«Δεν γράφω κάτι για να γίνει τραγούδι.
Γράφω αυτήν τη φόρμα κι όποιος θέλει την παίρνει. Αν ένας συνθέτης νομίζει ότι του κάνουν αυτά που γράφω τα παίρνει και τα μελοποιεί» είχε πει.
Ο πολυσχιδής Δημήτρης Χριστοδούλου (ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, τραγουδοποιός, ηθοποιός) έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από τα μελοποιημένα ποιήματά του
«Γωνιά γωνιά», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Με το βοριά», «Ξημερώματα», «Δώδεκα παιδιά».
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου γεννήθηκε το 1924 στο Μεταξουργείο.
Παιδί πολυμελούς οικογένειας, αναγκάστηκε να εργαστεί από δέκα χρόνων.
Περιγράφοντας τα παιδικά του χρόνια είχε πει σε συνέντευξη: «Ήμουν κάτι σαν
αυτό που έλεγαν οι Τούρκοι τσιμπούκ ογλάν, δηλαδή το παιδί που ανάβει το
τσιμπούκι. Φυσικά και δεν πήγα στο σχολείο κάτω από αυτές τις συνθήκες! Ακόμη
και το δημοτικό το έβγαλα… νυχτερινό!
Πρέπει να είμαι ο μοναδικός που το
κατάφερε αυτό. Η δε φτώχεια μας ήταν τόσο μεγάλη ώστε να φανταστείτε έβαλα για
πρώτη φορά στη ζωή μου παλτό στον στρατό. Τη στρατιωτική μου χλαίνη δηλαδή.
Μικρός τον χειμώνα κυκλοφορούσα με εφημερίδες μπρος πίσω για να μην κρυώνω».
Στην εφηβεία του προσχώρησε στην ΕΠΟΝ, ενώ το 1944 στα
Δεκεμβριανά ως μέλος του ΕΛΑΣ συνελήφθη από τους Άγγλους και οδηγήθηκε στο
Γουδή και στη συνέχεια στην Ελ Ντάμπα, στο στρατόπεδο της βόρειας Αφρικής στο
οποίο φυλακίστηκαν 10.000 Έλληνες.
Την τραυματική του εμπειρία περιγράφει στο
μυθιστόρημα «Ελ Ντάμπα». Επέστρεψε στην Ελλάδα με την υπογραφή της συνθήκης της
Βάρκιζας. Κατάφερε να εισαχθεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ωστόσο
αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του για να στρατευτεί, παρά τη θέλησή του.
Αργότερα ολοκλήρωσε τη σχολή και σύντομα βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Μυράτ,
τον Χορν και τη Μερκούρη. Άρχισε να γράφει ποίηση την εποχή που σπούδαζε
οικονομικές επιστήμες στο Πάντειο.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με
τη δημοσίευση του ποιήματος «Νυχτοφύλακες» στο περιοδικό «Μακεδονικά Γράμματα».
Όταν ο τρόμος μετατρέπεται σε ρυθμό
Με τον Μίκη Θεοδωράκη γνωρίζονταν από την Αντίσταση. Με τα
χρόνια χάθηκαν αλλά ξαναβρέθηκαν το 1960.
Η συνεργασία τους γέννησε
τραγούδια-ορόσημα όπως τα «Καημός», «Παράπονο», «Βράχο βράχο», για το οποίο στα
τέλη της δεκαετίας του 1970 αναγκάστηκε να έρθει σε δικαστική διαμάχη με μια
διαφημιστική εταιρεία που το χρησιμοποίησε για την προώθηση ενός αυτοκινήτου
παραλλάσσοντάς το σε «λίτρο λίτρο τον καημό μου».
Τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν
από τον Ζαμπέτα, τον Μαρκόπουλο, τον Μαμαγκάκη, τον Πλέσσα, τον Ξαρχάκο, τον
Λοΐζο, τον Λεοντή, τον Μουστακί, τον Κόκοτο, τον Παϊτέρη. Τραγουδήθηκαν από τον
Καζαντζίδη, τη Μοσχολιού, τον Μπιθικώτση και όπως έγραψε ο Αντρέας Φραγκιάς
έγιναν «δημόσιος λόγος».
«Η ποίηση είναι –και ο ποιητής βέβαια– φίλτρο μετατροπής
του τρόμου σε ρυθμό» είχε πει στη συνέντευξή του στον Γιάννη Φλέσσα τον Ιούνιο
του 1977 (περιοδικό «Οπτικοακουστική»).
Στη χούντα έφυγε στο Παρίσι μαζί με τη σύντροφό του, την
αρχιτέκτονα και ζωγράφο Μαρία Κανδρεβιώτου.
Εκεί συμμετείχε στον Μάη του ’68.
Αργότερα θα πει:
«Το 1967 έφυγα από την Ελλάδα με την έλευση των τανκ.
Αυτοεξορίστηκα. Έλειπα. Δημιουργήθηκε τότε στη χώρα μας ένα κενό ανάμεσα σ’
αυτούς που ήμασταν πριν και σ’ αυτούς που ερχόντουσαν.
Βγήκε μια νέα γενιά
τότε, που έδωσε νέα τραγούδια, νέα ποιήματα, νέα πεζά και θεατρικά. Κι εμείς
για πολλούς και διάφορους λόγους μείναμε πίσω. Ειδικά εγώ που είχα αποκτήσει
κοινό μόνο με τα τραγούδια μου.
Καθώς μπήκανε λοιπόν οι νέοι με τη φόρμα, τη
νέα έκφραση –πολλοί μάλιστα από αυτούς ήταν πράγματι ενδιαφέροντες– εγώ
τουλάχιστον αισθάνθηκα ότι το έργο μου έμενε πίσω. Οχι γιατί δεν το προωθούσαν.
Δεν το περίμενα αυτό από κανέναν.
Για να σου προωθήσει κανείς το έργο πρέπει να
μπεις στη συντεχνία του. Κι εγώ δεν ήμουν στη συντεχνία κανενός.
Η Αριστερά δεν
είδε με πολλή συμπάθεια την ποίησή μου. Νόμισε ότι είναι μια ποίηση
προβληματική, που δεν ανήκει σ’ αυτό που λένε “άμεσα μετωπική και αγωνιστική”
ποίηση όπως την αντιλαμβάνεται η ίδια.
Η Δεξιά πάλι νόμισε ότι της αρκούσε ο
Σεφέρης, ήταν πλήρης με τον Ελύτη, ότι της είχαν ολοκληρώσει την προσωπικότητα
ο Εμπειρίκος κι ο Παπατσώνης.
Τι ήτανε λοιπόν ένας καινούργιος ποιητής που
ερχότανε με παράλληλα ή με προωθημένα προβλήματα;
Ας τον αφήσουμε πιο πίσω ή ας
τον ξεχάσουμε. Στο κάτω κάτω αριστερός είναι, γιατί να σπεύσουμε; Και δεν
σπεύσανε…».
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου άφησε πίσω του τεράστιο έργο σε
έκταση και πολυμορφία, μεγάλο μέρος του οποίου μεταφράστηκε στα αγγλικά, τα
γαλλικά, τα ολλανδικά και τα σουηδικά.
1969, Θεσσαλονίκη. Με τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τη σύζυγό
του Νόρα
Με τη σύντροφο της ζωής του, Μαρία Κανδρεβιώτου
1966, Θέατρο Λυκαβηττού. Τιμητική βραδιά στον Δημήτρη
Χριστοδούλου. Διακρίνονται ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο
Λάκης Καρνέζης
****
«Από τη μάνα μου έμαθα να αγαπάω. Οι πρόσφυγες μού μάθανε τι
να αγαπάω, δηλαδή πώς να διακρίνω όχι μόνο τον ανθρώπινο πόνο αλλά και να
αρχίσω να υποψιάζομαι πώς παράγεται πέρα από το φυσικό πόνο και ο κοινωνικός
πόνος. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη διδασκαλία. Το πρώτο μέγα μάθημα…»
Δημήτρης Χριστοδούλου
«Από τη μάνα μου
έμαθα να αγαπάω. Οι πρόσφυγες μού μάθανε τι να αγαπάω, δηλαδή πώς να
διακρίνω όχι μόνο τον ανθρώπινο πόνο αλλά και να αρχίσω να υποψιάζομαι
πώς παράγεται πέρα από το φυσικό πόνο και ο κοινωνικός πόνος. Αυτή είναι
η πρώτη μεγάλη διδασκαλία. Το πρώτο μέγα μάθημα…»
ΠΗΓΗ. 1. documentonews.gr
2. atexnos.gr
BINTEO.
Ξημερώματα (Γιώργος Ζαμπέτας & Δημήτρης Χριστοδούλου)
Γρηγόρης Μπιθικώτσης «βραδιάζει»
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ " ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗ ΓΗ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου