Όταν σκέφτεται κανείς τις μελοποιήσεις που έχουν γίνει σε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, σίγουρα το πρώτο τραγούδι που του έρχεται στο μυαλό είναι η «Πρέβεζα».
Το πιο δημοφιλές ποίημα του Καρυωτάκη (δημοφιλές ίσως εξ’ αιτίας και της μελοποίησής του), δεν ανήκει σε καμία από τις ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του.
Το ποίημα γράφτηκε μεταξύ 22 Ιουνίου και 1 Ιουλίου του 1928, λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία του ποιητή (21 Ιουλίου) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1930 στην «Νέα Εστία».
Τελικός τίτλος του ποιήματος φαίνεται πως ήταν «Επαρχία», όμως, η πρώτη δημοσίευσή του καθώς και όσες ακολούθησαν έχουν τίτλο «Πρέβεζα» κι έτσι παρέμεινε σε όλες τις εκδόσεις με τα άπαντα του ποιητή.
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια “ελλιπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μες στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια “ελλιπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μες στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Για
την πιο σωστή κατανόηση του ποιήματος, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει
ένα απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε ο Κώστας Καρυωτάκης στον
ξάδερφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1928:
«Απόψε
το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν
το είδαμε. Ο κ. Α’ Γραμματεύς επήγαινε δώθε – κείθε ανήσυχος. Ποιος
είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης;
Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος
Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.
(…) Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο (=εστιατόριο), επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε».
(…) Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο (=εστιατόριο), επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε».
Αναμφισβήτητα, η πιο δημοφιλής μελοποίηση της «Πρέβεζας» είναι αυτή του Γιάννη Γλέζου, που έγινε ιδιαίτερα γνωστή το 1982 όταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμήνευσε το τραγούδι στον δίσκο «Φοβάμαι».
Όμως, η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με την μουσική του Γλέζου, ανήκει στον Θανάση Γκαϊφύλλια και την συναντάμε ήδη από το 1975 στον “κλασικό” πλέον δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή».
Την ίδια χρονιά, ένας ακόμα συνθέτης, ο Δήμος Μούτσης, μελοποιεί την «Πρέβεζα» και την εντάσσει στον δίσκο «Τετραλογία». Ο Μούτσης εμπιστεύτηκε την ερμηνεία του τραγουδιού σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους ερμηνευτές της εποχής εκείνης, τον Χρήστο Λεττονό.
Όμως, η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με την μουσική του Γλέζου, ανήκει στον Θανάση Γκαϊφύλλια και την συναντάμε ήδη από το 1975 στον “κλασικό” πλέον δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή».
Την ίδια χρονιά, ένας ακόμα συνθέτης, ο Δήμος Μούτσης, μελοποιεί την «Πρέβεζα» και την εντάσσει στον δίσκο «Τετραλογία». Ο Μούτσης εμπιστεύτηκε την ερμηνεία του τραγουδιού σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους ερμηνευτές της εποχής εκείνης, τον Χρήστο Λεττονό.
Είναι
πολύ συχνό φαινόμενο στην ελληνική δισκογραφία να συναντάμε
διαφορετικές μελοποιήσεις των ίδιων ποιημάτων.
Ποιήματα του Νίκου Καββαδία, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ποιητών, έχουν ντυθεί με διαφορετικές μουσικές από συνθέτες που έχουν αναφορά σχεδόν σε όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής (έντεχνο, λαϊκό, ροκ).
Με την «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη, είναι ίσως η μοναδική φορά που δύο συνθέτες παρουσίασαν την δικιά τους εκδοχή την ίδια χρονική στιγμή!
Ο Γιάννης Γλέζος και ο Δήμος Μούτσης ηχογραφούν και οι δύο το 1975 την «Πρέβεζα», ο μεν πρώτος στον προσωπικό δίσκο του Θανάση Γκαϊφύλλια, ο δε δεύτερος εντάσσοντάς την σ’ έναν κύκλο τραγουδιών με μελοποιήσεις ποιημάτων των Καρυωτάκη, Σεφέρη. Καβάφη και Ρίτσου.
Εξετάζοντας κανείς την ιστορική συγκυρία κατά την οποία οι δύο συνθέτες καταπιάστηκαν με το συγκεκριμένο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που η «Πρέβεζα» απέσπασε το ενδιαφέρον του Γλέζου και του Μούτση.
Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει ο ποιητής το ασφυκτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους συνθέτες της γενιάς της μεταπολίτευσης.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά για τη μορφή και το περιεχόμενό του ποίημα του Καρυωτάκη, γίνεται πηγή έμπνευσης για την γενιά των μουσικών που βλέπουν πολλά κοινά σημεία του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής βίωσε το κλειστό και αποπνικτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, με τα χρόνια της επταετούς χούντας που μόλις είχε τελειώσει.
Ποιήματα του Νίκου Καββαδία, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ποιητών, έχουν ντυθεί με διαφορετικές μουσικές από συνθέτες που έχουν αναφορά σχεδόν σε όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής (έντεχνο, λαϊκό, ροκ).
Με την «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη, είναι ίσως η μοναδική φορά που δύο συνθέτες παρουσίασαν την δικιά τους εκδοχή την ίδια χρονική στιγμή!
Ο Γιάννης Γλέζος και ο Δήμος Μούτσης ηχογραφούν και οι δύο το 1975 την «Πρέβεζα», ο μεν πρώτος στον προσωπικό δίσκο του Θανάση Γκαϊφύλλια, ο δε δεύτερος εντάσσοντάς την σ’ έναν κύκλο τραγουδιών με μελοποιήσεις ποιημάτων των Καρυωτάκη, Σεφέρη. Καβάφη και Ρίτσου.
Εξετάζοντας κανείς την ιστορική συγκυρία κατά την οποία οι δύο συνθέτες καταπιάστηκαν με το συγκεκριμένο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που η «Πρέβεζα» απέσπασε το ενδιαφέρον του Γλέζου και του Μούτση.
Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει ο ποιητής το ασφυκτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους συνθέτες της γενιάς της μεταπολίτευσης.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά για τη μορφή και το περιεχόμενό του ποίημα του Καρυωτάκη, γίνεται πηγή έμπνευσης για την γενιά των μουσικών που βλέπουν πολλά κοινά σημεία του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής βίωσε το κλειστό και αποπνικτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, με τα χρόνια της επταετούς χούντας που μόλις είχε τελειώσει.
Κατ’
αυτή την έννοια, μια σημερινή μελοποίηση της «Πρέβεζας», θα έδινε
έμφαση περισσότερο (ίσως και αποκλειστικά) στην καθαρά πεσιμιστική
πλευρά του ποιήματος, “φωτίζοντας” με μουσική τα υπαρξιακά αδιέξοδα που
εκφράζει ο ποιητής.
Αντίθετα, οι συνθέτες της μεταπολίτευσης βρήκαν στην «Πρέβεζα» το τοπίο που και οι ίδιοι βίωσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μία “στρατιωτικού” τύπου καθημερινότητα το ίδιο ασφυκτική και καταπιεστική με κείνη που εμπνευσμένα αποτυπώνει ο ποιητής.
Ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα» (καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου), έχει σαν αφετηρία τα προσωπικά του αδιέξοδα, δεν μένει όμως πάντα μόνο σ’ αυτά.
Η φωνή του Καρυωτάκη, από ψίθυρος ενός σκυμμένου και “γονατισμένου” ψυχικά ανθρώπου, μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε φωνή διαμαρτυρίας απέναντι στην μικροαστική τάξη του καιρού του που τον καταπιέζει και τον πνίγει καθημερινά.
Η ειρωνεία και η κοφτερή σαν ξυράφι γλώσσα στα ποιήματά του, από άμυνα μετατρέπεται σε επίθεση ενάντια σε ότι τον καταπιέζει και θεωρεί ότι είναι πέρα των δικών του δυνάμεων˙ και αυτό τελικά, είναι η μικροαστική τάξη στην οποία ανήκει και ο ίδιος.
Η ίδια εσωτερική “φωνή” εμπνέει αρκετά χρόνια μετά δυο μουσικούς που ανήκουν στην ίδια γενιά και, που “διαβάζουν” το ποίημα του Καρυωτάκη με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, έχοντας όμως την ίδια αφετηρία: την βαθύτερη φωνή του ποιητή που ξεπερνά το πεσιμιστικό περίβλημα και επικεντρώνει την προσοχή του στο εχθρικό περιβάλλον της χαύνωσης και της μιζέριας, της ανελεύθερης τελικά ζωής.
Αντίθετα, οι συνθέτες της μεταπολίτευσης βρήκαν στην «Πρέβεζα» το τοπίο που και οι ίδιοι βίωσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μία “στρατιωτικού” τύπου καθημερινότητα το ίδιο ασφυκτική και καταπιεστική με κείνη που εμπνευσμένα αποτυπώνει ο ποιητής.
Ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα» (καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου), έχει σαν αφετηρία τα προσωπικά του αδιέξοδα, δεν μένει όμως πάντα μόνο σ’ αυτά.
Η φωνή του Καρυωτάκη, από ψίθυρος ενός σκυμμένου και “γονατισμένου” ψυχικά ανθρώπου, μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε φωνή διαμαρτυρίας απέναντι στην μικροαστική τάξη του καιρού του που τον καταπιέζει και τον πνίγει καθημερινά.
Η ειρωνεία και η κοφτερή σαν ξυράφι γλώσσα στα ποιήματά του, από άμυνα μετατρέπεται σε επίθεση ενάντια σε ότι τον καταπιέζει και θεωρεί ότι είναι πέρα των δικών του δυνάμεων˙ και αυτό τελικά, είναι η μικροαστική τάξη στην οποία ανήκει και ο ίδιος.
Η ίδια εσωτερική “φωνή” εμπνέει αρκετά χρόνια μετά δυο μουσικούς που ανήκουν στην ίδια γενιά και, που “διαβάζουν” το ποίημα του Καρυωτάκη με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, έχοντας όμως την ίδια αφετηρία: την βαθύτερη φωνή του ποιητή που ξεπερνά το πεσιμιστικό περίβλημα και επικεντρώνει την προσοχή του στο εχθρικό περιβάλλον της χαύνωσης και της μιζέριας, της ανελεύθερης τελικά ζωής.
Ο
Γιάννης Γλέζος ντύνει με μουσική την «Πρέβεζα» ακολουθώντας μία
περισσότερο ροκ αισθητική. Η επανάληψη της λέξης «Θάνατος» στις τρεις
πρώτες στροφές του ποιήματος, οδηγούν τον Γλέζο σε μια μελοποίηση που
πρωταγωνιστεί ο ροκ ρυθμός με τα τύμπανα και την ηλεκτρική κιθάρα να
κυριαρχούν.
Παρ’ όλ’ αυτά, η μουσική ακολουθεί τις διακυμάνσεις του κειμένου, με ειρωνική διάθεση εκεί που απαιτείται και οργισμένη στα σημεία που ο στίχος γίνεται “κοφτερός”. Σ’ αυτή την εκδοχή της «Πρέβεζας», ο συνθέτης επιλέγει την τέταρτη στροφή για ρεφρέν του τραγουδιού.
Από μόνη της, η δομή του ποιήματος οδηγεί τον Γλέζο σ’ αυτή την επιλογή. Την ίδια στιγμή, κλείνει το τραγούδι με την πέμπτη στροφή και τη μουσική του ρεφρέν, "κατασκευάζει" με αυτό τον τρόπο ακόμα ένα ρεφρέν που ολοκληρώνει το τραγούδι δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάτι έμεινε μετέωρο.
Ο συνθέτης παίρνει το κείμενο του Καρυωτάκη και το μετατρέπει σε τραγούδι ακολουθώντας πιστά την δομή του κουπλέ - ρεφρέν - κουπλέ. Στην μελοποίηση του Γλέζου, έχει παραληφθεί η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ένα σημείο του κειμένου που κατά τη γνώμη μου κλείνει όλη την ειρωνεία και την απέχθεια του Καρυωτάκη προς το μίζερο περιβάλλον που τον καταπιέζει.
Παρ’ όλ’ αυτά, η μουσική ακολουθεί τις διακυμάνσεις του κειμένου, με ειρωνική διάθεση εκεί που απαιτείται και οργισμένη στα σημεία που ο στίχος γίνεται “κοφτερός”. Σ’ αυτή την εκδοχή της «Πρέβεζας», ο συνθέτης επιλέγει την τέταρτη στροφή για ρεφρέν του τραγουδιού.
Από μόνη της, η δομή του ποιήματος οδηγεί τον Γλέζο σ’ αυτή την επιλογή. Την ίδια στιγμή, κλείνει το τραγούδι με την πέμπτη στροφή και τη μουσική του ρεφρέν, "κατασκευάζει" με αυτό τον τρόπο ακόμα ένα ρεφρέν που ολοκληρώνει το τραγούδι δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάτι έμεινε μετέωρο.
Ο συνθέτης παίρνει το κείμενο του Καρυωτάκη και το μετατρέπει σε τραγούδι ακολουθώντας πιστά την δομή του κουπλέ - ρεφρέν - κουπλέ. Στην μελοποίηση του Γλέζου, έχει παραληφθεί η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ένα σημείο του κειμένου που κατά τη γνώμη μου κλείνει όλη την ειρωνεία και την απέχθεια του Καρυωτάκη προς το μίζερο περιβάλλον που τον καταπιέζει.
Η
μελοποίηση του Γιάννη Γλέζου φωτίζει περισσότερο την οργισμένη πλευρά
του ποιήματος.
Η μουσική του είναι θυμωμένη, ασφυκτιά, φωτίζει το ποίημα με τέτοιο τρόπο που τελικά δίνει την αίσθηση του ξεσπάσματος αλλά και ενός παράπονου που ξεχειλίζει από τους στίχους. Δεν είναι τυχαίο που και η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου βρήκε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό (επί χρόνια ο Παπακωνσταντίνου περιελάμβανε την «Πρέβεζα» στο ρεπερτόριο των ζωντανών εμφανίσεών του, δημιουργώντας ...“σκηνές ροκ”!).
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας απ’ την άλλη, υπηρετεί το κείμενο και τη μουσική με έναν τρόπο ισορροπημένο και ουσιαστικό. Ο τρόπος που μεταδίδει την οργισμένη μελοποίηση του Γλέζου, είναι εκείνος ο μοναδικός τρόπος που έχει ο Γκαϊφύλλιας να “ροκάρει” χωρίς να το φωνάζει.
Η μουσική του είναι θυμωμένη, ασφυκτιά, φωτίζει το ποίημα με τέτοιο τρόπο που τελικά δίνει την αίσθηση του ξεσπάσματος αλλά και ενός παράπονου που ξεχειλίζει από τους στίχους. Δεν είναι τυχαίο που και η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου βρήκε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό (επί χρόνια ο Παπακωνσταντίνου περιελάμβανε την «Πρέβεζα» στο ρεπερτόριο των ζωντανών εμφανίσεών του, δημιουργώντας ...“σκηνές ροκ”!).
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας απ’ την άλλη, υπηρετεί το κείμενο και τη μουσική με έναν τρόπο ισορροπημένο και ουσιαστικό. Ο τρόπος που μεταδίδει την οργισμένη μελοποίηση του Γλέζου, είναι εκείνος ο μοναδικός τρόπος που έχει ο Γκαϊφύλλιας να “ροκάρει” χωρίς να το φωνάζει.
Απ’
την άλλη μεριά, ο Δήμος Μούτσης μελοποιεί την «Πρέβεζα» “διαβάζοντας”
το κείμενο σχεδόν κατά λέξη!
Εδώ, η επανάληψη της λέξης "θάνατος" οδηγεί τον Μούτση σε πιο λυρικά μονοπάτια.
Η χρήση του συνθεσάιζερ (ιδιαίτερα πρωτοποριακή προσέγγιση για εκείνη την εποχή), δίνει από την αρχή του τραγουδιού μια σχεδόν εφιαλτική αίσθηση, που ενισχύεται ολοένα από τα τύμπανα και το κοφτό παίξιμο του πιάνου.
Ο Μούτσης αλλάζει την σειρά των τριών πρώτων στροφών, επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο τους τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής («ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους») ως προετοιμασία της τέταρτης στροφής («Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης…»), ενώ την ίδια στιγμή ο ρυθμός του τραγουδιού επιβραδύνεται, σχεδόν καταργείται!
Εδώ, η επανάληψη της λέξης "θάνατος" οδηγεί τον Μούτση σε πιο λυρικά μονοπάτια.
Η χρήση του συνθεσάιζερ (ιδιαίτερα πρωτοποριακή προσέγγιση για εκείνη την εποχή), δίνει από την αρχή του τραγουδιού μια σχεδόν εφιαλτική αίσθηση, που ενισχύεται ολοένα από τα τύμπανα και το κοφτό παίξιμο του πιάνου.
Ο Μούτσης αλλάζει την σειρά των τριών πρώτων στροφών, επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο τους τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής («ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους») ως προετοιμασία της τέταρτης στροφής («Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης…»), ενώ την ίδια στιγμή ο ρυθμός του τραγουδιού επιβραδύνεται, σχεδόν καταργείται!
Την ίδια στροφή που
χρησιμοποιεί ο Γλέζος για ρεφρέν, ο Μούτσης την ερμηνεύει μουσικά με ένα
τελείως διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο: δανείζεται το βασικό θέμα του 2ου βαλς από την «2η Σουίτα για Τζαζ Ορχήστρα» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς
και προσαρμόζει πάνω στη μελωδία του ολόκληρη την τέταρτη στροφή!
Φυσικά, η “λύση” που δίνει ο Μούτσης στο συγκεκριμένο σημείο της μελοποίησης, δεν είναι καθόλου τυχαία: ο ρυθμός του βαλς τονίζει ακόμα περισσότερο την εικόνα της μπάντας που «θα ακούσουμε την Κυριακή», ενώ παράλληλα το γνωστό βαλς του Σοστακόβιτς “ζωγραφίζει” με τον καλύτερο τρόπο το μικροαστικό τοπίο που αποτυπώνει ο Καρυωτάκης στη συγκεκριμένη στροφή.
Μια απρόβλεπτη και ευφυής μουσική “αυθαιρεσία” του Δήμου Μούτση, που όμως κατά τη γνώμη μου υπηρετεί απόλυτα την απόδοση της ατμόσφαιρας των στίχων του Καρυωτάκη. Αμέσως μετά, ο συνθέτης διατηρεί τον ρυθμό του βαλς, μόνο που αυτή τη φορά ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, πιο εφιαλτικός.
Ο Μούτσης μελοποιεί ολόκληρη των «Πρέβεζα» (σε αντίθεση με τον Γλέζο που παρέλειψε την τελευταία στροφή) και ολοκληρώνει το τραγούδι με την επανάληψη των δύο πρώτων στροφών, για να κλείσει τελικά το τραγούδι με τον «ήλιο, θάνατο μέσα στους θανάτους». Όσο για την ερμηνεία του Χρήστου Λεττονού, η θεατρικότητα με την οποία αποδίδει το τραγούδι, καθιστούν την συγκεκριμένη εκτέλεση της «Πρέβεζας» αξεπέραστη!
Φυσικά, η “λύση” που δίνει ο Μούτσης στο συγκεκριμένο σημείο της μελοποίησης, δεν είναι καθόλου τυχαία: ο ρυθμός του βαλς τονίζει ακόμα περισσότερο την εικόνα της μπάντας που «θα ακούσουμε την Κυριακή», ενώ παράλληλα το γνωστό βαλς του Σοστακόβιτς “ζωγραφίζει” με τον καλύτερο τρόπο το μικροαστικό τοπίο που αποτυπώνει ο Καρυωτάκης στη συγκεκριμένη στροφή.
Μια απρόβλεπτη και ευφυής μουσική “αυθαιρεσία” του Δήμου Μούτση, που όμως κατά τη γνώμη μου υπηρετεί απόλυτα την απόδοση της ατμόσφαιρας των στίχων του Καρυωτάκη. Αμέσως μετά, ο συνθέτης διατηρεί τον ρυθμό του βαλς, μόνο που αυτή τη φορά ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, πιο εφιαλτικός.
Ο Μούτσης μελοποιεί ολόκληρη των «Πρέβεζα» (σε αντίθεση με τον Γλέζο που παρέλειψε την τελευταία στροφή) και ολοκληρώνει το τραγούδι με την επανάληψη των δύο πρώτων στροφών, για να κλείσει τελικά το τραγούδι με τον «ήλιο, θάνατο μέσα στους θανάτους». Όσο για την ερμηνεία του Χρήστου Λεττονού, η θεατρικότητα με την οποία αποδίδει το τραγούδι, καθιστούν την συγκεκριμένη εκτέλεση της «Πρέβεζας» αξεπέραστη!
Όλα
τα παραπάνω, δεν έχουν σκοπό να συγκρίνουν τις δύο μελοποιήσεις της
«Πρέβεζας» με πρόθεση να απορριφθεί η μία απ’ τις δύο ως η λιγότερο
καλή.
Αντίθετα, εξετάσαμε δύο μελοποιήσεις που η κάθε μια ξεχωριστά φωτίζει το ποίημα του Καρυωτάκη με τον προσωπικό “προβολέα” του δημιουργού της.
Ο μεν Γλέζος προσεγγίζει την οργισμένη και ροκ πλευρά του ποιήματος, ο δε Μούτσης την περισσότερο επική και ειρωνική. Και οι δύο όμως, διατηρούν ατόφια την μελαγχολία του ποιητή όταν εκείνος αντικρίζει το πνιγηρό μικροαστικό τοπίο που εισχωρεί και μέσα του, για να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία, λίγες μέρες αργότερα.
Δύο από τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς των συνθετών της μεταπολίτευσης, κατέθεσαν τις δικές τους μουσικές εκδοχές σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
Σε εμάς δε μένει τίποτ’ άλλο, από το να τις (ξανα)ανακαλύψουμε.
Αντίθετα, εξετάσαμε δύο μελοποιήσεις που η κάθε μια ξεχωριστά φωτίζει το ποίημα του Καρυωτάκη με τον προσωπικό “προβολέα” του δημιουργού της.
Ο μεν Γλέζος προσεγγίζει την οργισμένη και ροκ πλευρά του ποιήματος, ο δε Μούτσης την περισσότερο επική και ειρωνική. Και οι δύο όμως, διατηρούν ατόφια την μελαγχολία του ποιητή όταν εκείνος αντικρίζει το πνιγηρό μικροαστικό τοπίο που εισχωρεί και μέσα του, για να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία, λίγες μέρες αργότερα.
Δύο από τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς των συνθετών της μεταπολίτευσης, κατέθεσαν τις δικές τους μουσικές εκδοχές σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
Σε εμάς δε μένει τίποτ’ άλλο, από το να τις (ξανα)ανακαλύψουμε.
ΠΗΓΗ. toaromatoutragoudiou
ΒΙΝΤΕΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου