Πριν λίγες μέρες ολοκληρώθηκε η διαβούλευση του πολυσυζητημένου σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου». Οι διατάξεις του αναμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις των γονέων και παιδιών, κυρίως μετά το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης.
Βασικό κριτήριο για τη ρύθμιση των σχέσεων των γονιών, όπως διακηρυκτικά προσδιορίζεται από το άρθρο 5 του σχεδίου νόμου, είναι το «συμφέρον του τέκνου». Αυτό, όμως, όπως εξειδικεύεται και προσδιορίζεται από τις διατάξεις, εξυπηρετείται «πρωτίστως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και στην αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθέναν από αυτούς».
Ετσι, οι προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου περιορίζουν το «συμφέρον του τέκνου» σχεδόν αποκλειστικά στην «ουσιαστική επικοινωνία» με τους γονείς του. Οσο σημαντική και αν είναι η συμβολή και των δύο γονέων στη φροντίδα και ανατροφή των παιδιών, είτε βρίσκονται σε συμβίωση είτε όχι, η νομοθετική παρέμβαση δεν αρκεί.
Είναι αναγκαίο να στηρίζεται στην υποχρέωση του κράτους να συμβάλει στην ουσιαστική οικονομική και κοινωνική στήριξη της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, στη στήριξη των γονιών για την ανατροφή των παιδιών.
Ταυτόχρονα, υποβαθμίζεται το σύνολο των αναγκών του παιδιού (Υγεία, Εκπαίδευση, Αθλητισμός, Πολιτισμός). Απουσιάζει κάθε αναφορά στην κρατική ευθύνη για να εξασφαλίζει καθολικά σε όλα τα παιδιά τα σύγχρονα δικαιώματά τους, στηρίζοντας ισότιμα τους γονείς.
Πιο συγκεκριμένα, στο οικογενειακό Δίκαιο προσδιορίζονται η γονική μέριμνα και η επιμέλεια ως βασικές έννοιες που αφορούν στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονέων έναντι των παιδιών τους. Το σχέδιο νόμου ενισχύει αντιφάσεις και κενά στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων εννοιών, δημιουργώντας ερμηνευτικά προβλήματα και κατ' επέκταση εστίες έντασης μεταξύ των διαζευγμένων γονιών. Η ευθύνη των γονιών κατακερματίζεται.
Στο αστικό Δίκαιο η γονική σχέση προβάλλεται ως μια ουδέτερη έννοια, αποσπασμένη από τις κυρίαρχες οικονομικές, κοινωνικές σχέσεις. Ομως, στην πραγματικότητα, η σχέση γονιών - παιδιών, τόσο πριν όσο και μετά το διαζύγιο, εξαρτάται από την κοινωνική, ταξική θέση των γονέων στη σύγχρονη εκμεταλλευτική κοινωνία.
Για την εργατική, λαϊκή οικογένεια η δυνατότητα λύσης του γάμου, γενικά μιας συμβίωσης, ενώ μπορεί να είναι αναγκαία και επιβεβλημένη, να συνάδει και με το συμφέρον των παιδιών, μπορεί να καταλήξει σε τραγωδία εξαιτίας των νέων πρόσθετων οικονομικών και άλλων απαιτήσεων για την πρακτική προσαρμογή στη νέα κατάσταση.
Οταν και οι δύο γονείς είναι εργατοϋπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι, το χαμηλό εργατικό - λαϊκό εισόδημα, ο καταναγκασμός της εργασίας, που επιδρά αρνητικά στην καθημερινή ρουτίνα, στις κοινωνικές συνήθειες, διαμορφώνοντας μια ζωή - λάστιχο, έχουν αρνητική αντανάκλαση και στη ρύθμιση των σχέσεων των γονέων με τα παιδιά, ιδιαίτερα μετά το διαζύγιο. Ενώ, πιο ανισότιμα ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις στις περιπτώσεις που ο ένας από τους δύο γονείς έχει υψηλότερο εισόδημα.
Αντίστοιχα, η συναινετική στάση των δύο γονέων απέναντι στα ζητήματα γονικής μέριμνας, ενώ είναι η καλύτερη δυνατή εξέλιξη, μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από δυσκολίες, υποχωρήσεις της μιας ή της άλλης πλευράς, που έχουν πηγή τα εργασιακά και οικονομικά προβλήματα, τις απότομες εναλλαγές στις συνθήκες ζωής και εργασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, η γονική σχέση και η ποιότητά της εξαρτάται από το αν γίνεται κοινή προσπάθεια των δύο γονέων για την εξασφάλιση της σχέσης τους με το παιδί, αφήνοντας στην άκρη τις διαφωνίες τους. Η κατάκτηση μιας τέτοιας σχέσης μεταξύ των γονέων και στις σχέσεις τους με το παιδί δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, ούτε στην περίπτωση των συζύγων, ούτε πολύ περισσότερο στην περίπτωση των διαζευγμένων ζευγαριών.
Σχετίζεται με το επίπεδο και την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης. Στον καπιταλισμό, επιδρούν στις σχέσεις των γονιών οι κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, συμπεριφορές, αξίες, όπως ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, ο εγωιστικός τρόπος ζωής. Ακόμα πιο σύνθετο είναι το ζήτημα όταν οι γονείς δεν έχουν εξασφαλίσει ένα επίπεδο συμφωνίας για σύνθετα ζητήματα, που παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού (όπως η θρησκεία, η ονοματοδοσία κ.λπ.).
Ολα τα παραπάνω ενδέχεται να πυροδοτήσουν εντάσεις στις σχέσεις των διαζευγμένων γονιών. Τέτοιες συγκρούσεις ενδεχομένως να οδηγήσουν στην απομάκρυνση του παιδιού από τον έναν γονέα ή στην προσκόλληση με τον γονέα που έχει την επιμέλεια. Το αποτέλεσμα τέτοιων παθογόνων σχέσεων μεταξύ γονέων - παιδιών είναι να διαμορφώνονται αρνητικά βιώματα στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, η οποία σχετίζεται και με την ηλικία των παιδιών, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά προσαρμόζονται στη νέα οικογενειακή κατάσταση.
Παρόλο που οι γονείς έχουν την ευθύνη της καθημερινής φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, η συνολική ανάπτυξη και διαπαιδαγώγηση του παιδιού δεν εξαρτάται μόνο και κυρίως από την οικογένεια. Εξάλλου, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (με πυρήνα τους τις σχέσεις ιδιοκτησίας) και η εξέλιξή τους επιδρούν και συνεπάγονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα των γονιών, τόσο προς το παιδί, όσο και μεταξύ τους.
Στην ανάπτυξη του παιδιού, λοιπόν, καθοριστικός παράγοντας είναι σε ποιες οικονομικές - κοινωνικές συνθήκες αναπτύσσεται η γονική ευθύνη και σχέση, δηλαδή «σε τι κόσμο» μεγαλώνουν τα παιδιά και με τι όρους, πρώτα απ' όλα οικονομικούς - κοινωνικούς. Αυτός ο κόσμος αντανακλάται στην αλληλεπίδραση του παιδιού με το περιβάλλον του, στη δραστηριότητά του, στη διαμόρφωση της συναισθηματικής και νοητικής λειτουργίας του, δηλαδή στη διαμόρφωση της συνείδησής του.
Η θέση του ΚΚΕ για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις των γονιών και των παιδιών έχει ως αφετηρία τις κοινωνικές ανάγκες του παιδιού. Από αυτήν τη σκοπιά αντιμετωπίζει τις υποχρεώσεις των γονιών απέναντι στα παιδιά, είτε βρίσκονται σε συμβίωση, είτε όχι, δεν έχει ως αφετηρία τις συναισθηματικές ή άλλες ανάγκες των γονέων αν έρχονται σε σύγκρουση με το συμφέρον του παιδιού.
Σε αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται να είναι υποχρέωση του κράτους η στήριξη των δύο γονέων και των παιδιών οικονομικά και κοινωνικά. Σύνθετα ζητήματα, όπως η ρύθμιση των σχέσεων των γονιών - παιδιών μετά από ένα διαζύγιο, δεν μπορούν να λυθούν ατομικά. Είναι αναγκαία η επιστημονική, κοινωνική στήριξη, δηλαδή ένα δίκτυο δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών στελεχωμένων με το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδαγωγοί), που θα παρακολουθούν την εξέλιξη του διαζυγίου και την πορεία των παιδιών κατά τη διάρκεια και μετά από αυτό.
Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες πρόληψης σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, σεξουαλικής αγωγής, προγράμματα θεραπείας οικογένειας και ζεύγους (πριν να φτάσουν στη λύση του γάμου), συμβουλευτικής γονέων.
Αυτό το πλαίσιο θα περιόριζε δραστικά τις περιπτώσεις των παιδιών που βιώνουν τις συνέπειες χρόνιων κοινωνικών προβλημάτων και συμπεριφορών, της έκθεσής τους σε καταστάσεις που διαμορφώνονται στην πορεία προς το διαζύγιο και μετά από αυτό, εξομαλύνοντας τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζονται οικογενειακά δικαστήρια, που να στηρίζονται στη γνωμοδότηση από ειδικούς επιστήμονες (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, παιδοψυχίατρους), ενταγμένους στο κρατικό δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών.
Ταυτόχρονα, παίρνοντας υπόψη ότι τα οικονομικά προβλήματα και ο οικονομικός, κοινωνικός καταναγκασμός επηρεάζουν και τη συμπεριφορά των γονέων μεταξύ τους (σε γάμο ή διάσταση), αποτελώντας παράγοντες είτε όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των γονέων, είτε οικονομικής εξάρτησης του ενός από τον άλλον, χρειάζεται να δυναμώσει η διεκδίκηση για επίδομα ανεργίας χωρίς προϋποθέσεις, στήριξη και προστασία της λαϊκής κατοικίας, ελαφρύνσεις από χρέη κ.ά.
Αντίστοιχα, το εργατικό, λαϊκό κίνημα, το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα χρειάζεται να διεκδικήσουν τις κατάλληλες οικονομικές, κοινωνικές προϋποθέσεις από το κράτος, ώστε να στηριχθούν τα νέα ζευγάρια, οι νέοι γονείς, αλλά και οι διαζευγμένοι, στην προσπάθεια να ρυθμίσουν τη γονική μέριμνα και επιμέλεια.
Ειδικά για τη στήριξη των διαζευγμένων γονιών, είναι επιτακτικό, μεταξύ άλλων, να έχει τη δυνατότητα ο γονιός που έχει πάνω από δύο παιδιά, από διαφορετικούς γάμους, να παίρνει το επίδομα για πολύτεκνες οικογένειες, ακόμα και αν δεν ασκεί την επιμέλεια, όπως και να έχει αντίστοιχες φορολογικές ελαφρύνσεις. Επίσης, να δίνεται το επίδομα τέκνου στον γονέα που έχει την επιμέλεια, έστω και προσωρινά, χωρίς να υπάρχει καθυστέρηση μέχρι να βγει η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για την κατανομή της γονικής μέριμνας και επιμέλειας.
Οι ισότιμες σχέσεις μεταξύ των γονέων μπορούν να αναπτυχθούν όταν διασφαλίζονται καθολικά τα σύγχρονα δικαιώματα ανδρών και γυναικών στη σταθερή εργασία, με σταθερό ωράριο εργασίας και αξιοπρεπές εργασιακό εισόδημα, με μέτρα προστασίας της μητρότητας και ολόπλευρη κρατική στήριξη και φροντίδα της οικογένειας, προστασία των παιδιών (μέσω ενός αποκλειστικά δημόσιου και δωρεάν συστήματος Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας, που περιλαμβάνει και τον Αθλητισμό, Πολιτισμό κ.ά.). Οταν στο επίκεντρο μπουν οι πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και η συνολική ικανοποίησή τους, με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν τον 21ο αιώνα.
Εμπόδιο σε αυτήν τη δυνατότητα, που θα μπορούσε να διασφαλίσει το πραγματικό συμφέρον των παιδιών - και στις σχέσεις τους με τους γονείς μετά από ένα διαζύγιο - δεν είναι κυρίως το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις γονιών - παιδιών. Το κύριο εμπόδιο είναι ο οικονομικός, κοινωνικός καταναγκασμός, συστατικό στοιχείο της σάπιας εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου