Το αμέσως επόμενο διάστημα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει το νομοσχέδιο που αίρει και τους τελευταίους περιορισμούς στην ευρεία εφαρμογή της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, με την επιβολή 10ωρης και πλέον δουλειάς.
Η «διευθέτηση» αποτελεί περαιτέρω χτύπημα στον σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας, επιτρέποντας στους εργοδότες να αυξομειώνουν τον ημερήσιο χρόνο δουλειάς ανάλογα με τις ανάγκες τους, σμπαραλιάζοντας έτσι τη ζωή των εργαζομένων.
Βέβαια, το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση δεν πέφτει από τον ουρανό. Στηρίζεται σε ένα πυκνό πλέγμα αντεργατικών νόμων, Οδηγιών και κατευθύνσεων της ΕΕ για τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας και την «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις (βλέπε θέμα στην ίδια σελίδα), που αποτελούν τα βάθρα για την ένταση της εκμετάλλευσης.
Πάνω εκεί ετοιμάζεται να χτίσει τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ, τροποποιώντας προς το χειρότερο τον ισχύοντα νόμο για τη «διευθέτηση» (3986/2011, άρθρο 42), τον οποίο διατήρησε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο οποίος προβλέπει τα εξής:
Οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν συμβατικό ωράριο εργασίας έως 40 ώρες εργασίας τη βδομάδα μπορούν να απασχολούν τους εργαζόμενους για μια ορισμένη χρονική περίοδο («περίοδος αυξημένης απασχόλησης») μέχρι 10 ώρες τη μέρα με την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον ώρες εργασίας (δηλαδή, οι δύο ώρες τη μέρα σε 8ωρη εργασία) θα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου («περίοδο μειωμένης απασχόλησης»), ώστε ο μέσος όρος των ωρών εργασίας ανά βδομάδα να είναι 40 ώρες.
Ο νόμος σημειώνει πως «το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους έξι (6) μήνες σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών (περίοδος αναφοράς)».
Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις, αντί να αφαιρούν ώρες εργασίας, να δίνουν στον εργαζόμενο ρεπό ή ένα συνδυασμό μειωμένων ωρών και ρεπό.
Βασικό στοιχείο της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας είναι ότι οι επιπλέον ώρες εργασίας δεν αμείβονται όπως οι υπερωρίες. Ο εργαζόμενος συνεχίζει και παίρνει τον ίδιο ακριβώς μισθό, που σημαίνει ότι η «διευθέτηση» αυξάνει τον απλήρωτο χρόνο της εργασίας προς όφελος του εργοδότη.
Ποιες είναι οι βασικές ανατροπές που προσθέτει στον ισχύοντα νόμο η κυβέρνηση; Μέχρι σήμερα οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη σύμφωνη γνώμη συλλογικών οργάνων των εργαζομένων για την εφαρμογή της «διευθέτησης».
Ηταν κι αυτό ένα από τα «χρυσωμένα χάπια» που αξιοποίησε τότε ο κοινωνικός εταιρισμός για να περάσει ο νόμος της «διευθέτησης» με τις λιγότερες αντιδράσεις, εν μέσω κρίσης και 1ου μνημονίου.
Με το νομοσχέδιο που ετοιμάζεται να παρουσιάσει τώρα η κυβέρνηση, επιτρέπει στην επιχείρηση να εφαρμόζει τη «διευθέτηση» με ατομική σύμβαση, με συμφωνία μεταξύ της εργοδοσίας και του εργαζόμενου. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ισότιμη συμφωνία». Κάτω από το φόβο της απόλυσης, αυτονόητα μια τέτοια ρύθμιση οδηγεί σε μονομερή επιβολή της «διευθέτησης».
Ολα τα άλλα που λέει η κυβέρνηση, περί εργαζομένων που τάχα οι ίδιοι θέλουν να δουλεύουν περισσότερες ώρες για να δουλεύουν λιγότερες μέρες, είναι παραμύθια για μικρά παιδιά και καμιά σχέση δεν έχουν με την άγρια πραγματικότητα που ζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς.
Το κεφάλαιο έχει στραμμένη την προσοχή του στην εργάσιμη μέρα, επειδή η παραγωγή της υπεραξίας συντελείται μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο. Γι' αυτό στοχεύει πάντα στη διεύρυνση των ορίων του εργάσιμου χρόνου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Οδηγία της ΕΕ για τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, που προβλέπει εργάσιμη μέρα μέχρι και 13 ωρών, καθώς η μόνη προϋπόθεση που βάζει είναι να μεσολαβούν 11 ώρες ανάπαυσης μεταξύ δύο περιόδων εργασίας.
Μάλιστα, η «διευθέτηση» με αυτούς τους όρους μπορεί να γίνεται με αναφορά στο 12μηνο, που σημαίνει ακόμα περισσότερα περιθώρια για τον εργοδότη να «τεντώσει» τον απλήρωτο χρόνο εργασίας των εργαζομένων.
Ο εργοδότης με τη «διευθέτηση» δεν αποσπά μόνο περισσότερη υπεραξία από τη δουλειά του εργαζόμενου, αλλά «εξοικονομεί» και εργατικά χέρια, επιβάλλοντας σε λιγότερους να κάνουν την ίδια δουλειά που κανονικά θα έπρεπε να κάνουν περισσότεροι.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Σε μια βιομηχανία τροφίμων δουλεύουν καθημερινά δύο 8ωρες βάρδιες. Σε περίοδο αύξησης της παραγωγής, η εργοδοσία αντί να κάνει προσλήψεις για μια τρίτη βάρδια, αναγκάζει το υπάρχον προσωπικό να δουλεύει 10ωρα, ακόμα και 12ωρα, με παράλληλη εντατικοποίηση της δουλειάς.
Και μόνο από τα παραπάνω, η απάντηση που προκύπτει αυτονόητα στο ερώτημα «ποιος χάνει από τη διευθέτηση» είναι ο εργαζόμενος. Κι αυτό δεν αλλάζει, όσες αστειότητες κι αν επικαλεστεί η κυβέρνηση ως «επιχειρήματα» για να παρουσιάσει το νομοσχέδιό της ως «φιλικό» τάχα στους εργαζόμενους και στις ανάγκες τους.
Η αλήθεια είναι ότι το ξεχαρβάλωμα του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας σημαίνει και ξεχαρβάλωμα της ζωής των εργαζομένων και των οικογενειών τους, πέρα από τη μεγάλη επιβάρυνση και φθορά στην υγεία τους. Η «διευθέτηση» δεν αφορά μια μέρα αλλά το συνολικό ετήσιο χρόνο εργασίας.
Οι εργαζόμενοι που δουλεύουν 10ωρο χάνουν το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, απορρυθμίζεται η οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή.
Ο εργαζόμενος μετατρέπεται σε ένα «ομιλούν εργαλείο», που ζει για να δουλεύει και όχι το αντίθετο, αφού σπαταλά 10 - 12 ώρες καθημερινά στη δουλειά και στις μετακινήσεις από και προς το χώρο εργασίας του, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο για ανάπαυση, πόσο μάλλον για ψυχαγωγία, κοινωνική και συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Ο αντίλογος εργοδοσίας και κυβέρνησης είναι πως ο εργαζόμενος, στην περίοδο μειωμένης απασχόλησης, εξακολουθεί να παίρνει τον ίδιο μισθό παρόλο που δουλεύει λιγότερες ώρες. Το επιχείρημα είναι πέρα για πέρα κάλπικο και παραπλανητικό. Γιατί και στο μειωμένο ωράριο, ο εργαζόμενος δεν δουλεύει για τον εαυτό του, αλλά συνεχίζει να παράγει υπεραξία για τον εργοδότη του σε κάθε δευτερόλεπτο της δουλειάς του!
Ο εργάσιμος χρόνος μοιράζεται πάντα στα δύο. Ενα μέρος αφορά την παραγωγή αξιών ίσων με τα μέσα που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, και ένα μέρος ανήκει αποκλειστικά στον εργοδότη, παράγει υπεραξία, είναι απλήρωτη εργασία.
Στις περιόδους αυξημένης απασχόλησης ο εργάτης δουλεύει 10ωρο αντί για 8ωρο, αλλά πληρώνεται το ίδιο. Δηλαδή αυξάνεται το μέρος της απλήρωτης εργασίας, του εργάσιμου χρόνου που «ανήκει» στον εργοδότη, ενώ το μέρος που «ανήκει» στον εργαζόμενο μειώνεται. Ο εργάσιμος χρόνος όμως μοιράζεται στα δύο και στην περίοδο της μειωμένης απασχόλησης. Καμία δικαιοσύνη δεν υπάρχει επομένως, τίποτα δεν «πατσίζεται».
Επιπλέον, η περίοδος μειωμένης απασχόλησης δεν μπορεί να αναπληρώσει τη φθορά της εργατικής δύναμης που προκαλείται στην περίοδο αυξημένης απασχόλησης. Οταν είναι μεγαλύτερη η φθορά της εργατικής δύναμης, χρειάζεται μεγαλύτερη αξία μέσων για την αναπαραγωγή της. Σε αυτήν τη λογική καθιερώθηκε και η αμοιβή της υπερωρίας, κάτω από την πίεση και του εργατικού κινήματος, κάτι που σήμερα καταργείται.
Οι κυβερνήσεις είχαν φροντίσει άλλωστε εδώ και καιρό να μειώσουν τις αποζημιώσεις για υπερεργασία και υπερωρία, με αλλεπάλληλους νόμους, ώστε να γίνονται όλο και πιο φθηνές. Παράλληλα η εντατικοποίηση της εργασίας εκθέτει τους εργάτες σε περισσότερους κινδύνους για περισσότερο χρόνο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να συμβούν εργατικά «ατυχήματα», την έκθεση σε επαγγελματικές ασθένειες κ.ά.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου