Της Ζωή Παρασίδη (Επαναδημοσίευση από 2017: popaganda)
Ο Δημήτρης Πικόπουλος που έκανε αυτή την κίνηση τη δεκαετία του'50 δεν ζει πλέον, όμως ο γιος και ο εγγονός του συνεχίζουν την κληρονομιά του επισκευάζοντας μηχανές στην οδό Λέκκα, ενώ μια σπάνια Picca κοσμεί την βιτρίνα τους.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Κουλελής
Η ιστορία θέλει έναν νεαρό άντρα από την Σμύρνη, που έπιαναν τα χέρια του, να ζητάει τη δεκαετία του ’50 δάνειο 100.000 δραχμών από την τράπεζα προκειμένου να παράξει μια κατασκευή που δεν είχε προσπαθήσει κανείς μέχρι τότε να φτιάξει στην Ελλάδα.
Η τράπεζα αρνήθηκε να του δώσει το δάνειο, επένδυσε τελικά 350.000 δραχμές σε μια ομάδα επιχειρηματιών που ήθελαν να ανοίξουν νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Κάπως έτσι τελείωσε η ιστορία της Picca, της πρώτης και μοναδικής ελληνικής ερασιτεχνικής φωτογραφικής μηχανής που έφτιαξε ο Δημήτρης Πικόπουλος στην αρχή από μπρούτζο -εξαιτίας της απαγόρευσης εισαγωγών μετά την Κατοχή- και έπειτα από αλουμίνιο.
Παρόλα αυτά, η κληρονομία που άφησε ως ο πρώτος άνθρωπος που επισκεύαζε φωτογραφικές μηχανές στην Αθήνα του 20ου αιώνα συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τον γιο του Νίκο και τον εγγονό του Φίλιππο, σε έναν όροφο της οδού Λέκκα.
Αν και τα τηλέφωνά τους χτυπούν ασταμάτητα, ενώ πάντα τους περιμένει λεπτοδουλειά στον πάγκο εργασίας τους, θα κλέψουν λίγο χρόνο για να σου δείξουν με καμάρι την συλλεκτική και δυσεύρετη πλέον Picca που στολίζει την βιτρίνα τους.
Η Πρώτη Γενιά
Ο πατέρας μου, ο Δημήτρης Πικόπουλος, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα στην Μικρασιατική καταστροφή, το ’22 ήταν 12 ετών. Όταν έφτασε τα 24 άνοιξε ένα εργαστήριο και επισκεύαζε γραμμόφωνα, τότε ήταν κουρδιστά με χωνιά, θα τα έχετε δει μάλλον σε ταινίες. Είχαν έναν περίπλοκο μηχανισμό, με γρανάζια και με ελατήρια, ασχολήθηκε λοιπόν με αυτά για μερικά χρόνια.
Τότε η φωτογραφία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα, ο επαγγελματίας που την είχε φέρει ήταν ο Πέτρος Πουλίδης, ο πρώτος φωτορεπόρτερ της χώρας, μάλιστα το αρχείο του αγοράστηκε το 1989 από την ΕΡΤ.
Ο Πουλίδης είχε μάθει να φωτογραφίζει στην Κωνσταντινούπολη και ο πρώτος «πελάτης» του εδώ ήταν το παλάτι, οι πολιτικοί, οι δημόσιες εκδηλώσεις, μάλιστα είχε φωτογραφίσει και την δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
Ο Πουλίδης είχε φέρει από την Γαλλία μια φωτογραφική μηχανή που χάλασε. Ρωτώντας που μπορεί να την φτιάξει του είπε κάποιος πως υπάρχει στην Αθήνα ένας νέος μηχανικός που κόβει το μυαλό του αλλά επισκευάζει γραμμόφωνα.
Ο πρώτος πελάτης του πατέρα μου λοιπόν ήταν ο φωτορεπόρτερ που έγινε και η κινητή του διαφήμιση. Όσοι ασχολήθηκαν, μετά με την φωτογραφία επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, πήγαιναν στον Πουλίδη, τους έστελνε εδώ και ξαφνικά ο πατέρας μου είχε περισσότερη δουλειά με φωτογραφικές μηχανές, παρά με γραμμόφωνα που είχαν αρχίσει να φθίνουν.
Όταν εμφανίστηκε στην Ελλάδα το πικ απ, ο πατέρας μου βρέθηκε να επισκευάζει αποκλειστικά φωτογραφικές, όπως βέβαια άλλαξε και για εμένα η δουλειά αργότερα αφού οι μηχανές είναι πλέον ψηφιακές και όχι αναλογικές.
Ξεκίνησε το 1935 αυτή τη δουλειά, γι΄αυτό και η επιχείρηση του είναι αυτή τη στιγμή στα χέρια της τρίτης γενιάς και μετράει 82 χρόνια. Την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί στρατιώτες του έφερναν ρώσικα κιάλια «της πλάκας» για να τους γράψει πως είναι γερμανικά, αφού αυτά που είχαν χρεωθεί και ήταν πανάκριβα, τα πουλούσαν.
Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, γύρω στο ’47, ξεκίνησε να κατασκευάζει την μοναδική ελληνική φωτογραφική μηχανή που έγινε ποτέ, τουλάχιστον σε σειρά παραγωγής. Την όνομασε Picca, Picopoulos camera δηλαδή.
Οι πρώτες του μηχανές βγήκαν στην αγορά το 1951, η προσπάθεια ήταν φοβερή γιατί η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εκείνα τα χρόνια το να κάνεις μια τέτοια δουλειά ήταν άθλος.
Δυστυχώς, η Picca βγήκε σε λάθος χρόνο και σε λάθος χώρα, η Ελλάδα δεν είναι βιομηχανική και δεν βοηθάει κανείς τέτοιες προσπάθειες.
Η Picca ήταν εξ ολοκλήρου από μέταλλο και το μόνο ξένο κομμάτι ήταν ο φακός της που τον έφερνε ο πατέρας μου από την Γερμανία. Μόνο που τότε διαδόθηκε το πλαστικό και οι ερασιτεχνικές μηχανές άρχισαν να βγαίνουν σ’ αυτό υλικό, άρα ήταν και πιο φθηνές.
Ασχέτως όμως αν είχε οικονομική επιτυχία ή όχι, ήταν όντως μια πολύ καλή μηχανή, ερασιτεχνική, φθηνή για την ποιότητά της, αν σκεφτείτε ότι πουλιόταν 250 δραχμές με δερμάτινη θήκη και κρυστάλλινο φακό, αλλά δεν μπορούσε ο πατέρας μου να τα βάλει με τις μεγάλες εταιρείες.
Δε βοήθησε όμως και το κράτος, σε άλλες χώρες τέτοιες προσπάθειες πριμοδοτούνται γιατί μεγαλώνουν, ανθίζουν, προσφέρουν καλύτερα προϊόντα, δουλεύει κόσμος.
Η Picca ήταν μια ελληνική προσπάθεια σαν άλλες που έχουν γίνει, όπως του Μαλκότση με τους κινητήρες ξηράς και θαλάσσης, όπως οι οικιακές συσκευές IZOΛΑ.
Πόσα κομμάτια της Picca κυκλοφόρησαν ακριβώς δεν ξέρουμε, αλλά δεν ήταν παραπάνω από 300 – 350. Αυτή τη στιγμή δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς.
Όταν ο πατέρας μου ήταν γύρω στα 90, προσπαθούσα να του κρατώ το ενδιαφέρον αμείωτο, ήταν ένας άνθρωπος που είχε μάθει να δουλεύει μια ζωή. Έτσι του πήγαινα μηχανές στο σπίτι και του έλεγα «ο πελάτης περιμένει να τη φτιάξεις».
Θυμάμαι ότι τότε ήρθε κάποιος και έφερε μια Exakta. Ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε με αυτήν, μου είπε να ενημερώσω τον άνθρωπο ότι θα του αγοράσουμε μια καινούρια.
Το μετέφερα λοιπόν στον πελάτη και εκείνος αρνήθηκε να του πάρουμε άλλη, είπε πως «αυτή τη φωτογραφική την επισκευάζει μια ζωή ο Δημήτρης και από τη στιγμή που δεν γίνεται να συντηρηθεί από εκείνον πάει να πει πως πέθανε η μηχανή, κρατήστε την για ανταλλακτικά».
Ο παππούς μου ήταν επίσης μηχανικός, εκείνος είχε ασχοληθεί με τα καλούπια μηχανών αυτοκινήτου, είχε συνεργαστεί και με την οικογένεια Ισιγόνη που έγινε γνωστή όταν ο Άλεκ δημιούργησε το Mini του 1959.
Άρα, σήμερα ο γιος μου ανήκει στην τέταρτη γενιά μηχανικών της οικογένειας και στην τρίτη που ασχολείται με την επισκευή φωτογραφικών μηχανών.
Η Δεύτερη Γενιά
Η δεύτερη γενιά, ο Νίκος Πικόπουλος
Μπήκα στη δουλειά σε ηλικία 13 ετών και ενώ ακόμα ήμουν στο γυμνάσιο άρχισα να δουλεύω δίπλα στον πατέρα μου τα απογεύματα και τα καλοκαίρια. Όταν αποφοίτησα ήμουν έτοιμος τεχνίτης πια, πήγα στο εξωτερικό και έκανα πολλές εκπαιδεύσεις, σε μεγάλες φίρμες.
Ο πατέρας μου είχε το εργαστήριο, έναν πολύ μικρό χώρο, στην οδό Λέκκα στον αριθμό 10. Εγώ άνοιξα το 1975 ένα κατάστημα στην συμβολή της Σταδίου με τη Βουκουρεστίου και έμεινα εκεί μέχρι το 1981, αλλά τα υπερβολικά υψηλά ενοίκια δεν μου άφηναν κανέναν περιθώριο κέρδους και έτσι ξαναγύρισα στη Λέκκα το 1981. Έκτοτε δεν έχω φύγει από αυτόν τον όροφο. Τώρα έχει αναλάβει την επιχείριση ο Φίλιππος, ο γιος μου, η τρίτη γενιά που λέγαμε.
Δουλεύουμε και με επαγγελματίες και με ερασιτέχνες ίσως οι δεύτεροι είναι περισσότεροι. Η δουλειά μας άλλαξε, ο Φίλιππος έφυγε έξω προκειμένου να μάθει νέες τεχνολογίες. Φυσικά, αναλαμβάνουμε την επισκευή και των αναλογικών μηχανών γιατί εγώ έζησα με αυτές και μετέφερα τις γνώσεις μου στον Φίλιππο. Ακολουθούμε τη μόδα όμως και εμείς, όποια κι αν είναι αυτή.
Η κινηματογραφία ήταν ένας τομέας της δουλειάς του πατέρα μου και της δικής μου, με την έλευση όμως της βιντεοκάμερας τελείωσε. Ήταν ένας μεγάλος κύκλος εργασιών η κινηματογραφική μηχανή, οι λήψεις, οι οθόνες προβολής, ο ήχος, είχε πολύ ενδιαφέρον. Μας έμεινε η αναλογική φωτογραφία για αρκετά χρόνια μετά μέχρι που κι αυτή έφυγε για να πάρει τα ηνία η ψηφιακή μηχανή. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμα πολλοί λάτρεις της αναλογικής.
Σίγουρα η ψηφιακή φωτογραφία έχει πολλά καλά στοιχεία, αλλά δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως την αναλογική σε ποιότητα. Πολύς κόσμος προτιμά τις παλιές μηχανές γιατί τις βλέπει σαν κάτι πιο ζωντανό, αντιμετωπίζουν το αποτέλεσμά τους σαν πίνακα ζωγραφικής που ουδεμία σχέση έχει με την φωτογραφία του σήμερα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως αρχίζουν πάλι να εμφανίζουν φιλμ και να τυπώνουν φωτογραφίες.
Γιατί; Θα σας ρωτήσω κάτι: Πότε πήγατε τελευταία φορά επίσκεψη και στο σαλόνι του σπιτιού που μπήκατε είδατε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες του γάμου, εικόνες από εκδρομές, στιγμιότυπα που μας θυμίζουν το παρελθόν;
Σήμερα πρέπει να μπλέξεις σε αρχεία, «φέρε αυτό, κατέβασε το άλλο, βρες ποιο είναι το καλό», ψάχνεις σε χιλιάδες ή εκατομμύρια φωτογραφίες που βγαίνουν για να βρεις τις δέκα καλές, παλιά τις ξεχωρίζαμε πολύ πιο εύκολα, καταλάβατε;
Ήταν μια πολύ πιο ζωντανή διαδικασία η φωτογραφία με τις αναλογικές μηχανές, τώρα απλώς πατάμε ένα κουμπί, μπαίνουν όλα αυτόματα: Τα διαφράγματα, οι ταχύτητες, οι αποστάσεις, αλλά σήμερα έχετε κάμερα και στο κινητό σας. Παρόλα αυτά, είναι όπως με την τηλεόραση που δεν θα μειώσει ποτέ την αξία του βιβλίου ή τις εφημερίδες που μπορεί να μην πουλάνε τα φύλλα που πουλούσαν παλιότερα αλλά ακόμα υπάρχουν. Ή, σκεφτείτε, τι είναι πιο διασκεδαστικό, να οδηγείς ένα αυτοκίνητο με ταχύτητες ή ένα αυτόματο;
Μας φέρνουν παλιές, σπάνιες φωτογραφικές να αναπαλαιώσουμε, μπορεί να μου φέρουν μια μηχανή 100 ετών, είμαστε αυτή τη στιγμή οι μόνοι που ξέρουμε να κατασκευάζουμε τις φυσούνες του ’20 του ’30, απαιτούν τέχνη και ίσως επίσης να την γνωρίζουν όσοι επισκευάζουν ακορντεόν. Μας εμπιστεύονται γιατί είμαι ο μόνος που απομένει τέτοιας ηλικίας με τέτοια εμπειρία και γνώση, και από την στιγμή που την έχω μεταφέρει και στον Φίλιππο, έχουμε το “know-how”.
Μπορώ να διακρίνω μια καλή φωτογραφία από μια κακή, φωτογραφίζω ερασιτεχνικά, δεν είναι όμως κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Είμαι μηχανικός, με συγκινεί η ίδια η μηχανή σαν κατασκευή, όταν όμως μια ζωή ολόκληρη είμαι μέσα στις μηχανές θα πρέπει το χόμπι μου να είναι κάτι άλλο, να έχω μια διέξοδο. Άλλοι έχουν τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό και τρέχουν στα γήπεδα, εγώ στράφηκα στα παλιά αυτοκίνητα κι έτσι έγινα συλλέκτης.
Το αγαπημένο μου είναι ένα του ’30, ήταν ένα μάτσο σκουριασμένα σίδερα, το επισκεύαζα επί δεκαπέντε χρόνια και σήμερα είναι ένα αυτοκίνητο που μοιάζει λες και βγήκε από το εργοστάσιο. Μου φαίνεται δημιουργικό χόμπι, δεν είναι;
Για την παλιά Αθήνα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως ήταν ωραιότερη από σήμερα. Τότε κατέβαινε όλος ο κόσμος από το προάστια στο κέντρο για να ψωνίσει, τώρα αυτό δεν συμβαίνει γιατί υπάρχουν μεγάλες τοπικές αγορές, το κέντρο της πόλης έχασε την εμπορική του μεγαλοπρέπεια.
Μπορεί να είμαι εδώ οχτώ και δέκα ώρες, ο γιος μου που είναι νεότερος και έχει αντοχές μπορεί να κάτσει τις διπλάσιες, εξαρτάται από τη δουλειά και την υποχρέωση που έχουμε, όταν έρχονται επαγγελματίες που θέλουν να τους επισκευάσεις το εργαλείο της δουλειάς τους δεν έχεις ωράριο.
Οι μηχανές που βλέπετε στις βιτρίνες είναι η προσωπική μου συλλογή, μου πήρε χρόνια την φτιάξω, έχω φακούς που είναι του 1880, μια μηχανή με φυσούνα της συλλογής την είχα δανείσει στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Νύφες» για να την χρησιμοποιήσουν στο σκηνικό.
Συχνά, επειδή έχουμε ένα κάλο όνομα στην αγορά και ξέρουμε, έρχεται κόσμος που θέλει να πουλήσει παλιές μηχανές και κάνουμε εμείς την εκτίμηση, δεν είναι λίγες οι φορές που η πώληση γίνεται μπροστά μας.
Και η τρίτη γενιά…
Σπούδασα στην Αγγλία, πήγα φαντάρος και μετά έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω. Μου άρεσε πολύ το επάγγελμα του παππού και του πατέρα μου γιατί είναι ιδιαίτερο, μπορείς να πάρεις κάτι πεθαμένο και να το αναστήσεις.
Έρχονται στο εργαστήριο άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που είναι «παντρεμένοι» με τις μηχανές τους, δεν πρόκειται να τις αλλάξουν εύκολα. Έρχονται κι οι άλλοι που αν μας δυσκολέψει στην επισκευή, που πολύ πιο εύκολα θα πουν «θα την αλλάξω αν δεν γίνεται, δεν πειράζει».
Είναι διαφορετικός ο λόγος που ωθεί κάποιον να έχει μια μηχανή, υπάρχει ο «γκατζετάκιας» που γοητεύεται από τον εξοπλισμό τον ίδιο, υπάρχει αυτός που μπορεί με μια πολύ οικονομική μηχανή με βασικές ρυθμίσεις να γοητεύεται από την φωτογραφία και θεωρώ πως ο συγκεκριμένος είναι πολύ καλός φωτογράφος, άλλος γοητεύεται από τον σκοτεινό θάλαμο, από το να αναμένει την φωτογραφία μέχρι να εμφανιστεί από το πουθενά σχεδόν σε ένα κομμάτι χαρτί.
Φυσικά, υπάρχει και εκείνος που προτιμά το άμεσο ψηφιακό αποτέλεσμα, όταν τραβάς μια φωτογραφία και την περνάς απευθείας στον υπολογιστή σου.
Θα σου κάνει εντύπωση αλλά συναντάω αρκετούς νέους που γνωρίζουν την Picca, έχει διαδοθεί η φήμη της τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της συλλεκτικότητάς της.
Υπάρχει και κόσμος που την έχει μάθει μόνο και μόνο επειδή αναρωτήθηκε αν υπήρξε φωτογραφική μηχανή που να κατασκευάστηκε στην Ελλάδα. Φυσικά πολλοί την πρωτοβλέπουν ερχόμενοι εδώ και υπάρχουν συλλέκτες που την ψάχνουν επίμονα, αλλά είναι φοβερά δύσκολο να βρεθεί.
Μια ιστορία που μου έκανε εντύπωση είναι όταν άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως ένας παλιός πελάτης ήρθε με μια Kodak Retina και του εξιστόρησε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να προικίσει τρεις κόρες με αυτή την φωτογραφική, υπήρξε φωτογράφος σε κάποιο χωριό και πήρε διαμερίσματα στα παιδιά του με την μηχανή εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου