ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Το Ζήτημα της Ταυτότητας - Ποιοι ήταν Ρωμαίοι και ποιοι Βυζαντινοί;

ΣΑΒΒΑΤΟ 19-8-2017



Το όνομα «Ρωμαίος»

Ο προσδιορισμός, στο σήμερα, μίας αποκλειστικής «επίσημης» ονομασίας για την μετά το 330 μΧ αυτοκρατορία, που είχε ως πρωτεύουσα της την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εγχείρημα και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αδύνατον εάν επιχειρείται με βάση το σημερινό βεστφαλιανό πρότυπο του κράτους.


Αν και αναμφισβήτητα, οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν ότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, αδιάκοπα, από το 27 πΧ έως το 1453 μΧ, είναι εξίσου σαφές και πασιφανές ότι η ταυτότητα του «Ρωμαίου» άλλαξε πολλάκις και με δραματικό τρόπο μέσα στο διάβα τόσων αιώνων. 
Δεν μπορεί να εννοηθεί, λόγου χάρη, ότι ένας «Ρωμαίος» κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 10ο ή ακόμα και τον 6ο αιώνα μΧ, δεν έχει καμμία διαφορά από έναν Ρωμαίο πολίτη του 1ου αιώνα μΧ.

Από τον 1ο έως τον 5ο και από τον 6ο έως τον 12ο αιώνα, αλλάζει δραματικά, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, αλλά επίσης τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται Ρωμαίοι. Είναι τουλάχιστον αφελές να το αρνείται αυτό σήμερα κάποιος που μελετά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή ιστορία.

Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα εξηγήσουμε πώς παρ’ όλες τις πολλαπλές και διαδοχικές μεταλλάξεις που δέχθηκε η ονομασία «Ρωμαίος» στο διάβα των αιώνων, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε και δεν χάθηκε, δεν αλλοιώθηκε ή εξαφανίστηκε, ήταν το ελληνικό έθνος. 
Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδας το 146 πΧ και την επακόλουθη κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής και της Αιγύπτου, το ελληνικό έθνος που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαπλωθεί ως τη Βακτρία και την Ινδία, δεν χάθηκε. 
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν «εκρωμαΐστηκαν», ούτε «εκβυζαντινίστηκαν» σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Βέβαια, προφανώς εκχριστιανίστηκαν αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ένα άλλο κεφάλαιο. 
Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ήταν η Ρώμη που εξελληνίστηκε σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες διατήρησαν τη γλώσσα, την αυτοσυνειδησία τους και προφανώς, την φυσική κληρονομική τους συνέχεια, αδιάκοπα από το 146 πΧ έως και το 1453. 
Το πώς αποκαλούσαν εαυτούς, καθώς και το γεγονός ότι η αρχαία ονομασία «Έλλην» ταυτίστηκε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα με τον ειδωλολάτρη, δεν επηρέασε ποτέ την γνώση και συνείδηση της ακριβούς ελληνικής καταγωγής τους. 
Εάν, δε, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνικού έθνους στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μετέπειτα στην βυζαντινή συνέχειά του, αυτό είναι επίσης μέγα ιστορικό λάθος. 
Πρόκειται για λάθος ή συνειδητή διαστρέβλωση και παραχάραξη της Ιστορίας, η οποία εξυπηρετεί σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς σημερινών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «σύγχρονη, νεώτερη επιστημονική άποψη» δεν είναι καθόλου νέα, αλλά μάλλον παμπάλαια, αφού οι ρίζες τις βρίσκονται στον 16ο αιώνα και δυτικούς ιστορικούς της νεώτερης εποχής.

Έτσι στο παρελθόν δυτικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνικό Βυζάντιο (ο Γερμανός Ιερώνυμος Βολφ εφηύρε τον 16ο αιώνα την ορολογία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» για να την ξεχωρίσει από την αρχαία Ρώμη, ως διάδοχοι της οποίας ήθελαν να παρουσιάζονται οι Γερμανοί) και άλλοι την ίδια την ελληνικότητά του Βυζαντίου (ο Φαλμεράυερ πολύ επιπόλαια και αυθαίρετα διατύπωσε, στα μέσα του 19ου αιώνα, τον εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι αβαρικές και σλαβικές επιδρομές στην κυρίως Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα και 8ο αιώνα, εξαφάνισαν εντελώς κάθε ίχνος Ελλήνων στην γεωγραφική περιοχή, άρα κατέληγε στο εξωφρενικό συμπέρασμα ότι, ήδη από τον 8ο αιώνα και μετά δεν υπάρχει πλέον ελληνικό έθνος). 
Ενώ όμως η χοντροκομμένη και ερασιτεχνική προπαγάνδα του Φαλμεράυερ καταρρίφθηκε πολύ εύκολα από τους ίδιους τους ιστορικούς της εποχής του (εκτός από τους Έλληνες με κορυφαίο τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, αρκετοί Αυστριακοί και Γερμανοί, αλλά και σημαντικοί εκπρόσωποι της βρετανικής Σχολής όπως ο Edward Freeman και ο λαμπρός μαθητής του Arthur Evans, έσπευσαν αμέσως να καταρρίψουν τους αβάσιμους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ) οι σκοτεινές πολιτικές σκοπιμότητες που υποκινούσαν τις θεωρίες του Φαλμεράυερ, εξακολουθούν να υφίστανται ως σήμερα και έχουν βρει τη μεταμφίεσή τους σε «μετα-μοντέρνες» εθνομηδενιστικές παρερμηνείες και στρεβλώσεις της ελληνικής ιστορίας.

Σήμερα λοιπόν συμβαίνει το εξής παράδοξο: σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί και άλλοι μελετητές, ενώ έρχονται να διορθώσουν το λάθος του Ι. Βολφ και με σθένος διακηρύττουν ότι δεν ονομαζόταν ποτέ «βυζαντινή» αλλά παρέμεινε πάντα ρωμαϊκή η Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453, παρόλα αυτά έχουν αναβιώσει τα ψεύδη του Φαλμεράυερ, αφού αμφισβητούν ευθέως την ελληνικότητα, αυτού του ιστορικού γεγονότος και φαινομένου, που καλώς ή κακώς είναι γνωστό πλέον ακαδημαϊκά σε όλον τον κόσμο ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που καθιστούν δυσνόητη και αντιφατική, με βάση τις σημερινές πολιτικές έννοιες, την ονομασία «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» για το κράτος που είχε πλέον την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και η προσθήκη του επιθέτου «Ανατολική» στην αρχή, δεν διορθώνει αυτό το πρόβλημα κατανόησης της μακροβιότερης και συγκλονιστικότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. 
Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο διάβα των αιώνων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, η έννοια Ρωμαίος από εθνική-πολιτική μετεξελίχθηκε σε μόνο πολιτική και μετά αργά και σταδιακά ξανά σε πολιτική-εθνική. 
Η αδυναμία διάκρισης και πολλές φορές η παντελής άγνοια αυτών των ενδιάμεσων σταθμών, τους οποίους αναλύουμε αμέσως παρακάτω, προκαλεί προβλήματα στην κατανόηση από έναν σημερινό μελετητή. 
Η δεύτερη αιτία που κάνει πολλούς να «σκοντάφτουν» είναι ότι στο τελευταίο στάδιο μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος – όταν δηλαδή σταδιακά μετατράπηκε ξανά σε πολιτική-εθνική – αυτή τη φορά υποδήλωνε ένα άλλο έθνος από το αρχικό, δηλαδή όχι πλέον το αρχαίο λατινικό, αλλά το ελληνικό.

Ας δούμε λοιπόν αυτά τα στάδια μετεξέλιξης-μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος. 
Πρώτον και κύριον, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, η αρχαία πόλη-κράτος της Ρώμης από τον 3ο αιώνα πΧ μέχρι και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή μετεξελίσσεται συνεχώς. 
Αρχικά είναι μία ακόμη πόλη-κράτος της Ιταλίας – κατά το παράδειγμα των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι δυνατή και συνεχώς επεκτείνεται, αλλά δεν παύει να είναι μία πόλη-κράτος. Στη φάση λοιπόν αυτή, η ιδιότητα του Ρωμαίου περιέχει εκτός από τον πολιτικό και σαφέστατο εθνικό προσδιορισμό. 
Δηλαδή εθνικό προσδιορισμό, όχι με την σύγχρονη εθνο-κρατική νομικίστικη έννοια, αλλά με τα δεδομένα της αρχαιότητας, δηλαδή την καταγωγή (το ομόαιμον), τη γλώσσα και τη θρησκεία. 
Έτσι, ο Ρωμαίος πολίτης, είναι απαραίτητα και Λατίνος. Δεν μπορεί να είναι Γαλάτης ή Έλληνας. Σαφώς η Ρώμη άρχισε πολύ νωρίς να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τους γειτονικούς της Σαβίνους, Σαμνίτες, Ετρούσκους και άλλους. 
Σε αυτούς έδωσε κατώτερη ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη, με όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτό της ψήφου (civitas sine suffragio), και αυτοί όμως σταδιακά αφομοιώθηκαν στην βάση του πρώιμου λατινικού-ρωμαϊκού έθνους.

Αυτή, λοιπόν, η αρχαία ρωμαϊκή ταυτότητα, παθαίνει την πρώτη μετεξέλιξή της όταν η Ρώμη από πόλη-κράτος έγινε αυτό που σήμερα αποκαλείται «κοσμόπολη». 
Όταν δηλαδή έγινε αυτοκρατορία και άρχισε να παραχωρεί το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλο και περισσότερους υπηκόους εκτός των ορίων της πόλης και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. 
Έτσι μπορεί κάποιος να είχε γεννηθεί και να ζούσε σε μια πόλη της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να ήταν Ρωμαίος πολίτης. Με αυτόν τον τρόπο επεκτάθηκε η Ρώμη και μόνο έτσι μπορούσε κάποιος να αποκαλείται Ρωμαίος. 
Γιατί αν κάποιος είχε γεννηθεί, ας πούμε, στις Συρακούσες ή στη Μασσαλία αλλά δεν είχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωμαίος. 
Θα αποκαλούταν Συρακούσιος ή Μασσαλιώτης. 
Ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας, πλήρωνε φόρους, αλλά δεν αποκαλούταν Ρωμαίος. Με το διάβα του χρόνου βέβαια και κυρίως χάρη στην κληρονομικότητα, όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιδιότητα.

Έτσι φθάνουμε στο 212 μΧ, οπότε ο αυτοκράτορας Καρακάλλα με έδικτό του, γνωστή επισήμως ως Constitutio Antoniniana, παραχώρησε σε όλους τους ελεύθερους άνδρες της αυτοκρατορίας την πλήρη ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, και σε όλες τις ελεύθερες γυναίκες τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που είχαν οι Ρωμαίες της εποχής εκείνης. 
Από τότε λοιπόν και μέχρι το 1453, όποιος ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να αποκαλείται Ρωμαίος. 
Μετά και την έδικτο του Καρακάλλα, μπορεί να ειπωθεί ότι η Ρώμη είχε πλέον μετεξελιχθεί πλήρως σε μία «κοσμόπολη», αφού τα όρια της ξεπερνούσαν τα τείχη της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου και περιέκλειαν ολόκληρη την «οικουμένη» του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος ήταν κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικό ποσοστό του, κτήση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Αμέσως, όμως, καθίσταται σαφές, ότι κατά το διάστημα αυτής της μετάλλαξης, η αρχαία πολεο-κρατική ρωμαϊκή ιδιότητα που δήλωνε ξεκάθαρα το λατινικό έθνος, δεν έχει πλέον κανέναν εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορεί πλέον να έχει παρά μόνο πολιτικό. 
Διότι, ένας Ισπανός, ένας Γαλάτης, ένας Έλληνας, ένας Σύριος, ένας Αιγύπτιος κ.ο.κ., παρότι με την έδικτο του Καρακάλλα εν μιά νυκτί ονομάστηκε Ρωμαίος, δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, δεν άλλαξε ξαφνικά και ως δια μαγείας η εθνική του καταγωγή, η γλώσσα του, η παράδοσή του και όλη η εν γένει εθνική καταβολή του. Το ίδιο ίσχυσε και για τους απογόνους αυτών. 
Από το 212 μΧ και μετά η ονομασία «Ρωμαίος» προσδιόριζε απλώς την πολιτική ταυτότητα, την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-κοσμόπολης-οικουμένης.



Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονόμασε την πόλη σε Νέα Ρώμη, σημειολογικά και, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά για να επιδείξει στον κόσμο ότι η νέα πρωτεύουσα είναι αδιάρρηκτη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. 
Την αδιάρρηκτη αυτή συνέχεια κράτησαν και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έως και το 1453, και αυτήν την συνέχεια τόνιζαν συνεχώς και για τον ρωμαϊκό τίτλο και την πρωτοκαθεδρία που αυτός συνεπάγετο, στον τότε γνωστό κόσμο, ήρθαν σε διπλωματική ρήξη πολύ νωρίς με την Εκκλησία της Ρώμης αρχικά και τους Γερμανούς, αργότερα.

Στην ιστορική επιστήμη αποτελεί καθολικά αποδεκτό κανόνα το αξίωμα ότι η αλλαγή στην Ιστορία επέρχεται μέσω του πολέμου. 
Ο πόλεμος είναι το ιστορικό εκείνο γεγονός και φαινόμενο, το οποίο γκρεμίζει κάτι το παλιό και κτίζει κάτι το καινούριο, είναι ταυτόχρονα «ληξιαρχική πράξη» θανάτου και γέννησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι αρχαίες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων και Αιγυπτίων καταλύθηκαν από την Περσική, η Περσική από την ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνικά βασίλεια από τη Ρώμη.

Έτσι πολλοί σήμερα παραβλέπουν και υποβιβάζουν το γεγονός της μετάλλαξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνική το 330 μΧ, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι, εξωτερικά και τυπικά, στην αυτοκρατορία δεν άλλαξε κάτι παραπάνω από την πρωτεύουσά της και τη θρησκεία της. 
Έτσι όμως παραγνωρίζεται η ουσία ενός ιστορικού γεγονότος. 
Γιατί, αυτό που σήμερα αγνοούν ή αποσιωπούν πολλοί μελετητές της Ιστορίας, είναι ότι η πράξη του Κωνσταντίνου δεν άλλαξε μόνο το γεωγραφικό κέντρο μιας αυτοκρατορίας που, κατά τα άλλα, εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκή. 
Άλλωστε οτιδήποτε σχετίζεται με την άνοδο και εδραίωση του ίδιου του Κωνσταντίνου στην εξουσία κάθε άλλο παρά ειρηνικό ήταν. 
Η περίοδος από τον Διοκλητιανό έως τον Κωνσταντίνο υπήρξε μια συνεχών και σκληρών εμφυλίων πολέμων. 
Ορίστε λοιπόν, που ούτε αυτή η κομβικής ιστορικής σημασίας αλλαγή έγινε ειρηνικά, άρα και το γνωστό ρητό του Ηρακλείτου «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί» εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται. 
Με την μεταφορά, λοιπόν, του κέντρου της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μια αρχαία ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, άλλαξε ριζικά και οριστικά η ίδια η φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας.

Έτσι ενώ το κράτος εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκό, με επίσημη γλώσσα του κράτους τα λατινικά και έλκοντας απευθείας την πολιτική καταγωγή του από τους αρχαίους Ρωμαίους, το κέντρο της αυτοκρατορίας είχε πλέον καταστεί ελληνικό. 
Άλλωστε η ίδια η Ρώμη δεν υπήρξε ποτέ ένα έθνος-κράτος με την σημερινή έννοια. Ακόμα και το να αποκαλείται η Ρώμη «πολυεθνικό κράτος» είναι λάθος και αποδίδει μία άκρως στρεβλή εντύπωση και ερμηνεία της ιστορίας, γιατί ορίζεται ως ένα «πολυεθνικό κράτος» με βάση τα σύγχρονα κριτήρια του βεστφαλιανού κυρίαρχου κράτους της νεότερης εποχής. 
Η Ρώμη όμως δεν υπήρξε ποτέ ένα βεστφαλιανού τύπου κυρίαρχο κράτος. 
Ήταν πάντα μία πόλη-κράτος και εξακολούθησε να είναι πόλη-κράτος ακόμα όταν έγινε αυτοκρατορία: η διαφορά ήταν ότι πλέον είχε γίνει κοσμόπολη, δηλαδή δεν επεκτάθηκαν ποτέ τα κυριαρχικά όρια της Ρώμης εκτός των τειχών της πόλης, αλλά η ίδια ως πόλη είχε αποκτήσει αυτοκρατορική εξουσία πάνω σε όλες τις άλλες πόλεις-κράτη της Μεσογείου.

Όταν λοιπόν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ανατολή, μεταδόθηκε και η αυτοκρατορική ιδιότητα της κοσμόπολης σε μία άλλη πόλη-κράτος: 
το Βυζάντιο που πλέον μετονομάστηκε σε Νέα Ρώμη και Κωνσταντινούπολη. 
Και αυτή η πόλη ήταν ανέκαθεν και αναφανδόν ελληνική. Γιατί στην Ανατολή, δεν κυριαρχούσε μόνο «ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα» εξωτερικά, επιδερμικά και ουδέτερα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σήμερα. 
Η Ανατολή, στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή, κατοικείτο κατά πλειοψηφία από ελληνικούς πληθυσμούς. 
Εκτός, από την κυρίως Ελλάδα, την Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, όπου είναι αυτονόητο ότι κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες, επίσης στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί απευθείας απόγονοι των αποίκων της αλεξανδρινής εποχής, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς λαοί ήταν περισσότερο ή λιγότεροι εξελληνισμένοι. 
Άρα μιλάμε για μια Ανατολή η οποία τον 4ο αιώνα μΧ δεν ήταν μόνο εξωτερικά – επιδερμικά και «κατ’ όνομα» ελληνική – αλλά ήταν βαθιά στη φύση της ελληνική.

Πέραν, όμως, της πολιτικής χροιάς που απέκτησε πλέον το όνομα Ρωμαίος, κατά τον 4ο αιώνα, και το γεγονός ότι δεν επηρέαζε ούτε αλλοίωνε την οποιαδήποτε συνείδηση εθνικής καταγωγής των διαφορετικών εθνικοτήτων «Ρωμαίων», υπήρχε κι ένα άλλο δεδομένο που αφορούσε την αναφανδόν ελληνική ταυτότητα της Ανατολής και την ανέκαθεν διαφορετική ταυτότητά της από τη Δύση. 
Στην επίσημη ιστοριογραφία θεωρείται ως σταθμός η απόφαση του Διοκλητιανού να καθιερώσει την αρχή της τετραρχίας. 
Από πολλούς μελετητές αυτό εκλαμβάνεται ως η απαρχή και η καταδίκη του διαχωρισμού δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έμελλε να επέλθει οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Γιατί, στ’ αλήθεια, η Δύση και η Ανατολή ήταν ήδη δύο διαφορετικοί κόσμοι πολύ πριν την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. 
Στην Ανατολή η Ρώμη κατέκτησε και απλώς διοικούσε έναν κόσμο ελληνικό. Μια ελληνική οικουμένη που είχε καθιερωθεί ως τέτοια ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, των ελληνιστικών χρόνων. 
Στην Ανατολή, η Ρώμη δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι, δεν μπορούσε να «εκρωμαΐσει» τίποτα. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η Ρώμη που τελικά κατακτήθηκε από τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ομολογήσει και ο ποιητής Οράτιος. 
Ήταν η Ρώμη η οποία χρειάστηκε να εξελληνιστεί, εν μέρει, για να μπορέσει να διατελέσει επιτυχώς τον ηγετικό της αυτοκρατορικό ρόλο, σε έναν κόσμο όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος και φύση κυριαρχούσε. 
Στη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί η Ρώμη έπρεπε να εκπολιτίσει βαρβάρους. Αυτός ο εκπολιτισμός της βάρβαρης Δύσης δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε απόλυτο βαθμό στους λίγους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας. 
Έτσι η Δύση έμεινε πάντα κατώτερη πολιτισμικά ενώ η Ανατολή ξεχώριζε ως ένας άλλος, ανώτερος κόσμος, ήδη από τον 1ο αιώνα.

Με πιο απλά λόγια, ενώ η Δύση ήταν εξ αρχής αποκλειστικά ρωμαϊκή υπόθεση, η Ανατολή ήταν πάλι εξ αρχής, αποκλειστικά ελληνική, απλώς υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ρωμαϊκούς νόμους. 
Έτσι όταν οι δύο αυτοί διαφορετικοί πόλοι του ρωμαϊκού κόσμου χωρίστηκαν οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα, δεν γεννήθηκε κάτι από το μηδέν, δεν προέκυψε κάποια νέα σημαντική διαφορά που δεν προϋπήρχε μεταξύ των δύο αυτών κόσμων. 
Η Ανατολή συνέχισε να είναι ο ίδιος ελληνικός κόσμος που ήδη για αιώνες ήταν, ενώ η ελλιπώς εκπολιτισμένη Δύση υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές και εισήλθε σε μία παρατεταμένη «σκοτεινή εποχή», όπως σωστά έχει αποκληθεί, από την οποία δεν θα εξερχόταν παρά αρκετούς αιώνες αργότερα. Έτσι είναι η Δύση εκείνη μόνο που έπεσε στον «σκοτεινό Μεσαίωνα» και όχι η ελληνική Ανατολή.

Ερχόμαστε λοιπόν στην χρονολογία-σταθμό του 476 μΧ. 
Είναι η χρονιά κατά την οποία ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης, ο δεκαπενταετής Ρωμύλος Αυγουστύλος ανατράπηκε από τον γοτθικής καταγωγής Οδόακρο. 
Η ιταλική χερσόνησος είχε εν τω μεταξύ ήδη κατακτηθεί από τους Γότθους και η υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, η Γαλλία και η Ισπανία είχε επίσης υποκύψει σε Φράγκους, Γότθους και Βουργουνδούς, επομένως τα εδάφη της επίσημης και κατ’ όνομα «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», περιορίζονταν και ταυτίζονταν πλέον με την Ανατολική Μεσόγειο και τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. 
Το 476 συμβαίνει, επομένως, το εξής κομβικό ιστορικό αποτέλεσμα. Είναι τότε ακριβώς όπου η ονομασία «Ρωμαίος» αρχίζει σταδιακά και εκ των πραγμάτων να σημαίνει περισσότερο τον Έλληνα και την ελληνική εθνική ταυτότητα και καταγωγή και λιγότερο τον κάτοχο της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη. 
Άλλωστε αν και η έδικτος του Καρακάλλα τυπικά εξακολουθούσε να υφίσταται, εφόσον ποτέ δεν εκδόθηκε νέο ακυρωτικό για αυτήν διάταγμα, η ιστορική πραγματικότητα έδειξε ότι νεοεισελθέντες λαοί που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εντός της ρωμαϊκής επικράτειας, με κυριότερα παραδείγματα τους Γότθους και τους Σλάβους, δεν έγιναν ούτε αποκλήθηκαν ποτέ ως Ρωμαίοι.

Και το συμπέρασμα σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα προκύπτει κρίνοντας από τον κανόνα. Κανόνας είναι η κατάσταση στην οποία ιστορικά βρίσκεται ένα έθνος και όχι τις μεμονωμένες εξαιρέσεις προσώπων ξένης εθνικότητας που έτυχε να εκρωμαϊστούν, να αφομοιωθούν και να ανέλθουν στην ρωμαϊκή κοινωνία, όπως π.χ. ο Στιλίχονας και κάποιοι Αρμένιοι, Χάζαροι και Σλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. 
Το ίδιο ισχύει και για τους Σκλαβήνους της Πελοποννήσου, οι οποίοι αφενός δεν απέκτησαν ποτέ την ιδιότητα του «Ρωμιού» παρά μόνο όταν εξελληνίστηκαν, κάτι που αφετέρου συνέβη αρκετά αργά και όταν πλέον, λόγω της γεωγραφικής τους απομόνωσης, είχαν χάσει κάθε φυσική επαφή με τους άλλους Σλάβους της βόρειας Βαλκανικής. 
Αυτές είναι εξαιρέσεις που δεν ακυρώνουν τον κανόνα, αλλά μάλλον τον επιβεβαιώνουν. 
Ο κανόνας λοιπόν της ιστορικής πραγματικότητας δείχνει ότι οι Γότθοι και οι Σλάβοι ακόμα και όταν εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε έδαφος της ρωμαϊκής επικράτειας, ποτέ δεν εκρωμαΐστηκαν ή αφομοιώθηκαν πλήρως στο ρωμαϊκό και αργότερα βυζαντινό κράτος, αλλά παρέμειναν πάντα ως τέτοιοι, δηλαδή Γότθοι και Σλάβοι.

Έτσι όταν πλέον όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, όλοι όσοι αποκαλούνταν Ρωμαίοι, ήταν πλέον είτε Έλληνες, είτε εξελληνισμένα φύλα της Μικράς Ασίας, ενώ ελάχιστοι μη-ελληνικοί πληθυσμοί (κάποιες μειονότητες στα δυτικά και βόρεια Βαλκάνια και οι Αρμένιοι στην Ανατολή) απέμεναν πλέον στα όρια της αυτοκρατορίας, ποιος άλλος μπορούσε να είναι Ρωμαίος αν όχι ο Έλληνας; 
Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, τόσο από το πώς αυτοαποκαλούνταν οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και από το πώς τους προσδιόριζαν οι ξένοι, δηλαδή οι Δυτικοί, οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι λοιποί. 
Έτσι, εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σταδιακά και ολοένα περισσότερο, οι μη-Έλληνες άρχισαν να διαφοροποιούνται από τους «γνήσιους Ρωμαίους» Έλληνες. Αλλά το πώς ακριβώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
 Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης
 
H Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα ήταν σωστό, στην ακαδημαϊκή ορολογία, να χωρίζεται, σε προ Μεγάλου Κωνσταντίνου και μετά το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ή αλλιώς, προ-Κωνσταντινουπόλεως και μετά-Κωνσταντινουπόλεως. 
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η διαφορά που επέφερε στην αυτοκρατορία η βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξε ουσιαστική και ριζική – και όχι μόνο όσον αφορά την καθιέρωση και εξάπλωση του Χριστιανισμού, αυτό αποτέλεσε μία μόνο από τις πολλές πτυχές της μοναδικής φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας.


Η καθοριστική αλλαγή ήταν η ανάδειξη του ελληνικού στοιχείου της Ανατολής. Το αρχαίο Βυζάντιο, δεν ήταν απλώς ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι, δεν ήταν μόνο μια στρατηγική τοποθεσία μεταξύ Μεσογείου και Ευρασίας. 
Βρισκόταν ακριβώς στο γεωγραφικό κέντρο του αρχαίου ελληνιστικού κόσμου της Ανατολής. 
Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου δεν ήταν μια ακόμα «ρωμαϊκή» πόλη, δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια νέα πρωτεύουσα, όπως τα Μεδιόλανα στη Δύση. Αναδείχθηκε από την πρώτη στιγμή, ήδη από το 330 μ.Χ., ως ελληνική πρωτεύουσα. 
Η πρώτη πανελλήνια πρωτεύουσα στην Ιστορία, η απόλυτη κοσμόπολη της ελληνικής οικουμένης - κάτι που ούτε ο Αλέξανδρος δεν είχε καταφέρει να κάνει στο παρελθόν.

Πολλά, θετικά και αρνητικά, αποδίδονται από ιστορικούς και διάφορους μελετητές στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μέγα. 
Ένα όμως παραμένει βέβαιο: ο άνθρωπος ήταν ένας μεγάλος οραματιστής και προικισμένος με μοναδική διορατικότητα. 
Επομένως, δεν έκανε καμία επιλογή τυχαία. Δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. 
Σε πόλη, δηλαδή, ελληνική, στην αμέσως απέναντι ασιατική ακτή της Προποντίδας και μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την πόλη που έμελλε να πάρει το όνομά του. 
Εξάλλου, από την μεριά της μητέρας του ήταν κι ο ίδιος Έλληνας, αλλά είναι σαφές πως, εκτός του γεγονότος ότι η Ανατολή ήταν πολιτισμικά ανώτερη της Δύσης και άρα είχε καλλίτερες προϋποθέσεις να αντέξει τις βαρβαρικές επιδρομές, ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι η τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην καρδιά της ελληνική. 
Επομένως, άρμοζε σε έναν ελληνικό κόσμο να έχει και μια ελληνική πρωτεύουσα.



Ήδη, ποιο πάνω, εξηγήσαμε ότι η ρωμαϊκή ταυτότητα των αυτοκρατορικών χρόνων, ήταν σαφώς πολιτική και δεν υπήρξε ποτέ εθνική. 
Στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες υπήρξε η πολιτική ταυτότητα πολλών διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στα όρια της αυτοκρατορίας ως υπήκοοι της παλαιάς ή της νέας Ρώμης. 
Στο διάβα, όμως, των αιώνων και όσο συρρικνώνεται η εδαφική έκταση της αυτοκρατορίας, βρίσκουμε όλο και λιγότερες διαφορετικές εθνότητες στα πλαίσια αυτής. 
Στη δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, οι Κέλτες και τα άλλα αρχαία φύλα που είχαν υποταχθεί από την αρχαία Ρώμη, έχασαν τη ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα, άρα και το όνομα «Ρωμαίος», όταν οι περιοχές τους κατακτήθηκαν από Γότθους, Βανδάλους και άλλα γερμανικά φύλα του Βορρά. 
Έτσι, είναι χαρακτηριστικό, ότι μία ακραιφνώς ρωμαϊκή επαρχία της βόρειας Ιταλίας και μάλιστα με κύρια πόλη τα Μεδιόλανα, πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Δύσης των ύστερων χρόνων, βρέθηκε να ονομάζεται Λομβαρδία, από το γνωστό γερμανικό φύλο που εισέβαλε και εγκαταστάθηκε εκεί στα χρόνια της βαρβαρικής κατάκτησης της Δύσης.

Εκ των πραγμάτων, η Ανατολή και η Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται μοναδικοί και αποκλειστικοί διάδοχοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής πολιτικής ταυτότητας και του ρωμαϊκού ονόματος στους λεγόμενους Μέσους Χρόνους. 
Εδώ στην Ανατολή, όμως, η αυτοκρατορία είναι σαφώς περιορισμένη εδαφικά. Μέχρι και την εμφάνιση του Ισλάμ και την αραβική εξάπλωση του 7ου αιώνα, και με εξαίρεση τα εδάφη της Βόρειας Αφρικής και την βραχύβια ανάκτηση της Ιταλίας και της νότιας Ισπανίας, η αυτοκρατορία είναι περιορισμένη στο γεωγραφικό χώρο της χερσονήσου του Αίμου, της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. 
Χώρες, οι οποίες είχαν υπάρξει όλες μέρη των ελληνιστικών βασιλείων της προ-ρωμαϊκής εποχής και των οποίων οι πληθυσμοί, ήταν είτε απευθείας απόγονοι των παλαιών Ελλήνων αποίκων, είτε γηγενείς αρχαίοι λαοί που είχαν γίνει κοινωνοί, μέτοχοι της ελληνικής οικουμένης.



Αρκετοί σημερινοί «ιστορικοί» αρνούνται την ύπαρξη του έθνους και της εθνικότητας πριν... τη Γαλλική Επανάσταση. 
Επί του παρόντος δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν τη γελοία άποψη, εξάλλου θεωρούμε περιττό και μάταιο να οφείλει κανείς συνεχώς να «απολογείται» και να «αποδεικνύει» τα αυτονόητα. 
Το αναφέρουμε ωστόσο, γιατί όσοι από αυτούς τους «μελετητές» ασχολούνται, δυστυχώς, με το Βυζάντιο, διατυπώνουν την ίδια άποψη για το ελληνικό έθνος.

Αυτό όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και πρέπει να εξηγηθεί, διότι διαφορετικά προκαλεί σύγχυση στον σημερινό αναγνώστη είναι ότι οι Έλληνες της περιόδου εκείνης, υιοθέτησαν πλήρως το επίθετο «Ρωμαίος» και «ρωμαϊκός» για να δηλώσουν όχι απλώς την πολιτική τους ταυτότητα ως συνεχιστές της αρχαίας Ρώμης, αλλά και την ίδια την εθνική τους ταυτότητα και τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. 
Έτσι η ελληνική ενδυμασία αποκαλείται «ρωμαϊκή» και η ελληνική γλώσσα το ίδιο. 
Μάλιστα, είναι γνωστό σήμερα ότι η συνήθεια-παράδοση αυτή συνεχίστηκε δια μέσου των χρόνων της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, ευρύτερα, στην ελληνική Ανατολή: οι υπόδουλοι Έλληνες αποκαλούνταν «Ρωμιοί», η ενδυμασία τους «ρωμέικη» και η γλώσσα τους «ρωμέικα». 
Παρατηρείται λοιπόν το εντυπωσιακό γεγονός ότι μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, από τον 5ο αιώνα και μέχρι και τις αρχές του 20ου, το όνομα «Ρωμαίος» και το επίθετο «ρωμαϊκός» έχει πλήρως οικειοποιηθεί και ενστερνιστεί από τους ίδιους τους Έλληνες ως δική τους αποκλειστικά εθνική ονομασία. 
Το πώς ακριβώς συνέβη αυτό κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο και φυσικά συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι και το 1922, οπότε συνέβη η ολοκληρωτική εξόντωση του εκτός Ελλάδος ελληνισμού, είναι δύσκολο να εξηγηθεί με σημερινούς όρους.



Κατ΄αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι ουδέποτε πριν το 1830 είχε υπάρξει ελληνικό κράτος με την ονομασία «Ελλάς». 
Τόσο κατά την ελληνική αρχαιότητα όσο και στα ρωμαϊκά χρόνια, κατ’ επέκταση και στα βυζαντινά, οι προσδιορισμοί ήταν πρωτίστως τοπικοί, γεωγραφικοί και δευτερευόντως εθνικοί. 
Πολλοί σημερινοί μελετητές, επιπόλαια κρίνοντας, νομίζουν ότι βρίσκουν σε αυτή τη λεπτομέρεια την «ανυπαρξία» ή «ασημαντότητα» του έθνους. 
Δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο: η αντίληψη αυτή είναι σαφής προβολή σημερινών προτύπων στο παρελθόν. 
Δηλαδή, επειδή τα έθνη σήμερα νοηματοδοτούνται εθνο-κρατοκεντρικά, δεν είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να μεταφέρει το ίδιο πολλούς αιώνες πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους της νεοτερικής εποχής. 
Τα έθνη υπήρχαν αλλά νοηματοδοτούνταν με διαφορετικό τρόπο πριν την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ελληνικό έθνος ήταν "άστεγο", ότι δεν είχε δηλαδή το δικό του κράτος στο οποίο αποκλειστικά κατοικούσε. 
Για το ελληνικό έθνος στους Μέσους Χρόνους, αυτό το κράτος ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Και για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ελληνικό έθνος βρισκόταν ολόκληρο εντός των ορίων ενός κράτους, το οποίο κράτος περιέκλειε όλους τους γεωγραφικούς χώρους φυσικής και ιστορικής ύπαρξης του ελληνικού έθνους.



Κάτι άλλο, όμως επίσης αξιοσημείωτο, που συνέβαινε στον τότε ελληνικό κόσμο ήταν το εξής: 
ένας Αλεξανδρινός ή ένας Αντιοχεύς, δήλωνε την εθνική του ταυτότητα ακριβώς μέσω της τοπικής. 
Κάποιος δηλαδή ο οποίος ήταν Αλεξανδρινός ή Αντιοχεύς δεν είχε ανάγκη να εξηγήσει σε κάποιον τρίτο ότι ήταν Έλληνας, αφού η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια, ήταν πόλεις σαφώς ελληνικές: είχαν κτισθεί από Έλληνες και κατοικούνταν από Έλληνες. 
Επιπλέον, τότε ακριβώς όπως και σήμερα, είχε μεγαλύτερη σημασία η πολιτική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου, και δη, η ρωμαϊκή. Και τότε, ακριβώς όπως και σήμερα, το πρώτο πράγμα που δήλωνε κανείς ήταν η κρατική ταυτότητά του, η υπηκοότητά του, η ιδιότητα του «Ρωμαίου»: ήταν η «ταυτότητα» και το «διαβατήριο» της εποχής. 
Όπου πάνω σε αυτό το "διαβατήριο" – για να το δούμε σχηματικά με σημερινούς όρους – ήταν γραμμένο το επίθετο του κάθε πολίτη (π.χ. Αθηναίος, Αλεξανδρινός, Αντιοχεύς). 
Στα πλαίσια της αυτοκρατορίας αυτό και μόνο αρκούσε: η δήλωνε την πολιτική ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη αλλά και την εθνική καταγωγή, η οποία προσδιοριζόταν από την πόλη καταγωγής. 
Δευτερευόντως, λοιπόν, αν για κάποιον ξένο δεν αρκούσαν αυτά, η εθνική καταγωγή και ταυτότητα δηλωνόταν από τη γλώσσα που μιλούσε κανείς και την ενδυμασία του. Αυτά τα τελευταία, λοιπόν (γλώσσα και ενδυμασία) στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής ήταν σαφώς ελληνικά.

Κατ’ αντιστοιχία όμως, σήμερα γίνεται ακριβώς το αντίστροφο: κάποιος πρώτα θα δηλώσει αν είναι Έλληνας, Γάλλος, Ιταλός, Γερμανός – την χώρα δηλαδή της οποίας είναι υπήκοος και της οποίας το διαβατήριο φέρει, και δευτερευόντως αν είναι Αθηναίος, Μιλανέζος, Παριζιάνος ή Βερολινέζος. 
Αλλά το τραγελαφικό, για όσους υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε έθνος πριν το έθνος-κράτος, είναι ότι ακόμα και σήμερα, αυτό δεν αρκεί για να δηλώσει την εθνικότητα! 
Διότι μπορεί κάλλιστα κάποιος να είναι π.χ. Γάλλος υπήκοος, κάτοικος Παρισιού, αλλά αλγερινής καταγωγής. Άρα το έθνος και πάλι υπάρχει σε ένα επίπεδο διαφορετικό από το κρατικό. 
Προσδιορίζεται, δηλαδή, πρωταρχικά όχι από το τι αναγράφεται σε ένα διαβατήριο, αλλά από τη γλώσσα, την εξωτερική εμφάνιση, το θρήσκευμα και άλλα χαρακτηριστικά. 
Έτσι λοιπόν, είναι αστείο να αρνείται κανείς την ύπαρξη του έθνους πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν παρατηρούμε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά προσδιορισμού της εθνικότητας εξακολουθούν να είναι, ακόμα και στις μέρες μας, κάτι εντελώς διαφορετικό από την κρατική πολιτική ταυτότητα.



Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λοιπόν, είναι σφάλμα ολκής, να ισχυρίζεται σήμερα κανείς ότι είχαν υποβιβασθεί ή είχαν υποχωρήσει οι διαφορετικές εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις και ότι ήταν όλοι… «Ρωμαίοι». 
Το εξηγήσαμε αυτό εκτενώς πιο πάνω, εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί εδώ είναι ότι στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το ελληνικό έθνος κατείχε εξ αρχής πληθυσμιακή πλειονότητα. 
Σε αντίθεση με την αρχαία Ρώμη, όπου οι γηγενείς Ρωμαίοι ήταν συντριπτική μειονότητα, ανάμεσα στο πλήθος των άλλων εθνών τα οποία κατέκτησαν. 
Στο Βυζάντιο όμως, τελικά, δεν έμεινε κανένα άλλο έθνος εκτός από το ελληνικό. Σταδιακά και συν τω χρόνο, τα όρια της αυτοκρατορίας ολοένα συρρικνώνονταν. 
Τελικά από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν, κατέληξαν να ταυτίζονται με περιοχές όπου κατοικούσαν, είτε αποκλειστικά είτε κατά πλειοψηφία, ελληνικοί πληθυσμοί. 

Το ελληνικό έθνος, με άλλα λόγια, βρέθηκε ολόκληρο μέσα στα όρια μίας κατ’ όνομα «Ρωμαϊκής» Αυτοκρατορίας. 
Για πρώτη φορά στην ιστορία του ενωμένο όλο το ελληνικό έθνος στα όρια ενός και μόνο κράτους. «Ρωμαϊκό» ήταν λοιπόν το όνομα αυτού του πρώτου ελληνικού κράτους, «ρωμαϊκή» ήταν επομένως και η ταυτότητα των Ελλήνων υπηκόων του. 
Κράτος με το όνομα «Ελλάς», δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν, οπότε αναγκαστικά η ονομασία «Έλληνας» η οποία σαφώς και υπήρχε, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επίσημη πολιτική ταυτότητα, όπως χρησιμοποιείται σήμερα. 
Το έθνος όμως ήταν σαφώς ελληνικό - και τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε την εποχή των Μέσων Χρόνων; 
Είτε το ονομάσει κανείς «μακεδονικό» (όπως και η διάσημη αυτοκρατορική δυναστεία), είτε «θρακικό», είτε «παφλαγονικό», είτε «φρυγικό», είτε «ιωνικό», είτε «μικρασιατικό», πρόκειται για το ίδιο και ένα ακριβώς έθνος: το ελληνικό. 
Το οποίο όπως ήδη αναφέραμε, είχε επιλέξει ή κατά κάποιο τρόπο «έτυχε» να αποκαλείται «ρωμαϊκό». Και μιλάμε αυστηρά και αποκλειστικά για την περίοδο μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας και μέχρι το 1453. 
Κανένα άλλο έθνος στον κόσμο, την εποχή εκείνη ούτε αυτό-αποκαλείται, αλλά ούτε και προσδιορίζεται από τρίτους ως «ρωμαϊκό». 
Μάλιστα αρκετοί ξένοι που, όπως αποδείχθηκε επιδίωκαν να σφετεριστούν τον τίτλο του «Ρωμαίου αυτοκράτορα» - ακριβώς επειδή αυτός δεν ήταν εθνικός αλλά πολιτικός, άρα νόμιζαν ότι μπορούσαν να το κάνουν – προσπαθούσαν να «υποβιβάσουν» τους γνήσιους Ρωμαίους, τους Έλληνες, στην εθνική τους ταυτότητα αποκαλώντας τους Γραικούς. 
Κάτι που επιπλέον επιβεβαιώνει και διατρανώνει τόσο την ελληνική εθνικότητα των Βυζαντινών όσο και την ύπαρξη ελληνικού κράτους στους Μέσους Χρόνους.


Ένα άλλο σύνηθες και «δημοφιλές» λάθος που κυκλοφορεί ευρέως, είναι η διατύπωση ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν μία θεοκρατία, μία κρατική οντότητα που προέτασσε κατά κύριο λόγο την θρησκευτική της ταυτότητα έναντι της πολιτικής-κρατικής και εθνικής. 
Ήταν όπως αρέσκονται πολλοί σήμερα να ισχυρίζονται, μια «χριστιανική κοινοπολιτεία» όλων εκείνων που ασπάζονταν το ορθόδοξο δόγμα, μια «χριστιανική οικουμένη». Ακριβώς εδώ όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. 
Διότι στην περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όντως υπήρχε μια ευρύτερη συνείδηση κοινής πίστης στο ορθόδοξο δόγμα, κάτι που ήταν όμως απόρροια σαφούς και συνειδητής εξωτερικής πολιτικής των Βυζαντινών.

Οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας έθεσαν σε εφαρμογή συνειδητά και για καθαρά πρακτικούς, ρεαλιστικούς λόγους, το έξυπνο σχέδιο του εκχριστιανισμού και, εν μέρει, εξελληνισμού, των Σλάβων και των Ρώς των παραδουνάβιων περιοχών και της Ανατολικής Ευρώπης. 
Έτσι η βυζαντινή διπλωματία αποσκοπούσε στην δημιουργία μίας γεωπολιτικής "ζώνης ασφαλείας" γύρω από αυτή. 
Σκοπός ήταν να μετατραπούν παραδοσιακοί εχθροί της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Βούλγαροι και οι Ρως σε φίλους και συμμάχους. 
Αυτό επιδιώχθηκε (δεν επιτεύχθηκε όμως στην πράξη) στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας, όπου κυριάρχησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και κατ’ επέκταση η ελληνική παιδεία και το ελληνικό πνεύμα, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν οι κύριοι φορείς αυτού.

Έτσι είναι πιο σωστό να μιλά κανείς για κοινό πολιτισμό και κοινή παιδεία, καθώς το ορθόδοξο δόγμα συνεπάγετο βυζαντινή (δηλαδή ελληνική) τεχνοτροπία στην αγιογραφία, βυζαντινή αρχιτεκτονική και άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. 
Με αυτή την έννοια – και καθώς η Ορθοδοξία είναι, ούτως ή άλλως, μία καθαρά ελληνική ερμηνεία του Ευαγγελίου – οι Σλάβοι και οι Ρώσοι, έγιναν κοινωνοί του ελληνικού πνεύματος, αλλά μόνο αυτού. 
Σε πολιτικό, χειροπιαστό επίπεδο δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, όπως έγιναν π.χ. υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας οι Ινδοί, λαοί της αφρικανικής ηπείρου και ολόκληρη η Αυστραλία. 
Εκτός από τους Ρώσους που ήταν ούτως ή άλλως εκτός των συνόρων, οι Βούλγαροι ελάχιστο χρονικό διάστημα υπήρξαν υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, στη χρονική διάρκεια από τον 7ο έως και τον 15ο αιώνα. 
Οι Σέρβοι, επίσης, αν και έζησαν ειρηνικά με την αυτοκρατορία, είτε ως υπήκοοι, είτε ως βασσάλοι με ημι-ανεξάρτητα δουκάτα, διατήρησαν άθικτη την εθνική τους ταυτότητα και διαφορετικότητα, από τους Έλληνες-Ρωμιούς.



Αλλά, το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή. Μάλιστα εκεί οι θρησκευτικές και δογματικές διαφορές, οδήγησαν τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, σε διαχωρισμό με βάση εθνικά χαρακτηριστικά, πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο βίαια. Αυτό συνέβη, συγκεκριμένα με τις αιρέσεις και αργότερα με την εμφάνιση και εξάπλωση του Ισλάμ. 
Λαοί της Ανατολής, που είχαν εν μέρει, επιφανειακά, εξελληνιστεί, διατηρούσαν το πνευματικό υπόβαθρο, τις δοξασίες και τις δεισιδαιμονίες των προγόνων τους. 
Έτσι, π.χ. η αποστροφή για τις εικόνες και την ιδέα ενός Θεού που γίνεται τέλειος άνθρωπος, έχει βαθιές ρίζες τόσο στις ασσυριακές/περσικές, όσο και στις ιουδαϊκές δοξασίες της Ανατολής. 
Έτσι οι μεν μονοφυσίτες και μονοθελητιστές, αρνούνταν την ενανθρώπιση του Χριστού, οι δε εικονομάχοι δεν μπορούσαν να ταιριάξουν με τις αυστηρά ανεικονικές παραδόσεις τους, την ιδέα ότι οι εικόνες δεν ήταν είδωλα, όπως τα αγάλματα των αρχαίων. 
Έτσι, κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, η μάχη εναντίον των αιρέσεων, μπορεί να διαφύλαξε το Ορθόδοξο δόγμα, οδήγησε όμως στην αποξένωση για την Αυτοκρατορία των μη-ελληνικών πληθυσμών, ή όσων είχαν βαθειά επηρεαστεί από την Ανατολή εις βάρος της ελληνικής πολιτιστικής τους παράδοσης. 
Έτσι καταλήγει κανείς σήμερα, στο συμπέρασμα, ότι η Ορθοδοξία όπως αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκφράστηκε μέσα από την ελληνική σκέψη. 
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποίησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση, ως ένα εργαλείο για την ερμηνεία του Ευαγγελίου. 
Έτσι η μεν αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία εξέλιπε, σταδιακά, το δε αρχαίο ελληνικό πνεύμα της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας μεταλαμπαδεύτηκε στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, η οποία επομένως εκφραζόταν με τον ελληνικό τρόπο.

Φυσικό επακόλουθο, ήταν ότι οι ανατολικές δοξασίες δεν ταίριαζαν και ανέπτυξαν τις δικές τους ερμηνείες του Ευαγγελίου οδηγώντας σε μία ποικιλία αιρέσεων. 
Έτσι, ανατολικά έθνη που είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό, όπως οι Ασσύριοι, οι Αρμένιοι και οι Αιγύπτιοι, έγιναν μονοθελητιστές, μονοφυσίτες, νεστοριανοί κ.α.. 
Η θεολογική τους απομόνωση και αλλοτρίωση οδήγησε στην αποκοπή τους από τον κορμό της αυτοκρατορίας. 
Εδώ έχει σημασία να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός αυτός δεν έγινε σε καμία περίπτωση πάνω σε εθνολογικές βάσεις, αλλά καθαρά θρησκευτικές, θεολογικές. Απλά τύχαινε ο κορμός των ανατολικών αυτών εθνοτήτων να ασπάζεται τις αιρέσεις αυτές. 
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όσοι Αρμένιοι, Ασσύριοι και Αιγύπτιοι έμειναν πιστοί στο Ορθόδοξο δόγμα δεν αποκόπηκαν από τον κορμό της αυτοκρατορίας, απεναντίας έμειναν μέσα σε αυτόν, και σταδιακά, συν τω χρόνω, εξελληνίστηκαν.



Στην ιστορία της χριστιανικής Ανατολής, υπάρχουν δύο χρονικά σημεία, τα οποία είναι κομβικά για την μετέπειτα οριστική αποκοπή της Ανατολής από την Αυτοκρατορία και την Ορθοδοξία. 
Η πρώτη χρονολογία είναι το 451 μ.Χ., οπότε έλαβε χώρα η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας. Εκεί καταδικάστηκε οριστικά ο μονοφυσιτισμός και η θεολογική σχολή των Αλεξανδρινών και είχε σαν επακόλουθο την αποκοπή πολλών εκκλησιών της Ανατολής από την Ορθοδοξία. 
Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως το πρώτο «σχίσμα» της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την Ανατολή, αφού αν και οι επαρχίες της Βορείου Αφρικής, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας παρέμειναν στα όρια της Αυτοκρατορίας για δύο επιπλέον αιώνες, το 451 η Αυτοκρατορία έχασε οριστικά και αμετάκλητα τις επαρχίες αυτές λόγω των αιρέσεων. 
Εκκλησίες όπως οι Κόπτες της Αιγύπτου και οι Ασσυροχαλδαίοι εδραιώθηκαν ήδη από τότε και παρέμειναν για πάντα ξένο σώμα προς την υπόλοιπη ορθόδοξη Ανατολή.



Η δεύτερη κομβική χρονική συγκυρία για την οριστική απώλεια της Ανατολής και των εκεί εθνοτήτων για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ήταν το 634 μΧ, όταν ξεκίνησε η εισβολή των Αράβων στην αυτοκρατορική επαρχία της Συρίας. 
Οι Άραβες είχαν μόλις ασπαστεί τη νέο-εμφανισθείσα θρησκεία του Ισλάμ και έμελλαν με μία ανεπανάληπτη σειρά κατακτητικών πολέμων και στην διάρκεια των αμέσως επόμενων δεκαετιών να κατακτήσουν όλες εκείνες τις αυτοκρατορικές επαρχίες της Ανατολής, στις οποίες ζούσαν τα έθνη εκείνα που ακολουθούσαν τις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις. 
Τα έθνη αυτά δεν εξισλαμίστηκαν πλήρως, καθώς οι εκκλησίες τους συνέχισαν να υφίστανται, αλλά όσον αφορά την ρωμαϊκή τους ταυτότητα, αυτήν την έχασαν για πάντα. 
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Μουσουλμάνοι δεν αποκάλεσαν ποτέ, κανέναν αιρετικό της Ανατολής ως «Ρουμ», δηλαδή Ρωμιό – στην Αίγυπτο, π.χ. οι Κόπτες δεν αποκαλούνται «Ρουμ». Αποκαλούν, όμως, ακόμα και σήμερα, «Ρουμ» μόνο τους Ελληνορθόδοξους της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, του Λιβάνου και της Συρίας.



Εν συντομεία, στη διάστημα μεταξύ 7ου-8ου αιώνα, η επακόλουθη εξάπλωση του Ισλάμ στην Ανατολή, και σε συνδυασμό με την σχεδόν ταυτόχρονη κάθοδο των Αβάρων και των Σλάβων στη χερσόνησο του Αίμου, περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη που κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς. 
Από την εποχή αυτή και πέρα η Αυτοκρατορία αρχίζει να έχει σταδιακά ολοένα και περισσότερο εθνοκεντρικό χαρακτήρα. 
Αν και ξένοι που εκχριστιανίζονται και ασπάζονται το Ορθόδοξο δόγμα ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι στον ελληνικό κόσμο της Αυτοκρατορίας (εφόσον δηλαδή εξελληνίζονταν), ακόμα και ομόδοξοι χριστιανικοί λαοί όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι των Βαλκανίων, παρέμειναν πάντα «βάρβαροι» στα μάτια των Ελλήνων κατοίκων της Αυτοκρατορίας.

Οι οποίοι Έλληνες κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, έχοντας την καταγωγή και τη γλώσσα ελληνική, επέμεναν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, καθώς αυτή ήταν η επίσημη πολιτική ταυτότητα ήδη από την εποχή του Καρακάλλα. 
Εφόσον δεν είχε μεσολαβήσει καμία απολύτως πολιτική αλλαγή το διάστημα αυτό, όλοι οι Έλληνες κληρονομούσαν από πάππο προς πάππο και την ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα. Μία ιδιότητα η οποία εξάλλου δήλωνε και την πολιτιστική ανωτερότητά τους απέναντι τόσο στους μουσουλμάνους της Ανατολής και τους βάρβαρους του Βορρά, αλλά και στους παπικούς της Δύσης. 
Οι Έλληνες επέμεναν να τονίζουν την ρωμαϊκή τους ταυτότητα μέχρι και το τέλος και ακόμα παραπέρα. Χαρακτηριστικό του πόσο είχαν ταυτιστεί οι έννοιες Έλληνας (ή Γραικός) και Ρωμαίος, είναι ότι ακόμα και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, στον κόσμο της Ανατολής η γλώσσα των Ελλήνων αποκαλείται «ρωμέικα», δηλαδή ρωμαϊκά. 
Είναι πολύ πιθανόν, σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα πλέον, όταν κάποιος πολίτης της παγκοσμιοποιημένης «Δύσης», διαβάσει σε κείμενα της εποχής ότι οι Έλληνες της Σμύρνης ή του Πόντου το 1922, μιλούσαν ρωμαϊκά να νομίσει ότι μιλούσαν λατινικά: και όμως, το 1922, στην Ανατολή ως ρωμαϊκά νοούνταν μόνο τα ελληνικά.



Σήμερα έχει επικρατήσει στην διεθνή ιστοριογραφία και ακαδημαϊκή ορολογία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης να αποκαλείται Βυζαντινή, οι κάτοικοί και οι αυτοκράτορές της Βυζαντινοί, και ο όλος ο μοναδικός πολιτισμός της βυζαντινός. 
Και είναι αλήθεια ότι στην παγκόσμια συνείδηση σήμερα, ο όρος «βυζαντινός» δεν είναι καθόλου υποτιμητικός: απεναντίας. 
Είναι λοιπόν σωστό, να διευκρινίζεται σήμερα για λόγους ιστορικής ορθότητας, ότι επισήμως η Αυτοκρατορία δεν είχε ποτέ την επωνυμία «Βυζαντινή». 
Είναι εξίσου σωστό και δίκαιο να τονίζεται ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας Ρωμαϊκής, η οποία μάλιστα είναι λάθος να θεωρείται ότι «έπεσε» ή «καταλύθηκε» το 476 μΧ, αφού συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη έως το 1453 μΧ. 
Ταυτόχρονα όμως, ένας ειλικρινής και δίκαιος σημερινός μελετητής της Ιστορίας, δεν πρέπει να αγνοεί ή να αποσιωπά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν ελληνική. 
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ή να υποβαθμίζεται το γεγονός ότι η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, εκτός από άμεση διάδοχη κατάσταση εκείνης της αρχαίας Ρώμης, είχε σαφείς και ριζικές διαφορές από αυτήν. 
Πρέπει λοιπόν ένας σημερινός μελετητής της ιστορίας να τονίζει αυτές τις διαφορές και για το λόγο αυτό η ορολογία "Βυζάντιο" και "βυζαντινός" είναι καθ' όλα θεμιτή και πολύ χρήσιμη.



Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης ήταν άμεσοι απόγονοι αρχαίων Ελλήνων, η γλώσσα τους ελληνική, η θρησκεία τους ελληνική (αφού ήδη εξηγήσαμε ότι η Ορθοδοξία είναι ακραιφνώς ελληνική θεολογική έκφραση) και όλος ο πολιτισμός τους ελληνικός και μάλιστα άμεση συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού της αρχαιότητας. 
Πράγματι οι «Βυζαντινοί» ήταν Ρωμαίοι, αλλά μόνο στην πολιτική ταυτότητα. 
Εξάλλου ρωμαϊκό έθνος δεν υπήρξε ποτέ. 
Τέλος, η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δεν πολέμησε ποτέ καμία «αρχαία Ελλάδα», αφενός διότι «αρχαία Ελλάδα» ως επίσημο κράτος ουδέποτε υπήρξε και αφετέρου… ήταν η ίδια η οικουμένη, το τότε κράτος του ελληνικού έθνους, επομένως δεν θα μπορούσε ποτέ να πολεμήσει τον εαυτό της. 
Του Ιωάννη Δανδουλάκη
 
ΠΗΓΗ. peritexnisologos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου