Όταν ο Στίβεν Χόκινγκ ήθελε να περιγράψει τις Μαύρες Τρύπες και την αντίληψη της παρουσίας τους δεδομένου ότι η βαρύτητα στο κέντρο τους είναι τόσο μεγάλη που δεν επιτρέπει ούτε στο φως τριγύρω να βγει έξω, έδινε μία πολύ όμορφη απάντηση.
Ζητούσε να φανταστούμε ένα ζευγάρι που χορεύει, όπου ο χορευτής φοράει ένα ολόμαυρο κοστούμι και η χορεύτρια ένα κατάλευκο φόρεμα.
Παρατηρώντας τους να χορεύουν σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο θα βλέπουμε μόνο τις κινήσεις της χορεύτριας, όμως στο τέλος θα αντιληφθούμε και την παρουσία του χορευτή, καθώς θα την σηκώνει ψηλά ή θα την κρατάει με τέτοιο τρόπο που η κίνηση του φορέματος θα πρόδινε την ύπαρξή του.
Πολλές φορές μπορούμε να κατανοήσουμε τα φαινόμενα γύρω μας, ακόμα και όταν δεν είναι σαφώς εμφανή από τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των εμφανών που βρίσκονται τριγύρω.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ερμηνευτεί και η κατάσταση στη Βενεζουέλα.
Βλέποντας εκείνους που έχουν αντιταχθεί στις κυβερνήσεις, αρχικά του Τσάβες και έπειτα του Μαδούρο, είναι λογικό να παίρνεις τουλάχιστον επιφυλακτική θέση απέναντι στα όσα μεταδίδονται.
Η Βενεζουέλα του Τσάβες και του Μαδούρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απειλή για τις ΗΠΑ.
Η εμμονή των ΗΠΑ και της Δύσης εν γένει, εναντίον της κυβέρνησης της χώρας είναι συνέχεια μιας συγκεκριμένης πολιτικής που ασκείται στην Αμερικανική Ήπειρο από τις αρχές του 19ου αιώνα, και κλιμακώνεται συνεχώς σε ευθεία αναλογία με την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική ανάπτυξη των ΗΠΑ.
Από το 1823 με το Δόγμα Μονρό, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ δήλωναν την εναντίωσή τους στην περαιτέρω αποικιοποίηση της Αμερικανικής ηπείρου από ευρωπαϊκές χώρες, ξεκίνησε η εμπλοκή τους στην Λατινική Αμερική.
Αν και αρχικά η δήλωση αυτή δεν λήφθηκε σοβαρά από τις υπερδυνάμεις της εποχής, αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής των ΗΠΑ την κατοπινή χρονική περίοδο σε βάρος της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας των λαών της ηπείρου.
Το Δόγμα Μονρό δεν απέτρεψε αρχικά την στρατιωτική παρουσία αποικιοκρατικών δυνάμεων σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και με τις ευλογίες των ΗΠΑ, όπως την Βρετανική κατοχή των νησιών Φώκλαντ το 1833 και μέρους της Νικαράγουα το 1855, ενώ κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1861-1865), η αδυναμία των ΗΠΑ να στραφούν εκτός των συνόρων επέτρεψε στη Γαλλία να επέμβει στρατιωτικά στο Μεξικό καθώς και στην Ισπανία να εισβάλλει στη Δομινικανή Δημοκρατία.
Ο σύντομος νικηφόρος Αμερικανό-Ισπανικός Πόλεμος του 1898 με αφορμή τη βύθιση του θωρηκτού Maine στην Αβάνα υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας της Κούβας από την Ισπανική κυριαρχία θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να ελέγξουν την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο καθώς και τις ισπανικές κτήσεις στην Ειρηνικό Ωκεανό όπως τις Φιλιππίνες και το Γκουάμ.
Στον πόλεμο αυτό, η αμερικανική κοινή γνώμη θα χειραγωγηθεί από την αντί-ισπανική προπαγάνδα και την “κίτρινη” δημοσιογραφία του Τζόζεφ Πούλιτζερ, προς τιμήν του οποίου θα καθιερωθεί και το περίφημο βραβείο λίγα χρόνια αργότερα.
Ο επηρεασμός της μάζας στο εσωτερικό της χώρας μέσω της κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας αποκτά από τότε σημαίνουσα θέση για τις μελλοντικές επεμβάσεις.
Η προεδρεία του Τέντυ Ρούσβελτ στις αρχές του αιώνα έθεσε ως προτεραιότητα την κατασκευή και τον έλεγχο διώρυγας στην περιοχή του Παναμά.
Η περιοχή άνηκε έως τότε στην Κολομβία με την οποία ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση των εδαφών που επιθυμούσαν οι ΗΠΑ. Το αδιέξοδο, στο οποίο οδηγούνταν οι συζητήσεις, αποφεύχθηκε με την υποστήριξη στο αυτονομιστικό κίνημα του Παναμά.
Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Παναμά το Νοέμβριο του 1903, συνοδεύτηκε από τη Συνθήκη Hay–Bunau-Varilla, που παραχωρούσε στις ΗΠΑ την κυριαρχία μιας ζώνης μήκους 60χλμ και πλάτους 16χλμ για την κατασκευή και τον έλεγχο διώρυγας.
Η Συνθήκη αυτή περιλαμβάνει βαρύτατους όρους για το νεοσύστατο κράτος καθιστώντας το αποικία των ΗΠΑ. Η αυτονόμηση περιοχών, στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του τοπικού πληθυσμού και της αυτοδιάθεσης, θα αποτελέσει από τότε άλλο ένα όπλο των ΗΠΑ για την επιβολή των σκοπών τους.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επιβολή δικτατορίας σε χώρα της αμερικανικής ηπείρου που ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ ήταν στο Μεξικό το 1913, με την εκτέλεση του προέδρου Φρανσίσκο Μοντέρο, καθώς η πολιτική του έθετε σε κίνδυνο τα επιχειρηματικά συμφέροντα των αμερικανικών επενδύσεων στο σιδηρόδρομο και σε ορυχεία.
Κατά τη διάρκεια της Μεξικανικής Επανάστασης, η υποστήριξη των ΗΠΑ σε φατρίες που διεκδικούσαν την εξουσία μπορούσε να αλλάξει άμεσα κάθε φορά που αυτές απειλούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η πολιτική αυτή είναι δηλωτικό του γεγονότος πως σιγά σιγά ο ρόλος των ΗΠΑ αναβαθμίζεται υποκαθιστώντας τη Μεγάλη Βρετανία που δείχνει να μην μπορεί να ακολουθήσει ανάλογους ρυθμούς αναφορικά με τον οικονομικό έλεγχο της περιοχής, σε συνδυασμό και με την μακροχρόνια εμπλοκή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα επόμενα χρόνια και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30 οι ΗΠΑ θέλοντας να επεκτείνουν την εμπορική δραστηριότητά τους θα προχωρήσουν σε παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολλών χωρών της Κεντρικής Αμερικής, όπως η Κούβα, η Αϊτή, η Ονδούρα, η Νικαράγουα και η Δομινικανή Δημοκρατία.
Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων, η συνδιαλλαγή με διεφθαρμένους πολιτικούς, ακόμα και η στρατιωτική κατοχή, στο όνομα των συμφερόντων εταιρειών όπως η United Fruit Company χαρακτήρισε την περίοδο αυτή.
Οι “Κυβερνήσεις-Μπανανίες” που δημιουργήθηκαν τότε επιβίωσαν για πολλά χρόνια. Πρώτος ο Κάστρο το 1959, εθνικοποίησε τις εκτάσεις αυτών των εταιρειών στην Κούβα, εξοργίζοντας τις ΗΠΑ. Η United Fruit Company μετονομάστηκε το 1984 σε Chiquita.
Το 1933 ο Φράνκλιν Ρούσβελτ ανακοινώνει το νέο Δόγμα εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, την “Πολιτική Καλής Γειτονίας”, καθώς η οικονομική κρίση δεν επέτρεπε τη συντήρηση στρατευμάτων σε άλλες χώρες.
Επιπλέον, ήταν αναγκαίο να αυξηθεί η δημοφιλία των ΗΠΑ, που είχε καταρρακωθεί εξαιτίας του επεκτατισμού.
Στο πλαίσιο αυτό τερματίζεται η κατάληψη της Νικαράγουας και της Αϊτής, ενώ υπογράφεται και συμφωνία με την Κούβα, στην οποία παραχωρείται ανεξαρτησία θέτοντας όμως ως αντάλλαγμα αποικιοκρατικούς όρους όπως το δικαίωμα των ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά, όποτε το κρίνουν αναγκαίο, για την προστασία της Κουβανικής Κυβέρνησης καθώς και την παραχώρηση μιας περιοχής στην επαρχία του Γκουαντάναμο έναντι ετήσιου συμβολικού αντιτίμου για λειτουργία στρατιωτικής βάσης.
Το αντίτιμο αυτό σταμάτησε να εισπράττεται από την κυβέρνηση της Κούβας μετά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία.
Με έναν νέο μεγάλο πόλεμο να είναι πλέον ορατός, οι ΗΠΑ έκαναν προσπάθειες να προσεταιριστούν τις γειτονικές χώρες μέσω φτηνών δανείων, και πολιτιστικής επιρροής πετυχαίνοντας τη συμμαχία με τις περισσότερες. Ιδρύθηκε το Γραφείο Συντονισμού των Ενδο-Αμερικάνικων Υποθέσεων με προϊστάμενο τον Νέλσον Ροκφέλερ, ο οποίος παρακάμπτοντας το Υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε απευθείας στον Πρόεδρο.
Το Γραφείο ανέλαβε την διαμόρφωση της κοινής γνώμης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με αρωγούς καλλιτέχνες ή επιχειρηματίες όπως ο Ντίσνεϊ, ο Μπινγκ Κρόσμπυ, ο Όρσον Γουέλς και η Ρίτα Χέιγουορθ.
Η πολιτική αυτή θεωρήθηκε πετυχημένη καθώς ο στρατός των ΗΠΑ, που συμμετείχε τελικά στον πόλεμο, ενισχύθηκε από χιλιάδες πολίτες γειτονικών χωρών ενώ εξασφαλίστηκε και η στήριξη και ενίσχυση των ΗΠΑ στον ΟΗΕ μετά την ίδρυσή του, το 1945.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε ένα μικρό διάλειμμα στην επεκτατική-παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στα εσωτερικά των χωρών της αμερικανικής ηπείρου. Άμεση προτεραιότητα για τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό ήταν η ηγεμόνευση στον Ειρηνικό καθώς και η τελική επικράτηση έναντι των συμμάχων τους στην οικοδόμηση του μεταπολεμικού κόσμου.
Ένας νέος κίνδυνος όμως για τα συμφέροντα των ΗΠΑ ξεκίνησε να αναδύεται, ήδη πριν τη λήξη του πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση, ενισχυμένη από τη μεγάλη νίκη της εναντίον της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ, φαντάζει ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον επεκτατισμό των ΗΠΑ.
ΠΗΓΗ. imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου