ΠΕΜΠΤΗ 17-8-2017
Γύρω στα 600 εκατομμύρια, ή το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι το 2014, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το 1980.
Στην Ελλάδα το ποσοστό παχυσαρκίας στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι 20%, ενώ 7 ενήλικες στους 10 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Πολύ ψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και ακόμη περισσότερο από τον παγκόσμιο βρίσκεται το ποσοστό της παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα μας.
Αν και τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται κάποια σταθεροποίηση των ποσοστών παχυσαρκίας, αυτό δε συμβαίνει σε όλες τις χώρες, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, όπου αναμένεται ότι το 2030 οι μισοί Αμερικανοί θα είναι παχύσαρκοι.
Αν οι φαντασιόπληκτες δίαιτες των περιοδικών, της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αλλά και μόνη η δύναμη θέλησης ήταν κατάλληλες και επαρκείς λύσεις, τότε θα έπρεπε να υπήρχε βελτίωση, όχι χειροτέρευση.
Ομως, όπως υπογραμμίζουν οι ερευνήτριες διατροφολόγοι Σ. Ρόμπερτς και Σ. Κρούπα Ντας, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ταφτς των ΗΠΑ, η παχυσαρκία είναι πολύ περίπλοκη για να μπορεί να λυθεί μόνο με γρήγορες λύσεις.
Η κατανόηση του γιατί τρώμε ό,τι τρώμε, πώς το σώμα ελέγχει το βάρος και η ανακάλυψη των καλύτερων τρόπων για να μπορέσουν οι άνθρωποι να αλλάξουν ανθυγιεινές συνήθειες δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Προηγούμενη ερευνητική δουλειά τους έδειξε ότι ανάμεσα στη διατροφή και την άσκηση, που είναι και οι δύο απαραίτητες για την απώλεια και διατήρηση του χαμηλότερου βάρους με υγιεινό τρόπο, πρωτεύουσα βαρύτητα έχει η διατροφή.
Οπως πολλοί επιστήμονες υποψιάζονταν και τώρα πια έχει αποδειχτεί, το τι τρως και το πόσο τρως παίζουν σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο αν θα χάσεις περιττό βάρος.
Μπορεί μάλιστα να τρως λιγότερο αλλά με διαφορετική σύνθεση τροφών και να μη χάνεις βάρος ή ακόμη και να παχαίνεις.
Η καπιταλιστική κρίση, που χτυπά ανελέητα τα λαϊκά στρώματα, μπορεί μεν να οδηγεί σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης τροφίμων, αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματη μείωση της παχυσαρκίας στον πληθυσμό, καθώς τα φθηνότερα τρόφιμα είναι συχνά λιγότερο κατάλληλα για διατήρηση του κανονικού βάρους.
Η Ρόμπερτς και η Κρούπα Ντας, συνεχίζοντας την έρευνά τους, έδειξαν πως κάποιοι άνθρωποι χάνουν βάρος πιο εύκολα τρώγοντας ορισμένες τροφές συγκριτικά με άλλους.
Χωρίς να αλλάζει η ουσία, δηλαδή κατάλληλη μείωση των θερμίδων και ταυτόχρονα περισσότερη άσκηση, η προσέγγιση του κανονικού βάρους ιδανικά γίνεται με εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής.
Η
παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης των σημαντικότερων από τις μη
μεταδιδόμενες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων του διαβήτη τύπου 2, των
καρδιαγγειακών παθήσεων, του άσθματος, της οστεοαρθρίτιδας, των
εγκεφαλικών και διαφόρων τύπων καρκίνου, μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής
του παχύσαρκου έως και κατά 14 χρόνια.
Αλλά το υπερβάλλον βάρος επιδρά και στην ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις, να κάνει καλό και βαθύ ύπνο και να έχει καλή υγεία σε μεγάλη ηλικία. Και βέβαια μειώνει την αντοχή (λαχάνιασμα, πιο γρήγορη κόπωση) και ιδιαίτερα στους νέους μπορεί να ασκεί και ψυχολογική πίεση.
Πόση ενέργεια χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για να διατηρηθεί επιτελώντας τις εσωτερικές λειτουργίες του;
Για να χρησιμοποιήσει την ενέργεια που παίρνει από τις τροφές, οι τροφές πρέπει να διασπαστούν, να μεταβολιστούν, ώστε να μετατραπούν στην απλή μορφή καυσίμου που χρησιμοποιεί ο οργανισμός, το αντίστοιχο της βενζίνης για τα αυτοκίνητα.
Το καύσιμο αυτό καίγεται με τη βοήθεια του οξυγόνου και όσο πλεονάζει αποθηκεύεται στο συκώτι ως γλυκογόνο (μορφή υδατάνθρακα) και λίπος.
Οταν δεν υπάρχει άλλος χώρος στο συκώτι, τότε το πλεόνασμα μετακινείται σε κύτταρα λίπους σε άλλα σημεία στο σώμα.
Παραπροϊόντα του μεταβολισμού είναι το διοξείδιο του άνθρακα, που εκπνέουμε και άλλα υλικά που απομακρύνονται με τα ούρα και τα κόπρανα. Η διαδικασία του μεταβολισμού γίνεται με διαφορετικό βαθμό αποτελεσματικότητας σε κάθε άνθρωπο και διαφορετικό βαθμό στον ίδιο άνθρωπο ανάλογα με τις συνθήκες.
Πειράματα έδειξαν ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πάρα πολλές θερμίδες για να παραμείνει υγιής και δραστήριος.
Οποιοδήποτε πλεόνασμα θερμίδων καταλήγει σύντομα σε αύξηση βάρους, όπως συμβαίνει σε όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Ενας ενήλικος καυκάσιος άντρας χρειάζεται γύρω στις 2.500 θερμίδες τη μέρα για να διατηρήσει το βάρος του, ενώ μια ενήλικη γυναίκα της ίδιας φυλής γύρω στις 2.000 (αυτό συμβαίνει επειδή οι άντρες έχουν συνήθως μεγαλύτερο σώμα και μεγαλύτερη μυική μάζα).
Το ύψος των θερμίδων είναι διαφορετικό για άλλες φυλές με κατά μέσο όρο λιγότερο ογκώδη κατασκευή, π.χ. για Ασιάτες. Γι' αυτό σε χώρες όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (το πηλίκο του βάρους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) πάνω από τον οποίο το άτομο θεωρείται υπέρβαρο ή παχύσαρκο είναι πιο χαμηλός.
Το
πόσο κινητικά δραστήρια ζωή διεξάγει κανείς, λίγο επηρεάζει το ποσό των
καθημερινά αναγκαίων θερμίδων.
Αποδείχτηκε ότι ακόμη και κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες της Τανζανίας δε χρειάζονται πάνω από 2.650 θερμίδες τη μέρα και οι γυναίκες τους που είναι αρκετά πιο μικροκαμωμένες 1.900 θερμίδες.
Ακόμη και οι Γιακούτ, οι Εσκιμώοι κάτοικοι της Σιβηρίας δεν έχουν ανάγκη για περισσότερες από 3.100 θερμίδες και οι γυναίκες τους 2.300, ενώ τα αντίστοιχα ποσά για τους κατοίκους των Ανδεων είναι 2.650 και 2.340.
Η υπέρβαση των απαραίτητων θερμίδων κατά 50 έως 100 τη μέρα, το ισοδύναμο ενός ή δυο μπισκότων, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του βάρους κατά 3 κιλά μέσα σε ένα χρόνο κι αν αυτό συνεχιστεί, κατά 10 έως 30 κιλά σε μια δεκαετία.
Για τη διατήρηση του σωστού βάρους δεν είναι αρκετό να τρώει κανείς απλώς τον απαραίτητο αριθμό θερμίδων.
Κάθε τροφή είναι ένα μείγμα σε διαφορετική αναλογία από πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, αλλά και μη αφομοιώσιμα υλικά, όπως οι ίνες.
Αποδεικνύεται ότι οι φυσικές ιδιότητες και η χημική σύνθεση μιας τροφής επηρεάζουν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι εκτιμούσαν παλιότερα οι ερευνητές, την ικανότητα του οργανισμού να αφομοιώσει τις θερμίδες που περιέχει.
Για παράδειγμα, ο οργανισμός δεν μπορεί να αφομοιώσει όλες τις θερμίδες που έχουν τα ωμά αμύγδαλα, αλλά μπορεί να μεταβολίσει το σύνολο των θερμίδων στο βούτυρο από αμύγδαλα.
Τα δημητριακά ολικής άλεσης και γενικά τα δημητριακά που περιέχουν σημαντικό ποσοστό ινών, επίσης χωνεύονται λιγότερο αποτελεσματικά.
Οπως έδειξαν πειραματικές μετρήσεις, ένα μέρος από τις θερμίδες που εμπεριέχουν τέτοιες τροφές αποβάλλεται με τα υλικά των κοπράνων, ενώ ένα άλλο μέρος καταναλώνεται στη διαδικασία της πιο δύσκολης πέψης αυτών των τροφών. Αρα, τουλάχιστον γι' αυτά τα είδη τροφής, οι αναγραφόμενες θερμίδες στις συσκευασίες τους δεν είναι απόλυτος οδηγός.
Αποδείχτηκε
ότι η άσκηση, αν και απαραίτητη για να παραμένουν η καρδιά, ο
εγκέφαλος, τα οστά και άλλα όργανα και ιστοί του σώματος σε καλή
κατάσταση, δεν καταναλώνει πάνω από το ένα τρίτο των θερμίδων που το
σώμα απορροφά από τις τροφές.
Ο βασικός μεταβολισμός του οργανισμού, δηλαδή η ενέργεια που χρειάζεται για να διατηρηθεί σε ηρεμία (π.χ. κατά τη διάρκεια του ύπνου), απαιτεί τα υπόλοιπα δύο τρίτα.
Οργανο με τη μεγαλύτερη ανάγκη ενέργειας είναι ο εγκέφαλος και ακολουθούν η καρδιά, τα νεφρά και οι λείοι μύες του πεπτικού, όχι οι σκελετικοί μύες.
Παρ' όλα αυτά η άσκηση για ενδυνάμωση, που επιφέρει αύξηση της μυικής μάζας, μπορεί να αυξήσει σε μέτριο βαθμό το βασικό μεταβολισμό. Και βέβαια, οι μεταβολικές ανάγκες μειώνονται με την ηλικία.
Ερευνα με μέλη μεγάλων οικογενειών έδειξε ότι διορθώνοντας για όλους τους άλλους παράγοντες (φύλο, ηλικία κ.τ.λ.) υπήρχε διαφοροποίηση έως και 500 θερμίδων από άτομο σε άτομο της ίδιας οικογενειακής καταγωγής.
Σα να μην έφταναν όλοι αυτοί οι διαφοροποιητικοί παράγοντες γύρω από το θέμα απώλειας περιττού βάρους και διατήρησης του κανονικού, η διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης, μέσα από τη φυσική επιλογή, έβαλε μια επιπλέον περιπλοκή.
Εξελικτικά ευνοούνται εκείνα τα άτομα που κάνουν πιο αποδοτική χρήση των ενεργειακών τους πηγών. Ετσι, όταν αρχίσει κανείς να χάνει περιττό βάρος, ο μεταβολικός του ρυθμός πέφτει συγκριτικά πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χάσει κι άλλο βάρος.
Οταν σταθεροποιήσει το βάρος του σε χαμηλότερο επίπεδο, η άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση αυτού του επιπέδου, αντισταθμίζοντας τις μειωμένες ενεργειακές ανάγκες του μικρότερου πια σώματός του.
Σημαντικότατος είναι ο παράγοντας εγκέφαλος, η αίσθηση της πείνας και της λιγούρας για γλυκό, αλμυρό ή κάτι άλλο.
Δοκιμές με διάφορα είδη τροφής έδειξαν ότι γεύματα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (δηλαδή εκείνα που δεν ανεβάζουν απότομα τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα), πλούσια σε πρωτεΐνες και ίνες, χορταίνουν καλύτερα και για περισσότερο.
Εκείνοι που έτρωγαν πρωινό με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη έπαιρναν από τα υπόλοιπα γεύματα 29% περισσότερες θερμίδες σε σύγκριση με εκείνους που έπαιρναν ίδιας θερμιδικής αξίας πρωινό με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Φυσικά, η όποια προσπάθεια για απώλεια περιττού βάρους, ειδικά για τα κορίτσια και τις νέες κοπέλες, πρέπει να γίνεται με τρόπο που να αποφεύγεται το πέρασμα στο άλλο άκρο, η απόκτηση ψυχολογίας νευρικής ανορεξίας.
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗ
Πηγή: «Scientific American»
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Γύρω στα 600 εκατομμύρια, ή το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι το 2014, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το 1980.
Στην Ελλάδα το ποσοστό παχυσαρκίας στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι 20%, ενώ 7 ενήλικες στους 10 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Πολύ ψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και ακόμη περισσότερο από τον παγκόσμιο βρίσκεται το ποσοστό της παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα μας.
Αν και τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται κάποια σταθεροποίηση των ποσοστών παχυσαρκίας, αυτό δε συμβαίνει σε όλες τις χώρες, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, όπου αναμένεται ότι το 2030 οι μισοί Αμερικανοί θα είναι παχύσαρκοι.
Αν οι φαντασιόπληκτες δίαιτες των περιοδικών, της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αλλά και μόνη η δύναμη θέλησης ήταν κατάλληλες και επαρκείς λύσεις, τότε θα έπρεπε να υπήρχε βελτίωση, όχι χειροτέρευση.
Ομως, όπως υπογραμμίζουν οι ερευνήτριες διατροφολόγοι Σ. Ρόμπερτς και Σ. Κρούπα Ντας, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ταφτς των ΗΠΑ, η παχυσαρκία είναι πολύ περίπλοκη για να μπορεί να λυθεί μόνο με γρήγορες λύσεις.
Η κατανόηση του γιατί τρώμε ό,τι τρώμε, πώς το σώμα ελέγχει το βάρος και η ανακάλυψη των καλύτερων τρόπων για να μπορέσουν οι άνθρωποι να αλλάξουν ανθυγιεινές συνήθειες δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Προηγούμενη ερευνητική δουλειά τους έδειξε ότι ανάμεσα στη διατροφή και την άσκηση, που είναι και οι δύο απαραίτητες για την απώλεια και διατήρηση του χαμηλότερου βάρους με υγιεινό τρόπο, πρωτεύουσα βαρύτητα έχει η διατροφή.
Οπως πολλοί επιστήμονες υποψιάζονταν και τώρα πια έχει αποδειχτεί, το τι τρως και το πόσο τρως παίζουν σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο αν θα χάσεις περιττό βάρος.
Μπορεί μάλιστα να τρως λιγότερο αλλά με διαφορετική σύνθεση τροφών και να μη χάνεις βάρος ή ακόμη και να παχαίνεις.
Η καπιταλιστική κρίση, που χτυπά ανελέητα τα λαϊκά στρώματα, μπορεί μεν να οδηγεί σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης τροφίμων, αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματη μείωση της παχυσαρκίας στον πληθυσμό, καθώς τα φθηνότερα τρόφιμα είναι συχνά λιγότερο κατάλληλα για διατήρηση του κανονικού βάρους.
Η Ρόμπερτς και η Κρούπα Ντας, συνεχίζοντας την έρευνά τους, έδειξαν πως κάποιοι άνθρωποι χάνουν βάρος πιο εύκολα τρώγοντας ορισμένες τροφές συγκριτικά με άλλους.
Χωρίς να αλλάζει η ουσία, δηλαδή κατάλληλη μείωση των θερμίδων και ταυτόχρονα περισσότερη άσκηση, η προσέγγιση του κανονικού βάρους ιδανικά γίνεται με εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής.
Αιτία πολλών δεινών
Αλλά το υπερβάλλον βάρος επιδρά και στην ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις, να κάνει καλό και βαθύ ύπνο και να έχει καλή υγεία σε μεγάλη ηλικία. Και βέβαια μειώνει την αντοχή (λαχάνιασμα, πιο γρήγορη κόπωση) και ιδιαίτερα στους νέους μπορεί να ασκεί και ψυχολογική πίεση.
Πόση ενέργεια χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για να διατηρηθεί επιτελώντας τις εσωτερικές λειτουργίες του;
Για να χρησιμοποιήσει την ενέργεια που παίρνει από τις τροφές, οι τροφές πρέπει να διασπαστούν, να μεταβολιστούν, ώστε να μετατραπούν στην απλή μορφή καυσίμου που χρησιμοποιεί ο οργανισμός, το αντίστοιχο της βενζίνης για τα αυτοκίνητα.
Το καύσιμο αυτό καίγεται με τη βοήθεια του οξυγόνου και όσο πλεονάζει αποθηκεύεται στο συκώτι ως γλυκογόνο (μορφή υδατάνθρακα) και λίπος.
Οταν δεν υπάρχει άλλος χώρος στο συκώτι, τότε το πλεόνασμα μετακινείται σε κύτταρα λίπους σε άλλα σημεία στο σώμα.
Παραπροϊόντα του μεταβολισμού είναι το διοξείδιο του άνθρακα, που εκπνέουμε και άλλα υλικά που απομακρύνονται με τα ούρα και τα κόπρανα. Η διαδικασία του μεταβολισμού γίνεται με διαφορετικό βαθμό αποτελεσματικότητας σε κάθε άνθρωπο και διαφορετικό βαθμό στον ίδιο άνθρωπο ανάλογα με τις συνθήκες.
Πειράματα έδειξαν ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πάρα πολλές θερμίδες για να παραμείνει υγιής και δραστήριος.
Οποιοδήποτε πλεόνασμα θερμίδων καταλήγει σύντομα σε αύξηση βάρους, όπως συμβαίνει σε όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Ενας ενήλικος καυκάσιος άντρας χρειάζεται γύρω στις 2.500 θερμίδες τη μέρα για να διατηρήσει το βάρος του, ενώ μια ενήλικη γυναίκα της ίδιας φυλής γύρω στις 2.000 (αυτό συμβαίνει επειδή οι άντρες έχουν συνήθως μεγαλύτερο σώμα και μεγαλύτερη μυική μάζα).
Το ύψος των θερμίδων είναι διαφορετικό για άλλες φυλές με κατά μέσο όρο λιγότερο ογκώδη κατασκευή, π.χ. για Ασιάτες. Γι' αυτό σε χώρες όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (το πηλίκο του βάρους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) πάνω από τον οποίο το άτομο θεωρείται υπέρβαρο ή παχύσαρκο είναι πιο χαμηλός.
Βασικός μεταβολικός ρυθμός
Αποδείχτηκε ότι ακόμη και κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες της Τανζανίας δε χρειάζονται πάνω από 2.650 θερμίδες τη μέρα και οι γυναίκες τους που είναι αρκετά πιο μικροκαμωμένες 1.900 θερμίδες.
Ακόμη και οι Γιακούτ, οι Εσκιμώοι κάτοικοι της Σιβηρίας δεν έχουν ανάγκη για περισσότερες από 3.100 θερμίδες και οι γυναίκες τους 2.300, ενώ τα αντίστοιχα ποσά για τους κατοίκους των Ανδεων είναι 2.650 και 2.340.
Η υπέρβαση των απαραίτητων θερμίδων κατά 50 έως 100 τη μέρα, το ισοδύναμο ενός ή δυο μπισκότων, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του βάρους κατά 3 κιλά μέσα σε ένα χρόνο κι αν αυτό συνεχιστεί, κατά 10 έως 30 κιλά σε μια δεκαετία.
Για τη διατήρηση του σωστού βάρους δεν είναι αρκετό να τρώει κανείς απλώς τον απαραίτητο αριθμό θερμίδων.
Κάθε τροφή είναι ένα μείγμα σε διαφορετική αναλογία από πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, αλλά και μη αφομοιώσιμα υλικά, όπως οι ίνες.
Αποδεικνύεται ότι οι φυσικές ιδιότητες και η χημική σύνθεση μιας τροφής επηρεάζουν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι εκτιμούσαν παλιότερα οι ερευνητές, την ικανότητα του οργανισμού να αφομοιώσει τις θερμίδες που περιέχει.
Για παράδειγμα, ο οργανισμός δεν μπορεί να αφομοιώσει όλες τις θερμίδες που έχουν τα ωμά αμύγδαλα, αλλά μπορεί να μεταβολίσει το σύνολο των θερμίδων στο βούτυρο από αμύγδαλα.
Τα δημητριακά ολικής άλεσης και γενικά τα δημητριακά που περιέχουν σημαντικό ποσοστό ινών, επίσης χωνεύονται λιγότερο αποτελεσματικά.
Οπως έδειξαν πειραματικές μετρήσεις, ένα μέρος από τις θερμίδες που εμπεριέχουν τέτοιες τροφές αποβάλλεται με τα υλικά των κοπράνων, ενώ ένα άλλο μέρος καταναλώνεται στη διαδικασία της πιο δύσκολης πέψης αυτών των τροφών. Αρα, τουλάχιστον γι' αυτά τα είδη τροφής, οι αναγραφόμενες θερμίδες στις συσκευασίες τους δεν είναι απόλυτος οδηγός.
Ο παράγοντας άσκηση
Ο βασικός μεταβολισμός του οργανισμού, δηλαδή η ενέργεια που χρειάζεται για να διατηρηθεί σε ηρεμία (π.χ. κατά τη διάρκεια του ύπνου), απαιτεί τα υπόλοιπα δύο τρίτα.
Οργανο με τη μεγαλύτερη ανάγκη ενέργειας είναι ο εγκέφαλος και ακολουθούν η καρδιά, τα νεφρά και οι λείοι μύες του πεπτικού, όχι οι σκελετικοί μύες.
Παρ' όλα αυτά η άσκηση για ενδυνάμωση, που επιφέρει αύξηση της μυικής μάζας, μπορεί να αυξήσει σε μέτριο βαθμό το βασικό μεταβολισμό. Και βέβαια, οι μεταβολικές ανάγκες μειώνονται με την ηλικία.
Ερευνα με μέλη μεγάλων οικογενειών έδειξε ότι διορθώνοντας για όλους τους άλλους παράγοντες (φύλο, ηλικία κ.τ.λ.) υπήρχε διαφοροποίηση έως και 500 θερμίδων από άτομο σε άτομο της ίδιας οικογενειακής καταγωγής.
Σα να μην έφταναν όλοι αυτοί οι διαφοροποιητικοί παράγοντες γύρω από το θέμα απώλειας περιττού βάρους και διατήρησης του κανονικού, η διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης, μέσα από τη φυσική επιλογή, έβαλε μια επιπλέον περιπλοκή.
Εξελικτικά ευνοούνται εκείνα τα άτομα που κάνουν πιο αποδοτική χρήση των ενεργειακών τους πηγών. Ετσι, όταν αρχίσει κανείς να χάνει περιττό βάρος, ο μεταβολικός του ρυθμός πέφτει συγκριτικά πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χάσει κι άλλο βάρος.
Οταν σταθεροποιήσει το βάρος του σε χαμηλότερο επίπεδο, η άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση αυτού του επιπέδου, αντισταθμίζοντας τις μειωμένες ενεργειακές ανάγκες του μικρότερου πια σώματός του.
Σημαντικότατος είναι ο παράγοντας εγκέφαλος, η αίσθηση της πείνας και της λιγούρας για γλυκό, αλμυρό ή κάτι άλλο.
Δοκιμές με διάφορα είδη τροφής έδειξαν ότι γεύματα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (δηλαδή εκείνα που δεν ανεβάζουν απότομα τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα), πλούσια σε πρωτεΐνες και ίνες, χορταίνουν καλύτερα και για περισσότερο.
Εκείνοι που έτρωγαν πρωινό με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη έπαιρναν από τα υπόλοιπα γεύματα 29% περισσότερες θερμίδες σε σύγκριση με εκείνους που έπαιρναν ίδιας θερμιδικής αξίας πρωινό με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Φυσικά, η όποια προσπάθεια για απώλεια περιττού βάρους, ειδικά για τα κορίτσια και τις νέες κοπέλες, πρέπει να γίνεται με τρόπο που να αποφεύγεται το πέρασμα στο άλλο άκρο, η απόκτηση ψυχολογίας νευρικής ανορεξίας.
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗ
Πηγή: «Scientific American»
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου