"Φίλοι
κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά
της κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του
ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου.
Οι λαοί της
Τουρκίας και της Ελλάδας έχουνε τους ίδιους θανάσιμα μισητούς εχθρούς:
τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του.
Οι λαοί
της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη
βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουνε στο τέλος
αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω.
Ο δικός σας ένδοξος αγώνας
είναι μια από τις πιο λαμπρές αποδείξεις ότι θα νικήσει η υπόθεση της
ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς. Σας σφίγγω όλους μ' αγάπη στην
αγκαλιά μου.
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ 10/8/1951 Βερολίνο."
(Το παραπάνω μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό είχε μεταδοθεί ραδιοφωνικά στη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη)
Ο
Ναζίμ Χικμέτ ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου
μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία
61 ετών.
Ο
Ναζίμ Χικμέτ Ράν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Γενάρη 1902.
Ο
πατέρας του, Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, που υπηρετούσε στο Υπουργείο
Εξωτερικών, υπήρξε για λίγο διάστημα και Πρόξενος στο Αμβούργο. Όταν
απολύθηκε εργάστηκε σαν διαχειριστής σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η
μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήταν ζωγράφος.
Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη
εκπαίδευση του στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική
Σχολή Χάλκης, το 1918, κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά.
Ο διοικητής
του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του " Λόγια Ενός Αξιωματικού Του
Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό
σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας
νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την
υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920).
Διορίστηκε
καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα
(1921).
Ενδιαφέρθηκε
ζωηρά για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομικά
και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά
τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι από τον οποίο και επηρεάστηκε.
Όταν
επέστρεψε, δούλεψε σε εφημερίδα της Σμύρνης. Στην Τουρκία, όμως, το
κεμαλικό κίνημα ήταν εναντίον της αριστερής παράταξης και οι διώξεις και
συλλήψεις καθημερινά πλήθαιναν. Έτσι, αναγκάστηκε να ξαναφύγει κρυφά
για την Μόσχα.
Ο
Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά
από τη πατρίδα επιστρέφει χωρίς διαβατήριο. Συλλαμβάνεται κι εισπράττει
την πρώτη καταδίκη του για τα επαναστατικά του φρονήματα.
Το 1934 μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους
σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των
θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα
κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα
άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια
της φυλακής στη Προύσα.
Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία για να πείσουν
την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950).
Τελικά,
η υπόλοιπη ποινή τού χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δεν μπορούσε να βρει
δουλειά ούτε να εκδώσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία.
Ένα διάταγμα που ουσιαστικά είχε τον ίδιο για στόχο. Πενήντα χρονών πια,
άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με τον φόβο της απόπειρας εναντίον
της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού
συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται.
Με ρουμάνικο
σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία για να
Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια του παρακολουθείται στενά και χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα (1951).
Ο Ναζίμ Χικμέτ ταξιδεύει αρκετά, πηγαίνει σε διεθνή συνέδρια και γίνεται γνωστός σε όλο τον κόσμο.
Από τη Μόσχα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με 500 ατόμων, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτούμενος σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής - ποιητής.
Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα.
Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα αλλά σαν κάποιο που ήταν ειλικρινής στις απόψεις του.
Το 1952 έγινε και διοικητικό στέλεχος του συμβουλίου παγκόσμιας ειρήνης. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για “πρώτη φορά”.
Μένουν μαζί και τον Νοέμβριο του 1960 παντρεύονται αφού ο
Ναζίμ ζηλεύει αυτή την νέα παρουσία και θέλει να νιώθει πιο ασφαλής.
Τον
Σεπτέμβριο του 1961 γράφει το ποίημα “Αυτοβιογραφία”. Το 1962 του δίνεται
διαβατήριο Σοβιετικής υπηκοότητας.
Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει
και θάβεται στη Μόσχα, σε ηλικία 61 ετών. Ενώ, μετά το θάνατό του με υπουργικό
διάταγμα ανακτά την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951 εξαιτίας
των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Έγραφε στη «διαθήκη του»:
«Θάψτε με στην Ανατολία. Σ' ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν
γίνεται ένα πλατάνι να 'ναι πάνω απ' το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει»
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με παραδοσιακό μέτρο,
ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της
ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του.
Κατά τη
διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η
αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο
οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία τηςτουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε
κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν
από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από
το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο.
Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής
ανέκτησε, μετά θάνατον, την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951
εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι
ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά ("Θεμέλιο")
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.
ΒΙΝΤΕΟ.
Η πιο όμορφη θάλασσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου