Την ώρα που ο κόσμος μετρά σχεδόν 120 εκατ. επιβεβαιωμένα κρούσματα SARS-CoV-2 και πάνω από 2,6 εκατ. άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, τα εμβόλια κατά του κορονοϊού, αυτή η σημαντική κατάκτηση της επιστήμης και της συλλογικής εργασίας του ανθρώπου, από όπλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη σωτηρία εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών μετατρέπονται όλο και πιο απροκάλυπτα σε όπλο στους εντεινόμενους γεωπολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς μεταξύ ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και συμμαχιών, σε εργαλείο τεράστιας κερδοφορίας επιχειρηματικών ομίλων σε βάρος της υγείας των λαών.
«Η πρόσβαση στα εμβόλια είναι πλέον η πιεστικότερη πρόκληση της διεθνούς κοινότητας. Κατά κάποιον τρόπο είναι η νέα "κούρσα εξοπλισμών"», διαπίστωνε πρόσφατα το αμερικανικό κέντρο αναλύσεων «Soufan».
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η παραγωγή και διάθεση των εμβολίων, η αύξηση της παραγωγής, οι συμπράξεις και η αξιοποίηση περισσότερων παραγωγικών μονάδων ή από την άλλη το «πάγωμα» τέτοιων δυνατοτήτων, το μπλοκάρισμα της εξαγωγής εμβολίων και πρώτων υλών για την παραγωγή τους, καθορίζονται με κριτήριο τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στη φαρμακοβιομηχανία και γενικότερα της αστικής τάξης κάθε χώρας, την εξασφάλιση κολοσσιαίων κρατικών χρηματοδοτήσεων, κινήτρων κ.λπ. μέσα από το ξεζούμισμα των λαών, τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων και την περιβόητη «διπλωματία των εμβολίων».
Στο μεταξύ, χάνεται πολύτιμος χρόνος στην αντιμετώπιση της πανδημίας και οι μόνοι χαμένοι αυτής της «κούρσας» είναι οι λαοί...
Ο «εθνικισμός των εμβολίων» και η «διπλωματία των εμβολίων» συνυπάρχουν, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και άμεση συνέπεια του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για οικονομικό και γεωπολιτικό πλεονέκτημα, καθώς και της παραγωγής εμβολίων και φαρμάκων με σκοπό το κέρδος.
Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Δύσης - ΗΠΑ, ΕΕ, Βρετανία κ.ά. - δίνουν προτεραιότητα στον εμβολιασμό των δικών τους πληθυσμών (ο οποίος ωστόσο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μέχρι τώρα προχωρά με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς) και στην ενίσχυση της ήδη ισχυρής φαρμακοβιομηχανίας τους, με έμφαση στην καινοτομία και στην έρευνα, στην ενίσχυση της παραγωγής μέσα στη δική τους επικράτεια, με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα» των εντεινόμενων ανταγωνισμών. Απαγορεύουν ή εμποδίζουν εξαγωγές εμβολίων ή συστατικών που είναι απαραίτητα για την παρασκευή τους, υπερασπίζονται «με νύχια και με δόντια» την πατέντα και την πνευματική ιδιοκτησία της φαρμακοβιομηχανίας τους, πλευρές σύμφυτες άλλωστε με το Φάρμακο - εμπόρευμα και την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Η Ρωσία και η Κίνα, από την πλευρά τους, στο πλαίσιο των ίδιων ανταγωνισμών, επιδιώκουν να «αναπληρώσουν» το κενό που αφήνει ο «εθνικισμός» της Δύσης, επιλέγοντας σε αυτήν τη φάση να δώσουν σχετικά μικρότερη σημασία στον εμβολιασμό του πληθυσμού τους και να αυξήσουν μέσα από τη «διπλωματία των εμβολίων» την επιρροή τους στην «αυλή» των ΗΠΑ και της ΕΕ, π.χ. σε Λατινική Αμερική, χώρες της ΕΕ, Βαλκάνια, αλλά και σε Μέση Ανατολή, Αφρική κ.α.
Τουλάχιστον 25 χώρες - περισσότερο σε Ασία και Μέση Ανατολή - χρησιμοποιούν κινεζικά εμβόλια. Η Κίνα έχει υποσχεθεί περίπου 500 εκατ. δόσεις εμβολίων σε 45 χώρες, αναφέρει το «Associated Press». Αντίστοιχα, η Ρωσία έχει προχωρήσει σε πάνω από 42 συμφωνίες για προμήθεια, αλλά κυρίως για παραγωγή του εμβολίου της σε άλλες χώρες, αξιοποιεί αντιθέσεις και εντείνει την κινητικότητά της μέσα σε χώρες της ίδιας της ΕΕ.
Στη βάση του ανταγωνισμού αυτού προχωρούν οι όποιες «συμπράξεις». Ενδεικτικά, ο κίνδυνος η Κίνα να αυξήσει κι άλλο την επιρροή της στη νοτιοανατολική Ασία μέσω των εμβολίων απασχολεί τις ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και Ινδία, στο πλαίσιο του σχήματος Quad («τετραμερής διάλογος»).
Η Ινδία ζητά από τις ΗΠΑ να χαλαρώσουν τις απαγορεύσεις εξαγωγών υλικών που είναι απαραίτητα για την παρασκευή εμβολίων, και οι χώρες του Quad να επενδύσουν στην ινδική φαρμακοβιομηχανία - τη μεγαλύτερη παραγωγό εμβολίων στον κόσμο - ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και να διανεμηθούν εμβόλια σε χώρες όπως Ινδονησία και Φιλιππίνες, που είναι στο «στόχαστρο» της Κίνας. ΗΠΑ και Ιαπωνία σκέφτονται να χρηματοδοτήσουν ινδικές εταιρείες που κατασκευάζουν εμβόλια για τις αμερικανικές «Novavax» και «J&J».
Στην Ανατολική Ευρώπη, κράτη - μέλη της ΕΕ όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβακία, αναζητώντας μεγαλύτερη επάρκεια εμβολίων, συζητούν με Ρωσία ή/και Κίνα. Στην Ουγγαρία τα κινεζικά εμβόλια αποτελούν ήδη το 32% της συνολικής εμβολιαστικής καμπάνιας και το ρωσικό «Sputnik V» σχεδόν το 3%.
«Η ανυπομονησία είναι θεμιτή, αλλά δεν πρέπει να μας τυφλώνει στην ευρύτερη προοπτική» ούτε «να ξεχάσουμε τη μεγάλη εικόνα», σχολίασε χαρακτηριστικά την περασμένη βδομάδα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να παραπλανηθούμε από την Κίνα και τη Ρωσία (...) που οργανώνουν πολύ περιορισμένες, αλλά ευρέως διαφημισμένες επιχειρήσεις για την παροχή εμβολίων σε άλλους».
Από την πλευρά της η ΕΕ (που έχει εξαγάγει περίπου 34 εκατ. δόσεις σε 31 χώρες), «η περιοχή με τη μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα εμβολίων στον κόσμο, θέσπισε ένα σύστημα για τον έλεγχο της εξαγωγής των δόσεων», είπε ο Μισέλ, στηρίζοντας την Ιταλία, που εγκαινίασε τον μηχανισμό μπλοκάροντας την εξαγωγή 250.000 δόσεων του εμβολίου της «AstraZeneca» προς την Αυστραλία. Ο μηχανισμός ελέγχου των εξαγωγών ήδη επεκτάθηκε μέχρι τα τέλη Ιούνη...
Με το βλέμμα όχι μόνο στην τρέχουσα πανδημία, αλλά και στους εντεινόμενους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που την υπερβαίνουν, η ΕΕ εστιάζει στην ενίσχυση της παραγωγής εμβολίων και φαρμάκων μέσα στην επικράτειά της, με κριτήριο γεωπολιτικό.
Στο θέμα αυτό δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, ενώ ένας από τους πυλώνες της «Φαρμακευτικής Στρατηγικής για την Ευρώπη» είναι η «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών φαρμακοβιομηχανιών». Αυτή η προτεραιότητα συμβαδίζει με την προσπάθεια να αυξηθούν η παραγωγή και οι παραδόσεις εμβολίων σε ευρωπαϊκό έδαφος με την προσέλκυση αντίστοιχων επενδύσεων.
«Η Ευρώπη πρόκειται να γίνει η κορυφαία ήπειρος παραγωγής εμβολίων πριν το τέλος του έτους», ανέφερε σχετικά ο Σ. Μισέλ. Γι' αυτόν το σκοπό έχει συσταθεί ειδική ομάδα με επικεφαλής τον επίτροπο Τ. Μπρετόν. Αναδεικνύοντας τον στρατηγικό ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως η Κίνα, με ραγδαία άνοδο στην καινοτομία και την έρευνα, ο Σ. Μισέλ πρόσθεσε: «Μαζί με τις ΗΠΑ, αναμφίβολα θα είμαστε ο μεγαλύτερος παραγωγός εμβολίων στον κόσμο. Γι' αυτό, η στρατηγική μας συνεργασία με τις ΗΠΑ (...) είναι κρίσιμη και για την καταπολέμηση της πανδημίας. Τους χρειαζόμαστε και μας χρειάζονται. Ενώνοντας τις δυνάμεις μας, θα δείξουμε ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες (...) είναι πιο αποτελεσματικές».
Ο Τ. Μπρετόν ξεκίνησε την περασμένη βδομάδα συνομιλίες με την κυβέρνηση των ΗΠΑ με στόχο να εξασφαλίσει ότι εμβόλια και συστατικά εμβολίων θα εξάγονται επαρκώς στην ΕΕ, καθώς οι ΗΠΑ έχουν αυστηρό πλαίσιο για τις εξαγωγές και «η παραγωγή εμβολίων στην Ευρώπη πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά». Την Παρασκευή ωστόσο το «Reuters» μετέδιδε ότι η Ουάσιγκτον απάντησε πως δεν πρόκειται να επιτρέψει στο εγγύς μέλλον την εξαγωγή εμβολίων της «AstraZeneca» από τις ΗΠΑ στην ΕΕ...
Τις επιδιώξεις αυτές της ΕΕ, αλλά και ξεχωριστά κρατών - μελών και φαρμακοβιομηχανιών, για άνοδο της παραγωγής εντός της επικράτειάς τους, αξιοποιεί και η Ρωσία. Υπό αυτό το πρίσμα, το Ρωσικό Ταμείο Αμεσων Επενδύσεων (RDIF) υπέγραψε την περασμένη βδομάδα συμφωνία με τη φαρμακευτική εταιρεία «Adienne» - ιταλική θυγατρική εταιρείας με έδρα την Ελβετία - για παραγωγή του «Sputnik V» στην Ιταλία.
Πρόκειται για την πρώτη συμφωνία για παραγωγή του ρωσικού εμβολίου σε χώρα της ΕΕ, λίγες μέρες μετά το επίσημο αίτημα αδειοδότησής του στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ).
Το RDIF προωθεί πάνω από 20 παρόμοιες συμπράξεις στην Ευρώπη και βρίσκεται σε αντίστοιχες συνομιλίες με εταιρείες και κυβερνήσεις σε Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, Φινλανδία, Σερβία κ.α.
Ηδη από τον Γενάρη ο Γερμανός υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, είχε επιβεβαιώσει επαφές της ρωσικής πλευράς με γερμανικές εταιρείες για παραγωγή του «Sputnik V», ενώ η γερμανική εταιρεία «IDT Biologika» - που θα παράξει και εμβόλια της «AstraZeneca» - βρίσκεται κοντά σε συμφωνία με το RDIF.
«Η καινοτόμος διαδικασία παραγωγής (...) θα επιτρέψει στην Ιταλία να ελέγχει ολόκληρη την παραγωγή», ανέφερε το Ιταλο-Ρωσικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Ακόμα κι αν δεν εγκριθεί τελικά για χρήση στην ΕΕ, «υπάρχουν πολλά άλλα μέρη στον κόσμο όπου χρειάζονται απεγνωσμένα αυτό το εμβόλιο», επομένως οι αγορές είναι εξασφαλισμένες.
Αντίστοιχες συμφωνίες παραγωγής του «Sputnik V» στο εξωτερικό (με άγνωστα ανταλλάγματα) προωθούνται και σε άλλες χώρες, όπως Ινδία, Νότια Κορέα, Βραζιλία, Κίνα, Τουρκία, Ιράν, Λευκορωσία, Καζακστάν. Καθώς η ρωσική φαρμακοβιομηχανία δεν μπορεί να καλύψει τις αυξημένες παραγωγικές ανάγκες για μια τέτοια εξαγωγή εμβολίων, η Ρωσία εμφανίζεται πιο «πρόθυμη» να μοιραστεί την τεχνογνωσία του εμβολίου της με άλλες φαρμακοβιομηχανίες.
Την ίδια ώρα, η σκοπιά της γερμανικής φαρμακοβιομηχανίας - και οι διαφοροποιήσεις της από τη στρατηγική της ΕΕ, που συνυπολογίζει τα συνολικότερα συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων - αποτυπώθηκε πρόσφατα από τον πρόεδρο της vfa, Χαν Στόιτελ, στην εφημερίδα «Die Welt».
Απέρριψε την απαγόρευση εξαγωγών της ΕΕ, λέγοντας πως «μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού» (επισήμανση που κάνει και η βρετανική πλευρά), με διάφορες χώρες να μην εγκρίνουν «ενδιάμεσα προϊόντα για εξαγωγή στην Ευρώπη, επειδή θα φοβούνται ότι δεν θα πάρουν τίποτα από το τελικό προϊόν».
Η ηπειρωτική Ευρώπη είναι μία από τις σημαντικότερες τοποθεσίες παραγωγής εμβολίων κατά του κορονοϊού από δυτικές φαρμακευτικές εταιρείες.
Ενδεικτικά, ο εφοδιασμός του Καναδά, της Ιαπωνίας ή της Αυστραλίας εξαρτάται από την Ευρώπη, κυρίως από εργοστάσια σε Βέλγιο, Ολλανδία και Ιταλία, ενώ σύντομα θα προστεθούν και άλλες παραγωγικές μονάδες, στη Γερμανία κ.α.
Συνολικά η ΕΕ επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα εμβολίων και στην ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας, σημειώνει ο Στόιτελ, και «σύντομα η παραγωγική δυνατότητα θα ξεπεράσει την παγκόσμια ζήτηση».
«Το 70% - 80% της παγκόσμιας παραγωγής εμβολίων κορονοϊού πραγματοποιείται εντός της ΕΕ. Αυτό είναι μια τεράστια ώθηση, ειδικά για τη Γερμανία με τη σημαντική φαρμακευτική βιομηχανία της, ειδικά επειδή η ανάγκη θα παραμείνει μεγάλη στο μέλλον», υπογραμμίζει ο Στόιτελ.
Με παγκόσμιο μερίδιο εξαγωγών 15%, η Γερμανία είναι μία από τις πιο σημαντικές χώρες εξαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων στον κόσμο. Οι εξαγωγές το δεύτερο τρίμηνο του 2020 αυξήθηκαν κατά 7% σε σύγκριση με πέρυσι. Την ίδια ώρα ωστόσο, στο κρίσιμο μέτωπο των εμβολίων, οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές: Σε αυτόν τον τομέα η Γερμανία καταγράφει εμπορικό έλλειμμα 720 εκατ. δολαρίων...
Αποτυπώνοντας τις αντιθέσεις και στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, ο Στόιτελ αναφέρει ότι «γενικά η επαναφορά της παραγωγής στην Ευρώπη δεν έχει νόημα» (αφού η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να αποσπάσει ακόμα μεγαλύτερα κέρδη σε χώρες με χαμηλότερο «μισθολογικό κόστος»), σημειώνοντας πως «θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην επέκταση της τεχνογνωσίας μας και των ικανοτήτων μας σε φαρμακευτικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας». «Με τα εμβόλια mRNA ειδικότερα, η Γερμανία έχει την ευκαιρία να μπει στη "λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας"», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου