Με το «καλημέρα» του 2021, ο κυβερνητικός ανασχηματισμός και η προώθηση «ανθρώπων ειδικών αποστολών» σε θέσεις - κλειδιά, ειδικά στο υπουργείο Εργασίας, ήρθαν να σηματοδοτήσουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης για κλιμάκωση της αντεργατικής επίθεσης, για την υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, στις συνθήκες της πανδημίας και της νέας οικονομικής κρίσης.
Στο επίκεντρο του «επιθετικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων» που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση βρίσκονται οι νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στα Εργασιακά, στο Ασφαλιστικό, στη συνδικαλιστική δράση, όλα αυτά δηλαδή που δίκαια έχουν χαρακτηριστεί από εκατοντάδες συνδικάτα «ανατροπές του αιώνα» και στοχεύουν στη μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη «ειδική οικονομική ζώνη», με ακόμα πιο φθηνή εργατική δύναμη, με ακόμα πιο λυμένα χέρια στο κεφάλαιο για να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους όποτε, όπου, όπως και για όσο θέλει.
Απέναντι στους σχεδιασμούς αυτούς του κεφαλαίου, της κυβέρνησης και των επιτελείων του, πρέπει άμεσα να οργανωθεί η απάντηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, η δική του σχεδιασμένη δράση με «πυξίδα» τις σύγχρονες ανάγκες του λαού.
Συμβάλλοντας στην προσπάθεια πλατιάς ενημέρωσης και ετοιμότητας, ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει παρακάτω βασικές πλευρές των προωθούμενων αντεργατικών ανατροπών.
Τα σχέδια για παραπέρα ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων πάνε χέρι - χέρι με τα μέτρα για ασφυκτικό έλεγχο των συνδικάτων, με την ένταση της επιχείρησης χτυπήματος της ταξικής συνδικαλιστικής δράσης.
Καθόλου τυχαία, στο ίδιο νομοσχέδιο που έχει ήδη παρουσιαστεί στο υπουργικό συμβούλιο υπό τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων της αγοράς εργασίας», μαζί με τις βάρβαρες ανατροπές στα Εργασιακά περιλαμβάνονται τα νέα χτυπήματα στη συνδικαλιστική δράση.Αντίστοιχα, στην τελετή ανάληψης των καθηκόντων του, ο νέος υπουργός Εργασίας, μέσα στις αναφορές του για τον «νέο νόμο για την αγορά εργασίας», διαφήμισε τις «ρυθμίσεις που θα στηρίζονται σε αυτά που ήδη ισχύουν στις προηγμένες χώρες και θα κάνουν πιο διαφανή και τελικά πιο αξιόπιστη τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος»...
Το νομοσχέδιο που έχει έτοιμο η κυβέρνηση ΝΔ αξιοποιεί το έδαφος που έστρωσαν η απεργοκτόνα διάταξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, τον νόμο που ψήφισε το καλοκαίρι η σημερινή κυβέρνηση για το χτύπημα των διαδηλώσεων, όπως και τη χρησιμοποίηση της πανδημίας ως πρόσχημα για το συνολικότερο χτύπημα των συνδικάτων και των συλλογικών διαδικασιών των εργαζομένων.
Κι όλα αυτά όταν με το τεράστιο αντεργατικό οπλοστάσιο που έχει ήδη στη διάθεσή της η μεγαλοεργοδοσία, οι διώξεις συνδικάτων, συνδικαλιστών και εργαζομένων που πρωτοστατούν στην οργάνωση του αγώνα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Απειλές, απολύσεις, ποινές, επιστρατεύσεις, κρατική και εργοδοτική βία, δικαστικές αποφάσεις που χαρακτηρίζουν παράνομες το 95% των απεργιών είναι μια καθημερινότητα, ωστόσο δεν αρκούν... Εργοδοσία και κυβερνήσεις εντείνουν την επίθεση, με το βλέμμα τους στην επόμενη μέρα.
Τα κύρια σημεία του νομοσχεδίου για τα συνδικάτα, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στο υπουργικό συμβούλιο τον περασμένο Οκτώβρη, αποτελούν έναν συνδυασμό απεργοκτόνων διατάξεων.
Ειδικότερα, προβλέπονται τα εξής:
-- Σε περίπτωση απεργίας «το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, που πρέπει να εξακολουθεί να εργάζεται στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ, ορίζεται σε τουλάχιστον 40%»!
Δηλαδή στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, αλλά και σε κάθε κλάδο και μεγάλη επιχείρηση που θα κρίνεται κρίσιμη για το κεφάλαιο από το ίδιο και το κράτος του, όπως στις πρώην ΔΕΚΟ, στις Μεταφορές, στα λιμάνια κ.ο.κ., στην απεργία θα υποχρεώνονται να δουλεύουν τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι. Διασφαλίζεται έτσι η λειτουργία των επιχειρήσεων ακόμα και αν οι εργαζόμενοι συμμετέχουν καθολικά σε μία απεργία...
-- Διευκολύνεται το στήσιμο απεργοσπαστικών μηχανισμών της εργοδοσίας, αναφέροντας ότι «απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας.
Αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη. Οσοι μετέχουν σε κατάληψη ή βιαιοπραγούν, τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη»! Με άλλα λόγια, η περιφρούρηση της απεργίας από τους εργαζόμενους, η δυνατότητα να μοιράζεται η απεργιακή ανακοίνωση, ένα σύνθημα έξω από τις πύλες των εργοστασίων και τους χώρους δουλειάς, θα μπορεί να χαρακτηρίζεται παρεμπόδιση, άσκηση «ψυχολογικής βίας», καθιστώντας την απεργία παράνομη.
-- Προστίθεται διάταξη που χτυπά και ουσιαστικά καταργεί τις Γενικές Συνελεύσεις ως ανώτερο όργανο των συνδικάτων, με ζωντανή συμμετοχή των εργαζομένων στην ενημέρωση, στη συζήτηση, στην ανταλλαγή απόψεων, στη συνδιαμόρφωση και λήψη των αποφάσεων.
Αντίθετα, ορίζεται ότι το Συνδικάτο «πρέπει να παρέχει πραγματική πρακτική δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας...». Η εν λόγω διάταξη έρχεται να «κουμπώσει» με την απεργοκτόνα διάταξη Αχτσιόγλου που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, περί απαρτίας του 50%+1 στις Γενικές Συνελεύσεις.
Η ψήφος από απόσταση, χωρίς συλλογικές διαδικασίες, με τον κάθε εργαζόμενο να πατάει ένα κουμπί απομονωμένος πίσω από κάποιον υπολογιστή, πέρα από τα ζητήματα γνησιότητας των ψηφοφοριών, «ανοίγει το δρόμο» για ακόμα πιο άμεση παρέμβαση της ίδιας της εργοδοσίας στις διαδικασίες των συνδικάτων.
Δεν θα χρειάζεται, για παράδειγμα, διευθυντικά στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων να ...κουράζονται να σέρνουν εργαζόμενους και να τους αναγκάζουν να συμμετέχουν σε φάμπρικες ανάδειξης των εκλεκτών της εργοδοσίας. Θα τους καλούν απλώς να ψηφίζουν ηλεκτρονικά, ίσως ακόμα και από τους υπολογιστές της επιχείρησης...
«Πρόβες» για τα παραπάνω γίνονται ήδη από την κυβέρνηση, με πρόσχημα την πανδημία, όπως η προσπάθεια να επιβάλει ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων στα Υπηρεσιακά Συμβούλια στο Δημόσιο.
Χείρα βοηθείας σε όλο αυτό το τερατούργημα δίνουν διαχρονικά τα «παιδιά» τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπως οι πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που ψάχνουν «σωσίβιο» σε τέτοιες απαράδεκτες διαδικασίες...
Στον περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης αποσκοπούν και οι διατάξεις του νομοσχεδίου που προβλέπουν πως «προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος» είναι «η απογραφή στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο» και αναγνωρίζουν το «δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης (...) μόνο στις οργανώσεις που έχουν εγγραφεί στα νομοθετημένα ψηφιακά Μητρώα». Ουσιαστικά, πλάι στην εντεινόμενη κρατική βία και καταστολή, προωθείται ένας ανοιχτός μηχανισμός φακελώματος. Επιδιώκουν να φτιάξουν ένα «αρχείο συνδικαλισμένων εργαζομένων», το οποίο θα είναι στη διάθεση του υπουργείου και της εργοδοσίας.
Προβλέπεται ακόμα ότι «η συμφιλίωση συλλογικών διαφορών αφαιρείται από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας και ανατίθεται στον ΟΜΕΔ», που σημαίνει ότι οι καταγγελίες των εργαζομένων και των συνδικάτων θα παραπέμπονται σε μια διαδικασία «κοινωνικού εταιρισμού», με κυριαρχία των εκπροσώπων και της αντίληψης των εργοδοτικών ενώσεων.
Αλλη διάταξη προβλέπει «θεσμοθέτηση δικαιώματος, μετά την προειδοποίηση για απόλυση και μέχρι αυτήν, ο εργοδότης να δικαιούται να αξιώσει να μην προσέρχεται ο εργαζόμενος στην εργασία, αλλά βεβαίως να μισθοδοτείται». Ετσι, ο εργοδότης θα απομακρύνει από τον χώρο δουλειάς τους υπό απόλυση εργάτες, δυσκολεύοντας την πάλη μαζί με τους συναδέλφους τους ενάντια στις απολύσεις.
Η κυβέρνηση προωθεί την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, ξεκινώντας από τις επικουρικές. Πατώντας στο έδαφος που έχει διαμορφώσει η αντιασφαλιστική επίθεση όλων των προκατόχων της, υπηρετεί τον ίδιο αντιλαϊκό στόχο: Την όλο και μεγαλύτερη απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους του από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα νέους «πόρους» δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για τις μπίζνες των επιχειρηματικών ομίλων από το τζογάρισμα των εισφορών των νέων ασφαλισμένων.
«Η παρέμβαση αυτή», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κ. Χατζηδάκης, «κοιτάζει στο μέλλον και αντιμετωπίζει το Ασφαλιστικό σαν εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας», δηλαδή ως εργαλείο για τα κέρδη του κεφαλαίου, σε αντίθεση με τις ανάγκες των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Προκλητικά ισχυρίστηκε ότι η «μεταρρύθμιση» αυτή υπηρετεί «την ανάγκη ο εργαζόμενος να μπορεί να προσδιορίσει ως ένα βαθμό το ύψος της σύνταξής του» (!), όταν με τη δημιουργία του νέου Επικουρικού Ταμείου από το 2022 και την εισαγωγή σε αυτό της λεγόμενης «κεφαλαιοποίησης», οι αγορές και τα χρηματιστήρια θα είναι αυτά που θα καθορίζουν αν και ποια σύνταξη θα παίρνουν οι νέοι ασφαλισμένοι, οι οποίοι θα καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε «επενδυτικά πακέτα», με διαφορετικό «επίπεδο ρίσκου» και χωρίς καμία απολύτως εγγύηση για τη σύνταξή τους...
Αντίστοιχα, μιλώντας στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2021, ο υφυπουργός Εργασίας, Π. Τσακλόγλου, ισχυρίστηκε πως «η ασφαλιστική μεταρρύθμιση κοιτάζει το μέλλον και διασφαλίζει την αλληλεγγύη των γενεών».
Το νέο αντιασφαλιστικό χτύπημα βέβαια κάνει το ακριβώς αντίθετο: Αφενός, καταργεί την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, αφού οι σημερινοί συνταξιούχοι αποκόπτονται από όσους νέους θα ασφαλιστούν μετά την 1/1/2022 και από όλους τους σημερινούς νέους εργαζόμενους που θα ενταχθούν στο νέο Ταμείο. Αφετέρου, διαιρεί τους εργαζόμενους της ίδιας γενιάς, καθώς οι εισφορές τους θα πηγαίνουν στους περιβόητους «ατομικούς κουμπαράδες» και ο κάθε ασφαλισμένος θα καλείται να αναλάβει ξεχωριστά το «επενδυτικό ρίσκο» για τη μελλοντική του σύνταξη. Στους ίδιους «ατομικούς κουμπαράδες» θα αποτυπώνεται και το «ρίσκο» για το αν ο ασφαλισμένος θα καταφέρει να έχει δουλειά ή όχι, για το αν θα αντιμετωπίσει μια σοβαρή ασθένεια, αναπηρία κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για σύστημα ατομικής «ανασφάλειας», που ξεμπερδεύει με ό,τι έχει απομείνει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ασφάλισης, αφήνοντας τους εργαζόμενους ξεκρέμαστες μονάδες.
Το έδαφος για το νέο χτύπημα προετοιμάζεται με ένα μπαράζ κυβερνητικών προπαγανδιστικών παρεμβάσεων, επιβεβαιώνοντας ότι και μέσα στις συνθήκες του lockdown και του «σιωπητηρίου» που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση, «τρέχει» το πλάνο της για όλες τις νέες αντιλαϊκές ανατροπές.
Τέτοιο δείγμα είναι και το κατεβατό «12 ερωτήσεων και απαντήσεων» για το ψευδεπίγραφα ονομαζόμενο «Νέο δημόσιο σύστημα επικουρικής ασφάλισης για τους νέους εργαζόμενους», μαζί με άλλα συνοδευτικά κείμενα που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα το υπουργείο Εργασίας.
Ισχυρίζεται το υπουργείο πως η «μεταρρύθμιση» γίνεται για «να περιοριστούν οι κίνδυνοι του ασφαλιστικού μας συστήματος που απορρέουν από τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού». Πέρα, βέβαια, από το γεγονός ότι η όποια «δημογραφική γήρανση» είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εντεινόμενη επίθεση σε βάρος των εργατικών - λαϊκών οικογενειών, είναι τουλάχιστον πρόκληση την ώρα που πάνω από 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι έχουν πεταχτεί εκτός παραγωγής γιατί αυτό επιβάλλουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, να επικαλούνται τη «γήρανση» για να προωθήσουν την ιδιωτικοποίηση της Ασφάλισης!
Οι πραγματικοί «κίνδυνοι» για το Ασφαλιστικό είναι η εισφοροδιαφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων, οι απαλλαγές και οι μειώσεις που τους διασφαλίζουν οι αστικές κυβερνήσεις, η λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων για τα κέρδη του ιδιωτικού τομέα Υγείας, η τεράστια ανεργία, η υποαπασχόληση και η «ευελιξία», οι χαμηλοί μισθοί, η «μαύρη» ανασφάλιστη εργασία κ.ο.κ. Γι' αυτά, βέβαια, ο... «δωδεκάλογος» της κυβέρνησης δεν λέει κουβέντα.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, τα οποία καθημερινά γίνονται χειρότερα και με την παρέμβαση της κυβέρνησης (χτύπημα 8ωρου, απλήρωτες υπερωρίες, παραπέρα διευκόλυνση απολύσεων κ.τ.λ.) είναι πρόκληση και η αναφορά ότι με το νέο σύστημα «οι συντάξεις θα είναι μεγαλύτερες». Με τι άραγε θα πληρώσει ο νέος με το μισθό των 300 και 400 ευρώ τις εισφορές του και ποια θα είναι η απόδοσή τους στον τζόγο του «κεφαλαιοποιητικού συστήματος» - που έτσι κι αλλιώς δεν παρέχει απολύτως καμία εγγύηση για το ύψος της σύνταξης - όταν τα διαστήματα εργασίας θα εναλλάσσονται συνεχώς με διαστήματα ανεργίας και υποαπασχόλησης; Αυτά μάλιστα προβάλλονται την ώρα που ακόμα και ο ΟΟΣΑ, στην τελευταία του Εκθεση για τις συντάξεις, προειδοποιεί για τους κινδύνους που διαμορφώνονται για τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα εξαιτίας και των «αρνητικών επιτοκίων» και των χαμηλών αποδόσεων. Κατά τ' άλλα, τα κυβερνητικά στελέχη «πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες» και υπόσχονται μεγαλύτερες συντάξεις... μετά από 50 χρόνια!
Ισχυρίζεται επίσης το υπουργείο ότι οι υφιστάμενες συντάξεις, όπως και οι μελλοντικές συντάξεις των σημερινών ασφαλισμένων άνω των 35 ετών, δεν θα μειωθούν και δεν επηρεάζονται από το νέο σύστημα. Ομως, σκόπιμα δεν απαντά, πώς θα πληρώνονται οι υφιστάμενες συντάξεις, όταν οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων θα κατευθυνθούν στον χρηματιστηριακό τζόγο; Περιορίζεται σε γενικές εκτιμήσεις του τύπου: «Το μεταβατικό κόστος απλώνεται σε βάθος χρόνου 60 ετών, με τα πρώτα χρόνια να είναι σχετικά χαμηλό», όταν ήδη εκτιμήσεις ανεβάζουν αυτό το κόστος στα 55 δισ. ευρώ και πλέον.
Αντίθετα, ομολογείται πως το κόστος μετάβασης θα φορτωθεί και πάλι στις πλάτες του λαού, καθώς στην απάντηση του υπουργείου αναφέρεται πως αυτό «θα χρηματοδοτηθεί: (α) από το ΑΚΑΓΕ, το Ταμείο για την αλληλεγγύη των γενεών, το οποίο σήμερα έχει αποθεματικά που υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ και τα οποία διαρκώς αυξάνονται κατά περίπου 1 δισ. το χρόνο, και, (β) από τον Τακτικό Προϋπολογισμό...».
Στα παραπάνω θα προσθέταμε και την περιουσία του ΕΤΕΑΕΠ, που σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία ανέρχεται περίπου στα 7,8 δισ. ευρώ (3,130 δισ. ευρώ στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και 4,678 δισ. ευρώ κλάδου εφάπαξ), ποσό που μπορεί να «θυσιαστεί» για να παίξει το ρόλο «αμορτισέρ» στη μετάβαση προς το ιδιωτικοποιημένο ασφαλιστικό σύστημα.
Αντί λοιπόν τα κεφάλαια του ΑΚΑΓΕ και ο τακτικός προϋπολογισμός, αλλά και τα αποθεματικά του ΕΤΕΑΕΠ, να κατευθυνθούν στη στήριξη του δημόσιου συστήματος Ασφάλισης, θα ριχτούν για να καλυφθεί το κόστος της ιδιωτικοποίησης, ενώ οι συνταξιούχοι θα εκβιάζονται με τα ελλείμματα που θα εμφανίσει το σημερινό ΕΤΕΑΕΠ, δημιουργώντας το πρόσχημα για νέες μειώσεις στις ήδη μίζερες επικουρικές συντάξεις...
Στο μεταξύ, «παρών» στην αντιλαϊκή επιχείρηση μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης σε ιδιωτική σπεύδει να δηλώσει και η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη παρέμβασή της για το «σχέδιο Πισσαρίδη» βγαίνει σαν λαγός να φωνάξει ότι «θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω ο πυλώνας της επαγγελματικής ασφάλισης», όπως και ότι «υποστηρίζουμε προτάσεις και παρεμβάσεις που διασφαλίζουν την αναπτυξιακή διάσταση του συστήματος Ασφάλισης».
Με μικρή παραλλαγή του «σχεδίου Πισσαρίδη», δηλαδή, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ συντάσσεται στον ίδιο αντιλαϊκό στόχο. Τα λεγόμενα Επαγγελματικά Ταμεία, των οποίων ζητά την ενίσχυση, αποτελούν μορφή καραμπινάτης ιδιωτικής ασφάλισης. Πυρήνας είναι και εδώ η εφαρμογή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, δηλαδή το ρίξιμο των εισφορών στον τζόγο. Και στα Επαγγελματικά Ταμεία, όπως και σε κάθε κεφαλαιοποιητικό σύστημα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το αν τελικά θα αποδοθεί σύνταξη και για το ύψος της...
Το «ραβασάκι» εξάλλου για τις «εμβληματικές μεταρρυθμίσεις» του εν λόγω νομοσχεδίου, όπως η επιβολή 10ωρης εργασίας, η αύξηση των υπερωριών, το παραπέρα ξήλωμα της κυριακάτικης αργίας, τα νέα χτυπήματα στη συνδικαλιστική δράση, έχει επιδοθεί στην κυβέρνηση «ιδιοχείρως» από τον ΣΕΒ και άλλες ενώσεις της μεγαλοεργοδοσίας, αποτυπώνοντας πάγιες αξιώσεις της για τον παραπέρα εμπλουτισμό του οπλοστασίου που της έχουν διασφαλίσει όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ.
Οι αναφορές στον «εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας», στην προσαρμογή της «ώστε η οικονομία μας να μπορέσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα μοναδικά της ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα», η απάτη ότι οι νέες ρυθμίσεις «θα βοηθήσουν τους εργαζομένους να αποκτήσουν καλύτερη ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής», η παραπομπή στις «καλές ευρωπαϊκές πρακτικές», είναι ορισμένα από όσα επιστράτευσε αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα ο Κ. Χατζηδάκης, ως ...περιτύλιγμα των μέτρων τα οποία εκατοντάδες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν χαρακτηρίσει «ανατροπές του αιώνα».
Μια ματιά στους άξονες του νομοσχεδίου, βέβαια, όπως έχουν ήδη παρουσιαστεί στο υπουργικό συμβούλιο, αρκεί για να φανεί τι βρίσκεται πίσω από το απατηλό περιτύλιγμα.
Ο... «εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας» είναι το γύρισμα του ρολογιού έναν αιώνα πίσω, το χτύπημα του 8ωρου και η επιβολή 10ωρης εργάσιμης μέρας!
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις θα μπορούν «να απασχολούν εργαζόμενους έως 10 ώρες ημερησίως κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή». Η εργάσιμη μέρα δηλαδή θα επιμηκύνεται όποτε έχει ανάγκη η εργοδοσία, χωρίς κανένα κόστος για την ίδια. Η μόνη υποχρέωσή της θα είναι να «εξοφλεί» τις πρόσθετες ώρες δουλειάς «εντός του ίδιου 6μήνου», με αντίστοιχη μείωση ωρών, χορήγηση ημερών άδειας ή ρεπό, λες και ο εργαζόμενος μπορεί να αναπληρώνει σωματικά και πνευματικά τις δυνάμεις του από την εργασία... στο 6μηνο και όχι στο ίδιο 24ωρο.
Η αύξηση της εκμετάλλευσης μέσα από τη «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου προβλέπεται ήδη από νομοθετικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν βάλει το αντεργατικό τους λιθαράκι όλες οι κυβερνήσεις. Τώρα, η κυβέρνηση θέλει να απαλλάξει την εργοδοσία και από τα τελευταία «βαρίδια» που δυσχεραίνουν την εφαρμογή του μέτρου, εξαλείφοντας την προϋπόθεση της συμφωνίας του εργοδότη και του συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων για την εφαρμογή της «διευθέτησης».
Τις ρυθμίσεις που κάνουν το ωράριο και τη ζωή των εργαζομένων «λάστιχο» συμπληρώνει η πρόβλεψη για αύξηση των νόμιμων υπερωριών, καθώς και η ένταξη ακόμα περισσότερων επιχειρήσεων στη λίστα αυτών που μπορούν να λειτουργούν τις Κυριακές.
Το 10ωρο για πολλούς εργαζόμενους δεν είναι εικόνα από το μέλλον, αλλά ζοφερή πραγματικότητα που ήδη αντιμετωπίζουν και πρακτική που ήδη εφαρμόζεται σε μια σειρά από περιπτώσεις, η παγίωση και αποφασιστική γενίκευση της οποίας προωθείται μέσα από το νέο νομοσχέδιο.
Το «τέντωμα» του καθημερινού ωραρίου, η εντατικοποίηση της δουλειάς, η «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου με βάση τις ανάγκες των επιχειρήσεων, σε βάρος των δικαιωμάτων και της ζωής τους, είναι μια πείρα που διαθέτουν ήδη σήμερα εργαζόμενοι σε αρκετούς χώρους δουλειάς.
Ιδιαίτερα εύγλωττο είναι το παράδειγμα των όρων δουλειάς στο αεροδρόμιο της Αττικής, όρων που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο αντιδράσεων των ίδιων των εργαζομένων και του Εργατικού Κέντρου Λαυρίου - Ανατολικής Αττικής.
Η άτυπη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας είναι μια πρακτική που εφαρμόζουν οι εταιρείες επίγειας εξυπηρέτησης εδώ και χρόνια. Στο πλαίσιο της πρακτικής αυτής, οι εργαζόμενοι καλούνται να δουλέψουν 10 και 12 ώρες τους μήνες της θερινής σεζόν για να εξυπηρετήσουν τις αυξημένες πτήσεις.
Οι παραπάνω ώρες δουλειάς σε πολλές περιπτώσεις δεν αμείβονται ως υπερωρίες αλλά «ισοφαρίζονται» με ρεπό και μειωμένο ωράριο τους μήνες και τις μέρες της μειωμένης κίνησης.
Το αποτέλεσμα είναι οι εργαζόμενοι να ξεπατώνονται για μήνες, να δουλεύουν μέχρι εξαντλήσεως, να φθείρουν την υγεία τους, να μην μπορούν να έχουν ζωή πέρα από τη δουλειά.
Οταν η επιβατική κίνηση πέφτει, η «εξόφληση» των επιπλέον ωρών γίνεται και πάλι με τους όρους της εργοδοσίας: Με την πρακτική του «early release» η εταιρεία μπορεί να ενημερώσει τον εργαζόμενο ακόμα και τελευταία στιγμή πως δεν τον χρειάζεται άλλο, «επιστρέφοντας» έτσι κομματάκι - κομματάκι τις «χρωστούμενες» ώρες.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες οι απλήρωτες ώρες δουλειάς δεν «επιστρέφονται» ποτέ, καθώς εργαζόμενοι παραιτούνται κάτω από το βάρος της εντατικοποίησης, απολύονται ή βλέπουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου να λήγουν πριν «ισοφαρίσουν» τις υπερωρίες τους...
Με την ...τεχνογνωσία που έχουν αποκτήσει οι εταιρείες συνεχίζουν να κάνουν τη ζωή των εργαζομένων «λάστιχο» και στις συνθήκες της πανδημίας, που έχουν περιορίσει σημαντικά τον αριθμό επιβατών και πτήσεων.
Το προσωπικό που δεν βρίσκεται σε αναστολή σύμβασης έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα «Συν-Εργασία». Οι 20 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας κατανέμονται με βάση τις ανάγκες εξυπηρέτησης των πτήσεων, με το καθημερινό πρόγραμμα να κόβεται και να ράβεται με βάση αυτές.
Πλευρά της επίθεσης είναι και η επίθεση στην πενθήμερη εργασία και την κυριακάτικη αργία. Πρόσφατη εξέλιξη για παράδειγμα, ενάντια στην οποία η Ομοσπονδία στον κλάδο του Φαρμάκου έχει ανοιχτό μέτωπο, αποτελεί το χτύπημα στο 5ήμερο - 8ωρο για τους εργαζόμενους στις φαρμακαποθήκες. Συγκεκριμένα, με αποφάσεις των κατά τόπους δημοτικών αρχών οι φαρμακαποθήκες έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν και τα Σάββατα.
Η «απελευθέρωση» του ωραρίου λειτουργίας μεταφράζεται για ορισμένους εργαζόμενους σε μοίρασμα των 40 εργάσιμων ωρών της βδομάδας σε έξι αντί για πέντε βάρδιες και δουλειά για μια ακόμα μέρα.
Την ίδια στιγμή στο Εμπόριο, κλάδο στον οποίο η «ευελιξία» ήδη «βασιλεύει», η εξαήμερη εργασία εφαρμόζεται σε πλήθος εργαζομένων, ενώ μεγαλοεργοδότες διατυπώνουν αξιώσεις για 12ωρη λειτουργία του λιανεμπορίου και δουλειά όλες τις μέρες της βδομάδας.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου