Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911), «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων».
Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851.
Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν.
Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου.
Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα.
Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα".
Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι".
Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
"Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια".
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906. Φωτ. του Παύλου Νιρβάνα.
Το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (σήμερα μουσείο). Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε.
Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει.
Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του.
Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς.
Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης.
Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου».
Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει.
Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911.
Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους.
Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα.
Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του.
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική.
Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά.
Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων.
Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
Η Γυφτοπούλα (1884)
Η Μετανάστις (1880)
Οι Έμποροι των Εθνών (1883)
Νουβέλες
Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893)
Η Φόνισσα (1903)
Τα ρόδινα ακρογιάλια (1908)
Χρήστος Μηλιόνης (1885)
Διηγήματα
Αγάπη στον κρεμνό
Άγια και πεθαμένα (1896)
Άλλος τύπος (1903)
Αμαρτίας φάντασμα (1900)
Άνθος του γιαλού (1906)
Αποκριάτικη νυχτιά (1892)
Απόλαυσις στη γειτονιά (1900)
Άσπρη σαν το χιόνι (1907)
Άψαλτος (1906)
Για τα ονόματα (1902)
Για την περηφάνια (1899)
Γουτού γουπατού (1899)
Γυνή πλέουσα (1905)
Εξοχική Λαμπρή (1890)
Εξοχικόν κρούσμα (1906)
Έρημο μνήμα (1910)
Έρμη στα ξένα (1906)
Έρως – Ήρως (1897)
Η Άκληρη (1905)
Η Αποσώστρα (1905)
Η Βλαχοπούλα (1892)
Η Γλυκοφιλούσα (1894)
Η Γραία κ' η θύελλα (1906)
Η Δασκαλομάννα (1894)
Η Επίσκεψις του αγίου Δεσπότη (1906)
Η Θητεία της πενθεράς (1902)
Η Θεοδικία της δασκάλας (1906)
Η Ξομπλιαστήρα (1906)
Η Κάλτσα της Νώενας (1907)
Η Μακρακιστίνα (1906)
Η Μαούτα (1905)
Η Μαυρομαντηλού (1891)
Η Νοσταλγός (1894)
Η Ντελησυφέρω (1904)
Η Πεποικιλμένη (1909)
Η Πιτρόπισσα (1909)
Η Σταχομαζώχτρα (1889)
Η Στοιχειωμένη καμάρα (1904)
Η Συντέκνισσα (1903)
Η Τελευταία βαπτιστική (1888)
Η Τύχη απ' την Αμέρικα (1901)
Η Φαρμακολύτρια (1900)
Η Φωνή του Δράκου (1904)
Η Χήρα παπαδιά (1888)
Η Χήρα του Νεομάρτυρος (1905)
Η Χολεριασμένη (1901)
Η Χτυπημένη (1890)
Θάνατος κόρης (1907)
Θέρος – Έρος (1891)
Κοινωνική αρμονία (1906)
Κοκκώνα θάλασσα (1900)
Λαμπριάτικος ψάλτης (1893)
Με τον πεζόβολο (1907)
Μια ψυχή (1891)
Μικρά ψυχολογία (1903)
Ναυαγίων ναυάγια (1893)
Νεκρός ταξιδιώτης (1910)
Ο Αβασκαμός του Αγά (1896)
Ο Αειπλάνητος (1903)
Ο Αλιβάνιστος (1903)
Ο Αμερικάνος (1891)
Ο Ανάκατος (1910)
Ο Γαγάτος καί τ' άλογο (1900)
Ο Γείτονας με το λαγούτο (1900)
Ο Διδάχος (1906)
Ο Έρωτας στα χιόνια (1896)
Ο Κακόμης (1903)
Ο Καλόγερος (1892)
Ο Κοσμολαΐτης (1903)
Ο Ξεπεσμένος δερβίσης (1896)
Ο Πανδρολόγος (1902)
Ο Πανταρώτας (1891)
Ο Πεντάρφανος (1905)
Ο Πολιτισμός εις το χωρίον (1891)
Ο Σημαδιακός (1889)
Ο Τυφλοσύρτης (1892)
Ο Χαραμάδος (1904)
Ο Χορός εις του κ. Περιάνδρου (1905)
Οι Δύο δράκοι (1906)
Οι Ελαφροΐσκιωτοι (1892)
Οι Κουκλοπαντρειές (1903)
Οι Λίρες του Ζάχου (1908)
Οι Μάγισσες (1900)
Οι Ναυαγοσώσται (1901)
Οι Παραπονεμένες (1899)
Οι Χαλασοχώρηδες (1892)
Ολόγυρα στη λίμνη (1892)
Όνειρο στο κύμα (1900)
Παιδική Πασχαλιά (1891)
Πάσχα ρωμέικο (1891)
Πατέρα στο σπίτι (1895)
Ποία εκ των δύο (1906)
Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου (1906)
Σταγόνα νερού (1906)
Στην Αγ. Αναστασά (1892)
Στο Χριστό, στο Κάστρο (1892)
Στρίγγλα μάννα (1902)
Τ' Αγνάντεμα (1899)
Τ' Αερικό στο δέντρο (1907)
Τ' Αστεράκι (1909)
Τ' Μπούφ' του π'λί (1904)
Τα Δαιμόνια στο ρέμα (1900)
Τα Δυό κούτσουρα (1904)
Τα Δυό τέρατα (1909)
Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου (1908)
Τα Κρούσματα (1903)
Τα Λιμανάκια (1907)
Τα Πτερόεντα δώρα (1907)
Τα Συχαρίκια (1894)
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896)
Της Δασκάλας τα μάγια (1909)
Της Κοκκώνας το σπίτι (1893)
Το Γιαλόξυλο (1905)
Το Γράμμα στην Αμερική (1910)
Το Ενιαύσιον θύμα (1899)
Το Θαλάσσωμα (1906)
Το Θαύμα της Καισαριανής (1901)
Το Καμίνι (1907)
Το Κρυφό Μανδράκι (1906)
Το Μυρολόγι της φώκιας (1908)
Το «Νάμι» της (1906)
Το Νησί της Ουρανίτσας (1902)
Το Πνίξιμο του παιδιού (1900)
Το Σπιτάκι στο λιβάδι (1896)
Το Τυφλό σοκκάκι (1906)
Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη
Το Χριστόψωμο (1887)
Το Ψοφίμι (1906)
Τρελλή βραδυά (1901)
Υπηρέτρα (1888)
Υπό την βασιλικήν δρύν (1901)
Φιλόστοργοι (1895)
Φορτωμένα κόκκαλα (1907)
Φτωχός άγιος (1891)
Φώτα – Ολόφωτα (1894)
Χωρίς στεφάνι (1896)
Ωχ! Βασανάκια (1894)
Διακρίσεις
Βραβευσή του από την επίσημη πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος λίγο πρίν από τον θανατό του.
Δημιουργία μουσείου στην γενετειρά του Σκιάθο με το ονομά του.
Ποιήματα
Στην Παναγίτσα στο Πυργί
Προς την μητέρα μου (1880)
Δέησις (1881)
Εκπτωτος ψυχή (1881)
Η κοιμισμένη βασιλοπούλα (1891)
Το ωραίον φάσμα (1895)
Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
Νύχτα βασάνου (1903)
Επωδή παπά στη χολέρα (1879)
Επωδή γιατρού στη χολέρα (1879)
Το τραγούδι της Κατίνας (1892)
Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν (1907)
Ερωτες στα κοπριά (1907)
Στην Παναγία τη Σαλονικιά (1908)
Το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (σήμερα μουσείο). Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη. Πηγή: www.lifo.gr
Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη.
Σαν σήμερα, πεθαίνει το 1911 στην Σκιάθο.
ΣΧΟΛΙΑ (9)
1734
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μουσείο
Παπαδιαμάντη (Σκιάθος).
Δίπλα, σχέδια του Φώτη Κόντογλου.
Το χειρόγραφο του αυτοβιογραφικού σημειώματος. Μουσείο Παπαδιαμάντη
(Σκιάθος).
Παιδικά σχέδια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε σχολικά τετράδια. «Μικρός
εζωγράφιζα Αγίους ...». Από το Pathfinder.
"Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο,
αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη
θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε
στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την
οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η
φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα
εμπόδια". (Wikipedia).
Φωτ. Μοναχοί στο κατάστρωμα του ιδιόκτητου πλοίου της Ιεράς Σκήτης
Προφήτη Ηλία (Αγιορείτικες μνήμες).
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906. Φωτ. του Παύλου
Νιρβάνα.
Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να
φωτογραφηθεί:
"Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική
του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του
σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ "η περιέργεια του
Κοινού".
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με
χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής.
Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι
απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και
μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια
εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του
φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια
παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να
συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών
και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο
αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με
κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική
ματαιότητα. "Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η
άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του
στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα
μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα
ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το
διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι
ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που
τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να
ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεχτικός τρόπος.
Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα,
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια
χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο
παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια
πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι
ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός
φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε,
ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε
φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε;Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν
εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας
γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο
λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον
Παπαδιαμάντη η "περίεργειά" του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που
βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα
λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη
φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των
εγκοσμίων (...)"
Παύλος Νιρβάνας (περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933). Από το μπλογκ
Λογομνήμων... κατ' ευφημισμόν.
Ο Παπαδιαμάντης με το φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή το
1908.
Σχέδιο με μολύβι.
Παλιά Σκιάθος. Η κάτω φωτογραφία είναι του 1920. Από το σάιτ του
Νικόλαου Κ. Καρανταράκια.
Βλ. Νικόλαο Κ. Καρανταράκια.
Βλ. Νικόλαο Κ. Καρανταράκια.
Δεξ. : Μεγάλη Παρασκευή στη Σκίαθο. Από την Εφημερίδα Βόρειες Σποράδες
(επιμέλεια Ιωάννα Δενδή).
Μεγάλη Παρασκευή στη Σκίαθο. Από την Εφημερίδα Βόρειες Σποράδες.
Πανοραμική άποψη της Σκιάθου. Δεξιά, η νησίδα Τσουγκριάς, το
Τσουγκριάκι και αριστερά η πόλη, το Μπούρτζι και το Μαραγκός ή
Νησί της Ουρανίτσας. Από το μπλογκ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης -
Πνευματικός.
Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας.
"(...)Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν
καιρό, δὲν εἴχαμε δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ,
πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ χωριοῦ, ὁ κύρ-Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος
ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ
ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιο τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ
ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν
ἠθέλησε νὰ διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο. Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα
ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα. Ἔπειτα ἡ
ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ
σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνει αὐτὸ στὸν τόπο μας.
Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν
βρυκολακιάσῃ κι ἔρθῃ πίσω -ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν
μπορεῖ νὰ περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾿ ἕνα καμάρι, ἕνα
στολίδι, ἐμπρὸς στὸ λιμάνι μας; Κοίταξ᾿ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε
Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ
τώρα. Μὰ ἕναν καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾿ τὸ ὄνομα τῆς ἀδερφῆς μου!
Ὁ γείτονας μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του
μαζί, τὸν Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα
πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ κουβάλησαν, τὸ βράχο, τὸν κατήφορο, ὥς τὴ βάρκα. Ἡ
μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κι ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια,
ἀκολούθησαν ὥς κάτω στὸ γιαλό. Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.
- Σκύλα!... ψοφίμι!...
Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κι ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε
μαζὶ κ' ἕνας ἄνθρωπος μ᾿ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴ μέση, καὶ μ᾿
ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακρυὰ
μαλλιὰ καὶ μὲ μιὰ μαύρη σκούφια. Ἦτον ὁ καβάσης τῆς δημογεροντίας. Τὸν
εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδεία. Ἐπῆραν μαζί τους δύο τσάπες κι
ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴ βάρκα. Τὴ μάννα μου τὴν
ἔδιωξαν μακρυά.
Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.
Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾿ τὸ ξόδι, ἀπ᾿ τὴν ἐκφορὰ τοῦ
νεκροῦ, παύουν τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾿ ἄρχισε...
Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾿ ἔκαμε κι ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν
ἐρωτοῦσα:
- Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;
Ὑστερ᾿ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴ ράχη τοῦ νησιοῦ,
τοῦ Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ
κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα, γιὰ ν᾿ ἀνάψουν
φωτιὰ κάτω στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ,
ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα, μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.
Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχεν ὀλίγον,
εἰς ἕνα μικρὸν ὄχθον, ὥς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς
τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾿ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα
λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ
γεμίσουν ὥς δέκα καλάθια.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου. Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ
τὸ λένε «τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας (1902). Από το σάιτ
Αγία Ζώνη.
Η Ι. Μονή του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο (φωτ. από το μπλογκ Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης). Εκεί, έμαθε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τα πρώτα του
γράμματα. 'Ηταν εσωτερικός στην μονή πριν πάει Γυμνάσιο.
Το κάστρο της Σκιάθου (φωτ. από το μπλογκ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).
Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον.
(Τὸ διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἀναφέρεται σὲ ἐκδρομὴ καὶ Θ.
Λειτουργία στη γιορτή τῆς Ἀναλήψεως, στὸ Ναὸ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρο τῆς
Σκιάθου).
"Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ -εἰς τὸν βορεινὸν
ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βοῤῥᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πᾶν
ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾶ, τὴν πελώριον σύριγγα,
βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ
βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.
Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους
καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν
ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας, ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον,
Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 -τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος,
εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτο ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ
ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ
ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία.
Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ
θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμοποιήθησαν ν᾿
ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος.
Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν
τῆς Τετάρτης, ἐνῶ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ
πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖκος), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ
πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα γλυκά, τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωϊνὸν
μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν καὶ ἐξέπλευσαν. Ὤ! τὰ ὡραῖα
προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! «Ὅ! δὴ ἄιλς ὂβ Γκρήϊς!... ἠτέρναλ
σόμμερ γκίλδς δὲμ γιέτ». (Oh, the islands of Greece!.. Eternal summer
gilds them yet. Ὤ, τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!.. Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει
παντινά. Λόρδος Βύρων)(...)".
Από το σάιτ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κοσμοκαλόγηρος της λογοτεχνίας.
Το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (σήμερα μουσείο). Φωτ.
Μουσείο Παπαδιαμάντη.
Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.
Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.
Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.
'Αρθρο του Φώτη Κόντογλου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, και
αυτοπροσωπογραφία του ίδιου με την οικογενειά του.
Η Φόνισσα (1974), ταινία του Κώστα Φέρρη. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
"Μέσα στο καλύβι η κανδήλα ετρεμόσβενεν εμπρός στα εικονίσματα. Η φωτιά
είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβηστόν εκρέματο από
το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος. Έξω είχεν εξημερώσει, και παρά
δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν. Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς
σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρώμνην της, ως αμαυρόν όγκον
κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της
σκάφης ήτις εχρησίμευε ως λίκνον...και την Φραγκογιαννού καθήμενην ως
φάντασμα και τείνουσαν την χείραν προς τον λίκνον..." (Από το μπλογκ
Logotexnia - filoteo).
Η Φόνισσα. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Η Φόνισσα. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Η Φόνισσα, τηλεοπτική σειρά τριών επεισοδίων της ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία
Άγγελου Κοβότσου (1993).
Η Φόνισσα - Η Λογική Γεννάει Τέρατα (2012), ταινία της Στέλλας Αρκέντη.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Μεταθανάτια προσωπογραφία του Ποιητή
(1940), έργα του Νίκου Εγγονόπουλου.
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου