Με χίλια ονόματα μια χάρη
ακρίτας είτε αρματολός
αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι
πάντα είναι ο ίδιος ο λαός
Πολλές φορές στην Ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος η ανάδειξη προσωπικοτήτων ή ομάδων που πρωτοστάτησαν σε προηγούμενες επαναστάσεις (ιδιαίτερα τις αστικές, αλλά όχι μόνο) αξιοποιήθηκε προκειμένου να αναδειχθεί ο ρόλος των επαναστάσεων ως ατμομηχανών της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά και ως πηγής έμπνευσης και εμψύχωσης των αγωνιζόμενων εργατικών - λαϊκών μαζών.
Ο Β. Ι. Λένιν π.χ. θα αναφερθεί στους μπολσεβίκους ως Ιακωβίνους του εργατικού κινήματος, θέλοντας να αναδείξει πως, όπως οι Ιακωβίνοι στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης αποτελούσαν την πιο ριζοσπαστική έκφραση των αστικών συμφερόντων, έτσι στέκονταν και οι μπολσεβίκοι από την πλευρά των εργατικών συμφερόντων στην πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, κόντρα στις οπορτουνιστικές ταλαντεύσεις των μενσεβίκων.
Αντίστοιχα οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία (Ρ. Λούξεμπουργκ, Κ. Λίμπκνεχτ κ.ά.), διαχωρίζοντας τη θέση τους από την ηγεσία του κόμματός τους (που συστρατεύτηκε με την αστική τάξη στον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο), έδωσαν στην ομάδα τους το όνομα του Θρακιώτη επαναστάτη δούλου Σπάρτακου, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να σηματοδοτήσουν την επαναστατική εναντίωσή τους στη σύγχρονη σκλαβιά των καιρών τους, τη μισθωτή εργασία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αναφορά στους ενόπλους μαχητές του 1821 στον Υμνο του ΕΛΑΣ δεν αποτελεί έκπληξη. Ωστόσο, είναι άλλο η αντικειμενική τάση κάθε εργατικού και λαϊκού κινήματος να αναζητά έμπνευση και εμψύχωση σε επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος και άλλο να θεωρεί ότι το σύγχρονο εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει μια ολοκλήρωσή τους ή πολύ περισσότερο ένα ανάτυπό τους.
Στην κομματική ιστοριογραφία του παρελθόντος, οι κλεφταρματολοί αναδείχτηκαν ως ενσάρκωση της αδούλωτης επαναστατικής ψυχής του λαού. Και αυτό ήταν προπαγανδιστικά εξηγήσιμο.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, οι αδυναμίες στην ανάλυση της γέννησης και ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού (που συνδέονταν με γενικότερες αδυναμίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος), δημιούργησαν παρερμηνείες και συγχύσεις, οι οποίες είχαν στον πυρήνα τους την αντίληψη ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα έπρεπε να ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση, που η αστική τάξη πρόδωσε και άφησε στη μέση.
Το γεγονός αυτό αντικειμενικά μετέθετε το πραγματικό καθήκον της σύγχρονης επανάστασης, δηλαδή την πάλη για σοσιαλιστική εξουσία σε επαναστατικές συνθήκες, όπως κατά την περίοδο απελευθέρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις (Οκτώβρης 1944). Οι γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές συγχύσεις αξιοποιούνται ακόμα και σήμερα από οπορτουνιστικές και άλλες δυνάμεις, προκειμένου να επιτύχουν την παρέκκλιση του ΚΚΕ από την επαναστατική του στρατηγική.
Με αυτή την έννοια, η ανάδειξη του κοινωνικού - ταξικού ρόλου των κλεφτών και των αρματολών στον ιστορικό τους χρόνο είναι ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο για την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, αλλά και για τη σύγχρονη ιδεολογική - πολιτική διαπάλη.
Οι κλέφτες προέρχονταν από τις τάξεις των φτωχών κτηνοτρόφων και αγροτών, που κατέφευγαν στο ληστρικό βίο για μια σειρά λόγους:
α) Ως απόρροια της επέκτασης της μεγάλης γαιοκτησίας (κατά την οποία οι καλλιεργητές διώχνονταν από τη γη τους και οι ποιμένες από τα χειμαδιά τους),
β) Ως συνέπεια των αυξανόμενων φορολογικών βαρών κ.ά. αυθαιρεσιών εκ μέρους των οθωμανικών και χριστιανικών αρχών,
γ) Για την επιδίωξη καθαρά ιδιοτελών σκοπών.
Συχνά στη βιβλιογραφία αποδίδονται στους κλέφτες χαρακτηριστικά ένοπλου αγροτικού κινήματος, με ταξικό (αντιφεουδαρχικό) ή εθνικό (εθνικοαπελευθερωτικό) περιεχόμενο.
Ωστόσο, η δράση τους υπήρξε περισσότερο μια ατομική αντίδραση στις πολλαπλές καταπιέσεις που βίωναν, παρά μια πάλη για την ανατροπή τους. Σε αυτή βεβαίως ενυπήρχαν πρωτόλεια τα στοιχεία της αντίστασης στην εξουσία, της ελευθερίας κ.ο.κ., που ουδέποτε όμως μετουσιώθηκαν σε πολιτικό πρόγραμμα ή στόχο.
Το φαινόμενο της λεγόμενης «κοινωνικής ληστείας» αποτελούσε γενικά τυπικό χαρακτηριστικό στις αγροτικές προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Ηταν δε ευρέως διαδεδομένη στον βαλκανικό χώρο του 18ου αιώνα.
Κατά μια - ομολογουμένως εξιδανικευμένη - αποτύπωσή τους, οι κλέφτες εμφανίζονται να στοχοποιούν αποκλειστικά τους ισχυρούς Οθωμανούς (αξιωματούχους, μεγαλογαιοκτήμονες κ.λπ.) ή έστω και ορισμένους ισχυρούς ομοεθνείς τους (κοτζαμπάσηδες κ.λπ.). «Οι κλέφτες», αναφέρει ο Γ. Κορδάτος, «δεν πείραζαν τη φτωχολογιά, τουναντίον την συνέτρεχαν».1
Σύμφωνα με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, οι κλέφτες δεν έκαναν τέτοιες απόλυτες εξαιρέσεις, αν και είχαν σαφή ιεράρχηση στόχων: «Συνήθως επέπιπτον (...) κατά των Τούρκων, αρπάζοντες τα εν τοις όρεσι ποίμνια του πασά ή εμβάλλοντες απροσδοκήτως εις τα χωρία των αγάδων και των μπέυδων και πολλάκις απάγοντες αυτούς (...) επί λύτροις.
Αλλ' ενίοτε ηναγκάζοντο να ληστεύουν και αυτούς τους ομόφυλους και ομόθρησκους, επί τω λόγω ότι ήσαν υπηρέται ή ενοικιασταί των Τούρκων (...).
Μετά τους προεστώτας, οι κλέφται ιδίως ετέρποντο να υποβάλλωσιν εις πληρωμήν λύτρων τους καλογήρους, προς τους οποίους ουδεμίαν είχον ιδιάζουσαν συμπάθειαν, και τους παπάδες (...). Τελευταίον (...) οι κλέφται εφορολόγουν τα χωρία ή και αυτάς τας πόλεις».2 Αντίστροφη εικόνα παρουσιάζει ο Γ. Φίνλεϊ, υποστηρίζοντας πως οι κλέφτες «έζων συνήθως αναλώμασι των πτωχών Χριστιανών χωρικών, και σπανίως ερριψοκινδύνευον να ενεδρεύσωσι πλούσιον προύχοντα Ελληνα, ακόμη δε σπανιώτερον να ληστεύσωσι Τούρκον αγάν».3
Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με την εκμεταλλευτική συνυπήρχε μια περίπου συμβιωτική σχέση μεταξύ των κλεφτών και των αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών (κυρίως των ορεινών περιοχών), κατά την οποία οι πρώτοι εξασφάλιζαν στους δεύτερους μια ορισμένη προστασία από τις πολλαπλές αυθαιρεσίες των αρχών (χριστιανικών και μουσουλμανικών), καθώς και μια ορισμένη αίσθηση «δικαίωσης» / «εκδίκησης» για τα δεινά που βίωναν, ενώ οι δεύτεροι παρείχαν στους πρώτους τροφές, χρήματα, πληροφορίες, άνδρες και πολεμοφόδια.
Η ληστεία διωκόταν διαχρονικά από τις αρχές (μουσουλμανικές και χριστιανικές), ωστόσο, όσο αναπτύσσονταν οι εμπορευματικές καλλιέργειες (τσιφλίκια) και ιδιαίτερα το εμπόριο, τόσο πιο επιτακτική γινόταν η διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους.
Ακολούθως, στις αρχές του 19ου αιώνα (επί Σελίμ Γ'), ξεκίνησε μια συστηματική αντιμετώπιση της ληστείας, που εντασσόταν στις γενικότερες προσπάθειες εκσυγχρονιστικής αναμόρφωσης του οθωμανικού κράτους.
Η «δοκιμασμένη» πρακτική της περιοδικής ενσωμάτωσης μέρους των παράνομων ενόπλων στην οθωμανική νομιμότητα (γενόμενοι «κάποι»4 ή «αρματολοί»), αν και είχε μια ορισμένη αποτελεσματικότητα στο παρελθόν, είχε ωστόσο καταστεί αναχρονιστική.
Ετσι, προκρίθηκε η καταστολή τους. Οι μεγαλύτερες καταδιώξεις πραγματοποιήθηκαν στην Ηπειρο και την Πελοπόννησο. Και στις δύο περιπτώσεις οι οθωμανικές αρχές είχαν την ενεργό στήριξη της χριστιανικής άρχουσας τάξης.
Ειδικά στην Πελοπόννησο (που έχει ένα ιδιαίτερο βάρος για την Επανάσταση), η εκστρατεία κατά των κλεφτών (1805-1806) υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Η αφορμή δόθηκε με τη ληστεία του κοτζαμπάση των Γαργαλιάνων και πρωτοσύγκελου Ανθ. Ανδριανόπουλου (που ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των εκκλησιαστικών φόρων της περιοχής). Ακολούθως, «δεσποτάδες και κοτζαμπάσηδες» κινητοποιήθηκαν και πέτυχαν την επέμβαση του οθωμανικού στρατού, καθώς και τον αφορισμό των κλεφτών από το Πατριαρχείο (με συνέπεια τη σημαντική υπονόμευση των ερεισμάτων που διέθεταν στις αγροτικές μάζες).
Παρότι οι πηγές διαφέρουν σημαντικά ως προς τους αριθμούς, εκτιμάται πως οι κλέφτες που εξοντώθηκαν ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες, ενώ ακόμη περισσότεροι έγιναν πρόσφυγες, καταφεύγοντας κυρίως στα Επτάνησα.
«Η εξολόθρευση των κλεφτών», αναφέρει η Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ασφάλειας. (...) Η θέση των κοτζαμπάσηδων (...) ενισχύθηκε», ενώ ευνοήθηκε και η «ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών» με «αυξημένη συμμετοχή των Ελλήνων στο εμπόριο και τις μεταφορές της Πελοποννήσου που ξεπέρασαν το 60%».5
Στην Επανάσταση οι κλέφτες στοιχήθηκαν αρχικά με τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις της αστικής τάξης και τη Φιλική Εταιρεία. Σε αυτό συνέδραμαν οι ζυμώσεις και το μπόλιασμά τους με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης την περίοδο της παραμονής τους στα Επτάνησα.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η αναφορά του Θ. Κολοκοτρώνη πως «η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να ανοίξη τα μάτια του κόσμου».6Πολλοί ήταν ακόμη εκείνοι οι οποίοι πολέμησαν στους Ναπολεόντειους πολέμους.
Ιδιαίτερα όμως βάρυναν οι όροι διαβίωσής τους, που δυσχέραιναν συνεχώς υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης (που εκδηλώθηκε προεπαναστατικά), της ανόδου των τιμών των βασικών προϊόντων, της υπερφορολόγησης κ.λπ. «Μας ομιλείτε για το μέλλον και για την ανατροφή των παιδιών μας», τόνισαν στον Ι. Καποδίστρια σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα Επτάνησα δύο μόλις χρόνια πριν την Επανάσταση (1819), «τη στιγμή που μας λείπει και το καθημερινό ψωμί και δεν έχουμε τίποτα».7
Τέλος, σημαντικό είναι επίσης και το στοιχείο που αποτυπώνεται στα απομνημονεύματα του Φωτάκου (υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη), αντανακλώντας την οπτική και άλλων αγωνιστών της εποχής, οι οποίοι έβλεπαν «στην επανάσταση την έναρξη μιας νέας εποχής όπου οι "τελευταίοι έσονται πρώτοι", μια εποχή δικαιοσύνης, ισότητας και αδελφοσύνης».8
Οι κλέφτες - οπλαρχηγοί, ωστόσο, μπορεί να συντάσσονταν με την πιο ριζοσπαστική μερίδα της αστικής τάξης ως προς την αναγκαιότητα επαναστατικής ανατροπής της οθωμανικής εξουσίας, αυτό όμως δεν σήμαινε πως συμφωνούσαν και με τον στόχο της συγκρότησης αστικού συγκεντρωτικού έθνους - κράτους.
Η στρατιωτική οργάνωση των κλεφτών (που βασίζονταν στην τοπικότητα και τις συγγενικές / προσωπικές σχέσεις ενόπλων - οπλαρχηγών) παρέμενε κατάλοιπο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, με τις οποίες η αστική τάξη ήταν σε σύγκρουση και επιδίωκε να καταργήσει. Αντίστοιχα, και η αντίληψη της ηγεσίας των κλεφτών - οπλαρχηγών ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της Επανάστασης περιορίζονταν - εν πολλοίς και αντικειμενικά - από την ταξική τους υπόσταση.9 Εν τέλει, το ίδιο το γεγονός της συγκρότησης αστικού κράτους σήμαινε αντικειμενικά την εξάλειψη των κλεφτών ως κοινωνικής ομάδας.
Οι αρματολοί ήταν ένοπλοι (συνήθως κλέφτες, που «προσκυνούσαν» και «αμνηστεύονταν») ενταγμένοι στην οθωμανική νομιμότητα με κύριο - «θεσμικό» - ρόλο τη συνεπικουρία των κρατικών και τοπικών αρχών στην τήρηση της τάξης των ορεινών βασικά περιοχών (φύλαξη περασμάτων, καταδίωξη της ληστείας κ.ο.κ.).
Ο αρματολισμός χρονολογείται από τις απαρχές της οθωμανικής κατάκτησης, ενώ συναντιόταν σε μια σειρά περιοχές και λαούς της Βαλκανικής. «Καθ' όσον», όμως, «οι σουλτάνοι ηύξανον την δύναμιν και επεξέτεινον την εξουσίαν της κεντρικής διοικήσεως, η σημασία των αρματολών εξέπιπτε».10
Παραμονές της Επανάστασης του 1821, στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης (όπου ο αρματολισμός γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη), υπήρχαν «τουλάχιστον» 23 αρματολίκια, ενώ σε μικρότερο αριθμό υπήρχαν επίσης στη Θεσσαλία, στην Ηπειρο και τη Μακεδονία (καθόλου δε στην Πελοπόννησο).
Η διαφοροποιημένη ισχύς του αρματολισμού ανά περιοχή οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες: Από την εκάστοτε κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα, τη μορφολογία του εδάφους, τις ιδιομορφίες στο καθεστώς γαιοκτησίας, την ιστορικά διαμορφωμένη ισχύ άλλων ανταγωνιστικών δυνάμεων (πρώτα και κύρια των κοτζαμπάσηδων), την εξέλιξη των ενδο-αρματολιτικών συμμαχιών / συγκρούσεων, τις «έξωθεν» παρεμβάσεις Οθωμανών αξιωματούχων κ.ά.
Τα όρια των αρματολικιών δεν ήταν στατικά. Μεταβάλλονταν διαρκώς. Δυνητικά, δε, μπορούσαν να λάβουν - και έλαβαν - μεγάλες διαστάσεις, περιλαμβάνοντας πολλές δεκάδες χωριά και χιλιάδες κατοίκους.
Αρχικά, κατά κανόνα, το αρματολίκι ανατιθόταν από την οθωμανική εξουσία στον ισχυρότερο από τους ενόπλους μιας περιοχής (μεταξύ των οποίων αναπτυσσόταν σφοδρότατος ανταγωνισμός για την κατοχύρωσή του - γεγονός που βεβαίως εξυπηρετούσε επιπρόσθετα τις αρχές στη λογική του «διαίρει και βασίλευε»).11 Αλλες φορές οι ένοπλοι προσπαθούσαν να «εκβιάσουν» καταστάσεις και να επιβάλλουν το διορισμό τους, εντείνοντας τη ληστεία και τρομοκρατώντας την ύπαιθρο (χριστιανούς και μουσουλμάνους ανεξαιρέτως): Τακτική που είχε μια ορισμένη επιτυχία.
Σε μια πορεία, ορισμένοι αρματολοί έγιναν τόσο ισχυροί, ώστε κατοχύρωσαν την κληρονομική διαδοχή της θέσης τους σε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. «Στο αποκορύφωμα της δύναμής τους, κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, οι αρματολοί (ειδικά οι Ρουμελιώτες) είχαν μια εξουσία συγκρίσιμη με εκείνη των τοπικών αρχόντων», χαρακτηριζόμενοι ακόμη και μικροί «βασιλίσκοι», οι οποίοι «ενέμοντο κυριαρχικώς τας επαρχίας των», ενώ «ούδ' ετόλμα ποτέ, άνευ αδείας, Οθωμανός να θέση τον πόδα εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας των».12
Η οικονομική δύναμη του αρματολισμού (πέραν της μισθοδοσίας των αρχών για την καταπολέμηση της ληστείας ή των «αμοιβών» που αποσπούσαν από τους υπ' ευθύνη τους πληθυσμούς έναντι της ασφάλειας που παρείχαν) εδράζονταν κυρίως στην εκμίσθωση των φόρων, στην κτηνοτροφία, καθώς και άλλες, εμπορικές ή τοκογλυφικές δραστηριότητες.
Η εκμίσθωση και είσπραξη των φόρων μιας περιοχής υπήρξε το βασικό πεδίο σύγκρουσης των αρματολών με τους κοτζαμπάσηδες (σύγκρουση στην οποία - με εξαίρεση τη δυτική Ρούμελη - επικρατούσαν κατά κανόνα οι δεύτεροι). Οι αρματολοί επίσης απαλλάσσονταν από την κεφαλική φορολογία / δεκάτη.
Η «πολιτική» τους δύναμη σφυρηλατούνταν μέσα από τη σύναψη συγγενικών δεσμών με άλλους αρματολούς και τις αγαστές σχέσεις με την οθωμανική εξουσία. Αρματολοί συμμάχησαν και πολέμησαν επανειλημμένα στο πλευρό των οθωμανικών δυνάμεων (προσδοκώντας στα ανάλογα οφέλη), όπως π.χ. κατά τον ενετοτουρκικό πόλεμο του 1714-1715 ή κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1820-1821 (όπου πολέμησαν και με τις δύο πλευρές).
Η πολιτική συμμαχιών των αρματολών διέπονταν από έντονο καιροσκοπισμό, ενώ η αλλαγή στρατοπέδου δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Τα περιβόητα «καπάκια» («προσκυνοχάρτια»), οι ιδιότυπες αυτές «συμφωνίες ειρήνης» των χριστιανών αρματολών με τις οθωμανικές δυνάμεις εν τω μέσω εμπόλεμων καταστάσεων, ήταν γνωστά ήδη από τα «Ορλωφικά» (ενώ στην Επανάσταση του 1821 γενικεύτηκαν «αγγίζοντας σχεδόν όλους τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης»).13
Η σχέση των αρματολών με τους αγροτικούς πληθυσμούς ήταν διττή. Από τη μια, οι αρματολοί εξαρτιόνταν από αυτούς όσον αφορά την τροφοδοσία, την πληροφόρηση και τη στρατολόγηση. Ωστόσο, συχνά οι συνολικές επιβαρύνσεις των αγροτών αποδεικνύονταν αβάστακτες, ενώ η μη συμμόρφωση σε αυτές επίσειε σκληρά αντίποινα.
Από τα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα ο αρματολισμός στη Ρούμελη και την Ηπειρο αναδιαμορφώθηκε υπό τις συγκεντρωτικές μεταρρυθμιστικές πολιτικές και τις πιέσεις του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Η ισχύς και ο βαθμός αυτονομίας του αρματολισμού περιορίστηκαν σημαντικά.
Οταν ξέσπασε η Επανάσταση, η στάση των αρματολών ήταν - το λιγότερο - επιφυλακτική, γι' αυτό και η δυτική Ρούμελη καθυστέρησε σχετικά να μπει στον αγώνα (όχι η ανατολική, όπου ο αρματολισμός ήταν λιγότερο ισχυρός και ξεσηκώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Μοριά).14
Ο αρματολισμός ως μορφή κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής οργάνωσης υπήρξε σίγουρα καθυστερημένος, κλειστός και συντηρητικός (ο Βρετανός φιλέλληνας L. Stanhope τον είχε χαρακτηρίσει «φεουδαρχισμό με όλη του την αγριότητα»15).
Ο κληρονομικός και τοπικιστικός του χαρακτήρας, η στενή διασύνδεσή του με το οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα και κράτος: Ολα τα παραπάνω ήταν ασύμβατα με τον στόχο ανατροπής του υφιστάμενου status quo και τη δημιουργία αστικού έθνους - κράτους16. Αντικειμενικά, η νίκη της Επανάστασης σήμαινε την κατάλυση των προνομίων τους αλλά και των ίδιων ως «τάξης» συνολικά (όπως και έγινε).
Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε εν μέρει και στην περιορισμένη επιρροή της Φιλικής Εταιρείας μεταξύ των αρματολών. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, μόλις το 3,9% των μελών της οργάνωσης προέρχονταν από τη Στερεά (εκ των οποίων μόλις το 1/3 ήταν «στρατιωτικοί»: 34 στους 97 συνολικά). Η συντριπτική πλειοψηφία των μυημένων αρματολών της δυτικής Ρούμελης δε (με εξαίρεση μόλις 2) εντάχθηκε στην Εταιρεία από το 1820 και μετά.
Βεβαίως, υπήρχαν και παράγοντες που επέδρασαν θετικά στην υποστήριξη της Επανάστασης:
Οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις του πληθυσμού της Στερεάς (που σε ορισμένες περιπτώσεις τετραπλασιάστηκαν) λόγω του πολέμου της Πύλης κατά του Αλή Πασά συνέτειναν αναμφίβολα στην όξυνση της αντίθεσης με τις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης.
Επιπλέον, η δυναμική της Επανάστασης δημιούργησε ρήγματα στο αρματολικό σύστημα, επιτρέποντας σε μερίδα των ενόπλων, που έως τότε ήταν αποκλεισμένοι ή απομονωμένοι από αυτό, να αναδειχθούν.
«Η περίπτωση Καραϊσκάκη», π.χ., «αντιστοιχεί σαφέστατα στον αντιπροσωπευτικό τύπο του αυτοδημιούργητου Αρματολού, ο οποίος μέσα από τις ευκαιρίες του επαναστατικού γεγονότος κατόρθωσε να ενταχθεί και να επιβληθεί στην μέχρι τότε συμπαγή και περίκλειστη αρματολική κοινότητα».17
Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η έκταση, η δυναμική και αρχικά νικηφόρα πορεία της Επανάστασης συμπαρέσυρε το σύνολο σχεδόν των αρματολών, η ισχύς των όπλων των οποίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του αγώνα.
Σημειώσεις:
1. Γιάνης Κορδάτος, «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 1975, σελ. 109.
2. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 7ος, εκδ. «Χ. Μπούρα», Αθήνα, χ. χ., σελ. 288-290.
3. Γεώργιος Φίνλεϊ, «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμ. 1ος, εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008, σελ. 71
4. Οι κάποι ήταν πρώην κλέφτες που νομιμοποιούνταν άλλοτε διοριζόμενοι σε κάθε επαρχία από τους χριστιανούς άρχοντες ως ένα είδος «αστυνομίας» και άλλοτε προσλαμβανόμενοι απευθείας στην υπηρεσία των κοτζαμπάσηδων ως «προσωπικές φρουρές» τους. Ως κάποι είχαν ανά καιρούς υπηρετήσει γνωστές οικογένειες κλεφτών, όπως οι Πλαπουταίοι, οι Κολοκοτρωναίοι κ.ά.
5. Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «1821. Η γέννηση ενός έθνους - κράτους», τόμ. Α', εκδ. «ΣΚΑΪ βιβλίο», Αθήνα, 2010, σελ. 140.
6. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής», εκδ. «Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως», Αθήνα, 1846, σελ. 49
7. Γιάνης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1957, σελ. 72.
8. Ελένη Ανδριάκαινα, «Το "νόημα του '21" στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 1999, σελ. 296-297.
9. Χαρακτηριστικά οι «μεγαλοκαπεταναίοι συζητούσαν ακόμα και το κομμάτιασμα του Μοριά σε εφτά φεουδαλικές ηγεμονίες» ή μια «αυτόνομη ηγεμονία στην Πελοπόννησο» (ή μόνο της ενδοχώρας, με «τα παραθαλάσσια κάστρα» να παραμένουν υπό οθωμανικό έλεγχο) και «κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου» (Λύσανδρος Παπανικολάου, «Κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 19ου αιώνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1991, σελ. 142, 149).
10. Γεώργιος Φίνλεϊ, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμ. 1ος, εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008, σελ. 65
11. Οι ένοπλοι που δεν γίνονταν αρματολοί, συνέχιζαν τη δράση τους, υπονομεύοντας τον επικρατήσαντα και διεκδικώντας διαρκώς τη θέση του.
12. Riki Van Boeschoten, «Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία», «Μνήμων», τόμ. 13ος, 1991, σελ. 17 και Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Αθανάσιος Διάκος», εκδ. «Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως», Αθήνα, 1867, σελ. 179.
13. Δημήτρης Τσιάμαλος, «Κοινωνική και επαναστατική συνείδηση των ενόπλων της Ρούμελης στην επανάσταση του 1821», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2007, σελ. 270.
14. Στις 27 Μάρτη 1821 κινήθηκαν οι Φιλικοί αρματολοί καπετάνιοι Σαλώνων (Αμφισσας) και Λειβαδιάς, Δημήτρης Ξηρός-Πανουργιάς και Αθανάσιος Διάκος αντίστοιχα (και οι δύο πόλεις ήταν σημαντικά οικονομικά κέντρα της Ρούμελης, με οργανωμένη παρουσία της Φιλικής Εταιρείας). Από τους αρματολούς της δυτικής Ρούμελης κινήθηκε πρώτος (δύο μήνες μετά) ο επίσης Φιλικός Αλεξάκης Βλαχόπουλος. Αλλοι αρματολοί - μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν μεταξύ άλλων ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Μελέτης Βασιλείου (που σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Αττική) κ.ά.
15. Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τόμ. 5ος, εκδ. «Τυπογραφεία Σφακιανάκη», Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 419.
16. Οι προσδοκίες - επιδιώξεις τους για την Επανάσταση περιορίζονταν εν πολλοίς στο σχέδιο του Οδ. Ανδρούτσου, το οποίο προέβλεπε τη διαίρεση των απελευθερωμένων εδαφών σε τρεις ημιαυτόνομες στρατιωτικές τοπαρχίες (συγκροτημένες στα πρότυπα της προτέρας οθωμανικής διοικητικής διαίρεσης) υπό την τύποις επικυριαρχία του Αλ. Υψηλάντη. Η τοπαρχία της ανατολικής Στερεάς θα είχε επικεφαλής τον Οδ. Ανδρούτσο, η τοπαρχία της δυτικής Στερεάς τον Μ. Μπότσαρη και της Πελοποννήσου τον Θ. Κολοκοτρώνη (Λύσανδρος Παπανικολάου, «Κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 19ου αιώνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1991, σελ. 160)
17. Δημήτρης Τσιάμαλος, «Κοινωνική και επαναστατική συνείδηση των ενόπλων της Ρούμελης στην επανάσταση του 1821», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2007, σελ. 184.
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* Ο Α. Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου