Ολο και πιο πιθανό φαντάζει το ενδεχόμενο αυξήσεων στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος το αμέσως επόμενο διάστημα, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων που έχουν δημιουργήσει η πολιτική της «απελευθέρωσης» του τομέα της Ενέργειας και η λεγόμενη «πράσινη» πολιτική της ΕΕ, τις οποίες πιστά ακολουθούν και εφαρμόζουν όλες οι μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να ανοίξουν νέοι δρόμοι κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Στο πλαίσιο αυτό, κυβέρνηση και ΔΕΗ ΑΕ επί της ουσίας προετοιμάζουν το έδαφος για να μετακυλίσουν τη ραγδαία αύξηση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου άνθρακα, που σημειώνεται στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ρύπων, ξανά στα λαϊκά στρώματα, που ήδη βυθίζονται στην ενεργειακή φτώχεια.
Τα «ντουμάνια» της βιομηχανίας ως χρηματιστηριακό προϊόν
Οπως είπε συγκεκριμένα ο υπουργός, «εάν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πάνε από τα 9 στα 22 (σ.σ. ευρώ ανά τόνο) θα είναι ανησυχητικό και θα δούμε τι θα κάνουμε», ενώ και ο πρόεδρος της ΔΕΗ, Μ. Παναγιωτάκης, το τελευταίο διάστημα αναφέρεται στο ζήτημα της τιμής των ρύπων και του πρόσθετου κόστους με το οποίο αυτή επιβαρύνει την Επιχείρηση.
Θυμίζουμε ότι το εμπόριο «δικαιωμάτων ρύπανσης» εισήχθη στην ΕΕ από το 2003, με την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, η οποία υποτίθεται πως είχε ως στόχο τον έλεγχο και τη σταδιακή μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ως μέτρο αντιμετώπισης της «κλιματικής αλλαγής», στο πλαίσιο που έθεσε το διεθνές «Πρωτόκολλο του Κιότο».
Η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και έχει τεράστιες προεκτάσεις στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, οι οποίες ξεπερνούν το πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου.
Αξίζει πάντως εν τάχει να σημειώσουμε ότι η ΕΕ υπήρξε ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της συμφωνίας εκείνης, όπως επίσης και της μετεξέλιξής της, της «Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή», η δε Κίνα - που αρχικά αντιδρούσε - εν τέλει συμφώνησε με τους στόχους της και σήμερα εμφανίζεται βασικός της υποστηρικτής, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες αποχώρησαν από τη Συμφωνία το καλοκαίρι του 2017.
Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω Κοινοτική Οδηγία, η βιομηχανία, οι μεταφορές, ο αγροτικός τομέας αλλά και οι οικιακοί καταναλωτές οφείλουν να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Παράλληλα, οι χώρες - μέλη της ΕΕ μπορούν να επενδύουν σε τρίτες χώρες για την επίτευξη των στόχων μείωσης, δημιουργώντας ένα είδος «ισοζυγίου».
Για παράδειγμα, η επένδυση σε εγκαταστάσεις ΑΠΕ στην Αφρική «αναπληρώνει» την υστέρηση έναντι των στόχων η οποία μπορεί να εμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή χώρα προέλευσης των επενδυτικών κεφαλαίων, αποκαλύπτοντας έτσι την επιδίωξη εξαγωγής κεφαλαίου που κρύβεται πίσω από τις «φιλοπεριβαλλοντικές ευαισθησίες» της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Παράλληλα, για να ενισχύσει το ρυθμό μείωσης των εκπομπών ρύπων, η ΕΕ ξεκίνησε από το Γενάρη του 2005 το λεγόμενο «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», στο οποίο εντάχθηκαν - και από τότε συμμετέχουν υποχρεωτικά - περίπου 10.500 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ευρώπης.
Πρόκειται για όλες τις ενεργειακές δραστηριότητες: Διυλιστήρια, μονάδες παραγωγής και επεξεργασίας σιδηρούχων μετάλλων, χαλυβουργεία, εγκαταστάσεις παραγωγής τσιμέντου, υαλουργεία, μονάδες παραγωγής κατασκευαστικών υλικών (κεραμίδια, τούβλα κ.ά.), χαρτοβιομηχανίες κ.λπ.
Βάσει καυσίμων και τεχνολογιών που χρησιμοποιούν κατά την παραγωγική διαδικασία, τους προσδίδεται το λεγόμενο «ενεργειακό αποτύπωμα».
Ολες οι παραπάνω μονάδες είχαν ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα για να περάσουν σε νέες «καθαρές» τεχνολογίες, κατά το οποίο γινόταν δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών.
Η χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων θα συνεχιστεί και μετά το 2020 για ορισμένους βιομηχανικούς τομείς, ιδιαίτερα εκείνους που κινδυνεύουν από τη λεγόμενη «διαρροή άνθρακα», κατά την ευρωενωσιακή ορολογία, δηλαδή τον «αθέμιτο ανταγωνισμό» που ασκούν άλλες χώρες, οι οποίες δεν εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους συστήματα περιορισμού των ρύπων.
Με απλά λόγια, η ΕΕ θα συνεχίσει να χορηγεί δωρεάν δικαιώματα εκπομπών σε εκείνους τους βιομηχανικούς κλάδους που υπάρχει ο κίνδυνος είτε να χάσουν μερίδια αγοράς του εξωτερικού - αφού το σύστημα εμπορίας αυξάνει το συνολικό κόστος παραγωγής τους - είτε να μεταφέρουν εντελώς τις δραστηριότητές τους εκτός ΕΕ.
Κατά την τρέχουσα περίοδο εμπορίας, η οποία ξεκίνησε το 2013 και λήγει το 2020, το 57% της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων θα κατανεμηθούν μέσω χρηματιστηριακών πράξεων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό θα κατανεμηθεί δωρεάν, με δεδομένο πάντα ότι τα δωρεάν δικαιώματα μειώνονται κάθε χρόνο.
Ετσι, η βιομηχανία που ξεκίνησε να λαμβάνει δωρεάν το 80% των δικαιωμάτων της στις αρχές της τρέχουσας περιόδου, θα πέσει στο 30% το 2020, ωστόσο ο ενεργειακός τομέας οφείλει να αγοράζει το σύνολο των δικαιωμάτων του από το 2013 κι έπειτα.
Εξαίρεση αποτελούν μόνο τα κράτη - μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία ζήτησαν και τους δόθηκε η δυνατότητα να διατηρήσουν δωρεάν δικαιώματα και για τον ενεργειακό τομέα μέχρι οι μονάδες τους να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους με «περιβαλλοντικά φιλικές» τεχνολογίες.
Παρενθετικά να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα, αν και θα μπορούσε, δεν αιτήθηκε να ενταχθεί σε καθεστώς εξαίρεσης ο ενεργειακός της τομέας, καθώς τότε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου και υπουργό Περιβάλλοντος την Τ. Μπιρμπίλη, προτίμησε να ενισχύσει την εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, έχοντας καταρτίσει μάλιστα και το περιβόητο σχέδιο «Ηλιος», που είχε ως στόχο την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ.
Μπορεί το συγκεκριμένο σχέδιο να μην πρόλαβε να το ολοκληρώσει η τότε κυβέρνηση, ωστόσο μια παραλλαγή του προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Τέλος, οι αεροπορικές εταιρείες λαμβάνουν το σύνολο των δικαιωμάτων τους δωρεάν καθ' όλη την τρέχουσα περίοδο και βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για το τι θα συμβεί μετά το 2020.
Ο λαός θα πληρώσει ξανά το «μάρμαρο»
Οι μονάδες που εκπέμπουν λιγότερους ρύπους από το επιτρεπόμενο μπορούν να πωλούν τα αναξιοποίητα μερίδια εκπομπών σε άλλα εργοστάσια, που χρειάζονται επιπλέον δικαιώματα και που αν δεν τα προμηθεύονται τους επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση:
Οι βιομηχανίες, εκτός από τα δωρεάν δικαιώματα που λαμβάνουν κάθε χρόνο, παίρνουν πίσω κι ένα μέρος των δικαιωμάτων που αγοράζουν ως «αντιστάθμιση», σε συνδυασμό βέβαια με τις υπόλοιπες παροχές μείωσης του ενεργειακού τους κόστους, αντίθετα με τους παραγωγούς Ενέργειας που χρησιμοποιούν συμβατικά καύσιμα και αγοράζουν το σύνολο των δικαιωμάτων ρύπων.
Κάτι που ισχύει για την Ελλάδα, όπου ο λιγνίτης διατηρεί μεγάλο ποσοστό στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα και η ΔΕΗ είναι ακόμη βασικός παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας.
Στο τέλος του 2017, στη ΔΕΗ ανήκε το 60,6% της συνολικής εγκατεστημένης ενεργειακής ισχύος και το 63% της ετήσιας παραγωγής, η οποία προήλθε κατά 50,3% από λιγνίτη και κατά 14,8% από πετρέλαιο (το ενεργειακό μείγμα της ΔΕΗ συμπληρώνεται από το φυσικό αέριο με 23,5%, τα υδροηλεκτρικά με 10,6% και τις ΑΠΕ με 0,8%).
Εχοντας λοιπόν σχεδόν το 65% της παραγωγής της με «βρώμικα» καύσιμα, αλλά και μονάδες παλιάς τεχνολογίας, με υψηλό «ενεργειακό αποτύπωμα», μια μεγάλη αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών θα σημάνει άμεσα νέες επιβαρύνσεις για τα λαϊκά στρώματα, στα οποία αντικειμενικά θα μεταφερθεί το κόστος.
Ηδη η αύξηση των τιμών των ρύπων κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) τον Οκτώβρη του 2018 βρίσκονται στα 20,22 ευρώ, όταν το Νοέμβρη του 2017 ήταν στα 7,55 ευρώ.
Οπως καταγράφεται στα στοιχεία α' εξαμήνου του '18 της ΔΕΗ, μία πολύ μικρότερη αύξηση των τιμών, από τα 5,12 ευρώ στα 9,63 ευρώ ανά τόνο, εκτόξευσε τη δαπάνη της Επιχείρησης για δικαιώματα ρύπων στα 107,2 εκατ. ευρώ, από 60,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017.
Που σημαίνει ότι αν οι τιμές διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα ή - ακόμη χειρότερα - φτάσουν στα 30 ευρώ ανά τόνο, όπως προβλέπουν τα χειρότερα σενάρια, η επιβάρυνση θα είναι πολύ μεγαλύτερη και... μπορούμε να μαντέψουμε ποιος θα την επωμιστεί στο τέλος.
Φυσικά και η κυβέρνηση, όπως και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, έχοντας αποδεχτεί πλήρως τη «φιλοπεριβαλλοντική» πολιτική της ΕΕ με στόχο το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, έχει την απόλυτη ευθύνη για οποιαδήποτε αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, την ίδια στιγμή μάλιστα που παρέχει όλες τις διαβεβαιώσεις προς τους εκπροσώπους της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας ότι θα «απορροφηθούν» οι επικείμενες αυξήσεις.
Αυτό το διάστημα η ΔΕΗ ΑΕ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη βαριά βιομηχανία για υπογραφή νέων συμβάσεων, και παρότι από τη διοίκηση της Επιχείρησης υπήρξε τοποθέτηση περί κάποιας αύξησης που θα αποτυπώνει εν μέρει το κόστος των ρύπων, ήρθε αμέσως μετά ο αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας Στ. Πιτσιόρλας να δεσμευτεί για λογαριασμό της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει παράταση των υφιστάμενων βιομηχανικών τιμολογίων, τα οποία έχουν κριθεί «ικανοποιητικότατα» από τους βιομηχάνους.
Με δεδομένο λοιπόν το ότι το σύστημα εμπορίας ρύπων εξαρχής έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προστατεύει την ανταγωνιστικότητα της ενεργοβόρου ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλλά και να ανοίγει και νέες «προοπτικές» στην κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, καταλαβαίνουμε ότι η διατήρηση των τιμών στα σημερινά επίπεδα θα επιβαρύνει περαιτέρω τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.
Τα οποία βέβαια έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια επωμίζονται το συντριπτικά μεγαλύτερο βάρος των επιδοτήσεων που λαμβάνουν οι επιχειρηματίες των ΑΠΕ, είτε έμμεσα, από τα έσοδα του εμπορίου ρύπων, είτε άμεσα, από το ειδικό τέλος υπέρ ανανεώσιμων πηγών που πληρώνουν σε κάθε λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος.
Φαίνεται έτσι από μια ακόμα σκοπιά το πόσο «κοντά ποδάρια» έχει το ψέμα της κυβέρνησης και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων ότι η λεγόμενη «απελευθέρωση» μπορεί να ωφελήσει τάχα τα λαϊκά στρώματα, μεταξύ άλλων και με φτηνότερο ρεύμα.
Φ. Κ.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου