ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

ΑΙΒΑΛΙ ή ΚΥΔΩΝΙΕΣ - Χαμένες Πατρίδες


                 

 
Οταν μια πόλη έχει αγαπηθεί τόσο πολύ,όταν υπάρχουν πικρές μνήμες και τα χώματά της έχουν ποτιστεί από τόσα δάκρυα και αίμα, τι θα μπορούσες άραγε να πεις; 
Για εμάς που καταγόμαστε από τις Χαμένες Πατρίδες έστω και τρίτης γενιάς,που μεγαλώσαμε με ιστορίες των γιαγιάδων μας,τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα.

Και όσο περνούν τα χρόνια όπου γίνεσαι σοφότερος,η ζωή σού δίνει εξηγήσεις και ο ρους της Ιστορίας προχωρεί,τότε αντιλαμβάνεσαι την πόλη σαν έναν έρωτα που σε σημάδεψε.
Εχεις μια γεύση στα χείλη γλυκιά και πικρή συνάμα,κι ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά όταν την επισκέπτεσαι.

Περιπλανιέμαι στα σοκάκια του Αϊβαλιού και αναγνωρίζω τα ελληνικά στοιχεία, μιλάω ελληνικά και όλο και κάποιος έρχεται με λαχτάρα να μου μιλήσει. 
Η Ζαχρέ που εύχεται να μπορούσε να επισκεφθεί την Κρήτη προτού πεθάνει, ο Αλί που του ΄μαθε τα ελληνικά ο πατέρας...πολλές οι πικρές ιστορίες. 




Ιστορικά στοιχεία

Από τις νεότερες πόλεις της Μικράς Ασίας οι Κυδωνιές ιδρύθηκαν στο τέλος του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα από κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερους όρους διαβίωσης. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν οι άποικοι, όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός, η ανάπτυξη όμως της πόλης υπήρξε ραγδαία και από τα μέσα του 18ου αιώνα διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και την πνευματική ζωή της περιοχής.

Το 1773, κατά την επικρατέστερη άποψη, ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, πέτυχε, με τη βοήθεια του δραγουμάνου του στόλου Νικολάου Μαυρογένη (1770-1786), τη χορήγηση προνομίων στην πόλη. 

Με τα προνόμια αυτά οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγής χριστιανική κοινότητα, επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις δημογέροντες και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, ο αγάς ή βοεβόδας και ο καδής.

Το 1780, με φροντίδα του Δημητρακέλλη, οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, στην περίβολο του οποίου ιδρύθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και κτήριο που στέγασε την Ελληνική Σχολή, με βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έργων φιλοσοφικών και θεολογικών. 

Πρώτοι διδάσκαλοι της Σχολής υπήρξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος από τα Βουρλά ή την Κίο της Βιθυνίας, ο Βησσαρίων από τη Σύμη των Δωδεκανήσων, ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά κ.ά. Λίγα χρόνια αργότερα, η Σχολή του Οικονόμου, που πέθανε το 1792, αναδιοργανώθηκε, στεγάστηκε σε νέο οίκημα, πήρε το χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε Ακαδημία.

Στην Ακαδημία των Κυδωνιών,που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ο Βενιαμίν Λέσβιος δίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και διωγμό εναντίον του σοφού λογίου. 

Το 1811 τη διεύθυνση της Ακαδημίας ανέλαβε ο επίσης ονομαστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης και δίδαξε ως τις αρχές του 1821, όταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία εγκατέλειψε τις Κυδωνίες για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Παράλληλα, δίδαξε και ο Γρηγόριος Σαράφης, ενώ μαθητές της Ακαδημίας, κυρίως Έλληνες, τίμησαν αργότερα τα ελληνικά γράμματα. Στην Ακαδημία φοίτησαν και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι. 

Το 1819, ο Κυδωνιάτης Κωνσταντίνος Τόμπρας, που με φροντίδα της κοινότητας είχε εκπαιδευθεί στα τυπογραφεία του Ντιντό (Didot) στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση τυπογραφείου που ιδρύθηκε στην πόλη για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Σχολής.

Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, το δεύτερο μετά τη Σμύρνη στη Μικρά Ασία, καταστράφηκε από τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό. 

Στις 3 Ιουνίου ο Ιωάννης Φιλήμων χαρακτηριστικά αναφέρει:

   <  Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. 

Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος >  

Όσοι Κυδωνιάτες εσώθηκαν, κατέφυγαν στα Ψαρά και σε άλλα νησιά και στην Πελοπόννησο και έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα.

Το 1827 άρχισε η επάνοδος των προσφύγων στην κατεστραμμένη πόλη και άρχισε η ανοικοδόμησή της με ταχύ ρυθμό. Το 1842 οι κάτοικοι είχαν ανέλθει σε 18.000 και η αύξηση του πληθυσμού συνεχίστηκε.

 Κατά τον αιώνα από την επανεγκατάσταση ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, η βιοτεχνία και το εμπόριο παρουσίασαν ραγδαία ανάπτυξη, ενώ η ίδρυση ατμοκίνητων ελαιοτριβείων και η ναυτιλιακή δραστηριότητα των κατοίκων κατέστησαν τις Κυδωνίες κέντρο εμπορίας λαδιού που η ετήσια παραγωγή του έφθανε τα 4.000.000 οκάδες. 

Το Γυμνάσιο της πόλης με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, που ονομάστηκε Διδότειος προς τιμήν του παρισινού εκδοτικού οίκου Didot, ο οποίος την επλούτισε με χιλιάδες τόμους, τα τυπογραφεία (μετά το 1911), από τα οποία εκδίδονταν εφημερίδες και περιοδικά, και οι πολιτιστικοί σύλλογοι δημιούργησαν πνευματική ζωή και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο.

Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών που κατάγονται από τις Κυδωνίες, γνωστότεροι από τους οποίους είναι οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης και Στρατής Δούκας.

Οι διωγμοί που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου εναντίον του μικρασιατικού Ελληνισμού έπληξαν ιδιαίτερα τους Κυδωνιάτες. 

Οι ομαδικές εκτοπίσεις κατοίκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και η φυγή νέων κυρίως Κυδωνιατών το 1917 προς τη Λέσβο ανέκοψαν επί μήνες την ανάπτυξη της πόλης, στην οποία οι φυγάδες κάτοικοί της επανήλθαν μετά την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918. 

Το οριστικό πλήγμα δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Στις 16 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τις Κυδωνίες, σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου, η υποχώρηση όμως του ελληνικού στρατού είχε τραγικές συνέπειες και για τις Κυδωνίες.


Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. 
Οι άνδρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα του εσωτερικού, άλλοι εκτελέστηκαν, και ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, που με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από κει σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. 

Θύμα του τουρκικού φανατισμού υπήρξε και ο μητροπολίτης Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη.
 Στις Κυδωνίες μετά την καταστροφή, κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από τη Λέσβο, την Κρήτη και τη Μακεδονία.


Η Παλιά Πόλη 





Ανηφορίζοντας από τον παραλιακό δρόμο ή από την πλατεία των αραμπάδων της αγοράς, αρχίζει το ξεδίπλωμα της παλιάς πόλης: 

Σπίτια κτισμένα από ξύλο και πέτρα, με σαχνισιά, άλλα με νεοκλασικά στοιχεία με επιβλητικές εξωτερικές κορινθιακού ρυθμού κολόνες και μετόπες, με γύψινες διακοσμητικές λεπτομέρειες και βαριές ξύλινες πόρτες με περίτεχνα ρόπτρα. 

Κάθε σπίτι είναι βαμμένο σε διαφορετικά χρώματα: απαλό γαλάζιο, καφέ, ώχρα, λευκό, γκρίζο. 
Στις περισσότερες γειτονιές επικρατεί οργασμός ανοικοδόμησης: σπίτια αναπαλαιώνονται κρατώντας μόνο την εξωτερική τους όψη, άλλα βάφονται, σοκάκια πλακοστρώνονται, τοποθετούνται ηλεκτρικοί φανοστάτες στους δρόμους. 
Αρκετά σπίτια έγιναν παραδοσιακοί ξενώνες, τα δε καλύτερα αγοράστηκαν από πλούσιους ιδιοκτήτες.

 Στις γειτονιές κοντά στο κέντρο τα σπίτια εναλλάσσονται με μαγαζάκια, μικρές βιοτεχνίες, φουρνάρικα, καφενέδες, ενώ οι αραμπάδες με τα γαϊδουράκια, φορτωμένοι με διάφορα ζαρζαβατικά καλούνται να αναλάβουν τον ρόλο τους εκεί όπου δεν υπάρχουν μανάβικα. 
Πού και πού, κάποια μικρή πλατεία- κυρίως γύρω από τα τζαμιά- και κάποια κρήνη για να ξεδιψούν οι διαβάτες. 

Οι νοικοκυρές πηγαινοέρχονται φορτωμένες τα καθημερινά ψώνια, με τα παιδιά να τις κρατούν από τη μακριά φούστα, ενώ άλλες βιαστικές κάνουν τη λάτρα του σπιτιού. Το βράδυ με το λιγοστό φως των φανοστατών και εκείνο του ηλιοβασιλέματος, η παλιά πόλη γίνεται μαγική, κυρίως στα ψηλά όπου το μάτι φθάνει πέρα από τα Μοσχονήσια, αγναντεύοντας το πέλαγο. 


Η αγορά και το μεγάλο παζάρι 




Κάθε μέρα το κέντρο μοιάζει θαρρείς με πολύβουο μελίσσι, καθώς καταλαμβάνεται από ντόπιους και εκδρομείς- κυρίως από τη Μυτιλήνη που έρχονται για βόλτα και οικονομικές αγορές. 

Η αλήθεια είναι ότι στα μικρά αλλά και στα μεγάλα καταστήματα του Αϊβαλιού βρίσκεις εξαιρετική ποιότητα σε αρκετά είδη και επώνυμες σειρές νεανικών ρούχων, στις μισές τιμές συγκριτικά με εμάς.

 Ακόμα και στα σουπερμάρκετ, ίδια είδη τροφίμων πωλούνται πάνω-κάτω στη μισή τιμή, ακόμα και γνωστά σαμπουάν!

 Αξίζει να πάρετε νοστιμιές όπως μεγάλα βάζα με πεντανόστιμες πράσινες τσακιστές ελιές, καπνιστές μελιτζάνες, λιαστές ντομάτες με μυρωδικά, σαλέπι, πέστο ρόκας, κρέμα φουντουκιού- υπάρχει ντόπια παραγωγή- που μοιάζει με μερέντα χωρίς σοκολάτα, σιρόπι ροδιού και αρωματισμένα ξίδια ροδιού, χουρμά, βύσσινου, μήλου, και φημισμένα ντόπια κρασιά.

 Στην αγορά των φρούτων και λαχανικών επιλέξτε διάφορα μπαχαρικά, τσάγια, σαλέπι, ξηρούς καρπούς κυρίως τσεμπλεμπούδες (στραγάλια), αποξηραμένα φρούτα μούρα, βερίκοκα, κράνα, δαμάσκηνα, βύσσινα, λουκούμια σε διάφορες γεύσεις και χειροποίητα σαπούνια. 

Κάθε Πέμπτη στο μεγάλο παζάρι και στο μικρότερο το Σάββατο, όπου κατεβαίνουν οι γυρολόγοι από τα χωριά και στήνουν τις πραμάτειες σε δρόμους και στενά γύρω από την κεντρική αγορά, επικρατεί το αδιαχώρητο. Εκεί θα βρείτε τα πάντα: από εσώρουχα και κάλτσες μέχρι κοσμήματα, βραδινά φορέματα και νυφικά, πετσέτες και υφάσματα επιπλώσεων. 


Στις εκκλησιές 






Ανάμεσα από εμπορικά μαγαζάκια και υπαίθριους καφενέδες όπου ο χρόνος κυλάει αργά για τους ηλικιωμένους παίζοντας επιτραπέζια και καπνίζοντας ναργιλέ, βρίσκεται ο Αγιος Γεώργιος (19ος αι.) με νεοκλασικά στοιχεία, σήμερα Τσιναρλί Τζαμί, που διακρίνεται σχεδόν από κάθε γωνιά. 

Πέρασμα και για τα σχολιαρόπαιδα που περιμένουν να κεραστούν το μπολάκι με τους φρέσκους λουκουμάδες που συνηθίζουν να μοιράζουν στα μνημόσυνα.

 Ο Αγιος Γιάννης στο κέντρο του Αϊβαλιού, στη συνοικία Ισμέτ Πασά, έγινε το Σαατλί Τζαμί στα 1928, όπου το ένα από τα δύο του καμπαναριά διατηρήθηκε ενώ το άλλο έγινε μιναρές.

Η εκκλησία του Ταξιάρχη στο φαρδύ σοκάκι με το γκρεμισμένο καμπαναριό, με κορινθιακές κολόνες το Αγίασμα της Αγίας Φωτεινής. Οι ντόπιοι τη λένε «Αγιασμάτος» και θεωρούν ότι το νερό που αναβλύζει θεραπεύει τα μάτια. 



Στο προάστιο Τσαμλίκ 



Το ομορφότερο προάστιο του Αϊβαλιού είναι αναμφισβήτητα το Τσαμλίκ. Ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο νότια με κατεύθυνση προς τη Σμύρνη, μετά το Νοσοκομείο, θα εντυπωσιαστείτε από τα παλιά νεοκλασικά αρχοντικά του 19ου αιώνα που «βλέπουν» στη θάλασσα και εκτείνονται ψηλά στον λόφο.

 Φαρδιά σοκάκια με ρομαντικά ονόματα λουλουδιών: οδός τριαντάφυλλου, χρυσάνθεμου, μπιγκόνιας, αρχοντικά που μαρτυρούν ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο ζωής των Ελλήνων του Αϊβαλιού, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε μεγαλείο και εξωτερική διακόσμηση, ανάμεσα σε ψηλά πεύκα και μεγάλους κήπους, άλλα ανακαινισμένα και άλλα εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου.

 Λίγο πιο κάτω οι ψαρόβαρκες παραχωρούν τη θέση τους στις αμμουδερές παραλίες για τους λουόμενους. 


Στο Μοσχονήσι



Στην Τζούντα για τους Τούρκους, θα βρεθείτε μετά από σύντομη διαδρομή περνώντας τη γέφυρα που ενώνει το νησί με το Αϊβαλί. 

Λέγεται ότι ονομάστηκε Μοσχονήσι, χάρη στα κίτρινα ζουμπουλάκια που κάθε άνοιξη πλημμυρίζουν τα χωράφια και μοσχοβολούν.
 Το νησάκι είναι εξαιρετικής ομορφιάς και πέρα από τις παλιές εκκλησιές, τα διατηρητέα νεοκλασικίζουσας αρχιτεκτονικής παλιά ελληνικά σπίτια και τα αξιοθέατά του, προσφέρεται για περιπάτους στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, στις πλατείες με τα ταβερνάκια και στην προκυμαία με τις αραγμένες ψαράδικες βάρκες.

 Κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, με φόντο τη θάλασσα πλήθος εστιατορίων παρατάσσονται το ένα δίπλα στ΄ άλλο, με πρώτο πλάνο τις βιτρίνες με τις τοπικές νοστιμιές, ενώ την απέναντι πλευρά καταλαμβάνουν τα μοντέρνα εστιατόρια σε παλιά κτίσματα.

Ψηλά στο βουνό έξω από την πόλη, βρίσκεται το «Σεϊτάν Σοφράσι»- το «τραπέζι του Διαβόλου». Ο μύθος λέει ότι πρόκειται για το αποτύπωμα του ποδιού του Διαβόλου που άφησε πηδώντας πάνω από τη Μυτιλήνη. 

Η θέα, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, στο πράσινο των δέντρων και στο γκρίζο των βράχων είναι μοναδική με τα νησάκια και τους κολπίσκους να στριφογυρίζουν. Στον χώρο που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής για το ηλιοβασίλεμα, έχει δημιουργηθεί παρατηρητήριο. 



ΠΗΓΗ.  1.  tovima
               2.  wikipedia  
               3. google.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου