«Ένας άνθρωπος είναι υγιής, μόνο όταν είναι ψυχικά
υγιής». Είτε είναι Έλληνας, είτε πρόσφυγας - είτε επαρκούν οι δομές του
κράτους, είτε όχι.
Ρεπορτάζ της Ελένης Μαραγκού.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος
Με βάση στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΒΕΕ από τον Δεκέμβριο του 2017, 15% των νοικοκυριών δηλώνει πως το εισόδημα δεν καλύπτει ούτε τις βασικές ανάγκες, ενώ 1 στους 5 εργαζόμενους λαμβάνει λιγότερα από 490 ευρώ το μήνα.
Το επίσημο ποσοστό ανεργίας στη χώρα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία ανέρχεται στο 20,8%, με την πλειοψηφία των ανέργων (3 στους 4) να δηλώνουν μακροχρόνια άνεργοι.
Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης αντανακλώνται και στη διαχείριση της υγείας από τους πολίτες, ας πούμε 47,8% δηλώνει πως έχει αναβάλει ή καθυστερήσει να λάβει ιατρικές συμβουλές ή θεραπείες.
Βασικές, δηλαδή, ανάγκες – όπως η στέγαση, η διατροφή και η σωματική υγεία – τοποθετούνται μεν στην κορυφή των προτεραιοτήτων, όμως συχνά η δυσκολία ή η αδυναμία κάλυψής τους, οδηγεί σε αυξημένο άγχος κι άλλα αρνητικά συναισθήματα που φέρνουν ψυχολογική κατάπτωση.
Η ψυχική υγεία συχνά γίνεται ορατή ως αντικείμενο ενασχόλησης των προνομιούχων. Η επίσκεψη σε έναν ειδικό θεωρείται από πολλούς πολυτέλεια, η οποία, ειδικά σε μία εποχή τέτοιας οικονομικής δυσπραγίας σίγουρα βρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων.
Κι όταν αυτή η ανάγκη εντοπίζεται σε πιο λαϊκά, μεσοαστικά στρώματα συνοδεύεται συχνά από ψιθύρους, καχυποψία, κοινωνικό στίγμα. Μοιραία τίθεται στο περιθώριο, παραμελείται.
Ο υπεύθυνος συνηγορίας και προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Γιατρών του Κόσμου, Στάθης Πουλαράκης, αναφέρει πως «υπάρχει η λάθος εντύπωση ότι έχουμε πιο πιεστικές ανάγκες.
Δηλαδή, στο χώρο της υγείας, πρώτα θα καλύψουμε την πρωτοβάθμια φροντίδα π.χ. να υπάρχουν γιατροί και φάρμακα στο νοσοκομείο, και ίσως η ψυχική υγεία έχει αφεθεί σε ένα δεύτερο επίπεδο.
Δεν θεωρείται πιεστική ανάγκη στον τομέα της υγείας, το οποίο είναι εξαιρετικά λάθος κι από τη δική μας επιστημονική οπτική. Ένας άνθρωπος είναι υγιής, μόνο όταν είναι ψυχικά υγιής».
Έτσι, η ψυχική υγεία συχνά περνά σε δεύτερη μοίρα. Δεν είναι κάτι «απτό», άλλωστε. Βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα στο κεφάλι μας. Οι συνέπειές μίας κακής ψυχολογικής κατάστασης είναι συνήθως αόρατες και για πολλούς το αόρατο δεν είναι πραγματικό.
Το ελληνικό σύστημα παροχών ψυχικής υγείας πάσχει.
Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, μία σειρά μεταρρυθμίσεων στράφηκε στην αποϊδρυματοποίηση και την ανάπτυξη κοινοτικών δομών παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας. «Αυτό είναι το νόημα της κοινοτικής ιατρικής.
Τα προβλήματα ψυχικής υγείας θα πρέπει να τα αντιμετωπίζεις μέσα στο χώρο που ζεις, όχι αποκομμένος από το κοινωνικό περιβάλλον, όχι σε μία κλινική», αναφέρει ο Στάθης Πουλαράκης
Ωστόσο, τα προβλήματα και οι ελλείψεις των δομών παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας παραμένουν.
«Τα πράγματα που λέμε ισχύουν σε επίπεδου νόμου, σε επίπεδο εφαρμογής όμως υστερούμε και σε επίπεδο βιώσιμων λύσεων και χρηματοδότησης», τονίζει ο επιχειρησιακός διευθυντής των Γιατρών του Κόσμου, Τάσος Υφαντής.
«Ουσιαστικά, ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ή μάλλον έγινε αλλά τα χρήματα φαγώθηκαν κάπου αλλού κι όχι στην παροχή υπηρεσιών» λέει χαρακτηριστικά ο Στέφανος Κοντόκωστας, ψυχίατρος στο Ανοιχτό Πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου, το οποίο κι επισκεφθήκαμε για να μάθουμε περισσότερα για το πρόγραμμα Open Minds.
Οι ανεπάρκειες του συστήματος, η έλλειψη διασύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων και η αποσπασματικότητα δυσκολεύουν τη λειτουργία των μονάδων, ιδιαίτερα των πιο εξειδικευμένων.
«Έχουμε, ας πούμε, και δημόσια νοσοκομεία που μας παίρνουν τηλέφωνο, μας λένε ήταν ο τάδε σε παρακολούθηση και με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε, μπορούμε να τον κάνουμε μία παραπομπή στον ψυχίατρο;
Και εκεί λίγο λες, ας πούμε, εσύ είσαι το δημόσιο. Το όλο νόημα του προγράμματος είναι εμείς πρέπει να κάνουμε τη διασύνδεση στην κοινότητα και εμείς λειτουργούμε υποστηρικτικά σε αυτό και μερικές φορές βλέπουμε να γίνεται το αντίστροφο», λέει η Αιμιλία Ιωσηφίδου, η οποία εργάζεται ως κοινωνική λειτουργός στο Ανοιχτό Πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου.
Το πρόγραμμα Open Minds των Γιατρών του Κόσμου αποτελεί μία απόπειρα να αλλάξουν ορισμένα πράγματα στον τομέα της ψυχικής υγείας, τοποθετώντας στο επίκεντρο τις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες (πρόσφυγες, άστεγους, άνεργους, ΛΟΑΤΚΙ άτομα), οι οποίες είναι και οι περισσότερο ευάλωτες.
Τους διαθέτει μία αλυσίδα παροχών ψυχικής και κοινωνικής υποστήριξης και σε συνδυασμός με τη συλλογή δεδομένων και μαρτυριών, σκοπεύει να καλύψει τις αδυναμίες του εθνικού συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας επιδιώκοντας συνεργασία με τις δημόσιες δομές.
Το πρόγραμμα τρέχει από τον Ιανουάριο του 2018 και η πρώτη φάση του ολοκληρώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, ωστόσο όπως σημειώνουν οι ειδικοί, η ψυχική υγεία δεν είναι κάτι που μπορεί να διορθωθεί μέσα σε λίγους μήνες, αντίθετα απαιτεί διαρκή προσοχή και φροντίδα.
Για όσους συμμετείχαν στο πρόγραμμα από τις αρχές του, τα πράγματα ίσως είναι περισσότερο ευοίωνα, έχει υπάρξει φανερή βελτίωση. Παρόλα αυτά, η φροντίδα της ψυχικής υγείας δεν έχει ίσως τα άμεσα αντιληπτά αποτελέσματα που εντοπίζουμε στη δράση ενός άλλου γιατρού π.χ. ενός παθολόγου.
Είναι ουσιαστικά μία μακρά διαδικασία και η επιτυχία της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό και σε ιδιαίτερες συνθήκες που αφορούν το άτομο.
«Όταν λέμε για την ψυχική υγεία, δεν θα πάρει ένα depon ο ασθενής και θα γίνει καλά από τη μία μέρα στην άλλη, θέλει χρόνο» λέει η Αιμιλία, ενώ η Λυδία Μυλωνάκη, ψυχολόγος στο Ανοιχτό Πολυϊατρείο, συμπληρώνει, «η ψυχική υγεία θέλει χρόνο. Κρύωσα, πήρα την αντιβίωσή μου, αναμενόμενα θα γίνω καλά. Με την ψυχική υγεία, η ανάρρωση είναι ένα πάρα πολύ μακρύ ταξίδι, ένας πολύ μακρύς δρόμος, δεν είναι του δίμηνου, του τρίμηνου, ούτε καν του εξάμηνου».
Στο θέμα των δομών, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Η αναλογία των διαθέσιμων ψυχιατρικών κλινών είναι μόλις 19 για κάθε 100.000 κατοίκους, πολύ μικρότερη από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (73/100.000).
Βέβαια, ένα μεγάλο ποσοστό των κλινών είναι ιδιωτικές κλίνες χρόνιας λειτουργίας, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, ίσως χειρότερη από εκείνη των δημοσίων. Επομένως η αύξηση των κλινών γενικά και αόριστα, χωρίς την ενίσχυση των κοινοτικών δομών, δεν αποτελεί πανάκεια.
Δεν επαρκεί δηλαδή ένα πρόγραμμα μικρής διαρκείας για να λύσει το ζήτημα της ψυχικής υγείας. Όπως μας αναφέρει ο Τάσος Υφαντής, σκοπός είναι, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, η διεξαγωγή στοχευμένων δράσεων ώστε οι κρατικές δομές να διεκπεραιώσουν επαρκώς τον ρόλο τους.
«Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να αντικαταστήσουμε το ρόλο του κράτους, θέλουμε να αναδείξουμε το ρόλο του κράτους, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που έχει απέναντι στους πολίτες και να προτείνουμε λύσεις ώστε τέτοιου τύπου ενέργειες να υιοθετηθούν από την πλευρά του κράτους».
Ένα σημαντικό πρόβλημα των δημοσίων δομών είναι η απουσία follow-up. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, μέριμνα για την ένταξη στην κοινότητα ατόμων με βαριές διαταραχές μετά από τη νοσηλεία, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ένας φαύλος κύκλος.
Μέχρι πρόσφατα οι δομές κάλυπταν «κάποιες στοιχειώδεις ανάγκες, για να μην βρίσκονται στο δρόμο, και από εκεί και πέρα τους αφήνουμε. Δεν φτάνει αυτό για να εντάξεις έναν άνθρωπο αποτελεσματικά στην κοινωνία και να τον κάνεις παραγωγικό, ούτως ώστε να μπορεί να βρει μία δουλειά, να φτιάξει τη ζωή του».
Το στίγμα και η άγνοια γύρω από την ψυχική υγεία είναι ανασταλτικός παράγοντας στην πρόοδο πολλών ανθρώπων με τέτοιου είδους προβλήματα.
Μπορεί η ίδια η ετικέτα της ψυχικής ασθένειας να καταστήσει ένα άτομο παρία, ή η άγνοια τον οδηγήσει σε συμπεριφορές που θα τον στιγματίσουν.
Η Μαρία, ωφελούμενη του προγράμματος, παραδέχεται πως «ίσως με τα προβλήματα που είχα, γινόμουν εριστική, γινόμουν αντιπαθής.
Ξέρεις, εγώ ίσως έφταιγα για αυτό. Το θέμα ήταν το πώς αντιμετώπιζα τους ανθρώπους, γιατί από τα νεύρα που είχα, το στρες, το άγχος, την πίεση, μου έβγαινε ένας κακός εαυτός που δε μου άρεσε. Αυτό ίσως είναι μπούμερανγκ δηλαδή».
Η έκρηξη της οικονομικής κρίσης έχει οπωσδήποτε επιδεινώσει την κατάσταση. Φαινόμενα όπως η ανεργία, η δυσκολία στην εύρεση εργασίας, οι διογκούμενες οικονομικές υποχρεώσεις εντείνουν τα επίπεδα στρες και μας δυσκολεύουν τη ζωή.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Κοντόκωστα, «όταν αυξάνεται το στρες, επηρεάζει το άτομο ανάλογα με την προδιάθεση και το υπόβαθρο που έχει. Κάποια άτομα βγάζουν καταθλιπτικές διαταραχές, κάποια άτομα βγάζουν ψυχωσικές διαταραχές.
Κάποια κάνουν υποτροπή μίας καταθλιπτικής, αγχώδους ή ψυχωσικής διαταραχής». Αυτό διογκώνει την ανάγκη για παροχές ψυχικής υγείας. «Ειδικά με τις καταστάσεις που ζούμε τώρα χρειάζεται οπωσδήποτε», σημειώνει η Μαρία.
«Εγώ ας πούμε στο λεωφορείο στάνταρ 2-3 φορές τη μέρα θα τσακωθώ, γιατί ο κόσμος είναι τόσο χάλια, τόσο πιεσμένος, αγχωμένος, στρεσαρισμένος και δεν κάνει τίποτα για αυτό».
Οι ευπαθείς ομάδες βρίσκονται σε ακόμα πιο ευάλωτη θέση. Οι δομές στήριξης μειώνονται ή υπολειτουργούν και η δαπάνη χρημάτων σε συνεδρίες γίνεται σχεδόν απαγορευτική.
«Είναι κρίμα, δεν υποτιμώ τη δουλειά των ανθρώπων που θέλουν να πληρώνονται σε καμία περίπτωση. Απλά για όσους δεν είναι υψηλόμισθοι, είναι λίγο δύσκολο να δίνεις 50 έως 80 ευρώ για μία συνεδρία, δεν υπάρχει αυτό. Πόσο μάλλον τώρα. Είναι πολλά τα χρήματα.
Τα αξίζουν μέχρι το τελευταίο λεπτό, αλλά δεν μπορείς», λέει η Μαρία που είναι άνεργη εδώ και τέσσερα χρόνια. Κάτι που οδήγησε στην επιδείνωση των της προβλημάτων της, τα οποία κορυφώθηκαν με το καταθλιπτικό επεισόδιο που πέρασε λίγο πριν έρθει στους Γιατρούς του Κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια, μία άλλη κρίση έχει βρεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου.
Το προσφυγικό ζήτημα έχει συζητηθεί ποικιλοτρόπως, έχουμε όλοι γίνει μάρτυρες φρικτών εικόνων.
Η Ελλάδα ως μία από τις κύριες χώρες εισόδου στην Ευρώπη έχει υποδεχθεί πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωπους (ο εκτιμώμενος αριθμός αφίξεων από το 2015 έως το 2018 είναι 1.091.514) που έχουν επιχειρήσει την επικίνδυνη διαδρομή από την Τουρκία, συχνά μόνοι τους, χωρίς οικογένεια.
Οι συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς, πέρα από τα προβλήματα έχουν σαφή επίδραση, πέρα από τη σωματική και, στην ψυχική. Δημοσιεύματα κάνουν λόγο για αυτοτραυματισμούς κι απόπειρες αυτοκτονίας, ακόμη και από μικρά παιδιά.
Η αβεβαιότητα των μεταναστών και των προσφύγων για την τύχη τους οδηγεί σε αύξηση του άγχους, ωστόσο αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Οι βασανισμοί, ο πόλεμος, οι σεξουαλικές επιθέσεις, το επικίνδυνο ταξίδι, όλα αποτελούν αιτίες για την ανάπτυξη μετατραυματικού στρες, ενώ οι καταστάσεις με την οποία έρχονται αντιμέτωποι στη χώρα μας οδηγούν σε αισθήματα παραίτησης, απογοήτευσης και κατάθλιψης.
Ο Μπασίρ ήρθε στη χώρα το 2016 ως πρόσφυγας από τη Συρία (σύμφωνα με τα στοιχεία των Γιατρών του Κόσμου, το 21% των ωφελούμενων του προγράμματος προέρχεται από εκεί), περνώντας μέσα από την Τουρκία.
Λόγω γραφειοκρατικού λάθους, έχει παραμείνει μόνος στη χώρα, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του βρίσκονται στην Γερμανία.
«Έχω περάσει πολλές δυσκολίες πριν έρθω εδώ. Όταν ήρθαμε στα σύνορα ήταν πολύ χάλια τα πράγματα, δεν είχε σπίτια εκεί. Ήμασταν στοιβαγμένοι πάνω από τριάντα χιλιάδες άτομα. Ήταν και η κόρη μου με τα παιδιά της, κρυώναμε όλοι μας πολύ»
Στο πρόγραμμα, εκτός από την κοινωνική λειτουργό, την ψυχολόγο και τον ψυχίατρο, δραστηριοποιούνται και δύο διερμηνείς. Η παρουσία των διερμηνέων είναι ιδιαίτερα σημαντική, για λόγους διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
Στο εθνικό σύστημα ψυχικής υγείας, παρατηρείται σημαντικό έλλειμμα όσον αφορά στη διαπολιτισμική προσέγγιση. Ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας που συχνά αποτρέπει πρόσφυγες και μετανάστες από το να ζητήσουν ανάλογες υπηρεσίες.
«Εδώ υπάρχει το καλό ότι έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν στη γλώσσα τους. Στο δημόσιο μπορεί να μην υπάρχει καν μεταφραστής ή μπορεί ο μεταφραστής να αλλάζει, κάτι το οποίο επηρεάζει τον ψυχιατρικό ασθενή», λέει ο Στέφανος Κοντόκωστας.
Ο Μπασίρ επιβεβαιώνει πως η διερμηνέας του έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην πορεία ανάρρωσής του και μιλάει συγκινημένος για την σχέση που έχουν αναπτύξει τους τελευταίους μήνες.
Η ψυχική υγεία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα και η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του ειδικού και του ασθενούς είναι μείζονος σημασίας. «Δημιουργείς σχέση μαζί του, σχέση εμπιστοσύνης, θεραπευτική σχέση… Δεν γίνεται ξαφνικά να πεις στον άνθρωπο, ξέρεις κάτι, εγώ πρέπει να σταματήσω, δεν θα σε βλέπω.
Θα είναι πολύ άσχημο, θεωρώ». Άλλωστε, όπως αναφέρει η Αιμιλία, αυτό που πραγματικά θέλουν πολλοί «είναι απλά να μιλήσουν σε κάποιον και όχι άδικα, γιατί οι περισσότεροι από αυτούς έχουν περάσει πάρα πολλά».
Πώς βλέπουν οι ωφελούμενοι του προγράμματος την κατάστασή τους πλέον; Τα λόγια τους αντανακλούν εκείνα των ειδικών.
Η Μαρία λέει με σιγουριά πως «βλέπω τη ζωή μου λίγο πιο όμορφη, γιατί μέχρι πριν από λίγους μήνες την έβλεπα δυσοίωνα. Οπότε με βοήθεια, με ενδιαφέρον, αρχίζω και στέκομαι σιγά-σιγά στα πόδια μου, έχω δρόμο ακόμα αλλά είμαι πολύ καλύτερα».
Από την πλευρά του ο Μπασίρ παραδέχεται: «Χάρη στο πρόγραμμα βρίσκομαι εδώ, αλλιώς δεν ξέρω που θα ήμουν.
Όταν ξεκίνησα ήμουν πολύ χάλια, αλλά χάρη στα άτομα εδώ, σαν ομάδα, αν ένας που δεν ήταν εντάξει, νομίζω δεν θα ήμουν εδώ σήμερα». Ο δρόμος της ανάρρωσης βέβαια είναι μακρύς. Ο Μπασίρ δεν είναι ακόμη έτοιμος να βρει δουλειά και να ανεξαρτητοποιηθεί.
Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός δρόμος για την ψυχική υγεία.
Υπάρχουν ορισμένες συνθήκες που αποτελούν προαπαιτούμενα, όπως ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ή η αυτοπραγμάτωση, ωστόσο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός κι επηρεάζεται από διαφορετικούς παράγοντες, κι άρα πρέπει να προσεγγίζεται εξατομικευμένα.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα; Ουσιαστικά, το πρόγραμμα Open Minds, ακόμα και αν ανανεωθεί για έναν ακόμη χρόνο, δεν μπορεί να επικαλύψει το ρόλο του πραγματικού υπεύθυνου.
Το ζητούμενο είναι η κινητοποίηση των θεσμών, η ουσιαστική δέσμευση του κράτους. Γιατί, σύμφωνα με τον Αναστάσιο Υφαντή, «με το να αντικαθιστάς, να καλύπτεις τα κενά, μαζί με το καλό που γίνεται βολεύεις κι αυτόν που έχει την ευθύνη».
ΠΗΓΗ. popaganda.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου