούς και 16 τραυματίες εκ των οποίων οι 8 ήταν πολίτες. Επίσης, υπήρχαν 47 νεκροί διαφόρων εθνικοτήτων – πλην ελληνικής και τουρκικής.
Τα ελληνικά στρατεύματα συνέλαβαν τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σμύρνης Ναδίρ Πασά, 2 στρατηγούς, 28 ανώτερους αξιωματικούς, 123 κατώτερους, 540 οπλίτες και περί τους 2.000 άτακτους ενόπλους14.
Η έναρξη της κατοχής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία πως τίποτα δε θα ήταν εύκολο για τα ελληνικά στρατεύματα.
Το μέλλον επιφύλασσε πολύ χειρότερες εκπλήξεις.
Ας δούμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήγε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία και το ρόλο που κλήθηκε να παίξει.
Εδώ και 100 χρόνια ως επίσημη δικαιολογία για την απόβαση ελληνικών
δυνάμεων στη Σμύρνη προβάλλεται η παρουσία στα παράλια της Μικράς Ασίας
ισχυρού ελληνικού μειονοτικού στοιχείου.
Η απόβαση, αλλά και η όλη μικρασιατική εκστρατεία εμφανίζεται με μανδύα εθνικό – απελευθερωτικό, με αποτέλεσμα να συγκαλύπτεται η ιστορική αλήθεια και να καθαγιάζεται μια στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε πάνω στην αντιδραστική βάση της υποδούλωσης ενός άλλου λαού για να καταλήξει στην καταστροφή και στον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής.
Από τυπικής απόψεως τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων.
Αλλά όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Ψυρούκης15, «Η απόφαση για αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία άνοιγε διάπλατα το δρόμο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας και της καταστροφής…
Η απόφαση είχε παρθεί πίσω από τις πλάτες της Ιταλίας και χωρίς καμία εγγύηση για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας ή καλύτερα με τη βεβαιότητα ότι η στάση τους θα άλλαζε οπωσδήποτε και μάλιστα πολύ σύντομα».
Σε γενικές γραμμές η στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης – όπως συμβαίνει άλλωστε πάντοτε – καθοριζόταν από τα γενικότερα στρατηγικά τους συμφέροντα και την εκάστοτε συγκυρία που τα επηρέαζε.
Ειδικότερα για το ζήτημα που εξετάζουμε είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει στα απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Μαζαράκης – Αινιάν.
«Οταν απεφασίσθη -σημειώνει16- υπό των μεγάλων συμμάχων (Απρίλιος 1919) η αποστολή ελληνικού στρατού εις Σμύρνην, είχεν ήδη ως ελέχθη κατ” αρχήν αποφασισθή η παραχώρησις εις την Ελλάδα της Δυτικής Μικράς Ασίας…
Η πρώτη προσφορά της Δυτικής Μικράς Ασίας εγένετο υπό της Αγγλίας εις την Ελλάδα τον Ιανουάριον του 1915 διά να εξέλθη της ουδετερότητος.
Ματαιωθείσης όμως ταύτης συνήψαν αι δυτικαί δυνάμεις τας προς τη Ρωσίαν και Ιταλίαν συμφωνίας του 1915 και του 1917 δι” ων ανεγνωρίζετο εις αμφοτέρας παραχωρήσεις εις Μικράν Ασίαν, εις δεν την Ιταλίαν διά της τελευταίας συμφωνίας του Απριλίου 1917 παρεχωρείτο η Δυτική Μικρά Ασία μέχρι και της Σμύρνης συμπεριλαμβανομένης».
Ο κυνισμός των μεγάλων δυνάμεων να μοιράζουν δεξιά και αριστερά εδάφη που δεν τους ανήκαν αποκαλύπτεται περίφημα στα λόγια του Α. Μαζαράκη.
Εντούτοις ο συγγραφέας κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι το 1919 είχε αποφασιστεί η παραχώρηση από μέρους τους της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίθετες με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, δεδομένου ότι στη σύγκρουσή τους με τους Αγγλογάλλους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής είχαν συμφέρον να μη διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τη θέση τους αυτή την είχαν εκφράσει απερίφραστα με το γνωστό διάγγελμα των «14 σημείων» του Προέδρου Ουίλσον, όπου στο 12ο σημείο εκφραζόταν ρητή και κατηγορηματική άρνηση στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ιταλία, που κατείχε τα Δωδεκάνησα, είχε σαφείς βλέψεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας, ανταγωνιζόταν ευθέως την Ελλάδα και το Μάρτη του 1919 δε δίστασε να κάνει απόβαση στην Αττάλεια σχεδιάζοντας να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις κτήσεις της.
Την κατάσταση περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι «η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υποσχεθεί την παραχώρηση των μικρασιατικών παράλιων εδαφών στην Ιταλία»17.
Πώς όμως φτάσαμε να ληφθεί απόφαση υπέρ της ελληνικής στρατιωτικής απόβασης στη Σμύρνη;
Επρόκειτο για εκδήλωση εύνοιας προς την Ελλάδα από τις μεγάλες δυνάμεις;
Γράφει ο πρέσβης Κ. Σακελλαρόπουλος18:
«Η Απόφασις να ανατεθή εις ελληνικάς δυνάμεις η κατάληψις της Σμύρνης ελήφθη, όπως έχει εκτεθή, κατά τρόπον εντελώς αιφνίδιον, σχεδόν αιφνιδιαστικόν, εις μίαν στιγμήν κατά την οποίαν η συμπτωματική συνύπαρξις και αλληλεπίδρασις ωρισμένων συντελεστών έκαμε τη λύσιν αυτήν ανεκτήν, διά την έλλειψιν άλλης καλυτέρας.
Μόνος ο Lloyd George, μεταξύ των συμμάχων, σχεδόν και μεταξύ των Αγγλων, θα ήτο ίσως κατ” αρχήν διατεθειμένος να την εισηγηθή και την υποστηρίξη υπό οποιασδήποτε περιστάσεις.
Αλλά ασφαλώς θα απετύγχανε να την επιβάλη αν οι Ιταλοί δεν είχον ήδη καταλάβει το νοτιοδυτικόν τμήμα της Μικράς Ασίας, αν ο κίνδυνος να επεκτείνουν την κατοχήν των και επί της Σμύρνης δεν εφαίνετο άμεσος, αν το ζήτημα του Φιούμε δεν είχε φέρει αυτούς εις πλήρη ρήξιν με τον πρόεδρον Wilson, και αν, εκ της αφορμής αυτής δεν είχον αποχωρήσει από τη διάσκεψιν.
Εχρειάσθησαν όλα αυτά διά να δεχθή την πρόταση του Αγγλου πρωθυπουργού -ως κακόν μη χείρον παντός- και ο Wilson, αλλ” ιδίως ο Clemenceau.
Ούτε λοιπόν του ενός, ούτε του άλλου τη στάσιν ενέπνευσε εύνοιαν προς την Ελλάδα, της οποίας την εις Μικράν Ασίαν επέκτασιν εθεώρουν και οι δύο αντίθετον προς τους σκοπούς και τα συμφέροντά των».
Πέραν των όσων αναφέρει ο Σακελλαρόπουλος, που σχετίζονται κυρίως με την Ιταλία, την ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία επέβαλλαν στις μεγάλες δυνάμεις και οι παρακάτω λόγοι:
Η ανικανότητα της Τουρκίας, του σουλτάνου να επιβάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να καθυποτάξει το εθνικό επαναστατικό κίνημα, υποχρέωσε τις μεγάλες δυνάμεις να αναζητήσουν ένα ξένο αστυνόμο που θα έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλιά, ούτως ώστε αυτές να μοιράσουν με την ησυχία τους την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα να κανονίσουν ποιος θα κυριαρχούσε στα πετρέλαια της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας.
Επίσης υπήρχε διαμάχη αναμεταξύ τους για τον έλεγχο των συγκοινωνιακών κόμβων, ενώ είχαν σοβαρές ανοικτές πληγές με το αντιαποικιακό κίνημα που φούντωνε στην Ανατολή και το εργατικό επαναστατικό κίνημα που τράνταζε την Ευρώπη με το τέλος του Α” Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης19.
Ο έλεγχος επομένως της Τουρκίας και ειδικότερα του εθνικοεπαναστατικού κινήματος, που γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της, ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για τα τότε ιμπεριαλιστικά κράτη.
Το δύσκολο όμως γι” αυτά ήταν να βρούνε ένα κράτος – χωροφύλακα που θα ήταν κοινής εμπιστοσύνης. Ετσι φτάσαμε στην επιλογή της Ελλάδας, την οποία για μια στιγμή η συγκυρία το έφερε να την ανεχτούν ή να την αποδεχτούν ως χωροφύλακα στη Μικρά Ασία όλες οι μεγάλες δυνάμεις.
Οι Εγγλέζοι, που ήσαν και οι υπέρμαχοι της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, κράτησαν αυτή τη στάση διότι αναφορικά με τη διαφύλαξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, εμπιστεύονταν περισσότερο την Ελλάδα παρά στην Ιταλία που ήταν μια χώρα με αποικιακές κτήσεις και ιμπεριαλιστική συμπεριφορά.
Γράφει ο καθηγητής Κ. Σβολόπουλος20: «Η βρετανική πλευρά, και ειδικότερα ο πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, υιοθετούσε την άποψη ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιδιώξεών του -πολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών- στο χώρο της εγγύς ανατολής συνεχόταν με την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα».
Ο ίδιος ο Λόιντ Τζορτζ έλεγε χαρακτηριστικά21:
«Οι Ελληνες… θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».
Υπό τέτοιες συνθήκες φτάσαμε στη συνεδρίαση του Ανωτάτου συμμαχικού Συμβουλίου στις 23 Απρίλη/6 Μαΐου του 1919 -κι ενώ απουσίαζαν οι Ιταλοί αντιπρόσωποι- ο Λ. Τζορτζ πρότεινε την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη.
Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνο ο Κλεμανσό εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά στη συνέχεια δε χρειάστηκαν ούτε αυτές, δεδομένου ότι η Ιταλία και οι ΗΠΑ απέφυγαν να πάρουν αρνητική θέση στην αγγλική πρόταση22.
Στην απόφαση για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία
σημειωνόταν πως σκοπός ήταν να εμποδιστούν οι σφαγές σε βάρος των
χριστιανών.
Μια τέτοια επιχειρηματολογία -χώρια που οι σφαγές στο έλος δεν αποσοβήθηκαν- θυμίζει έντονα τις σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών που βαφτίζονται «ειρηνευτικές αποστολές».
Είναι φανερό πως το παρελθόν διδάσκει το μέλλον.
Ενα άλλο παραμύθι είναι ότι δήθεν ο ελληνικός στρατός πήγε και επιτέλεσε εκπολιτιστικό έργο στην περιοχή. Πρόκειται για προπαγανδιστικά τρυκ που πρόβαλε τότε η επίσημη προπαγάνδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών23 και που ορισμένοι δεν ντρέπονται να τα επαναλαμβάνουν ως τις μέρες μας.
Εντούτοις η αλήθεια δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε τότε, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι επίσημες ελληνικές αρχές εκείνης της εποχής καλούνταν να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στους ισχυρούς του κόσμου.
Σε ένα απολογιστικό προπαγανδιστικό έντυπο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που απευθυνόταν προς τις μεγάλες δυνάμεις διαβάζουμε τα εξής αποκαλυπτικά24:
«Η Ελληνική Διοίκησις Σμύρνης… ουδέν παρέλειψεν όπως παρέχη αμέριστον τη συνδρομήν και βοήθειάν της εις ό,τι αφορά της αποτελεσματικήν προστασίαν των ενταύθα ξένων συμφερόντων, έχουσα υπ” όψιν ότι και ταύτα συντελούν μεγάλως εις την οικονομικήν παραγωγήν του τόπου τούτου και εμπράκτως ούτω αποδεικνύουσα ότι, ανεξαρτήτως του κυβερνώντος εκάστοτε κόμματος, εμφορείται πάντοτε υπό των αυτών διαθέσεων σεβασμού προς τα ξένα συμφέροντα και προστασίας αυτών, ου μόνον επί τω σκοπώ της εξασφαλίσεώς των, αλλά και αυτής της προαγωγής των».
Περισσότερα σχόλια περιττεύουν…
Η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε το ρίσκο τη μικρασιατικής εκστρατείας, χωρίς να αγνοεί τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της επιχείρησης με σκοπό, υπηρετώντας τα σχέδια και τα συμφέροντα των ισχυρών -και κυρίως της Αγγλίας- να αποκομίσει κάποια οφέλη στο πλαίσιο του μεγαλοϊδεατισμού της.
Το ότι γνώριζε τους κινδύνους βεβαιώνεται από πλήθος ιστορικών πηγών. Θα σταθούμε -κλείνοντας αυτό το σημείωμα- σε μία εξ αυτών.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1921 ο αρχηγός της Επιτελικής υπηρεσίας του Στρατού, στρατηγός Κ. Γουβέλης, σε υπόμνημά του προς την κυβέρνηση γράφει ανάμεσα σε άλλα25:
«Η Μικρασιατική εκστρατεία, ως εξέθηκα υμίν, επ” ουδενί λόγω έπρεπε να επιχειρηθή… Μόνον άφρων, θα ετόλμων να είπω, θα ήτο δυνατόν να συλλάβη τοιούτον σχέδιον πολιτικής και στρατιωτικής ενεργείας και να προβή εις εκτέλεσιν τοιαύτης παρατόλμου υπερποντίας εκστρατείας ριψοκινδύνου κι αμφιβόλου λίαν, τελικής και οριστικής επιτυχίας απαιτούσης δεν κολοσσιαίας θυσίας και δυσβάστακτα διά το Ελληνικόν κράτος και τον λαόν βάρη…». Και να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά γράφονται προτού φανεί στον ορίζοντα η Μικρασιατική καταστροφή..!
Το νεαρό τότε ΚΚΕ (ονομαζόταν ΣΕΚΕ), ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε απόφαση του Εθνικού του Συμβουλίου για την «Εξωτερική πολιτική του Κόμματος», χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού ως «βία κατά των λαών» και καταδικάζει τις προετοιμαζόμενες επεμβάσεις στην Τουρκία, σ” αυτά τα πλαίσια έγινε η Μικρασιατική εκστρατεία, με βάση αυτή τη Διάσκεψη και τις Συνθήκες που ως τότε είχαν υπογραφεί, θεωρώντας ότι αποτελούν συνέχεια του Α” Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, όπως πράγματι ήταν.
«Το Συμβούλιον διαμαρτύρεται κατά της ειρήνης βίας που θέλουν να επιβάλουν εις τους υποφαινομένους λαούς… Απαιτεί από την κυβέρνησιν να έλθη εις σχέσεις με τας σοσιαλιστικάς χώρας. Στιγματίζει τας ιμπεριαλιστικάς αξιώσεις των δυνάμεων μικρών και μεγάλων…»26.
1. Η ημερομηνία είναι με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε. Με το καινούργιο ημερολόγιο ήταν 14 Μαΐου
2. Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία -Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 60
3. «Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσόστομου», εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Γ, σελ. 47-49
4. Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151
5. Μ. Ροδά, στο ίδιο, σελ. 61
6. Χρ. Σολομωνίδη: «Ο Σμύρνης Χρυσόστομος», εκδόσεις ΕΙΡΜΟΣ, σελ. 197-199
7. Φ. Κουντουριώτης: «Εξήντα χρόνια Δημοσιογραφία – Ενας κόσμος μια εποχή», Αθήνα 1975, σελ. 120
8. Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 4ος, σελ. 286
9. Σπ. Μαρκεζίνη, στο ίδιο σελ. 287
10. Χρ. Αγγελομάτη: «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας (το έπος της Μικράς Ασίας», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 47
11. Χρ. Αγγελομάτη, στο ίδιο, σελ. 50
12. «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 194
13. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919- 1922», Αθήναι 1967, σελ. 18.
14. ΓΕΣ/ΔΙΣ, στο ίδιο, σελ. 19
15. Ν. Ψυρούκη: «Η Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 113
16. Αλέξανδρου Μαζαράκη – Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ικαρος 1948, σελ. 257 και 260
17. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», Αθήνα 1998, σελ. 193
18. Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήναι 1961, σελ. 85-86
19. Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 111
20. Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152
21. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 527
22. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’, σελ. 115
23. «Η Ελλάς εις τη Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, τεύχος I σελ. 3 και τεύχος II, Αθήναι 1922, σελ. 3
24. «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», τεύχος I, Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, σελ. 17
25. Ολόκληρο το υπόμνημα: Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία - Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 379-381
26. «Ριζοσπάστης», 30 του Μάη 1919.
* Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το «Ριζοσπάστη» της 16 Μαίου 2004
ΠΗΓΗ. imerodromos
«Κύριοι, είπε, όταν προ τινών μηνών ήλθον ενταύθα, σας έφερα ελπίδας μόνον. Σήμερον σας φέρω την πραγμάτωσιν μέρους των ελπίδων εκείνων, ως και ελπίδας θετικάς διά την πραγματοποίησιν των υπολειπομένων.
Αντί παντός άλλου θα σας αναγνώσω το ακόλουθον τηλεγράφημα του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Βενιζέλου, το οποίο και απευθύνεται προς υμάς και το οποίον έχω εντολήν να σας ανακοινώσω!
Ιδού το τηλεγράφημα. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως σας παρακαλεί εις εκάστην φράσιν του, εις εκάστην λέξιν, εις έκαστον κόμμα ακόμη, να τηρήσετε ευλαβώς τας εντολάς του»3.
Ο Ναύαρχος Μαυρουδής αρχίζει να διαβάζει:
«Τηλεγράφημα του κ. Βενιζέλου
Το Πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν.
Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος…»4.
Η είδηση ήταν χωρίς αμφιβολία συγκλονιστική. Ας δώσουμε όμως πάλι στον Μ. Ροδά το λόγο να περιγράψει τις στιγμές που ακολούθησαν του διαγγέλματος του Βενιζέλου.
«Μετά την ανάγνωσιν του ανωτέρω διαγγέλματος -γράφει5- επηκολούθησαν νέοι εναγκαλισμοί μεταξύ των πολιτών όλων των τάξεων.
Οι γέροντες έκλαιον, διότι επί των ημερών των έβλεπον το όνειρον της Ελευθερίας πραγματοποιούμενον… Ο Ηλ. Μαυρουδής, προτού απέλθη της Μητροπόλεως, συνέστησε ψυχραιμίαν και ησυχίαν και ετόνισεν, ότι αξίωσις της Πατρίδος είναι όπως αποδείξωμεν όλοι ότι είμεθα άξιοι της μεγάλης ελευθερίας μας.
Διέταξε δε αμέσως, όπως οι πρόκριτοι αναλάβουν να συστήσουν εις τους διευθυντάς των ποτοπωλείων και οινοπωλείων να κλείσουν από της στιγμής εκείνης τα καταστήματά των μέχρις ότου περατωθή το έργο της κατοχής… Η μεγάλη είδησις είχε διαδοθή αστραπιαίως εις όλας τα συνοικίας και εις όλα τα στρώματα.
Τα καταστήματα έκλειον το εν μετά το άλλο και ο κόσμος έσπευδεν εις την προκυμαίαν και παρετήρει αγωνιωδώς προς το βάθος του Σμυρναϊκού κόλπου».
Η έναρξη της κατοχής – Τα πρώτα θύματα
Κατά το μεσημέρι, στρατιωτικά αγήματα αποβιβάστηκαν από το «Αβέρωφ» και από τα άλλα δύο ελληνικά θωρηκτά που βρίσκονταν στο λιμάνι -το «Λήμνος» και το «Κιλκίς»- και κατέλαβαν διάφορα σημεία της προκυμαίας, ενίσχυσαν τη φρουρά του ελληνικού προξενείου κι έλαβαν θέσεις για την κατάληψη του τουρκικού εξωτερικού φρουρίου της Σμύρνης.
Ταυτόχρονα αγήματα αποβιβάστηκαν και από τα συμμαχικά πλοία της ΑΝΤΑΝΤ που βρίσκονταν εκεί, με σκοπό τη φρούρηση των δικών τους Αρμοστειών7.
2 Μαΐου 1919, ώρα 2 το πρωί.
Η νηοπομπή που μετέφερε το στρατό κατοχής αναχώρησε από τον κόλπο της Γέρας της Λέσβου με προορισμό τη Σμύρνη.
Με την αναχώρηση κοινοποιήθηκε στους αξιωματικούς και στους οπλίτες η Ημερήσια Διαταγή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου η οποία έλεγε8:
«Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ” όλην τη μακράν του ιστορίαν…
Η Συνδιάσκεψις δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ” η τιμή την οποία μας κάμνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις την μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην και της εμπιστοσύνης αυτής είμαι βέβαιος θα αποδειχθήτε άξιοι…».
Το γεγονός αυτό ο Μαρκεζίνης το χαρακτηρίζει περίεργο και προσθέτει9:
«Η μόνη ως εκ τούτου εξήγησις πρέπει να αναζητηθή, κατά τον γράφοντα, εις πρόσκαιρον απώλειαν αυτοελέγχου υπό τη ζωηράν επίδρασιν εκ του μεγάλου πράγματι γεγονότος, το οποίον είχε καταστή βίωμα δι” εκείνον».
Ο ισχυρισμός του Μαρκεζίνη δεν είναι πειστικός, πολύ περισσότερο που αναφέρεται σε έναν πολιτικό σαν τον Βενιζέλο. Η εξήγηση της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κείμενα του τότε πρωθυπουργού δεν είναι καθόλου ψυχολογική, αλλά απολύτως πολιτική.
Ο Βενιζέλος ήθελε τον ελληνικό λαό της Σμύρνης να προηγείται με τη δράση του και τις απαιτήσεις του των στρατιωτικών ενεργειών, για να μπορεί να εμφανίζει στις μεγάλες δυνάμεις ό,τι συνέβαινε -αλλά και τις γενικότερες εδαφικές διεκδικήσεις- ως απόρροια της λαϊκής θέλησης κι όχι απλά ως αποτέλεσμα των ενεργειών ενός στρατού κατοχής.
Την ίδια ώρα που οι οπλίτες και οι αξιωματικοί άκουγαν την ημερήσια διαταγή του Βενιζέλου, στους τοίχους της Σμύρνης έχει τοιχοκολληθεί η προκήρυξη που τυπώθηκε -στα ελληνικά και στα τουρκικά- στα τυπογραφεία της «Αμάλθειας».
Από τους τίτλους και μόνο του κειμένου ήταν σαφές τι έμελλε να ξημερώσει…
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ” εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ.
Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει της εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως…»10.
Μόλις ξημέρωσε ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης κατέβηκε στο λιμάνι περιμένοντας να υποδεχτεί τα ελληνικά στρατεύματα ως ελευθερωτές.
Δυστυχώς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα ακολουθούσε μετά από τρία χρόνια.
Στις 7.30 π.μ. μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ, ακολούθησε το ακτοπλοϊκό ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ, στη συνέχεια το υπερωκεάνιο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, κατόπιν το ακτοπλοϊκό ΑΔΡΙΑΤΙΚΟΣ και το ΕΛΔΑ. Σε μεγάλη απόσταση φαίνονταν να έρχονται τα βραδύπλοα σκάφη ΚΑΛΟΥΤΑΣ, ΑΘΗΝΑ, ΡΕΠΟΥΛΗΣ, ΑΡΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΑ, ΞΕΝΟΥΛΑ, ΑΡΓΟΛΙΣ και ΔΕΛΦΙΝΙ.
Τα στρατιωτικά τμήματα της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας, σιγά – σιγά και με τάξη αποβιβάζονται. Ο κόσμος παραληρεί κι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, «φέρων τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του, επάνω εις το αμάξι που το έφερε από τη Μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους»11.
Λίγα λεπτά μετά τις ευλογίες, τμήματα του ελληνικού στρατού «κατά την κίνησή τους μέσα στην πόλη, προσβλήθηκαν αιφνιδιαστικά από Τούρκους στρατιώτες και πολίτες»12.
Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του γεγονότος όπως καταγράφεται στα ιστορικά εγχειρίδια του ελληνικού στρατού:
«Περί την 10.30 ήρχισαν ν” ακούωνται πυροβολισμοί προερχόμενοι εκ της κατευθύνσεως του τελωνείου και τινών παραλιακών οικιών.
Επειδή εξελήφθησαν ως πυροβολισμοί χαράς απεστάλη υπό του Μεράρχου αξιωματικός του Επιτελείου, όστις εντός μικρού χρονικού διαστήματος επανελθών ανέφερεν ότι σοβαρά επίθεσις είχε λάβει χώραν εν τη περιοχή του Διοικητηρίου, καθ” ον χρόνον διήρχετο εκείθεν το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, προς κατάληψιν των αντικειμενικών του σκοπών»13.
Η συμπλοκή κράτησε περίπου μία ώρα. Οι ελληνικές απώλειες ήσαν 2 νεκροί και 42 τραυματίες, εκ των οποίων οι 9 ήταν πολίτες. Οι Τούρκοι είχαν 5 νεκρούς και 16 τραυματίες εκ των οποίων οι 8 ήταν πολίτες. Επίσης, υπήρχαν 47 νεκροί διαφόρων εθνικοτήτων – πλην ελληνικής και τουρκικής.
Τα ελληνικά στρατεύματα συνέλαβαν τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σμύρνης Ναδίρ Πασά, 2 στρατηγούς, 28 ανώτερους αξιωματικούς, 123 κατώτερους, 540 οπλίτες και περί τους 2.000 άτακτους ενόπλους14.
Η έναρξη της κατοχής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία πως τίποτα δε θα ήταν εύκολο για τα ελληνικά στρατεύματα.
Το μέλλον επιφύλασσε πολύ χειρότερες εκπλήξεις.
Ας δούμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήγε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία και το ρόλο που κλήθηκε να παίξει.
Τι δουλειά είχε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη;
Η απόβαση, αλλά και η όλη μικρασιατική εκστρατεία εμφανίζεται με μανδύα εθνικό – απελευθερωτικό, με αποτέλεσμα να συγκαλύπτεται η ιστορική αλήθεια και να καθαγιάζεται μια στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε πάνω στην αντιδραστική βάση της υποδούλωσης ενός άλλου λαού για να καταλήξει στην καταστροφή και στον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής.
Από τυπικής απόψεως τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων.
Αλλά όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Ψυρούκης15, «Η απόφαση για αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία άνοιγε διάπλατα το δρόμο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας και της καταστροφής…
Η απόφαση είχε παρθεί πίσω από τις πλάτες της Ιταλίας και χωρίς καμία εγγύηση για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας ή καλύτερα με τη βεβαιότητα ότι η στάση τους θα άλλαζε οπωσδήποτε και μάλιστα πολύ σύντομα».
Σε γενικές γραμμές η στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης – όπως συμβαίνει άλλωστε πάντοτε – καθοριζόταν από τα γενικότερα στρατηγικά τους συμφέροντα και την εκάστοτε συγκυρία που τα επηρέαζε.
Ειδικότερα για το ζήτημα που εξετάζουμε είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει στα απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Μαζαράκης – Αινιάν.
«Οταν απεφασίσθη -σημειώνει16- υπό των μεγάλων συμμάχων (Απρίλιος 1919) η αποστολή ελληνικού στρατού εις Σμύρνην, είχεν ήδη ως ελέχθη κατ” αρχήν αποφασισθή η παραχώρησις εις την Ελλάδα της Δυτικής Μικράς Ασίας…
Η πρώτη προσφορά της Δυτικής Μικράς Ασίας εγένετο υπό της Αγγλίας εις την Ελλάδα τον Ιανουάριον του 1915 διά να εξέλθη της ουδετερότητος.
Ματαιωθείσης όμως ταύτης συνήψαν αι δυτικαί δυνάμεις τας προς τη Ρωσίαν και Ιταλίαν συμφωνίας του 1915 και του 1917 δι” ων ανεγνωρίζετο εις αμφοτέρας παραχωρήσεις εις Μικράν Ασίαν, εις δεν την Ιταλίαν διά της τελευταίας συμφωνίας του Απριλίου 1917 παρεχωρείτο η Δυτική Μικρά Ασία μέχρι και της Σμύρνης συμπεριλαμβανομένης».
Ο κυνισμός των μεγάλων δυνάμεων να μοιράζουν δεξιά και αριστερά εδάφη που δεν τους ανήκαν αποκαλύπτεται περίφημα στα λόγια του Α. Μαζαράκη.
Εντούτοις ο συγγραφέας κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι το 1919 είχε αποφασιστεί η παραχώρηση από μέρους τους της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίθετες με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, δεδομένου ότι στη σύγκρουσή τους με τους Αγγλογάλλους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής είχαν συμφέρον να μη διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τη θέση τους αυτή την είχαν εκφράσει απερίφραστα με το γνωστό διάγγελμα των «14 σημείων» του Προέδρου Ουίλσον, όπου στο 12ο σημείο εκφραζόταν ρητή και κατηγορηματική άρνηση στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ιταλία, που κατείχε τα Δωδεκάνησα, είχε σαφείς βλέψεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας, ανταγωνιζόταν ευθέως την Ελλάδα και το Μάρτη του 1919 δε δίστασε να κάνει απόβαση στην Αττάλεια σχεδιάζοντας να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις κτήσεις της.
Την κατάσταση περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι «η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υποσχεθεί την παραχώρηση των μικρασιατικών παράλιων εδαφών στην Ιταλία»17.
Πώς όμως φτάσαμε να ληφθεί απόφαση υπέρ της ελληνικής στρατιωτικής απόβασης στη Σμύρνη;
Επρόκειτο για εκδήλωση εύνοιας προς την Ελλάδα από τις μεγάλες δυνάμεις;
Γράφει ο πρέσβης Κ. Σακελλαρόπουλος18:
«Η Απόφασις να ανατεθή εις ελληνικάς δυνάμεις η κατάληψις της Σμύρνης ελήφθη, όπως έχει εκτεθή, κατά τρόπον εντελώς αιφνίδιον, σχεδόν αιφνιδιαστικόν, εις μίαν στιγμήν κατά την οποίαν η συμπτωματική συνύπαρξις και αλληλεπίδρασις ωρισμένων συντελεστών έκαμε τη λύσιν αυτήν ανεκτήν, διά την έλλειψιν άλλης καλυτέρας.
Μόνος ο Lloyd George, μεταξύ των συμμάχων, σχεδόν και μεταξύ των Αγγλων, θα ήτο ίσως κατ” αρχήν διατεθειμένος να την εισηγηθή και την υποστηρίξη υπό οποιασδήποτε περιστάσεις.
Αλλά ασφαλώς θα απετύγχανε να την επιβάλη αν οι Ιταλοί δεν είχον ήδη καταλάβει το νοτιοδυτικόν τμήμα της Μικράς Ασίας, αν ο κίνδυνος να επεκτείνουν την κατοχήν των και επί της Σμύρνης δεν εφαίνετο άμεσος, αν το ζήτημα του Φιούμε δεν είχε φέρει αυτούς εις πλήρη ρήξιν με τον πρόεδρον Wilson, και αν, εκ της αφορμής αυτής δεν είχον αποχωρήσει από τη διάσκεψιν.
Εχρειάσθησαν όλα αυτά διά να δεχθή την πρόταση του Αγγλου πρωθυπουργού -ως κακόν μη χείρον παντός- και ο Wilson, αλλ” ιδίως ο Clemenceau.
Ούτε λοιπόν του ενός, ούτε του άλλου τη στάσιν ενέπνευσε εύνοιαν προς την Ελλάδα, της οποίας την εις Μικράν Ασίαν επέκτασιν εθεώρουν και οι δύο αντίθετον προς τους σκοπούς και τα συμφέροντά των».
Πέραν των όσων αναφέρει ο Σακελλαρόπουλος, που σχετίζονται κυρίως με την Ιταλία, την ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία επέβαλλαν στις μεγάλες δυνάμεις και οι παρακάτω λόγοι:
Η ανικανότητα της Τουρκίας, του σουλτάνου να επιβάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να καθυποτάξει το εθνικό επαναστατικό κίνημα, υποχρέωσε τις μεγάλες δυνάμεις να αναζητήσουν ένα ξένο αστυνόμο που θα έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλιά, ούτως ώστε αυτές να μοιράσουν με την ησυχία τους την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα να κανονίσουν ποιος θα κυριαρχούσε στα πετρέλαια της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας.
Επίσης υπήρχε διαμάχη αναμεταξύ τους για τον έλεγχο των συγκοινωνιακών κόμβων, ενώ είχαν σοβαρές ανοικτές πληγές με το αντιαποικιακό κίνημα που φούντωνε στην Ανατολή και το εργατικό επαναστατικό κίνημα που τράνταζε την Ευρώπη με το τέλος του Α” Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης19.
Ο έλεγχος επομένως της Τουρκίας και ειδικότερα του εθνικοεπαναστατικού κινήματος, που γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της, ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για τα τότε ιμπεριαλιστικά κράτη.
Το δύσκολο όμως γι” αυτά ήταν να βρούνε ένα κράτος – χωροφύλακα που θα ήταν κοινής εμπιστοσύνης. Ετσι φτάσαμε στην επιλογή της Ελλάδας, την οποία για μια στιγμή η συγκυρία το έφερε να την ανεχτούν ή να την αποδεχτούν ως χωροφύλακα στη Μικρά Ασία όλες οι μεγάλες δυνάμεις.
Οι Εγγλέζοι, που ήσαν και οι υπέρμαχοι της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, κράτησαν αυτή τη στάση διότι αναφορικά με τη διαφύλαξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, εμπιστεύονταν περισσότερο την Ελλάδα παρά στην Ιταλία που ήταν μια χώρα με αποικιακές κτήσεις και ιμπεριαλιστική συμπεριφορά.
Γράφει ο καθηγητής Κ. Σβολόπουλος20: «Η βρετανική πλευρά, και ειδικότερα ο πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, υιοθετούσε την άποψη ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιδιώξεών του -πολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών- στο χώρο της εγγύς ανατολής συνεχόταν με την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα».
Ο ίδιος ο Λόιντ Τζορτζ έλεγε χαρακτηριστικά21:
«Οι Ελληνες… θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».
Υπό τέτοιες συνθήκες φτάσαμε στη συνεδρίαση του Ανωτάτου συμμαχικού Συμβουλίου στις 23 Απρίλη/6 Μαΐου του 1919 -κι ενώ απουσίαζαν οι Ιταλοί αντιπρόσωποι- ο Λ. Τζορτζ πρότεινε την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη.
Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνο ο Κλεμανσό εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά στη συνέχεια δε χρειάστηκαν ούτε αυτές, δεδομένου ότι η Ιταλία και οι ΗΠΑ απέφυγαν να πάρουν αρνητική θέση στην αγγλική πρόταση22.
Αντί επιλόγου
Μια τέτοια επιχειρηματολογία -χώρια που οι σφαγές στο έλος δεν αποσοβήθηκαν- θυμίζει έντονα τις σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών που βαφτίζονται «ειρηνευτικές αποστολές».
Είναι φανερό πως το παρελθόν διδάσκει το μέλλον.
Ενα άλλο παραμύθι είναι ότι δήθεν ο ελληνικός στρατός πήγε και επιτέλεσε εκπολιτιστικό έργο στην περιοχή. Πρόκειται για προπαγανδιστικά τρυκ που πρόβαλε τότε η επίσημη προπαγάνδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών23 και που ορισμένοι δεν ντρέπονται να τα επαναλαμβάνουν ως τις μέρες μας.
Εντούτοις η αλήθεια δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε τότε, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι επίσημες ελληνικές αρχές εκείνης της εποχής καλούνταν να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στους ισχυρούς του κόσμου.
Σε ένα απολογιστικό προπαγανδιστικό έντυπο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που απευθυνόταν προς τις μεγάλες δυνάμεις διαβάζουμε τα εξής αποκαλυπτικά24:
«Η Ελληνική Διοίκησις Σμύρνης… ουδέν παρέλειψεν όπως παρέχη αμέριστον τη συνδρομήν και βοήθειάν της εις ό,τι αφορά της αποτελεσματικήν προστασίαν των ενταύθα ξένων συμφερόντων, έχουσα υπ” όψιν ότι και ταύτα συντελούν μεγάλως εις την οικονομικήν παραγωγήν του τόπου τούτου και εμπράκτως ούτω αποδεικνύουσα ότι, ανεξαρτήτως του κυβερνώντος εκάστοτε κόμματος, εμφορείται πάντοτε υπό των αυτών διαθέσεων σεβασμού προς τα ξένα συμφέροντα και προστασίας αυτών, ου μόνον επί τω σκοπώ της εξασφαλίσεώς των, αλλά και αυτής της προαγωγής των».
Περισσότερα σχόλια περιττεύουν…
Η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε το ρίσκο τη μικρασιατικής εκστρατείας, χωρίς να αγνοεί τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της επιχείρησης με σκοπό, υπηρετώντας τα σχέδια και τα συμφέροντα των ισχυρών -και κυρίως της Αγγλίας- να αποκομίσει κάποια οφέλη στο πλαίσιο του μεγαλοϊδεατισμού της.
Το ότι γνώριζε τους κινδύνους βεβαιώνεται από πλήθος ιστορικών πηγών. Θα σταθούμε -κλείνοντας αυτό το σημείωμα- σε μία εξ αυτών.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1921 ο αρχηγός της Επιτελικής υπηρεσίας του Στρατού, στρατηγός Κ. Γουβέλης, σε υπόμνημά του προς την κυβέρνηση γράφει ανάμεσα σε άλλα25:
«Η Μικρασιατική εκστρατεία, ως εξέθηκα υμίν, επ” ουδενί λόγω έπρεπε να επιχειρηθή… Μόνον άφρων, θα ετόλμων να είπω, θα ήτο δυνατόν να συλλάβη τοιούτον σχέδιον πολιτικής και στρατιωτικής ενεργείας και να προβή εις εκτέλεσιν τοιαύτης παρατόλμου υπερποντίας εκστρατείας ριψοκινδύνου κι αμφιβόλου λίαν, τελικής και οριστικής επιτυχίας απαιτούσης δεν κολοσσιαίας θυσίας και δυσβάστακτα διά το Ελληνικόν κράτος και τον λαόν βάρη…». Και να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά γράφονται προτού φανεί στον ορίζοντα η Μικρασιατική καταστροφή..!
Το νεαρό τότε ΚΚΕ (ονομαζόταν ΣΕΚΕ), ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σε απόφαση του Εθνικού του Συμβουλίου για την «Εξωτερική πολιτική του Κόμματος», χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού ως «βία κατά των λαών» και καταδικάζει τις προετοιμαζόμενες επεμβάσεις στην Τουρκία, σ” αυτά τα πλαίσια έγινε η Μικρασιατική εκστρατεία, με βάση αυτή τη Διάσκεψη και τις Συνθήκες που ως τότε είχαν υπογραφεί, θεωρώντας ότι αποτελούν συνέχεια του Α” Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, όπως πράγματι ήταν.
«Το Συμβούλιον διαμαρτύρεται κατά της ειρήνης βίας που θέλουν να επιβάλουν εις τους υποφαινομένους λαούς… Απαιτεί από την κυβέρνησιν να έλθη εις σχέσεις με τας σοσιαλιστικάς χώρας. Στιγματίζει τας ιμπεριαλιστικάς αξιώσεις των δυνάμεων μικρών και μεγάλων…»26.
1. Η ημερομηνία είναι με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε. Με το καινούργιο ημερολόγιο ήταν 14 Μαΐου
2. Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία -Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 60
3. «Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσόστομου», εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Γ, σελ. 47-49
4. Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151
5. Μ. Ροδά, στο ίδιο, σελ. 61
6. Χρ. Σολομωνίδη: «Ο Σμύρνης Χρυσόστομος», εκδόσεις ΕΙΡΜΟΣ, σελ. 197-199
7. Φ. Κουντουριώτης: «Εξήντα χρόνια Δημοσιογραφία – Ενας κόσμος μια εποχή», Αθήνα 1975, σελ. 120
8. Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 4ος, σελ. 286
9. Σπ. Μαρκεζίνη, στο ίδιο σελ. 287
10. Χρ. Αγγελομάτη: «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας (το έπος της Μικράς Ασίας», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 47
11. Χρ. Αγγελομάτη, στο ίδιο, σελ. 50
12. «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 194
13. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919- 1922», Αθήναι 1967, σελ. 18.
14. ΓΕΣ/ΔΙΣ, στο ίδιο, σελ. 19
15. Ν. Ψυρούκη: «Η Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 113
16. Αλέξανδρου Μαζαράκη – Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ικαρος 1948, σελ. 257 και 260
17. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», Αθήνα 1998, σελ. 193
18. Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήναι 1961, σελ. 85-86
19. Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 111
20. Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152
21. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 527
22. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’, σελ. 115
23. «Η Ελλάς εις τη Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, τεύχος I σελ. 3 και τεύχος II, Αθήναι 1922, σελ. 3
24. «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», τεύχος I, Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, σελ. 17
25. Ολόκληρο το υπόμνημα: Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία - Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 379-381
26. «Ριζοσπάστης», 30 του Μάη 1919.
* Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το «Ριζοσπάστη» της 16 Μαίου 2004
ΠΗΓΗ. imerodromos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου