Λίγες ώρες πριν αλλάξει ο χρόνος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στα κράτη - μέλη ένα προσχέδιο τροποποίησης του κανονισμού για τις οικονομικές δραστηριότητες στον τομέα της Ενέργειας. Σύμφωνα με την πρόταση, στην «ταξινομία βιώσιμης χρηματοδότησης» της ΕΕ, δηλαδή στις χρηματοδοτούμενες «πράσινες» επενδύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα συμπεριληφθούν έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο το φυσικό αέριο, όπως και πυρηνικοί σταθμοί.
Ο κατάλογος της «ταξινομίας» θέτει τα «περιβαλλοντικά κριτήρια» που πρέπει να πληρούν οι επενδύσεις προκειμένου να χαρακτηριστούν «πράσινες». Παρουσιάζεται μάλιστα ως ασπίδα απέναντι στο λεγόμενο «πράσινο ξέπλυμα», τις επενδύσεις δηλαδή που βαφτίζονται «φιλικές προς το περιβάλλον» από κυβερνήσεις και επιχειρηματικούς ομίλους για να απολαμβάνουν χρηματοδοτικά, φορολογικά και άλλα κίνητρα.
Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ θα καταθέσουν τις όποιες προτάσεις τους πάνω στο προσχέδιο μέχρι τις 12 Γενάρη και η Κομισιόν θα καταθέσει το οριστικό της σχέδιο μέχρι το τέλος του μήνα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωβουλή θα έχουν στη συνέχεια στη διάθεσή τους 4 μήνες (διάστημα το οποίο μπορεί να παραταθεί για άλλους 2) προκειμένου να υιοθετήσουν την πρόταση.
Για περισσότερο από έναν χρόνο, το περιεχόμενο της πρότασης αποτελεί αρένα αντιπαράθεσης, αποτυπώνοντας τα τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που στοιχίζονται πίσω από τον μεγαλεπήβολο στόχο της «πράσινης» ανάπτυξης, η οποία καμιά σχέση δεν έχει βέβαια με την προστασία του περιβάλλοντος.
Οπως αναφέρει άλλωστε και ο Φρανς Τίμερμανς, Α' αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρμόδιος για το κλίμα, «η ταξινόμηση της ΕΕ παρακολουθείται στενά από τους επενδυτές σε όλο τον κόσμο ως εργαλείο για την καθοδήγηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης», αποτελώντας «ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο για την παροχή διαφάνειας σε επενδυτές», καθώς συνδέεται άμεσα με τη χρηματοδότηση των μονοπωλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο ίδιος ομολόγησε κυνικά στις αρχές Δεκέμβρη ότι η ΕΕ έψαχνε τον τρόπο να συμβιβάσει τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων που συνδέονται με το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια, όχι βέβαια με περιβαλλοντικά κριτήρια. «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι δύο πηγές Ενέργειας διαδραματίζουν ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση. Αυτό όμως δεν τις κάνει "πράσινες"», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με το προσχέδιο της πρότασης, οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα θεωρούνται «βιώσιμοι» εφόσον η χώρα υποδοχής μπορεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα προκαλούν «σημαντική ζημιά» στο περιβάλλον και ότι θα εξασφαλίζεται η «ασφαλής διάθεση των πυρηνικών αποβλήτων».
Αυτό θα ισχύει για όλες τις «νέες πυρηνικές εγκαταστάσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί άδεια κατασκευής μέχρι το 2045», ενώ οι «εργασίες για την παράταση της διάρκειας ζωής των υφιστάμενων εγκαταστάσεων θα πρέπει να εγκριθούν πριν από το 2040».
Από την άλλη, τα έργα υποδομών με βάση το φυσικό αέριο, το οποίο χαρακτηρίζεται «μεταβατική πηγή Ενέργειας», θα «δικαιούνται» επίσης την «πράσινη ταμπέλα», άρα και χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, υπό την εξής προϋπόθεση: Το όριο εκπομπών CO2 να μην ξεπερνάει τα 100 γραμμάρια ανά kWh, το οποίο όμως θεωρείται ανέφικτο με τις τρέχουσες τεχνολογίες.
Γι' αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεσπίζει και το εξής «παραθυράκι»: Οσοι σταθμοί λάβουν την άδεια κατασκευής τους έως τις 31 Δεκέμβρη 2030, θα δουν το όριο αυτό να αυξάνεται σε 270 gr CO2 ανά kWh, υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικαταστήσουν υφιστάμενες υποδομές.
Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με παράγοντες της Κομισιόν, λήφθηκε προκειμένου «να βοηθήσει τα κράτη με διαφορετικό ενεργειακό υπόβαθρο στη μετάβαση», με την ωμή παραδοχή πως «οι λύσεις δεν φαίνονται ακριβώς "πράσινες" με την πρώτη ματιά».
Στην πραγματικότητα, ο καθορισμός των ορίων CO2 στρώνει το έδαφος για κλιμάκωση των ανταγωνισμών ανάμεσα σε κράτη και ομίλους για το ποιες τιμές θα επικρατήσουν τελικά, ώστε να μοιραστεί ανάλογα και η πίτα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στο προσκήνιο και το παρασκήνιο εξελίχθηκε τους προηγούμενους μήνες ένα σκληρό παζάρι για τη διαμόρφωση της πρότασης της Κομισιόν. Κεντρικούς ρόλους σ' αυτό έπαιξαν τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, με αντικρουόμενα συμφέροντα σε ό,τι αφορά τις πηγές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και όχι μόνο.
Η αντίθεση της Γερμανίας να αποδεχτεί την πυρηνική ενέργεια ως «καθαρή», καθυστέρησε την παρουσίαση του σχεδίου ταξινομίας. Εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης δήλωσε την περασμένη Δευτέρα πως ακόμα και τώρα «απορρίπτει ρητά» το σχέδιο των Βρυξελλών να συμπεριλάβει τα πυρηνικά στον κατάλογο βιώσιμων επενδύσεων και ότι το Βερολίνο θεωρεί την πυρηνική ενέργεια «επικίνδυνη».
Πρόσθεσε ότι «προς το παρόν, χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο ως "καύσιμο - γέφυρα"» και ότι «η Γερμανία θα χρειαστεί σημαντικά περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια στο προβλέψιμο μέλλον», η οποία δεν μπορεί ακόμα να προέρχεται εξολοκλήρου από ΑΠΕ.
Η Γερμανία έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις ΑΠΕ και σκοπεύει άμεσα να κλείσει ακόμη τρεις πυρηνικούς σταθμούς, τερματίζοντας κατά το ήμισυ την παραγωγή Ενέργειας απ' αυτήν την πηγή, με τους υπόλοιπους σταθμούς να κλείνουν μέχρι το τέλος του 2022. Εχει παρατείνει όμως την απολιγνιτοποίηση, που δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2038.
Προκειμένου να καλύψει τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες της με φτηνό φυσικό αέριο, αλλά και να γίνει ο «απόλυτος παίκτης» στη διανομή φυσικού αερίου της Ευρώπης, βασίζεται στον αγωγό «Nord Stream II» που μόλις ολοκληρώθηκε και όταν λειτουργήσει, θα μεταφέρει περίπου 55 δισ. κυβικών μέτρων ρωσικού φυσικού αερίου τον χρόνο μέσω της Βαλτικής. Μαζί με τη Γερμανία, ενάντια στην πυρηνική ενέργεια έχουν ταχθεί χώρες όπως η Αυστρία και το Λουξεμβούργο.
Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, μαζί με κράτη - μέλη της ΕΕ όπως η Τσεχία, η Φινλανδία και η Ουγγαρία, πρωτοστάτησε στη συμπερίληψη της πυρηνικής ενέργειας στην «ταξινομία» της ΕΕ.
Μάλιστα, από τον περασμένο Νοέμβρη, ο Γάλλος Πρόεδρος, είχε ανακοινώσει πως σκοπεύει να κατασκευάσει νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες, προκειμένου να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας και να διατηρήσει «υπό έλεγχο» τις τιμές. Η πυρηνική ενέργεια αντιπροσωπεύει το 70% του εγχώριου ενεργειακού μείγματος της Γαλλίας.
Ενδεικτική του παρασκηνιακού παζαριού που φούντωσε μπροστά στη δημοσιοποίηση της λίστας της Κομισιόν είναι η καταγραφή της δράσης των «λόμπι» που προωθούν τα συμφέροντα ισχυρών μονοπωλιακών ομίλων στον κλάδο της Ενέργειας.
Σύμφωνα με έκθεση του περασμένου Ιούλη, το «λόμπι» του φυσικού αερίου στην ΕΕ, που αριθμεί προσωπικό 776 ατόμων και δαπανά έως και 78 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, πραγματοποίησε μόνο το διάστημα Γενάρη 2020 - Μάη 2021 πάνω από 300 συναντήσεις με αξιωματούχους της ΕΕ, πολλές απ' αυτές με αποκλειστικό θέμα τη λίστα «ταξινομίας».
Από την άλλη, το λόμπι των εταιρειών πυρηνικής ενέργειας (αριθμεί 120 «υπαλλήλους» και δαπανά σχεδόν 8 εκατ. ευρώ κατ' έτος) πραγματοποίησε το ίδιο διάστημα 44 συναντήσεις, 9 από τις οποίες είχαν αποκλειστικό θέμα την ίδια λίστα.
Η πρώτη δημοσιοποίηση της «πράσινης λίστας» της ΕΕ, τον Μάρτη του 2020, δεν είχε συμπεριλάβει το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια, καθώς το παζάρι βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Τα 750 δισ. από το Ταμείο Ανάπτυξης για τις «πράσινες επενδύσεις» σήμαναν συναγερμό και ενέτειναν τις προσπάθειες να υπάρξει ένας - έστω και προσωρινός - συμβιβασμός μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, όπως και έγινε.
Την προσπάθεια να υπάρξει συμβιβασμός αποκαλύπτουν και οι δηλώσεις του Τιερί Μπρετόν, επιτρόπου για την εσωτερική αγορά της ΕΕ, που έλεγε τον προηγούμενο μήνα ότι η ΕΕ θα πρέπει να είναι «ρεαλιστική» και να μην «προβάλλει ιδεολογικές εμμονές» στο ζήτημα της παραγωγής Ενέργειας, καθώς θα πρέπει να διπλασιάσει τη συνολική παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος τις επόμενες τρεις δεκαετίες, πράγμα ανέφικτο «χωρίς πυρηνική ενέργεια».
Ο ίδιος πρόσθεσε ωστόσο ότι το φυσικό αέριο «δεν είναι η ιδεώδης πηγή Ενέργειας, αλλά είναι πάντως καλύτερη από τον γαιάνθρακα» και ότι «η ατομική ενέργεια και το φυσικό αέριο θα μας βοηθήσουν να επιτύχουμε τους στόχους μας για το κλίμα».
Σε κάθε περίπτωση, πίσω από τη συμφωνία όλων των κυβερνήσεων για το «Πράσινο New Deal», οι μεταξύ τους αντιθέσεις παραμένουν τεράστιες και οξύνονται ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Το παραμύθι της «προστασίας του περιβάλλοντος», πίσω από το οποίο επιχειρούν να κρύψουν τους σχεδιασμούς τους οι επιχειρηματικοί όμιλοι της Ενέργειας, καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, καθώς αποδεικνύεται με κάθε αφορμή ότι τα κριτήρια για το πού μπαίνει η «πράσινη ταμπέλα» δεν έχουν καμιά σχέση με τις περιβαλλοντικές τους «ευαισθησίες» αλλά με τα κέρδη και τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου.
Τις κόντρες τους πληρώνει τελικά ο λαός, καθώς όποια μορφή και αν πάρει στο τέλος το ενεργειακό μείγμα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας και η «πράσινη» μετάβαση σημαίνουν ακριβότερο ρεύμα για τα λαϊκά στρώματα και διεύρυνση της ενεργειακής φτώχειας, την ίδια ώρα που τα μονοπώλια θα ξεκοκαλίζουν τα εκατοντάδες δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου