ΔΕΥΤΕΡΑ 14-12-2015
«Το ραφτάδικο της Μαρίας Θεολόγου στη Θεμιστοκλέους κάηκε», έλεγε το δημοσίευμα. Αφορμή η επέτειος μνήμης στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στις 6 Δεκεμβρίου. Η μητέρα του, έχει ζητήσει επανειλημμένα, να μην γίνονται επεισόδια που θα αμαυρώσουν τη μνήμη του γιου της.
Η είδηση παρόλ' αυτά επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια.
Ο τίτλος απαράλλακτος: «Επεισόδια με μολότοφ και δακρυγόνα χθες το βράδυ στα Εξάρχεια - Σπασμένα αυτοκίνητα και καταστήματα». Μια είδηση που με τα χρόνια σταμάτησε να είναι είδηση. Που δεν παίρνει πια χτύπημα στην πρώτη σελίδα κάποιας εφημερίδας.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Τα Εξάρχεια δεν είναι πια η γειτονιά του Παλαμά. Του Κουν, του Γύζη, του Τσαλδάρη, του Τρικούπη. Της Βέμπο, του Γερμανού και του Άσιμου. Του Παύλου και της Γώγου. Του Κύρκου, της Παξινού.
Κι αργότερα έγιναν Εξάρχεια, δανειζόμενα το όνομά τους από τον Έξαρχο, έναν Ηπειρώτη που είχε εμπορικό στη Θεμιστοκλέους.
Κοντά στα Εξάρχεια στεγάστηκε στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο. Κι έγιναν φοιτητούπολη με όλα τα καλά και τα καλά μιας… πόλης.
Στις 10 Μαΐου του 1859, φοιτητές από τα Εξάρχεια έφτασαν στο Μουσείο, φορώντας ψάθινα σιφναίικα σκιάδια (καπέλα). Διαμαρτύρονταν για τις υπέρογκες τιμές καπέλων από το εξωτερικό, αλλά και την οικονομική πολιτική των Βαυαρών βασιλέων.
Αυτή ήταν η πρώτη σύγκρουση αστυνομίας-φοιτητών, η οποία σημαδεύτηκε από αιματηρές ταραχές.
Και έγιναν οι ζυμώσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της κατάληψης της Νομικής το ’73.
Η γειτονιά της αμφισβήτησης, της διανόησης και της ανυπότακτης ή ανέντακτης αριστεράς -όπως προτιμάτε-, της αναρχικής ιδεολογίας.
Που έγινε στη συνέχεια το πρόσχημα επεισοδίων, καταστροφών και εκδηλώσεων μνήμης με απρόβλεπτη εξέλιξη.
Ο Ανδρέας δεν έφυγε ποτέ από τα Εξάρχεια. Μένει εκεί από το 1953, όταν εγκατέλειψε το Μεταξουργείο.
Ανάμεσά τους η οικογένεια του Μαζαράκη. «Το Μεταξουργείο το κατέστρεψε η Αθηνών-Κορίνθου.
Όταν ο τότε εθνάρχης προσπάθησε να ενώσει την Αθήνα με την Κόρινθο, φτιάχνοντας την εθνική οδό, που περνούσε πάνω από το σπίτι μου στην Αχιλλέως».
Μιλάει παθιασμένος, ερωτευμένος μετά από 53 χρόνια με τα Εξάρχεια. «Εδώ είναι η ζωή μου. Η γειτονιά μου. Οι φίλοι μου. Οι άνθρωποι που τους ξέρω και με ξέρουν. Πώς να πάω να κρυφτώ σε ένα πράσινο προάστιο;»
Μας αντιμετώπιζαν περίεργα εμάς τους καινούργιους». «Η επιλογή των Εξαρχείων ήταν τότε μια επιλογή ανάγκης.
Στη συνέχεια όμως έγινε τρόπος ζωής. Πάντως, αυτό που τα κάνει να διαφέρουν είναι ότι διατηρούν την ταυτότητά τους.
Όλο το κέντρο της Αθήνας έχει τη δική του ταυτότητα και ιστορία.
Η Πλάκα τη δική της, το Θησείο το ίδιο, το Μεταξουργείο, η Ακαδημία Πλάτωνος, η Κυψέλη, τα Εξάρχεια».
Δεν είναι η γειτονιά τους.
Στη γειτονιά τους, στο Μαρούσι, στα Βριλήσσια, στο Χαλάνδρι, δεν θα τολμούσαν να σπάσουν κανένα τζάμι.
Αντιθέτως στα Εξάρχεια μπορούν να τα σπάσουν όλα. Χωρίς κανένα κόστος. Αυτός που ζει εδώ, είναι εκείνος που υποφέρει. Κι αυτός δεν καίει ποτέ, δεν καταστρέφει.
Απλά τρομοκρατείται, πονάει, υποφέρει», περιγράφει ο Ανδρέας Μαζαράκης.
«Η περιοχή είχε πάντοτε υψηλό αστικό χαρακτήρα. Ήταν μεγαλοαστική γειτονιά. Και μάλιστα στην πλευρά που βλέπει προς το Μουσείο, διακρίνει κανείς μία σειρά από μοναδικής ωραιότητας νεοκλασικά.
Στην πορεία τα Εξάρχεια έγιναν και καλλιτεχνική γειτονιά, καθώς μετακινήθηκαν εδώ σημαντικοί καλλιτέχνες από το Μεταξουργείο. Ωστόσο δεν έχασαν ποτέ τον αστικό τους χαρακτήρα».
Μαζί με την ανοχή γεννήθηκε και το περιθώριο. Ένα περιθώριο ανελέητο, το οποίο κρατάει μέσα του όλα τα στοιχεία ενός ιδιότυπου φασισμού.
Και εδώ ακριβώς αρχίζει η μετάλλαξη, ο κίνδυνος, γιατί υπάρχουν άτομα που λειτουργούν ανεξέλεγκτα και φτάνουν σε πράξεις ακρότητας. Καίνε αυτοκίνητα, σπίτια, καταστήματα. Προβαίνουν σε ατελείωτες ενέργειες, στις οποίες δεν υπάρχει κανένας παρονομαστής λογικής ή ήθους».
«Αρκετές φορές έγιναν απόπειρες να καθαρίσει η πλατεία, να φύγει η πρέζα, να λιγοστέψουν τα βαποράκια. Μάλιστα έγιναν και πορείες με τη συμμετοχή εκατοντάδων ατόμων, οι οποίες είχαν απήχηση. Τα άτομα αυτά όμως έχουν το χρόνο σύμμαχο, και μπορούν να επανέλθουν ξανά και ξανά», λέει ο Ανδρέας Μαζαράκης.
Η πιο χαρακτηριστική στιγμή στο κυνήγι των ναρκωτικών ήταν το Νοέμβριο του 1987. Όταν οι κάτοικοι συγκρούστηκαν με εμπόρους στην πλατεία και έδωσαν τα στοιχεία των αυτοκινήτων τους στην Αστυνομία.
Το μόνο που άλλαξε όμως ήταν η πιάτσα που γίνεται το αλισβερίσι. Από την πλατεία, μεταφέρθηκε στην Μπουμπουλίνας και στην Τοσίτσα.
«Κληρονόμησα ένα διαμέρισμα στην πλατεία Εξαρχείων -που ήταν το ιατρείο των γονιών μου- όταν πήραν σύνταξη το 1989.
Εκείνη την εποχή ωστόσο δεν είχα σαφή εικόνα για τα Εξάρχεια: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το σπίτι, ένα υπέροχο σπίτι… Και το πρώτο στο οποίο δεν θα πλήρωνα ενοίκιο.
Στην αρχή όλα φαίνονταν ευχάριστα: πήγαινα παντού με τα πόδια, βρισκόμουν κοντά σε πολλά ροκ κλαμπ, οι φίλοι έρχονταν σ’ εμένα, δεν έκανα κόπο να πηγαίνω εγώ σ’ αυτούς», λέει η συγγραφέας.
Μιλάει όμως για μία άλλη, αθέατη πλευρά των Εξαρχείων. Εκείνη που δεν μπόρεσε να διακρίνει από την πρώτη στιγμή... «Υπήρχε μια πλευρά που δεν έβλεπα καθόλου διότι δεν είχα τις απαραίτητες συναναστροφές: κάτι αλλόκοτα καφενεία…
Μαζί με τα ροκ κλαμπ, επικρατούσε μια μορφή αναχρονισμού στα Εξάρχεια, μια ατημελησία», θυμάται η Σώτη Τριανταφύλλου.
«Θύμιζε τα αμπέχονα του 1974, την αθλιότητα της άκρας αριστεράς. Ωστόσο, δεν καταλάβαινα τι εκτυλισσόταν στη συνοικία», συμπληρώνει.
Κάθε χρόνος ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο: περισσότερη βρωμιά, περισσότερα βίαια επεισόδια, περισσότερη ανομία. Κανείς δεν καλούσε την αστυνομία στα Εξάρχεια.
Κι όσες φορές την καλούσα εγώ, δεν ερχόταν. Σιγά-σιγά έγινε ο προνομιακός τόπος των τζάνκι και των αναρχοφασιστών.
Οι ναρκομανείς δεν με ενοχλούσαν και τόσο: ήταν, συνήθως, ειρηνικοί, μολονότι εξαιρέσεις υπήρχαν…»
Εξάλλου, οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέχονταν τις παραβιάσεις του νόμου: στην πλατεία γίνονταν συναυλίες που διαρκούσαν μέχρι τις 3 το πρωί, ενώ ανθούσε το παρεμπόριο, γίνονταν βανδαλισμοί... Κανείς δεν διαμαρτυρόταν».
Όποτε βρίσκεται στην Ελλάδα, δεν... αποφεύγει τα Εξάρχεια. Οι υποχρεώσεις και κυρίως οι φίλοι την οδηγούν συχνά στην παλιά της γειτονιά.
«Περνάω πολύ συχνά για διάφορες δουλειές και διότι ένας φίλος μου ζει ακόμα εκεί, επειδή έχει 40.000 δίσκους βινυλίου και η μετακόμιση του φαίνεται βουνό.
Η εικόνα της συνοικίας είναι καταθλιπτική».
Αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε, όπως είπα, από τη συμπεριφορά των κατοίκων: απάθεια, αυταρέσκεια, αψηφισιά κάθε αρχής. Όσοι δεν ταυτίζονται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μπορούν να φύγουν, φεύγουν».
Σχολιάζοντας τις εκδηλώσεις μνήμης που λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της Αθήνας κατά καιρούς, για πρόσωπα όπως ο Καλτεζάς ή ο Γρηγορόπουλος, εμφανίζεται αφοριστική.
Οι δολοφονίες ήταν, εν πολλοίς, τυχαίες: αποτέλεσμα συμπεριφοράς παραφρόνων αστυνομικών…
Ο αναρχικός χώρος έχει ανάγκη από μαρτυρολόγιο, όπως έχει η Αριστερά και η Εκκλησία», σχολιάζει και προσθέτει: «Πρέπει να γίνει κάτι βαθύτερο: να επιβληθεί ο νόμος και η τάξη με τη συμφωνία και τη συνεργασία των κατοίκων.
Οι κάτοικοι πρέπει να προστατέψουν τη γειτονιά τους και τους νόμους του κράτους.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πείρα άλλων μεγαλουπόλεων που βρέθηκαν μπροστά σε παρόμοια προβλήματα και τα έλυσαν: το 1979 πολλές συνοικίες της Νέας Υόρκης έμοιαζαν βομβαρδισμένες, σήμερα είναι ήσυχες και φυλλώδεις».
* Τις ασπρόμαυρες αρχειακές φωτογραφίες παραχώρησε από το προσωπικό του αρχείο ο αντιδήμαρχος του δήμου Αθηναίων και κάτοικος των Εξαρχείων, Γιώργος Αποστολόπουλος.
ΠΗΓΗ. newsbeast.gr
«Το ραφτάδικο της Μαρίας Θεολόγου στη Θεμιστοκλέους κάηκε», έλεγε το δημοσίευμα. Αφορμή η επέτειος μνήμης στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στις 6 Δεκεμβρίου. Η μητέρα του, έχει ζητήσει επανειλημμένα, να μην γίνονται επεισόδια που θα αμαυρώσουν τη μνήμη του γιου της.
Η είδηση παρόλ' αυτά επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια.
Ο τίτλος απαράλλακτος: «Επεισόδια με μολότοφ και δακρυγόνα χθες το βράδυ στα Εξάρχεια - Σπασμένα αυτοκίνητα και καταστήματα». Μια είδηση που με τα χρόνια σταμάτησε να είναι είδηση. Που δεν παίρνει πια χτύπημα στην πρώτη σελίδα κάποιας εφημερίδας.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Τα Εξάρχεια δεν είναι πια η γειτονιά του Παλαμά. Του Κουν, του Γύζη, του Τσαλδάρη, του Τρικούπη. Της Βέμπο, του Γερμανού και του Άσιμου. Του Παύλου και της Γώγου. Του Κύρκου, της Παξινού.
Τα Πιθαράδικα
Δεν είναι ούτε τα Πιθαράδικα. Εκεί που κάποτε ζούσαν τεχνίτες, οικοδόμοι και… πιθαροπλάστες. Οι κατασκευαστές πιθαριών ήταν εκείνοι που χάρισαν στην περιοχή το πρώτο της βαφτιστικό στις αρχές του 19ου αιώνα.Κι αργότερα έγιναν Εξάρχεια, δανειζόμενα το όνομά τους από τον Έξαρχο, έναν Ηπειρώτη που είχε εμπορικό στη Θεμιστοκλέους.
Κοντά στα Εξάρχεια στεγάστηκε στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο. Κι έγιναν φοιτητούπολη με όλα τα καλά και τα καλά μιας… πόλης.
Η πρώτη φοιτητική εξέγερση στα Εξάρχεια
Εκεί έγινε η πρώτη φοιτητική εξέγερση, τα Σκιαδικά.Στις 10 Μαΐου του 1859, φοιτητές από τα Εξάρχεια έφτασαν στο Μουσείο, φορώντας ψάθινα σιφναίικα σκιάδια (καπέλα). Διαμαρτύρονταν για τις υπέρογκες τιμές καπέλων από το εξωτερικό, αλλά και την οικονομική πολιτική των Βαυαρών βασιλέων.
Αυτή ήταν η πρώτη σύγκρουση αστυνομίας-φοιτητών, η οποία σημαδεύτηκε από αιματηρές ταραχές.
Και η πρώτη… γιάφκα
Στα Εξάρχεια εμφανίστηκε η πρώτη… γιάφκα. Όταν Αριστείδης Δόσιος έφυγε από εκεί με προορισμό τη Σταδίου, με σκοπό να δολοφονήσει τη βασίλισσα Αμαλία, χωρίς επιτυχία.Και έγιναν οι ζυμώσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της κατάληψης της Νομικής το ’73.
Η γειτονιά της αμφισβήτησης, της διανόησης και της ανυπότακτης ή ανέντακτης αριστεράς -όπως προτιμάτε-, της αναρχικής ιδεολογίας.
Που έγινε στη συνέχεια το πρόσχημα επεισοδίων, καταστροφών και εκδηλώσεων μνήμης με απρόβλεπτη εξέλιξη.
«Η περιοχή βρίθει από μικρούς ολοκληρωτισμούς»
«Η περιοχή αυτή δυστυχώς βρίθει από μικρούς ολοκληρωτισμούς», λέει ο επί σειρά ετών πρόεδρος του Αστέρα Εξαρχείων, ραδιοφωνικός παραγωγός και γνωστός με το παρατσούλι, ο «Εξαρχείων», Ανδρέας Μαζαράκης.Ο Ανδρέας δεν έφυγε ποτέ από τα Εξάρχεια. Μένει εκεί από το 1953, όταν εγκατέλειψε το Μεταξουργείο.
Γνωστές οικογένειες άρχισαν να μεταναστεύουν από το Μεταξουργείο στα Εξάρχεια
Τότε, γνωστές οικογένειες της εποχής άρχισαν σταδιακά να μεταναστεύουν στα Εξάρχεια. Κάποιοι πήγαν στο Αιγάλεω, στην Αγία Βαρβάρα, όπως η οικογένεια του Ζαμπέτα ή της Μοσχολιού και κάποιοι άλλοι στα Εξάρχεια.Ανάμεσά τους η οικογένεια του Μαζαράκη. «Το Μεταξουργείο το κατέστρεψε η Αθηνών-Κορίνθου.
Όταν ο τότε εθνάρχης προσπάθησε να ενώσει την Αθήνα με την Κόρινθο, φτιάχνοντας την εθνική οδό, που περνούσε πάνω από το σπίτι μου στην Αχιλλέως».
Μιλάει παθιασμένος, ερωτευμένος μετά από 53 χρόνια με τα Εξάρχεια. «Εδώ είναι η ζωή μου. Η γειτονιά μου. Οι φίλοι μου. Οι άνθρωποι που τους ξέρω και με ξέρουν. Πώς να πάω να κρυφτώ σε ένα πράσινο προάστιο;»
«Για να προσαρμοστώ στη ζωή των Εξαρχείων έπρεπε να δείρω τη μισή γειτονιά»
Θυμάται όταν εκείνος χρειάστηκε να φύγει κάποια στιγμή από την παλιά του γειτονιά με προορισμό την καινούργια. «Για να μπορέσω να προσαρμοστώ στη ζωή των Εξαρχείων έπρεπε να δείρω τη μισή γειτονιά.Μας αντιμετώπιζαν περίεργα εμάς τους καινούργιους». «Η επιλογή των Εξαρχείων ήταν τότε μια επιλογή ανάγκης.
Στη συνέχεια όμως έγινε τρόπος ζωής. Πάντως, αυτό που τα κάνει να διαφέρουν είναι ότι διατηρούν την ταυτότητά τους.
Όλο το κέντρο της Αθήνας έχει τη δική του ταυτότητα και ιστορία.
Η Πλάκα τη δική της, το Θησείο το ίδιο, το Μεταξουργείο, η Ακαδημία Πλάτωνος, η Κυψέλη, τα Εξάρχεια».
«Στα Εξάρχεια μπορούν να τα σπάσουν όλα χωρίς κανένα κόστος»
«Τα τελευταία χρόνια όμως έχουμε πάψει να είμαστε γειτονιά. Γίναμε τόπος αράγματος νέων παιδιών απ' όλη την Αθήνα. Γίναμε στέκι. Κι αυτό σημαίνει ότι όσοι έρχονται στα Εξάρχεια από άλλες περιοχές, δεν δείχνουν κανέναν σεβασμό για την περιοχή μας. Εύκολα καταστρέφουν ό,τι βρουν.Δεν είναι η γειτονιά τους.
Στη γειτονιά τους, στο Μαρούσι, στα Βριλήσσια, στο Χαλάνδρι, δεν θα τολμούσαν να σπάσουν κανένα τζάμι.
Αντιθέτως στα Εξάρχεια μπορούν να τα σπάσουν όλα. Χωρίς κανένα κόστος. Αυτός που ζει εδώ, είναι εκείνος που υποφέρει. Κι αυτός δεν καίει ποτέ, δεν καταστρέφει.
Απλά τρομοκρατείται, πονάει, υποφέρει», περιγράφει ο Ανδρέας Μαζαράκης.
Ανάμεσα σε Πανεπιστήμιο και Πολυτεχνείο
Όπως λέει τα Εξάρχεια «ήταν πάντα μια γειτονιά, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στα δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα. Στο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο. Και συνήθως οι φοιτητές αναζητούσαν ένα δωμάτιο κοντά στη σχολή τους».«Η περιοχή είχε πάντοτε υψηλό αστικό χαρακτήρα. Ήταν μεγαλοαστική γειτονιά. Και μάλιστα στην πλευρά που βλέπει προς το Μουσείο, διακρίνει κανείς μία σειρά από μοναδικής ωραιότητας νεοκλασικά.
Στην πορεία τα Εξάρχεια έγιναν και καλλιτεχνική γειτονιά, καθώς μετακινήθηκαν εδώ σημαντικοί καλλιτέχνες από το Μεταξουργείο. Ωστόσο δεν έχασαν ποτέ τον αστικό τους χαρακτήρα».
«Η ανοχή γέννησε το ανελέητο περιθώριο, με στοιχεία ενός ιδιότυπου φασισμού»
Με τα χρόνια, η περιοχή που γνώρισε ο Μαζαράκης, μετακομίζοντας το ’53, άλλαξε. «Έγινε ένα απέραντο νεολεΐστικο πάρκο, το οποίο κράτησε μέσα του τα πολύ θετικά στοιχεία της πολιτικής αναζήτησης, των καινούργιων εκφράσεων ζωής, ενώ παράλληλα διατηρήθηκε μία ανοχή που ήταν άγνωστη σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.Μαζί με την ανοχή γεννήθηκε και το περιθώριο. Ένα περιθώριο ανελέητο, το οποίο κρατάει μέσα του όλα τα στοιχεία ενός ιδιότυπου φασισμού.
Και εδώ ακριβώς αρχίζει η μετάλλαξη, ο κίνδυνος, γιατί υπάρχουν άτομα που λειτουργούν ανεξέλεγκτα και φτάνουν σε πράξεις ακρότητας. Καίνε αυτοκίνητα, σπίτια, καταστήματα. Προβαίνουν σε ατελείωτες ενέργειες, στις οποίες δεν υπάρχει κανένας παρονομαστής λογικής ή ήθους».
«Αρκετές φορές έγιναν απόπειρες να καθαρίσει η πλατεία, να φύγει η πρέζα, να λιγοστέψουν τα βαποράκια. Μάλιστα έγιναν και πορείες με τη συμμετοχή εκατοντάδων ατόμων, οι οποίες είχαν απήχηση. Τα άτομα αυτά όμως έχουν το χρόνο σύμμαχο, και μπορούν να επανέλθουν ξανά και ξανά», λέει ο Ανδρέας Μαζαράκης.
Η πιο χαρακτηριστική στιγμή στο κυνήγι των ναρκωτικών ήταν το Νοέμβριο του 1987. Όταν οι κάτοικοι συγκρούστηκαν με εμπόρους στην πλατεία και έδωσαν τα στοιχεία των αυτοκινήτων τους στην Αστυνομία.
Το μόνο που άλλαξε όμως ήταν η πιάτσα που γίνεται το αλισβερίσι. Από την πλατεία, μεταφέρθηκε στην Μπουμπουλίνας και στην Τοσίτσα.
Σώτη Τριανταφύλλου: Στα Εξάρχεια ήταν το πρώτο σπίτι που δεν θα πλήρωνα ενοίκιο
Η γνωστή συγγραφέας, Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία ζει τον περισσότερο καιρό στο Παρίσι έζησε για 20 χρόνια στα Εξάρχεια, στο σπίτι που της άφησαν οι γονείς της…«Κληρονόμησα ένα διαμέρισμα στην πλατεία Εξαρχείων -που ήταν το ιατρείο των γονιών μου- όταν πήραν σύνταξη το 1989.
Εκείνη την εποχή ωστόσο δεν είχα σαφή εικόνα για τα Εξάρχεια: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το σπίτι, ένα υπέροχο σπίτι… Και το πρώτο στο οποίο δεν θα πλήρωνα ενοίκιο.
Στην αρχή όλα φαίνονταν ευχάριστα: πήγαινα παντού με τα πόδια, βρισκόμουν κοντά σε πολλά ροκ κλαμπ, οι φίλοι έρχονταν σ’ εμένα, δεν έκανα κόπο να πηγαίνω εγώ σ’ αυτούς», λέει η συγγραφέας.
Μιλάει όμως για μία άλλη, αθέατη πλευρά των Εξαρχείων. Εκείνη που δεν μπόρεσε να διακρίνει από την πρώτη στιγμή... «Υπήρχε μια πλευρά που δεν έβλεπα καθόλου διότι δεν είχα τις απαραίτητες συναναστροφές: κάτι αλλόκοτα καφενεία…
Μαζί με τα ροκ κλαμπ, επικρατούσε μια μορφή αναχρονισμού στα Εξάρχεια, μια ατημελησία», θυμάται η Σώτη Τριανταφύλλου.
«Θύμιζε τα αμπέχονα του 1974, την αθλιότητα της άκρας αριστεράς. Ωστόσο, δεν καταλάβαινα τι εκτυλισσόταν στη συνοικία», συμπληρώνει.
«Έγινε ο προνομιακός τόπος των τζάνκι και των αναρχοφασιστών»
«Έμεινα 20 χρόνια αλλά βεβαίως δεν ήμουν αδιαλείπτως στην Ελλάδα.Κάθε χρόνος ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο: περισσότερη βρωμιά, περισσότερα βίαια επεισόδια, περισσότερη ανομία. Κανείς δεν καλούσε την αστυνομία στα Εξάρχεια.
Κι όσες φορές την καλούσα εγώ, δεν ερχόταν. Σιγά-σιγά έγινε ο προνομιακός τόπος των τζάνκι και των αναρχοφασιστών.
Οι ναρκομανείς δεν με ενοχλούσαν και τόσο: ήταν, συνήθως, ειρηνικοί, μολονότι εξαιρέσεις υπήρχαν…»
«Οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέχονταν τις παραβιάσεις του νόμου»
«Οι αναρχοφασίστες όμως ήταν απαράδεκτο φαινόμενο και είχε -έχει- ρίζες στη γειτονιά. Πολλοί όψιμοι Εξαρχιώτες και επισκέπτες των Εξαρχείων έχουν ταυτιστεί με τον αναρχοφασισμό: ο Νετσάγιεφ ασκεί ακόμα μια διεστραμμένη γοητεία.Εξάλλου, οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέχονταν τις παραβιάσεις του νόμου: στην πλατεία γίνονταν συναυλίες που διαρκούσαν μέχρι τις 3 το πρωί, ενώ ανθούσε το παρεμπόριο, γίνονταν βανδαλισμοί... Κανείς δεν διαμαρτυρόταν».
Όποτε βρίσκεται στην Ελλάδα, δεν... αποφεύγει τα Εξάρχεια. Οι υποχρεώσεις και κυρίως οι φίλοι την οδηγούν συχνά στην παλιά της γειτονιά.
«Περνάω πολύ συχνά για διάφορες δουλειές και διότι ένας φίλος μου ζει ακόμα εκεί, επειδή έχει 40.000 δίσκους βινυλίου και η μετακόμιση του φαίνεται βουνό.
Η εικόνα της συνοικίας είναι καταθλιπτική».
«Το άσυλο στο Πολυτεχνείο πήρε διεφθαρμένη μορφή»
«Όσα γίνονται, γίνονται επειδή το άσυλο στο Πολυτεχνείο πήρε τη διεφθαρμένη μορφή που πήρε κι έγινε το κίνητρο μηδενιστικών εκδηλώσεων με την ενθάρρυνση και ενδο-πανεπιστημιακών παραγόντων.Αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε, όπως είπα, από τη συμπεριφορά των κατοίκων: απάθεια, αυταρέσκεια, αψηφισιά κάθε αρχής. Όσοι δεν ταυτίζονται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μπορούν να φύγουν, φεύγουν».
Σχολιάζοντας τις εκδηλώσεις μνήμης που λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της Αθήνας κατά καιρούς, για πρόσωπα όπως ο Καλτεζάς ή ο Γρηγορόπουλος, εμφανίζεται αφοριστική.
«Οι δολοφονίες προσώπων τυχαίες, αποτέλεσμα συμπεριφοράς παραφρόνων αστυνομικών»
«Γιατί πρέπει να "τιμάμε" τη μνήμη δολοφονημένων προσώπων;Οι δολοφονίες ήταν, εν πολλοίς, τυχαίες: αποτέλεσμα συμπεριφοράς παραφρόνων αστυνομικών…
Ο αναρχικός χώρος έχει ανάγκη από μαρτυρολόγιο, όπως έχει η Αριστερά και η Εκκλησία», σχολιάζει και προσθέτει: «Πρέπει να γίνει κάτι βαθύτερο: να επιβληθεί ο νόμος και η τάξη με τη συμφωνία και τη συνεργασία των κατοίκων.
Οι κάτοικοι πρέπει να προστατέψουν τη γειτονιά τους και τους νόμους του κράτους.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πείρα άλλων μεγαλουπόλεων που βρέθηκαν μπροστά σε παρόμοια προβλήματα και τα έλυσαν: το 1979 πολλές συνοικίες της Νέας Υόρκης έμοιαζαν βομβαρδισμένες, σήμερα είναι ήσυχες και φυλλώδεις».
* Τις ασπρόμαυρες αρχειακές φωτογραφίες παραχώρησε από το προσωπικό του αρχείο ο αντιδήμαρχος του δήμου Αθηναίων και κάτοικος των Εξαρχείων, Γιώργος Αποστολόπουλος.
ΠΗΓΗ. newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου