Ρυθμούς ισχνής ανάκαμψης εμφανίζει σε αυτήν τη φάση η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, όπως αυτή απεικονίζεται σε όρους ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα, παράλληλα με τους όποιους ρυθμούς ανάκαμψης, τα επίσημα στοιχεία και η επεξεργασία τους από τα αστικά επιτελεία συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να αποτυπώνουν το «επενδυτικό κενό» στην εγχώρια καπιταλιστική οικονομία (που έχασε πάνω από το 25% του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία), επί της ουσίας τις δυσκολίες στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, παρά και τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις της «μνημονιακής» περιόδου, που με τη σειρά τους αποτελούν τον αναγκαίο όρο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ισχυρών επιχειρήσεων και ομίλων αλλά και για την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων.
Τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) για το γ' τρίμηνο του 2018 αποτυπώνουν τα παρακάτω:
-- ΑΕΠ: Καταγράφεται ισχνός ρυθμός ανάκαμψης 2,2% σε ετήσια βάση. Μάλιστα, οι μακροχρόνιες προβλέψεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΔΝΤ κάνουν λόγο για ετήσιους ρυθμούς ανάκαμψης μόλις στο 1% κατά μέσο όρο για τις επόμενες δεκαετίες, οξύνοντας κι άλλο τα αντιλαϊκά «αντανακλαστικά» για τη θωράκιση των επιχειρηματικών ομίλων.
-- Εξαγωγές: Ενισχύθηκαν σε ποσοστό 7,6% σε σχέση με το γ' τρίμηνο του 2017. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η - αναιμική - ανάκαμψη του προηγούμενου διαστήματος στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στη συνεχιζόμενη ενίσχυση των εξαγωγών, που με τη σειρά τους αποτελούν δείκτη της ενισχυμένης «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων εξαγωγικού προσανατολισμού, στο έδαφος πάντα των αντεργατικών ανατροπών.
-- Την ίδια ώρα, οι εισαγωγές εμφανίζουν μεγαλύτερη διόγκωση σε σχέση με τις εξαγωγές, με ρυθμό 15%, σε μια εξέλιξη που βέβαια έχει αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ, ενώ παράλληλα συμβάλλει στη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Καθόλου τυχαία, τα αστικά επιτελεία επισημαίνουν τη συγκεκριμένη εξέλιξη, δείχνοντας βέβαια στην κατεύθυνση νέων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με στόχο την αλλαγή του «παραγωγικού προτύπου» και σε παρεμβάσεις που ενισχύουν παραπέρα την ανταγωνιστικότητα των ισχυρών επιχειρήσεων εξαγωγικού προσανατολισμού.
-- Στον αντίποδα, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εμφανίζουν ρυθμό υποχώρησης 23,2% σε σχέση με το γ' τρίμηνο του 2017. Σύμφωνα με άλλα στοιχεία, η υποχώρηση των επενδύσεων οφείλεται στην πτώση του «μεταφορικού εξοπλισμού».
Για το 2019, σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό, οι νέες επενδύσεις («ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου») θα ενισχυθούν σε ποσοστό 11,9%, ως αποτέλεσμα των συντελούμενων αναδιαρθρώσεων, καθώς βέβαια και της κρατικής χρηματοδότησης επιχειρηματικών ομίλων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Το «επενδυτικό κενό» του εγχώριου κεφαλαίου
Βέβαια, το υπάρχον απόθεμα των πάγιων επενδύσεων και του εξοπλισμού, λόγω φυσιολογικών και άλλων παραγόντων, βρίσκεται σε μόνιμη διαδικασία απαξίωσης, όπως από τη φθορά του στο πέρασμα του χρόνου, ενώ σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο από την τεχνολογική και οικονομική απαξίωση λόγω εισαγωγής νέων τεχνολογιών που κάνουν «μη ανταγωνιστικές» τις προηγούμενες κ.ά.
Στην ουσία, τώρα, ακόμη και σήμερα, στη φάση της ανάκαμψης, η μάζα με τις αποσβέσεις στα πάγια κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στο παρελθόν είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τις νέες «ακαθάριστες επενδύσεις». Το γεγονός αυτό μαρτυρά τη συνεχιζόμενη τάση όσο και το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η καπιταλιστική οικονομία σε ό,τι αφορά την καταστροφή κεφαλαίων, που αδυνατούν να βρουν κερδοφόρες διεξόδους σε κλάδους της παραγωγής και της οικονομίας.
Επιπλέον, όπως αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία και οι επεξεργασίες από τα αστικά επιτελεία, η αποκατάσταση της παραγωγικής δυνατότητας στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης έχει μπόλικο δρόμο να διατρέξει, ενώ βέβαια η προσέλκυση ικανής μάζας νέων κερδοφόρων επενδύσεων προϋποθέτει τη διαρκή κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων, που έρχονται να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.
Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη μελέτη από τον όμιλο της Eurobank με βάση τις χρονολογικές σειρές της στατιστικής υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ).
Συγκεκριμένα:
Το 2017 αποτέλεσε το έβδομο στη σειρά έτος με «αρνητικές καθαρές επενδύσεις παγίων» στην ελληνική οικονομία, δηλαδή οι «ακαθάριστες επενδύσεις» είναι μόνιμα χαμηλότερες σε σχέση με τις αποσβέσεις.
Το λεγόμενο «επενδυτικό κενό» (ουσιαστικά η καταστροφή επενδυμένου κεφαλαίου) διαμορφώθηκε (σε τρέχουσες τιμές) σε 5,3 δισ. ευρώ το 2011, προσέλαβε το μεγαλύτερο ύψος του το 2013 με 13 δισ. ευρώ, ενώ για το 2017 διαμορφώθηκε στα 6,2 δισ. ευρώ.
Την περίοδο 2011 - 2018, σωρευτικά, η μάζα των πάγιων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 68 δισ. ευρώ και σε ποσοστό 30,1%.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Πρόκειται για έναν ακόμη ειδικό «εξονυχιστικό» έλεγχο, στο πλαίσιο της «κανονικότητας» του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, με γνώμονα τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Μεταξύ άλλων, οι δείκτες που καταρτίζει η Γιούροστατ, μέσω των οποίων παρέχεται η αναγκαία «στατιστική υποστήριξη» για την ετήσια έκθεση του «Μηχανισμού Επαγρύπνησης», αφορούν το «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», που με τη σειρά του περιλαμβάνει παραμέτρους όπως το επίπεδο των μισθών και την παραγωγικότητα της εργασίας, την «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» κάθε οικονομίας, που αποσκοπεί στην αξιολόγηση της «ανταγωνιστικότητας των τιμών και του κόστους» σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές, την «καθαρή επενδυτική θέση» της κάθε οικονομίας, το κρατικό χρέος, το ισοζύγιο συναλλαγών κ.ά.
Α. Σ.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου