Ο Φεντερίκο Φελίνι παραμένει και σήμερα ένας από τους ξεχωριστούς και επιδραστικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου. Οι ταινίες του Ιταλού δημιουργού παίζονται και ξαναπαίζονται σε ειδικά αφιερώματα, δείγμα της απήχησής του και στους νεώτερους σινεφίλ.
Σύμφωνα με την κριτική υπήρξε ένας «ποιητής της εικόνας» κι ένας «μάγος της μεγάλης οθόνης».
Νεορεαλιστής στην αρχή της καριέρας του, ανέπτυξε στη συνέχεια ένα προσωπικό στυλ και αντλώντας από καταστάσεις της καθημερινότητας υπήρξε δημιουργός φανταστικών κόσμων και παραμυθιών. Παρέμεινε πιστός στη μεγάλη οθόνη έναντι της μικρής, την οποία σατίριζε σε κάθε ευκαιρία.
Τα πρώτα χρόνια στο Ρίμινι
Ο Φεντερίκο Φελίνι γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1920 στο Ρίμινι της Ιταλίας, γιος του Ουρμπάνο Φελίνι, ενός πλασιέ από το Σαβινιάνο, και της Ίντα Μπαρμπιάνι από τη Ρώμη, η οποία είχε διαρρήξει τις σχέσεις της με την πλούσια οικογένειά της. Ένας αδελφός, ο Ρικάρντο (κατόπιν σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ) και μία αδελφή, η Μανταλένα (μετέπειτα ηθοποιός και συγγραφέας), συμπλήρωναν την οικογένεια Φελίνι.
Στα 10 του ο Φεντερίκο το σκάει από την οικογενειακή εστία και ακολουθεί το τσίρκο του Πιερίνο, όπου φροντίζει μία άρρωστη ζέβρα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ταξιδεύει σ’ όλη την Ιταλία μ’ έναν περιοδεύοντα θίασο, γράφοντάς του μονόπρακτα.
Έπειτα από μία περίοδο στη Φλωρεντία, εγκαθίσταται στη Ρώμη, όπου γράφει και κάνει σκίτσα για το χιουμοριστικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Marc Aurelio», δουλεύει ως εικονογράφος και μεταφραστής σε κόμικς, γράφει θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο και γκαγκ για τους κωμικούς Άλντο Φαμπρίτσι και Ερμίνιο Μακάριο.
Όσο δουλεύει στο ραδιόφωνο γνωρίζει την ηθοποιό Τζουλιέτα Μασίνα, την οποία νυμφεύεται στη Ρώμη στις 30 Οκτωβρίου 1943. Το καλοκαίρι του 1944 αποκτούν ένα γιο, που πεθαίνει λίγες εβδομάδες αργότερα.
Με την άφιξη των αμερικανικών δυνάμεων ο Φελίνι ανοίγει το «Μαγαζί της Αστείας Φάτσας» («The Funny Face Shop»), όπου φτιάχνει γελοιογραφίες και γρήγορα πορτρέτα στους στρατιώτες.
Το 1944 γνωρίζει τον πατριάρχη του ιταλικού νεορεαλισμού, Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο οποίος του ζητά να τον βοηθήσει στη συγγραφή του σεναρίου της αριστουργηματικής ταινίας του «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» («Roma città aperta», 1945).
Ήταν η ουσιαστική είσοδος του Φελίνι στον κόσμο του κινηματογράφου, που συνοδεύτηκε με υποψηφιότητα για το Όσκαρ σεναρίου το 1947. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40 συνέχισε τη συνεργασία του με τον Ροσελίνι και δούλεψε με τους σκηνοθέτες Αλμπέρτο Λατουάντα και Πιέτρο Τζέρμι.
Η πρώτη ταινία του Φελίνι: «Τα φώτα του βαριετέ»
Το 1951 πέρασε στο χώρο της σκηνοθεσίας, γυρίζοντας την πρώτη του ταινία με τίτλο «Τα φώτα του βαριετέ» («Luci del varieta»), με τη βοήθεια του Αλμπέρτο Λατουάντα. Στην ταινία, η οποία αφηγείται την ιστορία μιας επαρχιωτοπούλας που ονειρεύεται τη δόξα του παλκοσένικου και είναι επηρεασμένη από τον ιταλικό νεορεαλισμό, πρωτοεμφανίζονται μερικά από τα κατοπινά θέματα του σκηνοθέτη, ιδιαίτερα εκείνο του κόσμου του θεάματος.
Θα ακολουθήσουν, πάντα στο πνεύμα του νεορρεαλισμού, «Ο Λευκός Σεΐχης» («Lo sceicco bianco», 1952), μία σατιρική ματιά πάνω στον κόσμο των φωτορομάντζων και «Οι Βιτελόνι» («I vitelloni», 1953), μία ειρωνική ματιά πάνω στα αδιέξοδα και στην ανία της επαρχιακής ζωής. Ήταν το πρώτο ορόσημο στην καριέρα του ως σκηνοθέτη, καθώς θα αποσπάσει τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
Το 1954 καθιερώνεται με το αριστουργηματικό «Λα στράντα» («La Strada»), στο οποίο παρουσιάζει τη σχέση ενός «ζωώδους» αρσενικού, περιπλανώμενου τσιρκολάνου (Άντονι Κουίν) και της αφελούς και εύθραυστης Τζελσομίνα (Τζουλιέτα Μασίνα). Η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στη χώρα μας με τον τίτλο «Πουλημένη από τη Μάνα της».
Στις «Σκιές του υποκόσμου» («II bidone», 1955), μία από τις πιο παραγνωρισμένες ταινίες του Φελίνι, μας παρουσιάζει μία χωρίς συναισθηματισμούς σκληρή εικόνα του κόσμου των μικροαπατεώνων, ενώ στην ταινία «Οι νύχτες της Καμπίρια» («Le notti di Cabiria», 1957) η σύζυγός του πρωταγωνιστεί στο ρόλο της καλόκαρδης πόρνης που, παρά τα συνεχή χτυπήματα της ζωής, εξακολουθεί να πιστεύει στην αγάπη και την καλοσύνη των ανθρώπων.
Η «Γλυκιά ζωή»
Ο Φεντερίκο Φελίνι με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στα γυρίσματα της ταινίας «La Dolce Vita» (1959)
Με τη «Ντόλτσε Βίτα ή «Γλυκιά ζωή» («La dolce vita», 1959), ο Φελίνι πέρασε στη δεύτερη και πιο σημαντική περίοδο του κινηματογραφικού του έργου. Πρόκειται για μία συγκλονιστική τοιχογραφία της κοινωνίας της Ρώμης στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, σε σενάριο Πιερ Πάολο Παζολίνι και πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Αννίτα Έκμπεργκ.
Στο αριστουργηματικό «Οκτώμισι» («Otto e mezzo», 1963), ο σκηνοθέτης αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του για να μας μιλήσει για τον ίδιο του τον εαυτό, τις παιδικές του μνήμες, τις ερωτικές φαντασιώσεις του, τα τραύματα μιας ρωμαιοκαθολικής παιδείας, αλλά και τα αδιέξοδα του καλλιτέχνη – δημιουργού σ’ έναν κόσμο όπου την κυρίαρχη θέση κατέχουν η αποξένωση και η πνευματική σύγχυση.
Με την «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» («Giulietta degli spiriti», 1965), πρώτη έγχρωμη ταινία του, ο Φελίνι μας παρουσιάζει το πορτραίτο μιας καταπιεσμένης Ιταλίδας νοικοκυράς που, μέσα από τις φαντασιώσεις της, καταφέρνει να απελευθερωθεί. Με το «Σατυρικόν» («Fellini Satyricon», 1969) αντιμετωπίζει κριτικά και με ειρωνεία τη σύγχρονη, παρηκμασμένη κοινωνία, μέσα από ένα ταξίδι στην αρχαία Ρώμη του Πετρώνιου. Με τους «Κλόουν» («I clowns», 1970) ο Φελίνι επιστρέφει στον κόσμο του θεάματος, σχολιάζοντας την παρακμή ενός είδους και σατιρίζοντας ταυτόχρονα την εισβολή του τηλεοπτικού θεάματος.
Στην ταινία του «Ρόμα» («Roma», 1972) συναντάται το ρωμαϊκό χθες με το σήμερα, μέσω μιας διαχρονικής περιπλάνησης σε δρόμους της Ρώμης, σε υπόγειες στοές, σε χώρους που φέρουν τα σημάδια του ένδοξου παρελθόντος, αλλά και της σημερινής αλλοτρίωσης. Οι αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής ζωής, αναμεμειγμένης με όλα τα αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη (γυναίκα, σεξ, εκκλησία, θέαμα, φασισμός, κινηματογράφος) είναι παρόντα σ’ αυτή του την ταινία, όπως και στην επόμενη, «Άμαρκορντ» ή «Θυμάμαι» («Amarcord», 1973).
Η μνήμη, όμως, είναι παρούσα και στον «Καζανόβα» («Il Casanova di Federico Fellini», 1976), στην οποία ο καταβεβλημένος από τα γηρατειά δον Ζουάν αναπολεί τους έρωτές του. Το 1978 ο Φελίνι θα γυρίσει την αλληγορική «Πρόβα Ορχήστρας» («Prova d’ Orchestra»), τακτοποιώντας τους συλλογισμούς του γύρω από την αταξία και το χάος της ιταλικής κοινωνίας, που αποσυντίθεται.
Οι αγώνες της γυναίκας για απελευθέρωση, αλλά και οι φοβίες του άντρα μπροστά σ’ αυτή την εξέγερση των φεμινιστριών θα αποτελέσουν την πηγή έμπνευσης για την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ταινία του «Η Πόλη των γυναικών («La citta delle donne», 1980).
Η επόμενη ταινία του «Και το πλοίο φεύγει («Ε la nave va«», 1983) είναι ένα ελεγειακό και λυρικό σχόλιο για την Ευρώπη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο «Τζίντζερ και Φρεντ» («Ginger e Fred», 1985), ο σκηνοθέτης ξανασμίγει με τη γυναίκα του ύστερα από 30 χρόνια, σε μια ταινία όπου εκτός από το σχόλιο για τον κόσμο του μιούζικ-χολ που χάνεται, ασκεί μία καυστική κριτική της τηλεόρασης. Η κριτική του στη μικρή οθόνη θα συνεχιστεί και στην ταινία του «Η Συνέντευξη» («Intervista», 1986), αναμνήσεις του Φελίνι από την πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο της Τσινετσιτά μέσα από μια συνέντευξη που ο σκηνοθέτης δίνει σ’ ένα ιαπωνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Το κύκνειο άσμα του «ποιητή της εικόνας»
Το έργο του Φελίνι κλείνει με τη «Φωνή του φεγγαριού» («La voce della luna», 1990), ένα είδος επιστροφής στον κόσμο των κλόουν, των ονειροπαρμένων, αλλά και μία ματιά πάνω σ’ έναν κόσμο που χάνεται ταυτόχρονα με μιαν άλλη πάνω σ' ένα αμφίβολο μέλλον.
Ο Φεντερίκο Φελίνι πέθανε στη Ρώμη στις 31 Οκτωβρίου 1993, μία μέρα μετά την επέτειο των πενήντα χρόνων του γάμου του με την Τζουλιέτα Μασίνα.
Είχε υποστεί καρδιακή προσβολή λίγες ημέρες νωρίτερα. Την κηδεία του, που έγινε στο Στούντιο 5 της Τσινετσιτά στη Ρώμη, παρακολούθησαν 70.000 κόσμου. Κατά παράκληση της συζύγου του ο τρομπετίστας Μάουρο Μαούρ έπαιξε τη σύνθεση του Νίνο Ρότα – βασικού συνεργάτη του Φελίνι – «Improvviso dell’ Angelo».
Στη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πλήθος βραβείων. Ξεχωρίζει ο «Χρυσός Φοίνικας» του Φεστιβάλ των Καννών («Ντόλτσε Βίτα»), ο «Χρυσός Λέοντας» («Σκιές του υποκόσμου»») και οι δύο «Αργυροί Λέοντες» («Οι Βιτελόνι», «Λα Στράντα») του Φεστιβάλ της Βενετίας.
Οι δημιουργίες του βραβεύτηκαν τέσσερις φορές με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας («Λα Στράντα», «Οι νύχτες της Καμπίρια», «Οκτώμισι», «Άμαρκορντ»), ενώ ο ίδιος ήταν 12 φορές υποψήφιος στις κατηγορίες σεναρίου και σκηνοθεσίας.
Το 1993 βραβεύτηκε με Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο.
ΠΗΓΗ. sansimera
6 υπέροχες αφίσες από τις ταινίες του σε υψηλή ανάλυση
ΠΗΓΗ. lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου