Πολ Λιρόι Ρόμπσον. Γιος δραπέτη σκλάβου. Σοσιαλιστής. Διεθνιστής. Υπέρμαχος των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Υπερασπιστής της ΕΣΣΔ.
Αλύγιστος των μακαρθικών διώξεων με τεράστιο προσωπικό κόστος. Αθλητής, νομικός, ηθοποιός, βαρύτονος του κλασικού τραγουδιού, γλωσσολόγος, συγγραφέας, διανοούμενος. Αγαπημένος καλλιτέχνης της εργατικής τάξης όλου του κόσμου.
Ο Πολ Ρόμπσον γεννήθηκε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσι στις 9 Απρίλη του 1898, στη ζοφερή εποχή του θεσμοθετημένου και άγριου φυλετικού διαχωρισμού των μαύρων με τους νόμους Τζίμι Κρόου στις ΗΠΑ. «Στο Πρίνστον, μετά το δημοτικό που ήταν φυλετικά διαχωρισμένο, κάνεις νέγρος δεν επιτρεπόταν να συνεχίσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο, έπρεπε να πάει σε άλλη πόλη.
Κανένας νέγρος δεν επιτρεπόταν να πάει στο πανεπιστήμιο». Φοίτησε τελικά, σε γυμνάσιο άλλης πόλης και κέρδισε υποτροφία για το κολέγιο Ράτζερς, όπου λόγω των εξαιρετικών αθλητικών του επιδόσεων, έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που επιλέχθηκε για την παναμερικανική ομάδα ποδοσφαίρου, γεγονός που αποσιωπούνταν μέχρι τις αρχές του 1970, λόγω της πολιτικής του τοποθέτησης.
Το 1920 φοιτά στη νομική σχολή του πανεπιστήμιου Κολούμπια, όπου εκεί γνωρίζει και την σύντροφό του Εσλάντα Γκουντ. Δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία, ο ρατσισμός ήταν πάντα παρών.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ξεκινά και η καριέρα του στο τραγούδι, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ έγινε ευρύτερα γνωστός, από το 1925 κιόλας, μέσα από τα negro spirituals, που πρώτος σχεδόν ηχογράφησε.
Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο μουσικό είδος, που συνδύαζε αφρικανικά και αμερικανικά ακούσματα και εξέφραζαν πόνο, αγανάκτηση, παράλληλα με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Ο Ρόμπσον, πολυτάλαντος και ακούραστος, ηχογράφησε πάνω από 260 τραγούδια, ανάμεσά τους πολλά εργατικά και επαναστατικά τραγούδια όλου του κόσμου.
Επαιξε σε πάνω από 15 ταινίες και πρωταγωνίστησε σε σπουδαίους ρόλους στο θέατρο, με προεξέχοντες εκείνους στα έργα του Ευγένιου Ο' Νηλ «Ολα τα παιδιά του θεού έχουν φτερά» και «Αυτοκράτορας Τζόουνς».
Ερμήνευσε ρόλο, ειδικά γραμμένο γι' αυτόν στο μιούζικαλ «Show Boat», εκεί που τραγούδησε το περίφημο «Ol' Man River». Ηταν o πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έπαιξε τον Οθέλο του Σαίξπηρ, έναν από τους ρόλους που σφράγισε με την ερμηνεία του. Για την καλλιτεχνική του πορεία, από την αρχή κιόλας της καριέρας του απέσπασε πολύ θερμές κριτικές.
Τις δεκαετίες '20 - '40 περνά μεγάλες περιόδους της ζωής του στην Αγγλία. Λόγω της σπουδαίας προσωπικότητας και του ταλέντου του, γνώρισε μεγάλη αποδοχή στους κύκλους της διανόησης και του πολιτισμού και συναναστράφηκε με τα πιο προοδευτικά πνεύματα της εποχής.
Το Λονδίνο για τον Ρόμπσον στάθηκε καθοριστικός σταθμός στη ζωή του, γιατί ήρθε σε επαφή με την Αφρική, τη γη των προγονών του. Γνώρισε τον πολιτισμό της, αντιλήφθηκε ολοκληρωμένα την αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση των λαών της. Εκεί ήταν που γνώρισε και τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Χαρακτηριστικά αφηγείται: «Πρόσφατα συζητώντας με Αφρικανούς φοιτητές, έμαθα ότι στη Σοβιετική Ενωση, οι πρώην καταπιεσμένες φυλές από τους τσάρους σε λιγότερο από 20 χρόνια λάμπουν και διαπρέπουν στις τέχνες και τις επιστήμες. Ετσι μέσα από το ενδιαφέρον μου για την Αφρική, ανακάλυψα ότι οι λαοί στον σοσιαλισμό είναι ελεύθεροι».
Το 1934 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την ΕΣΣΔ, καλεσμένος του Σεργκέι Αϊζενστάιν. «Στην ΕΣΣΔ ένιωσα για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο πλάσμα με αξιοπρέπεια. Καμία φυλετική προκατάληψη όπως στο Μισισιπή, καμία φυλετική προκατάληψη όπως στην Ουάσιγκτον. Ηταν η πρώτη φορά που ένιωσα άνθρωπος. Εκεί όπου δεν ένιωσα την πίεση του χρώματός μου όπως το αισθάνομαι σε αυτήν εδώ την Επιτροπή σήμερα», θα πει πολλά χρόνια αργότερα, όταν καλείται για απολογία στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών.
Στην ΕΣΣΔ συνειδητοποίησε την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος και έγινε υπέρμαχος του σοσιαλισμού μέχρι το τέλος της ζωής του. Αντιλήφθηκε ότι ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό, οι αγώνες του εργατικού κινήματος, αλλά και ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί πάρα να είναι αλληλένδετοι με τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Μάλιστα, στα χρόνια που ακολούθησαν, επισκεπτόταν την ΕΣΣΔ τακτικά και τη γύρισε απ' άκρη σ' άκρη τραγουδώντας, και η ΕΣΣΔ το 1949 τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κορυφή βουνού.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και τραγούδησε στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Εκεί, αποκρυσταλλώνεται και η θέση του για τον ρόλο του καλλιτέχνη. «Κάθε καλλιτέχνης, κάθε επιστήμονας, κάθε συγγραφέας πρέπει να αποφασίσει τώρα πού θα σταθεί. Δεν έχει εναλλακτική λύση.
Δεν γίνεται να παρατηρεί τη σύγκρουση από τον θρόνο του στα Ολύμπια ύψη. Δεν υπάρχουν αμερόληπτοι παρατηρητές. Το μέτωπο της μάχης είναι παντού. Δεν υπάρχουν ασφαλή μετόπισθεν. Ο καλλιτέχνης πρέπει να διαλέξει πλευρά...».
Ενώ από τη δεκαετία του '30 το μέλλον του Ρόμπσον στην κινηματογραφική βιομηχανία προβλεπόταν λαμπρό, επέλεξε να απορρίψει πολλές από τις προτάσεις που του έγιναν από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλιγουντ, για να μην απεμπολήσει τις ιδέες του.
Ηταν ιδιαίτερα περήφανος για τις ταινίες το «Τραγούδι της Ελευθερίας» του 1936, το «Proud Valley» του 1940, που είναι εμπνευσμένο από τον αγώνα ανθρακωρύχων στην Ουαλία και «Το τραγούδι των ποταμών» του 1954 σε σκηνοθεσία του Γιόρις Ιβενς, παραγωγή της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας.
Για αυτήν τη φιλόδοξη παραγωγή είχαν συνεργαστεί μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα στο χώρο της τέχνης. Η μουσική ήταν του Σοστακόβιτς, οι στίχοι του Μπρεχτ, τραγούδησε ο Γερμανός Ερνστ Μπους, αφηγήθηκε ο Πολ Ρόμπσον και την αφίσα φιλοτέχνησε ο Πάμπλο Πικάσο.
Συμμετείχε σε όλα τα παγκόσμια προοδευτικά συνέδρια του καιρού του ενάντια στο φασισμό, υπέρ της ειρήνης, ίσος μεταξύ ίσων με τους Μπρεχτ, Αραγκόν, Πικάσο, Χικμέτ, Νερούντα, Αϊνστάιν και πρωτοστάτησε σε κινητοποιήσεις για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής του, την απελευθέρωση της Αφρικής, της Ινδίας, τον πόλεμο της Κορέας και του Βιετνάμ.
Ο Ρόμπσον μίλησε και τραγούδησε σε εκατοντάδες απεργίες και διαδηλώσεις.
Το 1946, μετά το λιντσάρισμα τεσσάρων Αφροαμερικανών, ο Ρόμπσον συναντιέται με τον Πρόεδρο Τρούμαν και τον προειδοποιεί πως αν δεν θεσπίσει νόμο κατά του λιντσαρίσματος «οι νέγροι θα υπερασπιστούν τον εαυτό τους».
Οταν ο Τρούμαν αρνήθηκε να δράσει ανάλογα, ο Ρόμπσον μαζί με τον Ουίλιαμ Πάτερσον, στέλεχος του ΚΚ ΗΠΑ, υπέβαλαν στον ΟΗΕ υπόμνημα με τον τίτλο «Καταγγέλλουμε τη γενοκτονία». Αλλωστε, δεν ήταν λίγες οι φορές που και ο ίδιος ο Ρόμπσον απειλείται με λιντσάρισμα.
Το 1950, χρονιά που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Κορέα και οι μακαρθικές διώξεις ήταν στην κορύφωσή τους, οι αμερικανικές αρχές του αφαίρεσαν το διαβατήριο. Προσπαθούν να τον εκδιώξουν από παντού. Εκατοντάδες προγραμματισμένες συναυλίες του ακυρώθηκαν. Αίθουσες δεν του παραχωρούνταν πλέον.
Απαγορεύτηκαν οι δίσκοι του. Το παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα οργάνωσε διεθνή καμπάνια με σύνθημα «Αφήστε τον Πολ Ρόμπσον να τραγουδήσει». Ο Ναζίμ Χικμέτ μέσα από τη φυλακή του γράφει, «φοβούνται Ρόμπσον τα τραγούδια μας...».
Ο Ρόμπσον βρίσκει τρόπο και στέλνει ηχογραφημένα μηνύματα σε συνέδρια και συγκεντρώσεις. Οπου ακούγεται η βροντερή φωνή του, ο κόσμος σε όλο τον κόσμο φανερώνει την αλληλεγγύη του.
To 1956 κλήθηκε να απολογηθεί για τις πεποιθήσεις του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC).
Απαντώντας σε ειρωνική ερώτηση της επιτροπής, «γιατί δεν μείνατε στη Ρωσία αφού ήσασταν τόσο ελεύθερος», ο Ρόμπσον ανέφερε: «Ο πατέρας μου ήταν σκλάβος και ο λαός μου πέθανε για να χτιστεί αυτή η χώρα και εγώ θα μείνω εδώ. Δεν πρόκειται να με αποθαρρύνουν άνθρωποι με φασιστικές ιδέες, όπως εσείς...».
Το 1958, μετά από παγκόσμια πίεση του δίνεται πίσω το διαβατήριό του.
Για τη δράση του αλλά και την καλλιτεχνική του πορεία τιμήθηκε με πολλά βραβεία, με σημαντικότερα το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης, μαζί με τους Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσο, Πάμπλο Νερούντα από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης και το Βραβείο Στάλιν το 1952, που το παρέλαβε αργότερα.
«Εχω εκφράσει δημόσια τη βαθιά πεποίθησή μου ότι για όλη την ανθρωπότητα, η σοσιαλιστική κοινωνία εκπροσωπεί την πρόοδο σε ένα υψηλότερο στάδιο της ζωής.
Είναι μια μορφή κοινωνίας που είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά ανώτερη από το σύστημα που βασίζεται στην παραγωγή για το ιδιωτικό κέρδος...».
Το 1963 ο Ρόμπσον αποσύρθηκε από την ενεργό δράση λόγω προβλημάτων υγείας.
«Εφυγε» από τη ζωή στις 23 Γενάρη του 1976 από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας αφήσει πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη, την ίδια του τη δράση.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
BINTEO.
Γιώργος Κοφινάς, Νίκος Τάγκας - ΝΑΖΊΜ ΧΙKMΈΤ - Φοβούνται την ελπίδα
Ο Ναζίμ Χικμέτ το 1949 έγραψε το ποίημα «Δε μας αφήνουν να τραγουδάμε» για τον μεγάλο Αφροαμερικανό αγωνιστή, βαθύφωνο τραγουδιστή Πολ Ρόμπσον, «που πάλεψε ενάντια στο ρατσισμό και το φυλετικό διαχωρισμό, που μαζί με τους εργάτες συνέβαλε στη δημιουργία της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CIO, που τραγούδησε στις διεθνείς ταξιαρχίες στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, που πήρε ενεργό μέρος στους αγώνες κατά της αποικιοκρατίας, υπέρ της ειρήνης, του πυρηνικού αφοπλισμού και του σοσιαλισμού».
Οι στίχοι του Χικμέτ έντονα επίκαιροι στις μέρες μας που οξύνεται η κρατική καταστολή και περιορίζονται ολοένα και πιο ασφυκτικά τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η πρόσφατη
ρατσιστική δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ, που έβγαλε
εκατομμύρια Αμερικανούς στους δρόμους, καθώς και η ψήφιση από την πλειοψηφία
του ελληνικού κοινοβουλίου του νόμου-τερατουργήματος που περιορίζει τις
διαδηλώσεις, την ώρα που οι δυνάμεις καταστολής χτυπούσαν την κινητοποίηση
χιλιάδων λαού που διαδήλωναν έξω από τη Βουλή ενάντια στο αντιλαϊκό νομοσχέδιο.
Το τραγούδι γράφτηκε το 1980 με αφορμή τα γεγονότα της εποχής, μεγάλες διαδηλώσεις σε Ελλάδα και Αμερική.
Τι ήταν αυτό που έκανε το συνθέτη να το μοιραστεί με το κοινό μετά από 40 χρόνια; «Αφορμή που θέλουμε να ακουστεί πάλι το τραγούδι, είναι τα χτεσινά (σ.σ. Πέμπτη 9 του Ιούλη 2020) γεγονότα στο Σύνταγμα, στη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στο νόμο – έκτρωμα κατά των διαδηλώσεων.
Γεγονότα που έχουν σχέση με το σύνθημα ‘’Δεν μπορώ να αναπνεύσω’’
που ακούγεται και στις Ηνωμένες Πολιτείες το τελευταίο διάστημα», μας είπε ο
Γιώργος Κοφινάς, που αναφερόμενος στον Νίκο Τάγκα τονίζει: «Φίλος και
σύντροφος, γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δοκίμασε λίγο πιο ροκ μουσική και τα
κατάφερε πολύ καλά».
Το τραγούδι «Φοβούνται την ελπίδα» (Δεν μας αφήνουν να τραγουδάμε) ηχογραφήθηκε στο STUDIO DIVA από τον Βασίλη Μαντόγλου. Κιθάρες: Γιώργος Κοφινάς και Νίκος Τάγκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου