ΤΡΙΤΗ 25-7-2017
Της Σοφίας Μαυραντζά
Φωτογραφίες - Λευτέρης Παρτσάλης
Αναζητούσα επίμονα και επί μέρες να βρω κάποιον ερασιτέχνη ψαρά, που θα με βγάλει ανοιχτά του Αργοσαρωνικού, να μιλήσουμε, να μου πει πώς νιώθει για τη θάλασσα, πώς βλέπει την κατάσταση στη χώρα σήμερα, να μοιραστεί μαζί μου αναμνήσεις και προβληματισμούς. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, ήμουν τόσο τυχερή, που ανέβηκα στο καΐκι του Καπετάν Νικόλα (ή Καπτανικόλα, όπως ο ίδιος το γράφει).
Απόγευμα Δευτέρας. Βροχερή, αν και στην «καρδιά» του Ιουλίου. Δεν μας πείραξε. Είχαμε ήλιο στην καρδιά. Μας περίμενε με τον γιο του, τον Γιάννη.
Τον μεγαλύτερο από τους τρεις που έχει. Ανέβηκα στη «Χρυσούλα», ένα καΐκι που θα ζηλεύανε πολλοί. Χρυσούλα και η σύζυγος που έχασε νωρίς. «Την έχασα όταν ήταν 31, είμαι 35 χρόνια χήρος» μου λέει.
Μεγάλωσε τρία αγόρια, χάρη στη μεταφορική εταιρεία που δημιούργησε και τώρα, πια, μπορεί να απολαμβάνει περισσότερο τη θάλασσα που από μικρός λάτρεψε.
Παρόλο που μεγάλωσε σε ένα χωριό της Βόρειας Εύβοιας, δεν αλλάζει την Αττική. «Σαν εδώ, πουθενά» τονίζει για να συμπληρώσει: «Έχει θάλασσα, βουνό, Φύση. Τα συνδυάζεις όλα και ό,τι ώρα θέλεις».
Έχουμε κιόλας βγει από το λιμανάκι στη μαρίνα Ζέας. «Η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια», προσπαθεί να με πείσει ο Καπετάν Νικόλας, ενώ αντιλαμβάνεται πόσο δύσπιστα τον κοιτώ.
«Ο Αργοσαρωνικός αυτή την περίοδο έχει πολλά κοκάλια», σπεύδει να μου εξηγήσει και πετάει αμέσως την πετονιά στη θάλασσα για συρτή.
«Το περασμένο Σάββατο, έξω από το λιμάνι ήμασταν 15-20 βάρκες και όλοι πιάσαμε ψάρια. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις για βόλτα και να μην πιάσεις κάτι».
Κι εκείνος, μέχρι τα 15 του χρόνια έζησε μέσα στο καΐκι του πατέρα του. «Από όταν άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα τον εαυτό μου, δεν έπαιξα ποτέ στη στεριά.
Έπαιζα με γλάρους ή με ψάρια. Από 7 χρονών και αφού τελείωνα τα καλοκαίρια το σχολείο, ήμουν πάνω στο καΐκι. Κανονικό πλήρωμα. Δουλεύαμε κανονικά. Ήξερα να καθαρίζω τα δίχτυα, να πλένω το καΐκι, να φτιάχνω σούπα, από μικρό παιδάκι». Στα 16 του έφυγε για την Αυστραλία, όπου και πάλι εργαζόταν σε ψαροκάικο.
Μέσα στο αίμα του είναι η θάλασσα, τα παραδοσιακά ξύλινα σκάφη, τα πανιά. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του επέστρεψε στην Ελλάδα.
Πίσω μας πλέει η «Εύπλοια» στην οποία βρίσκεται ο Γιάννης, ο πρωτότοκός του, μαζί με τον Λευτέρη, που συνεχώς φωτογραφίζει, και δεν μας χάνουν από τα μάτια τους.
«Τα ξύλινα σκάφη απευθύνονται σε ανθρώπους που αγαπάνε περισσότερο τη θάλασσα, τη ναυτοσύνη και γενικότερα τα σκάφη, διότι έχουν γνώση και ξέρουνε.
Όλα τα άλλα είναι πολυτέλεια και άνεση. Δεν έχεις τόσο μεγάλη επαφή με τη θάλασσα και τη Φύση. Το ξύλινο, ακόμα και το πλατσούρισμα που κάνει στη θάλασσα, έχει διαφορά. Όταν ξαπλώνεις να ξεκουραστείς, άλλο ήχο έχει το ξύλινο.
Βέβαια, αυτά είναι ψιλά γράμματα, μόνο για εκείνους που ξέρουν, που έχουν μεράκι, πάθος. Το πώς νιώθω όταν πλέω με αυτό το σκάφος, δεν μπορεί να το φανταστεί άλλος».
«Έχω κρύο νερό» μου είπε και πρόσθεσε λίγο στα ποτήρια μας, ίσα για να ασπρίσουν από τον γλυκάνισο που παράγεται στα κτήματα στο Λισβόρι της Μυτιλήνης. Τώρα που είχαμε για συντροφιά και το σωστό ούζο, τον ρωτάω αν έχει να μου πει καμία «περίεργη» ιστορία.
«Έχω πέσει σε δύο ναυάγια» μου λέει και το περιγράφει σαν να είναι κάτι που όλοι έχουμε ζήσει. «Τη μια φορά ήμουν μικρός, με το καΐκι του πατέρα μου, σήκωσε καιρό και μας πέταξε έξω. Ήμουνα στο αμπάρι, πετάχτηκα έξω και έτσι γλίτωσα.
Τη δεύτερη φορά ήμουν στον Ειρηνικό Ωκεανό, το 1968, με το North Queen. Πήρε φωτιά, κατεβήκαμε στις βάρκες και μας περισυνέλλεξε ένα αμερικάνικο τάνκερ που μας έβγαλε στον Παναμά».
Παρά τα δύο ναυάγια που έχει ζήσει, δηλώνει πως του αρέσει η περιπέτεια, να τον πιάσει -έστω- κάποιο μπουρίνι. «Μου αρέσει να ταξιδεύω με καιρό, όχι με μπουνάτσα. Θέλω η πλώρη να χτυπάει, να βρέχεται» είπε και τσουγκρίσαμε για ακόμη μια φορά τα ποτήρια με το Ούζο μας.
Ξαφνικά, «τσίμπησε». «Έλα Σοφία, πιάσαμε ψάρι!» είπε και άρχισε να μαζεύει πετονιά, βιαστικά.
Η χαρά του, σχεδόν απερίγραπτη. «Ήθελα να πιάσουμε ένα ψάρι, να το βάλεις στο θέμα σου. Ξέρεις πώς νιώθω τώρα; Σαν να κέρδισα το λαχείο νιώθω!».
Τώρα, μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα, ήρεμοι που ο στόχος είχε… πιαστεί.
«Στην υγειά μας» μου είπε. Το Ούζο Πλωμαρίου μας βοήθησε να πούμε πολλά. Μικρά μυστικά που μοιραστήκαμε και αφήσαμε πίσω στη θάλασσα. Μεγάλες αλήθειες που μόνο με την κατάλληλη παρέα και ένα ούζο στο χέρι, λες.
Δώσαμε ραντεβού για μετά τις διακοπές. «Να έρθεις να πάμε στο ταβερνάκι πάνω από το Σταυρό στην Πειραϊκή, να πιούμε όσα καραφάκια Ούζο Πλωμαρίου θέλεις, αφού σου αρέσει τόσο. Κι εγώ αυτό πίνω, ξέρεις» μου είπε στο δρόμο της επιστροφής.
Δέσαμε και αποχαιρετιστήκαμε. «Σε περιμένω, όπως είπαμε» μου φώναξε. Αντιγύρισα: «Γεια σου Καπτανικόλα, θα επιστρέψω σύντομα».
*Ο Καπετάν Νικόλας Λιβανός είναι μέλος του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Πειραϊκής «Ο Άγιος Νικόλαος», που μετρά στο σύνολο 200 μέλη. Η έδρα του Συλλόγου βρίσκεται στον όρμο Αφροδίτης (παλαιότερα Μπαϊκούτσι).
ΠΗΓΗ. newsbomb.gr
Της Σοφίας Μαυραντζά
Φωτογραφίες - Λευτέρης Παρτσάλης
Αναζητούσα επίμονα και επί μέρες να βρω κάποιον ερασιτέχνη ψαρά, που θα με βγάλει ανοιχτά του Αργοσαρωνικού, να μιλήσουμε, να μου πει πώς νιώθει για τη θάλασσα, πώς βλέπει την κατάσταση στη χώρα σήμερα, να μοιραστεί μαζί μου αναμνήσεις και προβληματισμούς. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, ήμουν τόσο τυχερή, που ανέβηκα στο καΐκι του Καπετάν Νικόλα (ή Καπτανικόλα, όπως ο ίδιος το γράφει).
Απόγευμα Δευτέρας. Βροχερή, αν και στην «καρδιά» του Ιουλίου. Δεν μας πείραξε. Είχαμε ήλιο στην καρδιά. Μας περίμενε με τον γιο του, τον Γιάννη.
Τον μεγαλύτερο από τους τρεις που έχει. Ανέβηκα στη «Χρυσούλα», ένα καΐκι που θα ζηλεύανε πολλοί. Χρυσούλα και η σύζυγος που έχασε νωρίς. «Την έχασα όταν ήταν 31, είμαι 35 χρόνια χήρος» μου λέει.
Μεγάλωσε τρία αγόρια, χάρη στη μεταφορική εταιρεία που δημιούργησε και τώρα, πια, μπορεί να απολαμβάνει περισσότερο τη θάλασσα που από μικρός λάτρεψε.
Παρόλο που μεγάλωσε σε ένα χωριό της Βόρειας Εύβοιας, δεν αλλάζει την Αττική. «Σαν εδώ, πουθενά» τονίζει για να συμπληρώσει: «Έχει θάλασσα, βουνό, Φύση. Τα συνδυάζεις όλα και ό,τι ώρα θέλεις».
Έχουμε κιόλας βγει από το λιμανάκι στη μαρίνα Ζέας. «Η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια», προσπαθεί να με πείσει ο Καπετάν Νικόλας, ενώ αντιλαμβάνεται πόσο δύσπιστα τον κοιτώ.
«Ο Αργοσαρωνικός αυτή την περίοδο έχει πολλά κοκάλια», σπεύδει να μου εξηγήσει και πετάει αμέσως την πετονιά στη θάλασσα για συρτή.
«Το περασμένο Σάββατο, έξω από το λιμάνι ήμασταν 15-20 βάρκες και όλοι πιάσαμε ψάρια. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις για βόλτα και να μην πιάσεις κάτι».
Όταν έπαιζε με τους γλάρους και τα ψάρια
Οκτώ αδέλφια έχει ο Καπετάν Νικόλας. Τα επτά -από τα εννέα σύνολο παιδιά- γεννήθηκαν αγόρια. Οι πέντε από τους επτά είναι επαγγελματίες ψαράδες, με καΐκια.Κι εκείνος, μέχρι τα 15 του χρόνια έζησε μέσα στο καΐκι του πατέρα του. «Από όταν άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα τον εαυτό μου, δεν έπαιξα ποτέ στη στεριά.
Έπαιζα με γλάρους ή με ψάρια. Από 7 χρονών και αφού τελείωνα τα καλοκαίρια το σχολείο, ήμουν πάνω στο καΐκι. Κανονικό πλήρωμα. Δουλεύαμε κανονικά. Ήξερα να καθαρίζω τα δίχτυα, να πλένω το καΐκι, να φτιάχνω σούπα, από μικρό παιδάκι». Στα 16 του έφυγε για την Αυστραλία, όπου και πάλι εργαζόταν σε ψαροκάικο.
Μέσα στο αίμα του είναι η θάλασσα, τα παραδοσιακά ξύλινα σκάφη, τα πανιά. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του επέστρεψε στην Ελλάδα.
Η αγάπη για τα ξύλινα καΐκια
Το παραδοσιακό, ξύλινο καΐκι, έχει ομορφιά, χάρη και φυσικά καλύτερη πλεύση και στην μπουνάτσα και στον καιρό, μου εξηγεί, όσο περιεργάζομαι το 5,10 μ. μήκος της «Χρυσούλας» που βρίσκεται στα χέρια του Καπτανικόλα τα τελευταία τρία χρόνια.Πίσω μας πλέει η «Εύπλοια» στην οποία βρίσκεται ο Γιάννης, ο πρωτότοκός του, μαζί με τον Λευτέρη, που συνεχώς φωτογραφίζει, και δεν μας χάνουν από τα μάτια τους.
«Τα ξύλινα σκάφη απευθύνονται σε ανθρώπους που αγαπάνε περισσότερο τη θάλασσα, τη ναυτοσύνη και γενικότερα τα σκάφη, διότι έχουν γνώση και ξέρουνε.
Όλα τα άλλα είναι πολυτέλεια και άνεση. Δεν έχεις τόσο μεγάλη επαφή με τη θάλασσα και τη Φύση. Το ξύλινο, ακόμα και το πλατσούρισμα που κάνει στη θάλασσα, έχει διαφορά. Όταν ξαπλώνεις να ξεκουραστείς, άλλο ήχο έχει το ξύλινο.
Βέβαια, αυτά είναι ψιλά γράμματα, μόνο για εκείνους που ξέρουν, που έχουν μεράκι, πάθος. Το πώς νιώθω όταν πλέω με αυτό το σκάφος, δεν μπορεί να το φανταστεί άλλος».
Δύο ούζα και δύο ναυάγια
Κρατάει τη λαγουδιέρα, που έφτιαξε από ακακία, και είναι σαν να κρατάει το τιμόνι του πιο ακριβού αυτοκινήτου του κόσμου. Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω ένα ούζο. Είχα σκεφτεί να τον κεράσω κάτι, όσο θα ήμασταν μέσα στη θάλασσα και θα τα λέγαμε. Το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου ρέει διάφανο στα δύο ποτήρια.«Έχω κρύο νερό» μου είπε και πρόσθεσε λίγο στα ποτήρια μας, ίσα για να ασπρίσουν από τον γλυκάνισο που παράγεται στα κτήματα στο Λισβόρι της Μυτιλήνης. Τώρα που είχαμε για συντροφιά και το σωστό ούζο, τον ρωτάω αν έχει να μου πει καμία «περίεργη» ιστορία.
«Έχω πέσει σε δύο ναυάγια» μου λέει και το περιγράφει σαν να είναι κάτι που όλοι έχουμε ζήσει. «Τη μια φορά ήμουν μικρός, με το καΐκι του πατέρα μου, σήκωσε καιρό και μας πέταξε έξω. Ήμουνα στο αμπάρι, πετάχτηκα έξω και έτσι γλίτωσα.
Τη δεύτερη φορά ήμουν στον Ειρηνικό Ωκεανό, το 1968, με το North Queen. Πήρε φωτιά, κατεβήκαμε στις βάρκες και μας περισυνέλλεξε ένα αμερικάνικο τάνκερ που μας έβγαλε στον Παναμά».
Παρά τα δύο ναυάγια που έχει ζήσει, δηλώνει πως του αρέσει η περιπέτεια, να τον πιάσει -έστω- κάποιο μπουρίνι. «Μου αρέσει να ταξιδεύω με καιρό, όχι με μπουνάτσα. Θέλω η πλώρη να χτυπάει, να βρέχεται» είπε και τσουγκρίσαμε για ακόμη μια φορά τα ποτήρια με το Ούζο μας.
Ξαφνικά, «τσίμπησε». «Έλα Σοφία, πιάσαμε ψάρι!» είπε και άρχισε να μαζεύει πετονιά, βιαστικά.
Η χαρά του, σχεδόν απερίγραπτη. «Ήθελα να πιάσουμε ένα ψάρι, να το βάλεις στο θέμα σου. Ξέρεις πώς νιώθω τώρα; Σαν να κέρδισα το λαχείο νιώθω!».
Τώρα, μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα, ήρεμοι που ο στόχος είχε… πιαστεί.
«Στην υγειά μας» μου είπε. Το Ούζο Πλωμαρίου μας βοήθησε να πούμε πολλά. Μικρά μυστικά που μοιραστήκαμε και αφήσαμε πίσω στη θάλασσα. Μεγάλες αλήθειες που μόνο με την κατάλληλη παρέα και ένα ούζο στο χέρι, λες.
Δώσαμε ραντεβού για μετά τις διακοπές. «Να έρθεις να πάμε στο ταβερνάκι πάνω από το Σταυρό στην Πειραϊκή, να πιούμε όσα καραφάκια Ούζο Πλωμαρίου θέλεις, αφού σου αρέσει τόσο. Κι εγώ αυτό πίνω, ξέρεις» μου είπε στο δρόμο της επιστροφής.
Δέσαμε και αποχαιρετιστήκαμε. «Σε περιμένω, όπως είπαμε» μου φώναξε. Αντιγύρισα: «Γεια σου Καπτανικόλα, θα επιστρέψω σύντομα».
*Ο Καπετάν Νικόλας Λιβανός είναι μέλος του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Πειραϊκής «Ο Άγιος Νικόλαος», που μετρά στο σύνολο 200 μέλη. Η έδρα του Συλλόγου βρίσκεται στον όρμο Αφροδίτης (παλαιότερα Μπαϊκούτσι).
ΠΗΓΗ. newsbomb.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου