Παραμονές της Επανάστασης, η οθωμανική εξουσία θεώρησε ότι συγκεντρώνοντας στην Τριπολιτσά εκπρόσωπους από τις πιο ισχυρές οικογένειες των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων, θα απέτρεπε την ευρέως φημολογούμενη εξέγερση.
Ο Μ. Καραγάτσης στήριξε σε αυτό το ιστορικό γεγονός την πλοκή του βιβλίου του «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», όπου διηγείται την ιστορία του Μίχαλου Ρούση, ενός κοτζαμπάση που στάλθηκε στην Τριπολιτσά έπειτα από αίτημα των Οθωμανών.
Οταν οξύνθηκαν οι επιθέσεις των επαναστατών και έγινε γνωστή η συμμετοχή των κοτζαμπάσηδων στην Επανάσταση, ο Ρούσης αποφάσισε, χρησιμοποιώντας τις φιλίες του με Οθωμανούς αξιωματούχους, να εξισλαμιστεί για να γλιτώσει τη ζωή του.
Μπορεί το βιβλίο του Καραγάτση να αποτελεί μια έμμεση αναφορά στα γεγονότα της δικής του εποχής (γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής και κυκλοφόρησε μετά την Απελευθέρωση), υπό το πρίσμα της δικής του ταξικής και ιδεολογικής - πολιτικής τοποθέτησης, αλλά αποτυπώνει και τη μεταβατική ταξική θέση του κοτζαμπάση.
Δηλαδή εκείνης της κοινωνικής ομάδας που αποτελούσε τμήμα του κατώτατου και μέσου διοικητικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (θέση που, ιδιαίτερα στην αρχή, συνέβαλε καταλυτικά στη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης) και την ίδια στιγμή, παραμένοντας υποτελείς και αποκτώντας συμφέροντα συνδεδεμένα με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οδηγούνταν σε ρήξη με την οθωμανική εξουσία.
Εξάλλου, η μεταβατική ταξική θέση τους είναι αυτή που ευθύνεται για μια πληθώρα ακούσια ή εσκεμμένα λαθεμένων ιστορικών προσεγγίσεων, αντιφατικών εκτιμήσεων κ.ο.κ. Η ανάδειξή της, λοιπόν, απαιτεί μια συνολικότερη κατανόηση της ιστορικής πορείας των κοτζαμπάσηδων.
Ο τερματισμός της περιόδου εδαφικής επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 17ου αιώνα, οδήγησε σε παρακμή το φεουδαρχικό τιμαριωτικό σύστημα και σε αλλαγές στη δομή της οθωμανικής εξουσίας.
Με βάση τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου, δόθηκε η δυνατότητα σε ισχυρές οικογένειες μουσουλμάνων και χριστιανών των επαρχιών της Αυτοκρατορίας, στους αγιάννηδες και κοτζαμπάσηδες αντίστοιχα, να «αγοράζουν» από την κεντρική διοίκηση το δικαίωμα μακρόχρονης ή και ισόβιας εκμίσθωσης των φόρων ολόκληρων περιοχών.
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στους κοτζαμπάσηδες να αποκτήσουν σημαντικά χρηματικά αποθέματα. Χαρακτηριστικά, στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, για την κάλυψη φορολογίας ύψους 1.400.000 γροσιών προς την Υψηλή Πύλη, οι κάτοικοι επιβαρύνονταν με 8.400.000 γρόσια, από τα οποία η μεγάλη πλειοψηφία, τα 5.500.000, αφορούσαν το χρηματισμό Οθωμανών αξιωματούχων και την αμοιβή των κοτζαμπάσηδων1.
Ακριβώς αυτήν την κατάσταση στιγμάτιζαν οι ξένοι περιηγητές της εποχής όταν ανέφεραν πως «οι Ελληνες έχουν τους μεγαλύτερους εχθρούς ανάμεσά τους: Αυτοί είναι οι κοτζαμπάσηδες (...) Κάτω από το σπαθί των Τούρκων, ο Ελληνας είναι σκλάβος, αλλά κάτω από την εξουσία των συμπατριωτών του καταληστεύεται και είναι εκατό φορές πιο δυστυχής»2.
Βέβαια, η χρησιμοποίηση αυτού του χρηματικού αποθέματος ακολούθησε διαφορετικές διαδρομές σε κάθε περιοχή της χώρας, εν πολλοίς προσδιορισμένες από την ίδια τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας κάθε περιοχής.
Για παράδειγμα, οι πρόκριτοι των νησιών κατεύθυναν τα χρηματικά τους αποθέματα στο εμπόριο και στη ναυτιλία, γεγονός που απομάκρυνε γρηγορότερα τα συμφέροντά τους από εκείνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα συνέδεσε με τα εμπορικά δίκτυα της εποχής, επομένως και με την καπιταλιστική αγορά.
Το ίδιο έγινε και σε άλλες περιοχές, όπως στο Μεσολόγγι. Ως αποτέλεσμα, κοτζαμπάσηδες επικράτησε να αποκαλούνται στην ιστοριογραφία όχι το σύνολο της συγκεκριμένης ομάδας, αλλά όσοι χρησιμοποίησαν τα χρηματικά τους αποθέματα για να εκμισθώσουν ή να αγοράσουν γη, με προεξάρχοντες τους Πελοποννήσιους.
Από αυτήν τη σκοπιά, όσοι σήμερα υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με τους καραβοκυραίους, που αποτέλεσαν τμήμα των αστικών δυνάμεων, οι κοτζαμπάσηδες αποτελούσαν απλά κομμάτια του παλιού φεουδαρχικού κόσμου, μάλλον επιμένουν να αγνοούν ότι κατά πλειοψηφία και οι δύο κοινωνικές δυνάμεις διαμορφώθηκαν στην περίοδο παρακμής του τιμαριωτικού συστήματος και επομένως η διαφορά τους δεν αφορά την κοινωνική τους προέλευση, αλλά την ταχύτητα με την οποία αστοποιήθηκαν. Αφορά δηλαδή την ιστορική στιγμή που τα συμφέροντά τους ταυτίστηκαν με αυτά της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Ετσι κι αλλιώς οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, έχοντας τη δυνατότητα να αναπτύσσονται ακόμα και στο έδαφος του προγενέστερου (φεουδαρχικού) κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και να διαβρώνουν τις δομές και τις λειτουργίες του, μπορούσαν να μεταστρέφουν την ταξική θέση τμημάτων των παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων, ακόμα και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας.
Τα δεκάδες ονόματα κόμηδων και βαρόνων που πρωταγωνίστησαν στις αστικές επαναστάσεις το αποδεικνύουν. Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από εκείνα τα τμήματα της αριστοκρατίας που δεν ήταν συνδεδεμένα με τον διοικητικό - στρατιωτικό μηχανισμό της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά με τον διοικητικό - οικονομικό.
Πολύ περισσότερο, είναι λαθεμένη η αντίληψη ότι η διαφορά των κοτζαμπάσηδων σε σχέση με τις άλλες αστικές μερίδες έγκειται στη σκληρή εκμετάλλευση των φτωχών λαϊκών μαζών από την πλευρά τους. Πρόκειται για μια ωραιοποιημένη προσέγγιση της υπόλοιπης αστικής τάξης ή τουλάχιστον μερίδας της, ακόμα και για την περίοδο που υπήρξε ανερχόμενη επαναστατική δύναμη.
Οι φτωχές λαϊκές μάζες, δηλαδή η τότε πληθυσμιακά περιορισμένη εργατική τάξη και οι φτωχοί αγρότες, αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης είτε δούλευαν στα κτήματα είτε στα καράβια, επιβαρύνονταν όχι μόνο από τους κοτζαμπάσηδες αλλά και από τους εμπόρους, τους τοκογλύφους και τους τραπεζίτες. Απλά η εξάρτηση των φτωχών αγροτών από τους κοτζαμπάσηδες ήταν πιο εμφανής από την καθαρά οικονομική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Η συμβολή των μεγαλογαιοκτημόνων της Πελοποννήσου στην εκδίωξη των Ενετών και στη δεύτερη οθωμανική προσάρτηση της Πελοποννήσου (1715) τους εξασφάλισε προνόμια εκ μέρους της Υψηλής Πύλης.
Τα σημαντικότερα αφορούσαν:
Πρώτον, ένα καθεστώς διευρυμένης αυτοδιοίκησης, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο βεκίλης, δηλαδή ο αναγνωρισμένος πληρεξούσιος των κοτζαμπάσηδων στην Κωνσταντινούπολη. Οι βεκίληδες είχαν σημαντική δύναμη, τέτοια που μπορούσαν να παρακάμπτουν την οθωμανική ιεραρχία και να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις αποφάσεις που λάμβανε η οθωμανική εξουσία για την Πελοπόννησο.
Παράλληλα, αποκτούσαν μεγάλη εμπειρία από τον τρόπο λειτουργίας της Αυτοκρατορίας και ευρύ πεδίο γνώσεων, συνεργαζόμενοι και συναναστρεφόμενοι με ανώτατους Οθωμανούς αξιωματούχους, αλλά και με τους πρεσβευτές των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων. Τα προηγούμενα, αντικειμενικά, τους εξασφάλιζαν και καλύτερη γνώση των κοσμογονικών αλλαγών που γίνονταν εκείνη την περίοδο.
Δεύτερον, το δικαίωμα της κατοχής - νομής και επικαρπίας σημαντικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που παραχωρούνταν σύμφωνα με το Κοράνι σε όσους υποτάσσονταν με τη θέλησή τους3.
Ομως, τα διευρυμένα δικαιώματα των κοτζαμπάσηδων και ο έλεγχος όλο και μεγαλύτερων εκτάσεων γης λάμβαναν χώρα σε έναν κόσμο που άλλαζε, σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από την όλο και μεγαλύτερη επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
«Από δω κι εμπρός, πλάι στη δεκάτη (...), που, σαν και πρωτήτερα, πήγαινε στο σουλτάνο ή στους σπάχηδες κι οι αγρότες των τσιφλικιών ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν απ' την υπόλοιπη παραγωγή ακόμα και το 1/4 ως το 1/2 στον τσιφλικά.
Οι καινούργιοι φεουδαρχικοί αφεντάδες μετέτρεψαν την παραγωγή της απλήρωτης αγροτικής εργασίας σε χρήμα. Οι δυνατότητες για παρόμοια επιχείρηση κάθε χρόνο και μεγάλωναν. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες που αναπτύσσονταν είχαν ανάγκη από βιομηχανικές πρώτες ύλες και τρόφιμα»4.
Την ίδια περίοδο, η εκδίωξη των Ενετών βοήθησε (ειδικά μετά τα Ορλωφικά και ειδικότερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση) στην επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων των κοτζαμπάσηδων. Με τους Οθωμανούς να απέχουν από το εμπόριο, εξαιτίας απαγορεύσεων που πήγαζαν από το Κοράνι, οι κοτζαμπάσηδες δεν άργησαν να το πάρουν στα χέρια τους.
Πολύ περισσότερο, άρχισαν να στρέφουν την αγροτική παραγωγή περισσότερο στην κάλυψη των διευρυμένων αναγκών του εξωτερικού εμπορίου. Ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια, σε μια πορεία ήρθαν σε επαφή με τη ναυτιλία, αναμείχθηκαν με την τοκογλυφία, αλλά και με επίσημες ασφαλιστικές και τραπεζικές επιχειρήσεις, συνεργάστηκαν με ξένους εμπορικούς οίκους5.
Η επαρκής εκπροσώπηση των καινούργιων τους επιχειρηματικών εγχειρημάτων και των νέων συμφερόντων τους δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί πλέον από την παλιά τους κοινωνική λειτουργία και το παλιό τους γνωστικό επίπεδο. Σύντομα, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους ως εμπορικούς αντιπρόσωπους στο εξωτερικό ή να σπουδάσουν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια του καιρού τους, όπου έρχονταν σε επαφή με τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύματα.
Σε μια εποχή μετάβασης, η χρονική στιγμή της ταξικής διαφοροποίησης κάθε κοινωνικής ομάδας δεν είναι κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί με μαθηματική ακρίβεια. Πόσο μάλλον αφού δεν μπορεί να γίνει μια ευθεία αντιστοίχιση ανάμεσα στην αντικειμενική ταξική θέση και την υποκειμενική τοποθέτηση στην ταξική πάλη, ειδικά σε μεταβατικές περιόδους, οπότε όχι μόνο ένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης αλλάζει ταξική θέση, όπως ήδη αναφέραμε, αλλά και ένα άλλο, αντιλαμβανόμενο την κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου, προδίδει προς όφελός της την τάξη του.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι όλο και περισσότερο οι κοτζαμπάσηδες συγκροτούσαν μια υπό διαμόρφωση αστική μερίδα σε μια περίοδο εκχρηματισμού της αγροτικής παραγωγής και συνολικότερης μετάβασης προς την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων.
Η βασική αντίφαση αυτής της διαδικασίας αφορούσε το γεγονός ότι ενώ οι κοτζαμπάσηδες αστοποιούνταν, δηλαδή αποκτούσαν συμφέροντα δεμένα με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, την ίδια στιγμή τα προνόμια που απολάμβαναν στην είσπραξη των φόρων και στην εκμετάλλευση της γης παρέμεναν η πηγή του αρχικού πλουτισμού τους και η βάση των υπόλοιπων δραστηριοτήτων τους. Κατά συνέπεια, έμοιαζαν με το ένα πόδι να πατούν στον παλιό κόσμο και με το άλλο στον καινούργιο.
Εξίσου σίγουρο είναι ότι αυτή η διαδικασία μετάβασης δεν ήταν ενιαία χρονικά και ποιοτικά για το σύνολο των κοτζαμπάσηδων. Υπήρχαν κοτζαμπάσηδες βαθιά δεμένοι με το φεουδαρχικό παρελθόν, άλλοι στους οποίους εκφραζόταν η βασική αντίφαση όλης της κοινωνικής ομάδας, και τέλος αυτοί που όλο και περισσότερο ταυτίζονταν όχι μόνο με τα συμφέροντα αλλά και με το επαναστατικό σχέδιο της αστικής τάξης.
Ωστόσο, στο σύνολό τους βάραινε και το ζήτημα της υποτέλειας στην οθωμανική εξουσία, που τους έφερνε όλο και πιο κοντά στα εθνικοαπελευθερωτικά σχέδια της αστικής τάξης.
Η ταξική θέση των κοτζαμπάσηδων δεν μπορούσε να μην απασχολήσει και την αστική επαναστατική διανόηση της εποχής. Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη καχυποψία ή ακόμα και με ανοιχτή εχθρότητα τους κοτζαμπάσηδες.
Η «Ελληνική Νομαρχία» τούς εξαίρεσε συνολικά από τις «πατριωτικές δυνάμεις», θεωρώντας τους συλλήβδην «προδότας»6. Και πράγματι ορισμένοι από αυτούς, οι πιο καθυστερημένοι, δηλαδή οι πιο δεμένοι με τα συμφέροντα της οθωμανικής εξουσίας, δεν άργησαν να δικαιώσουν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.
Μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά την «παρακίνηση» των Δ. Λογοθέτη, Αλ. Κασσαβέτη και άλλων προεστών του Πηλίου προς τους επαναστατημένους της περιοχής τους «διά να προσκυνήσουν»7, ή τη δολοφονία του Αποστόλου της Φιλικής Εταιρείας από τον προεστό Ζαφειράκη στη Νάουσα και την παράδοση των εγγράφων του στις οθωμανικές αρχές8.
Ομως, αυτά τα παραδείγματα δεν είναι ενδεικτικά του συνόλου των κοτζαμπάσηδων. Γι' αυτό και μετά από ένα πρώτο διάστημα δισταγμού, η Φιλική Εταιρεία συνέδεσε την επιτυχία της Επανάστασης με τη στρατολόγησή τους. Οπως ανέφερε ο Εμμανουήλ Ξάνθος:
«...εκρίθη ότι η Επανάστασις των Ελλήνων ήθελε γίνει και ευδοκιμήσει όταν εις αυτήν εισαχθώσιν οι κατά τόπους προεστώτες και άρχοντες, διότι ο λαός χωρίς την παρακίνησιν αυτών και τας χρηματικάς θυσίας δεν ήθελε να κινηθή, ούτε οι οπλαρχηγοί μόνοι των ηδύναντο να εκτελέσωσι τι»9.
Τελικά στη Φιλική Εταιρεία, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εντάχθηκαν 111 πρόκριτοι (ποσοστό 11,7% επί του συνόλου των μελών), ενώ βάσει του αρχείου του Φιλικού Π. Σέκερη οι πρόκριτοι ήταν 49 (9,05% αντίστοιχα)10.
Οι παραπάνω καταγραφές φυσικά δεν είναι πλήρεις, ούτε ικανές να αποδώσουν τις πραγματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες του κάθε πρόκριτου, αλλά μπορούν να μας δώσουν μια γενική εικόνα. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι κανένας πρόκριτος δεν μετείχε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και το ότι η πλειοψηφία των προκρίτων - μελών που εντάχθηκαν ήταν από την Πελοπόννησο.
Η μεγαλύτερη διασύνδεση της Πελοποννήσου με το εξωτερικό εμπόριο είναι βέβαιο ότι είχε επιταχύνει την αστοποίηση των κοτζαμπάσηδων. Ετσι, δεν είναι παράδοξο ότι οι κοτζαμπάσηδες έλεγχαν την Εφορεία της Πελοποννήσου, η οποία αποδείχθηκε κρίσιμη από την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων και την εδραίωση της Επανάστασης στον Μοριά.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η ένταξη ορισμένων κοτζαμπάσηδων στη Φιλική Εταιρεία εξάλειψε και τις ταλαντεύσεις του συνόλου της κοινωνικής ομάδας, ούτε βέβαια τη θέλησή τους να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Και στην Πελοπόννησο, λοιπόν, ένα κομμάτι των κοτζαμπάσηδων έμεινε απαθές μπροστά στα επαναστατικά γεγονότα και είναι βέβαιο ότι ένα τμήμα τους θα προχωρούσε σε ανοιχτά αντεπαναστατική δράση, αν ο ξεσηκωμός δεν ήταν γενικευμένος και η πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων δεν ήταν τόσο επιτυχημένη.
Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο παλιός συνεργάτης του Ρήγα και Φιλικός, Χριστόφορος Περραιβός:
«Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού (...) ώστε και μύριας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις (...) διά να καθησυχάσει την ορμή των Ελλήνων, ού μόνον κοπίαζεν ματαίως, αλλ' εκινδύνευεν ακόμη και η ζωή του, επειδή τον ενόμιζον Τουρκολάτρην, και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι αρχιερείς και δημογέροντες, ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων»11.
Ομως ακόμα και οι μετέχοντες στη Φιλική Εταιρεία δεν τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της Επανάστασης. Αντίθετα, η σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το Γενάρη του 1821 στη Βοστίτσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επανάσταση ήταν άκαιρη.
Εν μέρει, η απόφαση των κοτζαμπάσηδων εξέφραζε το φόβο από την ενδεχόμενη συμμετοχή των φτωχών αγροτικών μαζών, τις οποίες εκμεταλλεύονταν με ιδιαίτερη σκληρότητα, και των κλεφτών, στην καταστολή των οποίων είχαν πρωτοστατήσει σε συνεργασία με την οθωμανική εξουσία. Εξάλλου και οι δύο αυτές κοινωνικές δυνάμεις τάσσονταν ενάντια στα προνόμια των κοτζαμπάσηδων και ζητούσαν διανομή της γης. Τους φόβους των κοτζαμπάσηδων συνόψισε ο Σωτ. Χαραλάμπης, μέλος της Πελοποννησιακής Εφορείας, λέγοντας στη σύσκεψη της Βοστίτσας:
«...αφού σκοτώσαμεν τους Τούρκους εις ποίον θα παραδωθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερο; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, ευθύς δε θα μας ακούει και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου(σ.σ. του Κολοκοτρώνη) και των στρατιωτικών»12.
Οι κοτζαμπάσηδες με παρόμοιες απόψεις τελικά συμπαρασύρθηκαν στην Επανάσταση από την ίδια την τροπή των γεγονότων. Ωστόσο, μια μειοψηφική μερίδα τους μπήκε ενεργά και δυναμικά στην Επανάσταση.
Ο Ανδρέας Λόντος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της άμεσης έναρξης της Επανάστασης, όπως και ο γαμπρός του Λέοντας Μεσσηνέζης, σημαντικό έμπορος της εποχής, ενώ ο Ανδρέας Ζαΐμης μετά τη σύσκεψη προχώρησε σε γενναία δωρεά προς το Ταμείο της Φιλικής Εταιρείας, επιβραβεύοντας έμμεσα το σκεπτικό της13.
Διόλου τυχαία οι Λόντος και Ζαΐμης ήταν αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες της Πάτρας, η οποία, με επίκεντρο την εμπορική κίνηση στο λιμάνι της πόλης, είχε γνωρίσει πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη14.
Οι δυο τους, σε συνεργασία με έναν ακόμα αστοποιημένο κοτζαμπάση, τον Ιωάννη Νοταρά από την Κόρινθο, που εμπλεκόταν στην καλλιέργεια και στο εξωτερικό εμπόριο της σταφίδας, θα συμμαχούσαν με τους καραβοκυραίους, τους Φιλικούς και τους αστούς διανοούμενους ενάντια στους πιο «καθυστερημένους» κοτζαμπάσηδες, στη διάρκεια του πρώτου «εμφυλίου» πολέμου.
Μετά τη νίκη τους, όμως, φοβήθηκαν ότι οι πολιτικοί σκοποί των συμμάχων τους - δηλαδή της πιο ριζοσπαστικής μερίδας της αστικής τάξης, που επιζητούσε τη δημιουργία ενός σύγχρονου, συγκεντρωτικού καπιταλιστικού κράτους - θα έπλητταν τα προεπαναστατικά προνόμιά τους. Με βάση αυτό, προχώρησαν σε νέα συμμαχία με τους «καθυστερημένους» κοτζαμπάσηδες και τους κλέφτες και ηττήθηκαν στον δεύτερο «εμφύλιο» πόλεμο.
Ομως ανάμεσα στους κοτζαμπάσηδες που στήριξαν την Επανάσταση υπήρχαν και αυτοί που ταύτισαν τη δράση τους με τους σκοπούς της πιο ριζοσπαστικής μερίδας της αστικής τάξης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Δημήτριος Μελετόπουλος, κοτζαμπάσης και γιος βεκίλη, που είχε εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο και στη σύσκεψη της Βοστίτσας στήριξε ανοιχτά την άμεση κήρυξη της Επανάστασης.
Στην ίδια μερίδα ανήκε ο Θάνος Κανακάρης, κοτζάμπασης και βεκίλης που είχε εξελιχθεί σε σημαντικό σταφιδέμπορο, είχε ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε πρωτοστατήσει στο ξέσπασμα της Επανάστασης στην Πάτρα. Αλλά και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, που προεπαναστατικά υπήρξε ταμίας της Φιλικής Εταιρείας στην Πάτρα και το 1825, ως εκπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Διαχρονικά, η εκτίμηση του ρόλου των κοτζαμπάσηδων συνδεόταν άρρηκτα και με την αποτίμηση της ίδιας της Επανάστασης. Αυτό σε ένα βαθμό πατούσε αντικειμενικά και στην ίδια την εξέλιξη της Επανάστασης, που ανέδειξε τους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες σε βασική συνιστώσα του επαναστατικού μπλοκ.
Σε κομματικές αναλύσεις των προηγούμενων δεκαετιών, στο χαρακτηρισμό των κοτζαμπάσηδων «βάραινε» ιδιαίτερα η ένταξή τους στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα η μετεπαναστατική επιβίωση των εκπροσώπων της κοινωνικής ομάδας (αν και με διαφορετικό κοινωνικό - ταξικό ρόλο) να συνδέεται με τη συντηρητικοποίηση ή και την προδοσία της Επανάστασης, και με τη διατήρηση υπολειμμάτων των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία.
Ως αποτέλεσμα προκρίθηκε η στρατηγική μιας νέας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που μετέθετε το στόχο της σοσιαλιστικής εξουσίας στο απώτερο μέλλον.
Στις μέρες μας, μια σειρά από αστούς ιστοριογράφους φιλελεύθερης κατεύθυνσης προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν εργαλειακά την Ιστορία της Επανάστασης, προκειμένου να δικαιώσουν τη σημερινή καπιταλιστική εξουσία και με τον δικό τους τρόπο να απομακρύνουν τον αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, το ρητό ή άρρητο, αλλά πάντα μη ιστορικό και επομένως αντιεπιστημονικό επιχείρημά τους είναι ότι το 1821, όπως και σήμερα, η πρόοδος της χώρας εξαρτήθηκε από την εθνική ενότητα στο έδαφος του φιλελευθερισμού, δηλαδή της αποδοχής των προτεραιοτήτων της αστικής εξουσίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούν ότι μόνο οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι που ήρθαν από τη Δύση εξασφάλισαν τον νεωτερικό (βλ. αστικό) χαρακτήρα της Επανάστασης, αγνοώντας τις αλλαγές που λάμβαναν χώρα στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρα το ρόλο των κοτζαμπάσηδων, με όλες τις διαφοροποιήσεις και αντιφάσεις τους.
Ετσι καταλήγουν σε ένα οξύμωρο σχήμα, αφού θεωρούν ότι ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης εξασφαλίστηκε κόντρα όχι μόνο στις αντιλήψεις των κοτζαμπάσηδων (κάτι που εν πολλοίς ισχύει), αλλά και στο ίδιο το υλικό υπόβαθρο, στην ίδια την κοινωνία και την οικονομία των επαναστατημένων εδαφών, από την οποία «ξεπήδησαν» και οι κοτζαμπάσηδες.
Με βάση τα προηγούμενα, γίνεται αντιληπτό ότι η κατανόηση διαφόρων πτυχών της Επανάστασης του 1821 - συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των κοτζαμπάσηδων - δεν αφορά μόνο τα ενδιαφέροντα των ιστορικών, αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγκρουσης με την αστική κυρίαρχη ιδεολογία, αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ταξικής πάλης τελικά.
Παραπομπές:
1. Αθανάσιος Φωτόπουλος, «Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)», Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 1995, σελ. 101.
2. Thomas Thornton, «Etat actouel de la Turquie», εκδ. «J. G. Dentu», Paris, 1812, p. 629.
3. Γιάννης Κορδάτος, «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 2005, σελ. 68.
4. Γ. Λ. Αρς, «Η μυστική οργάνωση "Φιλική Εταιρεία"», εκδ. «Το Λαϊκό Βιβλίο», Αθήνα, 1966, σελ. 22.
5. Αθανάσιου Θ. Φωτόπουλου, «Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία», Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 1995, σελ. 131 - 138.
6. Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία», εκδ. «Αποσπερίτης», Αθήνα, 1982, σελ. 144.
7. «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγεννεσίας», τόμ. 2. εκδ. «Βιβλιοθήκη της Βουλής», Αθήνα, 1971, σελ. 45.
8. Νικόλαος Κασομούλης, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 - 1833», τόμ. Α', εκδ. «Πάγκειος Επιτροπή», Αθήνα, 1939, σελ. 125 - 126, 135, 140.
9. Οπως παρατίθεται στο Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος», τόμ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα χ.χ., σελ. 58.
10. Συλλογικό, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΑ', εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975, σελ. 429, και Βαλέριος Μέξας, «Οι Φιλικοί: Κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του αρχείου του Σέκερη», Αθήνα, 1937.
11. Χριστόφορος Περραιβός, «Απομνημονεύματα Πολεμικά», τόμ. Α', εκδ. «Τυπογραφείον Α. Κορομηλά», Αθήνα, 1836, σελ. 3.
12. Παναγιώτης Ν. Πιπινέλης, «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Αγών», Παρίσι, 1927, σελ. 126.
13. Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα», εκδ. «Τυπογραφείον Σπύρου Τσαγγάρη», Αθήνα, 1900, σελ. 24, και Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», τόμ. Α', εκδ. «Βιτώρια», Αθήνα, 1839, σελ. 104 - 105.
14. Ελένη Αγγελομάτη - Τσουγκαράκη, «Η γέννηση ενός έθνους - κράτους», τόμ. Α', εκδ. «ΣΚΑΪ - Βιβλίο», Αθήνα, 2010, σελ. 43.
Του Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου