|
Ἡ Πατρίδα μας
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.
Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.
Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».
«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα». |
Χῶμα ἑλληνικό
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.
Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.
Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό. |
Τὰ πρωτοβρόχια
Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.
Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ᾿ ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,
θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.
Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι᾿ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.
Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε. |
Ἡ ψαρόβαρκα
Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια
πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή,
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης·
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ,
ζηλευτὰ προικιά της.
Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,
ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ καμάρια·
πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια! |
Τῆς κοπέλλας τὸ νερό
Μιὰ κοπέλλα λυγερὴ
τὸ ψηλὸ βουνὸ διαβαίνει
ἡ χαρὰ τὴν καρτερεῖ
στ᾿ ἀκρογιάλι ποὺ πηγαίνει.
Καὶ τὸ κάμα εἶναι βαρὺ
κι εἶν᾿ ἡ κόρη διψασμένη
βρῆκε βρύση δροσερή,
ἦπιε, ἀρρώστησε πεθαίνει.
Μὰ ἡ φωνή της πρὶν νὰ σβήσει
καταράστηκε τὴ βρύση
κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἔρμη ἡ βρύση ἔχει ἀπομείνει
καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν πίνει
τῆς κοπέλλας τὸ νερό. |
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια
Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!
Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα. |
Ἡ μυγδαλιά
Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου. |
Ἡ ξενούλα
Ξενούλα μου, γιὰ σένα,
ποὺ μ᾿ ἔκανες στὰ ξένα
ὧρες καλὲς νὰ ἰδῶ,
στοῦ χωρισμοῦ τὴν ὥρα,
βαριὰ θλιμμένος τώρα,
τραγούδια τραγουδῶ.
Τοῦ χωρισμοῦ τραγούδια,
χλωμά, χλωμά λουλούδια,
κομμένα ἀπ᾿ τὴν καρδιά.
Τὸ δάκρυ τὰ δροσίζει
Κι ὁ πόνος τοὺς χαρίζει
Ἀγάπης εὐωδιά. |
Τὸ φτάσιμο
Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε
στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.
Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα
βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.
Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας
μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.
Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας
τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα. |
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ᾿ ἄδολα βώδια.
Κι᾿ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.
Κι᾿ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.
Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
- ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ᾿ ἀστέρι.
Κι᾿ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει. |
Ὁ Δικέφαλος
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.
Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.
Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.
Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.
Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.
Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.
Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια. |
Ἑσπερινός
Στὸ ρημαγμένο παρακκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.
Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.
Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -
καὶ μία χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις... |
Βαθιά, τὴ νύχτα
Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων. |
Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»
Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,
«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα
σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω.
Δὲν θέλω τοῦ γιαλοῦ τὸ λαμποφέγγισμα
ποὺ δείχνεται ἄσπρο μὲ τοῦ ἥλιου τὴ χάρη
θέλω νὰ δίνω φῶς ἀπὸ τὴ φλόγα μου
κι ἂς εἶμαι ἕνα ταπεινὸ λυχνάρι» |
Ἡ ἁμαρτωλή
Παπᾶ, ἂν ἔρθει μία μελαχρινὴ
νὰ τὴν ξομολογήσῃς,
κοντούλα, ἀφράτη, μὲ γλυκιὰ φωνή,
πρόσεξε, μὴν τυχὸν καὶ τὴν ἀφήσῃς
νὰ μεταλάβει ἡ ἁμαρτωλή!
Δὲ νήστεψε μία μέρα τὸ φιλί! |
Τὸ σπίτι σου
Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου
κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρινή σου τὴ γωνιά.
Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ...
Λαχταρῶ ν᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο
καὶ στὸ διάβα μου ἄξαφνα νὰ βγεῖς,
γελαστῆ παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα ἀπριλιάτικης αὐγῆς.
Σφαλιστὸ ἀπομένει τὸ παράθυρο
κι ἂν τ᾿ ἀνοίξεις, μι᾿ ἄλλη θὰ φανεῖ.
Μόνο στὸ παράθυρο τῆς θύμησης
βγαίνεις ἴδια καὶ παντοτινή. |
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου