Η Μάρλεν Ντίτριχ δεν ήταν απλά μία πολύ καλή ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, αλλά και μία από τις πρώτες σταρ της μεγάλης οθόνης που με τις ερμηνείες και την παρουσία της, επηρέασε τις επόμενες γενιές.
Δημιούργησε ένα τύπο γυναίκας με εξεζητημένο ύφος και νωθρό αισθησιασμό, με τον οποίο επιβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη και χάρη στον οποίο έγινε ένα από τα λαμπρότερα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Η φοβερή και τρομερή Μάρλεν Ντίτριχ δεν ήταν ωστόσο μόνο ταλέντο και εξωτερική εμφάνιση. Ήταν μια μαχητική και παθιασμένη γυναίκα, που συντάχθηκε όταν χρειάστηκε με τις δυνάμεις του καλού στον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία, την οποία και μίσησε από την πρώτη κιόλας χιτλερική εκδήλωσή της.
Κι όταν κάποια στιγμή ο κινηματογράφος θα της γυρνούσε εμφατικά την πλάτη, εκείνη θα στρεφόταν στα τραγούδι, σημειώνοντας μια δεύτερη καριέρα από την αρχή!
Η μικρή Μάρλεν μαθαίνει αγγλικά και γαλλικά στο ιδιωτικό σχολείο που φοιτεί, την ίδια στιγμή που παίρνει μαθήματα βιολιού, σκοπεύοντας να ασχοληθεί με τη μουσική. Ήθελε να γίνει μουσικός, αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς τη να διακόψει τις σπουδές της στο βιολί.
Η γενικευμένη αποδοκιμασία της οικογένειάς της για τις επιλογές της θα την ωθήσουν να αλλάξει το όνομά της, χρησιμοποιώντας πλέον στα καλλιτεχνικά μια μείξη του πρώτου και του μεσαίου της ονόματος. Το 1924 παντρεύτηκε τον βοηθό παραγωγής Ρούντολφ Ζίμπερ κι ένα χρόνο μετά απέκτησαν την κόρη τους Μαρία.
Ο γάμος τους διαλύθηκε και παρέμειναν φίλοι ως τον θάνατο του Ρούντι το 1976.
Παρά τις αντιρρήσεις πολλών, γύρισαν μαζί το 1930 την ταινία «Γαλάζιος Άγγελος» («Der Blaue Engel»), που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν «Ο καθηγητής Ούνρατ» («Professor Unrat»).
Η ταινία γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και απογείωσε την καριέρα της. Η Ντίτριχ ερμήνευε τη Λόλα – Λόλα, μία αισθησιακή, αλλά κουρασμένη από τον κόσμο καλλιτέχνιδα του καμπαρέ. Η αγγλική εκδοχή της ταινίας ακολουθεί, με το ίδιο μάλιστα καστ. Με την εξωτερική ομορφιά και τους σοφιστικέ της τρόπους, η Ντίτριχ ήταν ιδανική για τον ρόλο της χορεύτριας του καμπαρέ Λόλα Λόλα.
Η ταινία συντελεί στην οικοδόμηση του μύθου της Ντίτριχ, κάνοντάς τη αυτόματα αστέρι στις ΗΠΑ.
Δύο δεκαετίες αργότερα, ο άγγλος θεατρικός συγγραφέας Κένεθ Τάιναν έγραφε γι’ αυτή: «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες».
Το 1932 βρήκε την Ντίτριχ στο απόγειο της καριέρας της και οι φήμες την ήθελαν να έχει μπει ανάμεσα στον Στέρνμπεργκ, που ήταν στην κυριολεξία μαγεμένος μαζί της, και στη γυναίκα του. Το 1936 η Ντίτριχ ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου.
Το 1939, αλλάζει την υπηκοότητά της σε αμερικανική, αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό και ο Τύπος τής αφιέρωσε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας». Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αισθάνθηκε ως Γερμανίδα συνυπεύθυνη για τις πράξεις του Χίτλερ και συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζισμού. Έδωσε πάνω από εκατό συναυλίες στο δυτικό μέτωπο και στο μέτωπο της Αφρικής διασκεδάζοντας τα στρατεύματα των συμμάχων.
Ο ίδιος ο Χίτλερ τη θαύμαζε απεριόριστα. Συνεργάτες του προσπάθησαν, μάλιστα, κατόπιν εντολής του να τη δελεάσουν και να τη φέρουν πίσω στη Γερμανία. Εκείνη αρνήθηκε και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Το 1950 συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» ή » Πονεμένο Ρομάντζο» («Stage Flight»).
Ο Χίτσκοκ, ενθουσιασμένος με τον επαγγελματισμό της, της επέτρεψε να επεμβαίνει στο σετ και να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνον. Άλλες ταινίες της Ντίτριχ, που επιβεβαίωσαν το πλούσιο ταλέντο της, ήταν:
«Πόθος» («Desire, 1936») του Φρανκ Μπορσέιτζι, «Άγγελος» («Angel», 1937) του Λιούμπιτς, «Σαρξ και Διάβολος» («Destry Rides Again», 1939) του Τζορτζ Μάρσαλ, «Οι επτά αμαρτωλοί» («Seven Sinners», 1940) του Τέι Γκάρνερ, «Manpower» (1941) του Ραούλ Γουόλς, «Η ωραία γόησσα» («Τhe flame of New Orleans», 1942) του Ρενέ Κλερ, «Ράντσο Νοτόριους»(«Rancho Notorious»).
To 1952 γύρισε την πλάτη στη μεγάλη οθόνη και η επιλογή της να εμφανιστεί ξανά στη σκηνή στέφθηκε με τεράστια επιτυχία. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ’ όλη την κατακραυγή που της επιφυλάχθηκε – δεν της συγχώρεσαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας – εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1975, ευρισκόμενη στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας για παραστάσεις, έπεσε από τη σκηνή και ένα κάταγμα στον μηρό σηματοδότησε το τέλος των εμφανίσεών της.
Επέστρεψε στο Παρίσι κι έζησε μόνη της, αφού οι στενοί της φίλοι, Έρνεστ Χεμινγουέι, Εντίθ Πιάφ, Ζαν Κοκτό και Νόελ Κάουαρντ, δεν ζούσαν πια.
Όταν ρωτήθηκε αργότερα, η απάντησή της ήταν αποστομωτική: «Με έχουν φωτογραφίσει μέχρι θανάτου. Δεν θέλω άλλο». Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη, διάρκειας 18 ωρών.
Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: A feature», που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.
Στις 6 Μαΐου 1992, η Μαρλένε Ντίτριχ άφησε την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Ήταν 90 ετών.
ΒΙΝΤΕΟ.
ΠΗΓΗ. artmagazinoweb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου