ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10-6-2016
Γιάννος Γ. Λώλος
Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Σαλαμίνος
Φωτογραφία . Βασίλης Λάππας
Η είσοδος του Σπηλαίου του Ευριπίδη βρίσκεται στην απότομη πλαγιά βραχώδους υψώματος επάνω από τον Όρμο Περιστέρια, σε υψόμετρο 115 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το κύριο σπήλαιο, το οποίο ανασκάφηκε πλήρως κατά τα έτη 1994-1997, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με την συναίνεση της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας, έχει συνολικό μήκος 47 μ. περίπου. Η ιδιάζουσα μορφολογία του χαρακτηρίζεται από μία στενότατη είσοδο και ένα μακρό οφιοειδή διάδρομο, ο οποίος οδηγεί σε διαδοχικούς θαλάμους με χαμηλή οροφή.
Εάν κρίνουμε από τα πολυάριθμα ευρήματα στο εσωτερικό του, το σπήλαιο αυτό φαίνεται ότι είχε ποικίλες και μεταβαλλόμενες λειτουργίες στην διάρκεια έξι (6) διαφορετικών περιόδων της Ελληνικής προϊστορίας και ιστορίας: ως σημείο μυθικών συνειρμών και χώρος λατρευτικών επισκέψεων κατά την Νεώτερη και αρχόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο, ως χώρος ενταφιασμών κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, ως ησυχαστήριο και “ποιητικό εργαστήριο” κατά την Κλασική περίοδο (ύστερο 5ο αι. π.Χ.), ως λατρευτικό άντρο, με ευρύτερη φήμη, κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, και τέλος ως καταφύγιο και φυσικό “θησαυροφυλάκιο” κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας (πρώιμο 14ο αι. μ.Χ.).
Το σπήλαιο στα Περιστέρια, “αναπνοήν έχον ες την θαλασσαν”, μπορεί με ασφάλεια να ταυτισθεί με το περίφημο ερημητήριο του Ευριπίδη, όπου ο ποιητής λέγεται ότι συνήθιζε να αποσύρεται και να σχεδιάζει τα δράματά του.
Η ταύτιση βασίζεται στις σωζόμενες περιγραφές του χώρου σε κείμενα τεσσάρων (4) αρχαίων συγγραφέων και στην κρίσιμη μαρτυρία ενός Αττικού μελαμβαφούςσκύφου του ύστερου 5ου αι. π.Χ., με το όνομα του Ευριπίδη χαραγμένο, ως αφιέρωση, κατά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή, το σπήλαιο (“δυσάρεστο και τρομακτικό” κατά τον AulusGellius) αναδείχθηκε σε αξιοθέατο και τόπο προσκυνήματος, στο πλαίσιο ηρωικής λατρείας του μεγάλου τραγικού.
Πρόκειται για αυτόνομο συγκρότημα, με κύρια πρόσβαση από τα νότια, που ορίζεται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο στη βόρεια πλευρά του και αποτελείται από ορθογώνιο οικίσκο (ναΐσκο), λατρευτικό χώρο με κτιστά θρανία και υδατοδεξαμενή τροφοδοτούμενη από την παρακείμενη πηγή.
Με βάση τα ευρήματα από τους χώρους του (ανάμεσά τους, χέρι από μαρμάρινο άγαλμα Διονύσου, φαλλοί, μελαμβαφείς κάνθαροι και ενσφράγιστα καλύμματα κυψελών), το αγροτικό αυτό Σαλαμινιακό ιερό,σε χρήση κατά τον 3ο-2ο αι. π.Χ., ήταν προορισμένο για την λατρεία του Διονύσου, πιθανώτατα για την συλλατρεία Διονύσου και Ευριπίδη, δηλ. του θεού-προστάτη του αρχαίου δράματος και του ποιητή των Βακχών, στη φάση της μεταθανάτιας δόξας του
Γιάννος Γ. Λώλος
Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Σαλαμίνος
Φωτογραφία . Βασίλης Λάππας
Η είσοδος του Σπηλαίου του Ευριπίδη βρίσκεται στην απότομη πλαγιά βραχώδους υψώματος επάνω από τον Όρμο Περιστέρια, σε υψόμετρο 115 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το κύριο σπήλαιο, το οποίο ανασκάφηκε πλήρως κατά τα έτη 1994-1997, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με την συναίνεση της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας, έχει συνολικό μήκος 47 μ. περίπου. Η ιδιάζουσα μορφολογία του χαρακτηρίζεται από μία στενότατη είσοδο και ένα μακρό οφιοειδή διάδρομο, ο οποίος οδηγεί σε διαδοχικούς θαλάμους με χαμηλή οροφή.
Εάν κρίνουμε από τα πολυάριθμα ευρήματα στο εσωτερικό του, το σπήλαιο αυτό φαίνεται ότι είχε ποικίλες και μεταβαλλόμενες λειτουργίες στην διάρκεια έξι (6) διαφορετικών περιόδων της Ελληνικής προϊστορίας και ιστορίας: ως σημείο μυθικών συνειρμών και χώρος λατρευτικών επισκέψεων κατά την Νεώτερη και αρχόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο, ως χώρος ενταφιασμών κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, ως ησυχαστήριο και “ποιητικό εργαστήριο” κατά την Κλασική περίοδο (ύστερο 5ο αι. π.Χ.), ως λατρευτικό άντρο, με ευρύτερη φήμη, κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, και τέλος ως καταφύγιο και φυσικό “θησαυροφυλάκιο” κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας (πρώιμο 14ο αι. μ.Χ.).
Το σπήλαιο στα Περιστέρια, “αναπνοήν έχον ες την θαλασσαν”, μπορεί με ασφάλεια να ταυτισθεί με το περίφημο ερημητήριο του Ευριπίδη, όπου ο ποιητής λέγεται ότι συνήθιζε να αποσύρεται και να σχεδιάζει τα δράματά του.
Η ταύτιση βασίζεται στις σωζόμενες περιγραφές του χώρου σε κείμενα τεσσάρων (4) αρχαίων συγγραφέων και στην κρίσιμη μαρτυρία ενός Αττικού μελαμβαφούςσκύφου του ύστερου 5ου αι. π.Χ., με το όνομα του Ευριπίδη χαραγμένο, ως αφιέρωση, κατά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή, το σπήλαιο (“δυσάρεστο και τρομακτικό” κατά τον AulusGellius) αναδείχθηκε σε αξιοθέατο και τόπο προσκυνήματος, στο πλαίσιο ηρωικής λατρείας του μεγάλου τραγικού.
Το Ιερό του Διονύσου
Το Ελληνιστικό Ιερό του Διονύσου, που ανασκάφηκε κατά τα έτη 1998-2000 από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, βρίσκεται μπροστά από αρχαία πηγή, σε μικρή απόσταση κάτω από το Σπήλαιο του Ευριπίδη, κοντά στον Όρμο Περιστέρια.Πρόκειται για αυτόνομο συγκρότημα, με κύρια πρόσβαση από τα νότια, που ορίζεται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο στη βόρεια πλευρά του και αποτελείται από ορθογώνιο οικίσκο (ναΐσκο), λατρευτικό χώρο με κτιστά θρανία και υδατοδεξαμενή τροφοδοτούμενη από την παρακείμενη πηγή.
Με βάση τα ευρήματα από τους χώρους του (ανάμεσά τους, χέρι από μαρμάρινο άγαλμα Διονύσου, φαλλοί, μελαμβαφείς κάνθαροι και ενσφράγιστα καλύμματα κυψελών), το αγροτικό αυτό Σαλαμινιακό ιερό,σε χρήση κατά τον 3ο-2ο αι. π.Χ., ήταν προορισμένο για την λατρεία του Διονύσου, πιθανώτατα για την συλλατρεία Διονύσου και Ευριπίδη, δηλ. του θεού-προστάτη του αρχαίου δράματος και του ποιητή των Βακχών, στη φάση της μεταθανάτιας δόξας του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου