Της Στέλλας Παπανικολάου
Στον Αρχαίο Ελλαδικό χώρο είναι γνωστό και με άλλες ονομασίες και παραλλαγές (τρίγωνον ή επιγόνειον) μια ολόκληρη οικογένεια από πολύχορδα όργανα, που συνετέλεσαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της θεωρίας και της δεξιοτεχνίας.
Περνά στο Βυζάντιο με την ονομασία ψαλτήριο, όπου στις μικρογραφίες και τοιχογραφίες των Ιερών Ναών εμφανίζεται να παίζει πάντοτε ο βασιλιάς Δαυίδ.
Στην μεσαιωνική Δύση διαδόθηκε με συγγενικές ονομασίες (psaltery, canon κ.α.), στις Αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και στην Τουρκία με το όνομα qanoun, αλλά και μέσω της Ισπανίας ως τη Νότια Αμερική με την ονομασία salterio.
Ωστόσο, η σημερινή ονομασία του οργάνου κανόνι ή κανονάκι, αφήνει από ιστορική άποψη ορισμένα κενά, επειδή δεν υπάρχουν -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- στον ελληνικό χώρο μαρτυρίες που να αποδεικνύουν την ιστορική συνέχεια αυτού του οργάνου με το ίδιο αυτό όνομα.
Η μοναδική μαρτυρία δεν ξεπερνά τις αρχές του 19ου αι. και βρίσκεται στο «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής» του Χρυσάνθου στο 4ο κεφ. «Περί μουσικών οργάνων», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται στο κανόνιον, χωρίς, όμως, να δίνονται περισσότερες πληροφορίες γι? αυτό.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΡΓΑΝΟΥ
Στην επιστήμη της Μουσικολογίας, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, τα μουσικά όργανα χωρίζονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του ήχου. Το κανονάκι ανήκει στην κατηγορία χορδόφωνα όργανα και πιο συγκεκριμένα στα νυκτά, διότι ο τρόπος παραγωγής του ήχου γίνεται με νύξη (τσίμπημα) των χορδών.
Πιο αναλυτικά, το κανονάκι αποτελείται από ένα ξύλινο ηχείο σε σχήμα ορθογωνίου τραπεζίου, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένες οι χορδές του, κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του.
Τα ξύλα που συνήθως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του ηχείου είναι ανθεκτικά, όπως το πλατάνι ή η τριανταφυλλιά. Στο καπάκι, δηλαδή στην ξύλινη επιφάνεια κάτω από τις χορδές, ανοίγονται τρεις συνήθως μεγάλες τρύπες και τρεις μικρότερες, διακοσμημένες περίτεχνα.
Οι χορδές που χρησιμοποιούνται είναι από πλαστική ύλη, παλαιότερα ήταν εντέρινες.
Ο αριθμός αυτών ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος του οργάνου, από 72 έως 77 χορδές, οι οποίες ανά τρεις ακούγονται σε ταυτοφωνία. Έτσι, καλύπτει έκταση από 24 έως 26 φθόγγους.
Πιο απλά, η μελωδική έκταση που καλύπτει το όργανο είναι περίπου τρεισήμιση οκτάβες, από το χαμηλό ΛΑ έως το ψηλό ΜΙ.
Στην δεξιά πλευρά του οργάνου βρίσκεται ο ξύλινος καβαλάρης όλων των χορδών, ο οποίος πατάει πάνω σε δερμάτινο καπάκι. Το δέρμα που χρησιμοποιείται είναι κατά κύριο λόγο από μοσχάρι ή κατσίκα.
Στην αριστερή πλευρά βρίσκονται αρχικά τα ξύλινα κλειδιά του οργάνου, από τα οποία ο μουσικός μπορεί να κουρδίσει το όργανο με ένα μεταλλικό κλειδί. Τα κλειδιά αυτά κατασκευάζονται από πλατάνι ή έβενο.
Μετά τα κλειδιά, δεξιά αυτών, βρίσκονται τα μανταλάκια ή μαντάλια, μεταλλικά ελάσματα, ένα είδος από κινητούς καβαλάρηδες σε σειρά, που με το ανέβασμα ή κατέβασμα τους, ψηλώνουν ή χαμηλώνουν αντίστοιχα το τονικό ύψος των φθόγγων. Αυτό το τονικό ύψος που αντιστοιχεί σε κάθε μανταλάκι ισούται περίπου από ένα έως τρία μόρια ή κόμματα.
Κάθε φθόγγος μπορεί να έχει περίπου από 4 έως 12 μανταλάκια. Η χρήση των μανταλιών αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του οργάνου, διότι βοηθάει τον μουσικό να σχηματίσει οποιαδήποτε κλίμακα Ευρωπαϊκής Μουσικής, οποιονδήποτε ήχο Βυζαντινής Μουσικής, οποιοδήποτε μακάμ Ανατολικής Μουσικής.
Ανάλογα δε, με τη μελωδία, ο μουσικός μπορεί με τα μανταλάκια να αλλάξει την οξύτητα των φθόγγων κατά την διάρκεια του κομματιού, κάτι που υποδηλώνει και την δεξιοτεχνία του εκάστοτε μουσικού.
Επομένως το κανονάκι μπορεί να παίξει όλα τα διαστήματα και τις υποδιαιρέσεις του τόνου, γιαυτό το λόγο αποτελεί ένα από τα πολύ σπουδαία και σημαντικά μουσικά όργανα και αποδεικνύεται πολύ χρήσιμο για την εκμάθηση της Βυζαντινής μουσικής.
ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΙΞΙΜΑΤΟΣ
Το κανονάκι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του μουσικού, ενώ αυτός βρίσκεται καθιστός. Μπορεί, όμως, να παιχτεί και τοποθετημένο πάνω σε ειδική βάση, ενώ ο μουσικός βρίσκεται σε όρθια ή καθιστή θέση.
Παλαιότερα παιζόταν με τα δάκτυλα, τα οποία απευθείας τσιμπούσαν τις χορδές του οργάνου, παράγοντας μαλακό ήχο. Αργότερα και έως σήμερα παίζεται με δύο πένες, οι οποίες προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών του μουσικού.
Έτσι, ο μουσικός τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές, και ο ήχος αυτών γίνεται πιο οξύς και δυνατός.
Οι πένες κατασκευάζονται από ξύλο ή πλαστικό, αλλά η καλύτερη ποιότητα αυτών είναι από ταρταρούγα (κέλυφος χελώνας).
Οι πένες θεωρητικά αποτελούν προέκταση των φυσικών νυχιών. Ο μουσικός, λοιπόν, τσιμπάει τις χορδές, συνήθως τις χαμηλές με το αριστερό χέρι και τις ψηλές με το δεξί.
Όπως προαναφέρθηκε, το κανονάκι αποτελεί ένα από τα πολύ σπουδαία και σημαντικά μουσικά όργανα και αποδεικνύεται πολύ χρήσιμο για την εκμάθηση της Βυζαντινής μουσικής, αφού μπορούμε να το ορίσουμε ως εποπτικό όργανο διδασκαλίας.
Ένα μουσικό όργανο για να θεωρηθεί εποπτικό όργανο διδασκαλίας σε μαθητές, πρέπει να συγκεντρώνει κάποια χαρακτηριστικά κατασκευαστικά, τεχνικά και χρηστικά και παράλληλα να διατηρεί την λειτουργική του αυτοτέλεια.
Αυτά τα χαρακτηριστικά βοηθούν στην δυνατότητα απεικόνισης των μελωδικών διαστημάτων και των συστημάτων (τετράχορδο, τροχός, οκτάχορδο κλπ.) και στην δυνατότητα απόδοσης των φθόγγων σε κίνηση.
Επίσης, σημαντικό είναι το εύκολο κούρδισμα του, το πρακτικό του μέγεθος, η ευκολία μεταφοράς του, η οικονομική προσπελασιμότητα του, η αντοχή του οργάνου στο χρόνο και η ανταπόκριση του στις τοπικές παραδόσεις και στις απαιτήσεις της λεγόμενης λόγιας Ανατολικής Μουσικής.
Τέλος, όλα αυτά πρέπει να συνδυάζονται πάντα με θέματα που υποδεικνύει η Παιδαγωγική και η Διδακτική, πιο αναλυτικά, το ευμάθητο ή μη, και η έλξη του οργάνου και του ρεπερτορίου του προς τον μουσικό, ιδίως στα πρώτα στάδια εκμάθησης του, όταν πρόκειται για τις βαθμίδες της θεσμοθετημένης εκπαίδευσης ή για τα διάφορα ηλικιακά επίπεδα του μαθητή.
Συνήθως, καλύτερα εποπτικά όργανα θεωρούνται τα χορδόφωνα, όπου υφίσταται η εποπτεία επί της χορδής.
Πιο ειδικά, λοιπόν, το κανονάκι πληρεί αρκετές από τις παραπάνω προϋθέσεις, ώστε να θεωρηθεί εποπτικό όργανο.
Έχει εξαιρετικό ηχόχρωμα, μεγάλη έκταση, μεγάλη ακρίβεια και εποπτεία στα μικροδιαστήματα λόγω των μανταλιών, με πλήρη άνεση στις μετατροπίες και στα τρανσπόρτι, εκτελεί γκλισσάντι, τρίλιες και μουσικές αναλύσεις ποιοτικών σημείων εύκολα, καθώς ο μουσικός έχει αυξημένη την αίσθηση της επαφής με τη χορδή, επομένως και περισσότερες δυνατότητες διαμόρφωσης του ήχου, και τέλος παρέχει τη δυνατότητα για σόλο παίξιμο, αλλά και για συνοδευτικό.
Γενικά, αποτελεί ένα όμορφο, παλαιότατο και συμβολικό μουσικό όργανο. Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του και οι ανεξάντλητες δυνατότητες του βοήθησαν στην εξάπλωση του και σήμερα ντύνει και ομορφαίνει τις μουσικές όλου του κόσμου.
ΠΗΓΗ. gym-mous-athin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου