ΣΑΒΒΑΤΟ 7-6-2015
Του Άρη Χατζηστεφάνου
Υπάρχουν ορισμένες χώρες που λες και είναι γραμμένο στη μοίρα τους να μετατρέπονται σε θέατρα ψυχρών πολέμων αλλά και θερμών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η Υεμένη, η «Ευδαίμων Αραβία» όπως την περιέγραφε ο Πτολεμαίος, ζει με αυτή την κατάρα σχεδόν από την πρώτη στιγμή που κατοικήθηκε από τον 12ο π.χ αιώνα.
Η πρόσφατη εισβολή της Σαουδικής Αραβίας και οι ανηλεείς βομβαρδισμοί που φτάνουν μέχρι την πρωτεύουσα Σαναά μπορεί να φαντάζουν στον εξωτερικό παρατηρητή σαν ένας πόλεμος τοπικού ενδιαφέροντος.
Στην πραγματικότητα, πίσω από τις υπαρκτές τοπικές αντιπαραθέσεις, παίζεται και ένα ακόμη επεισόδιο δυο ακήρυχτων πολέμων: της διαμάχης της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν για τον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής αλλά και της σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας για τον έλεγχο σε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά περάσματα του πλανήτη.
To ενδιαφέρον των δυτικών για την Υεμένη χρονολογείται από το 1832 όταν η βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών κατέλαβε το λιμάνι του Αντεν και δημιούργησε ένα σταθμό ανεφοδιασμού αλλά και ένα ακόμη προτεκτοράτο στο δρόμο για τις Ινδίες.
Το πραγματικό γεωπολιτικό παιχνίδι όμως ξεκινά το 1869 όταν ανοίγει η διώρυγα του Σουέζ και μαζί της δημιουργείται ένας νέος θαλάσσιος δρόμος προς τον Ινδικό Ωκεανό. Όποιος θέλει να εξασφαλίσει το νέο εμπορικό πέρασμα πρέπει πλέον να ελέγχει την είσοδό του (Σουέζ) αλλά και την έξοδό του, στα στενά του Μπαμπ ελ Μαντέμπ, που βρίσκονται ανάμεσα στην Υεμένη και την Ερυθραία.
Η Υεμένη αποτελεί έκτοτε θυροφύλακα σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς διαδρόμους του πλανήτη.
Η Οθωμανική και η Βρετανική αυτοκρατορία θα μοιράσουν τη χώρα στα δυο, όπως θα κάνουν αργότερα και οι διάδοχες «αυτοκρατορίες» – οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ.
Η στρατηγική τοποθεσία της σε ένα από τους σημαντικότερους εμπορικούς διαδρόμους του πλανήτη αλλά και τα πλούσια (μέχρι πρότινος) κοιτάσματα πετρελαίου μετέτρεπαν τη χώρα σε πολύτιμο “φιλέτο” στα μάτια της Ουάσινγκτον και της Μόσχας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μόσχα είχε μετατρέψει την Υεμένη και σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και εποπτείας στην περιοχή.
Με την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης οι ΗΠΑ είχαν πλέον τη μοναδική ευκαιρία να ελέγχουν και τις δυο «πόρτες» του εμπορικού και ενεργειακού περάσματος που συνδέει τη Μεσόγειο με τον Ινδικό Ωκεανό.
Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα η συγκεκριμένη δίοδος αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πολύ μεγάλου μέρους του πετρελαίου του Περσικού Κόλπου που κατευθύνεται προς τις αγορές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Προκειμένου όμως να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής η Ουάσιγκτον έπρεπε να κυριαρχεί πολιτικά και στο εσωτερικό της Υεμένης – κάτι που όπως αποδείχθηκε δεν ήταν πάντοτε δεδομένο.
Μετά την ενοποίηση του 1990 η Υεμένη υπέπεσε στο τρομακτικό “ατόπημα” να μην υποστηρίξει τις ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου.
Τα αντίποινα της Ουάσινγκτον και κυρίως του Ριάντ, που απέλασε σχεδόν ένα εκατομμύριο υεμενίτες από τα εδάφη της Σαουδικής Αραβίας, εξανέμισαν κάθε ελπίδα υγιούς οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια η Υεμένη βυθίζονταν και πάλι στον εμφύλιο πόλεμο ο οποίος έδωσε τη νίκη στους “βόρειους” καταδικάζοντας τα στελέχη της πρώην ¨σοσιαλιστικής” κυβέρνησης σε ταπεινωτική αποστράτευση ή ακόμη και εξορία από τη χώρα.
Αποτέλεσμα αυτής της κρίσης ήταν να δημιουργηθούν δυο κέντρα αντίστασης απέναντι στο αυταρχικό και (φιλοδυτικό πλέον) καθεστώς της πρωτεύουσας Σανάα.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα η φιλοαμερικανική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με λαϊκές εξεγέρσεις στις υποβαθμισμένες περιοχές του νότου αλλά και το ένοπλο κίνημα των Σιιτών μουσουλμάνων Χούτι στο Βορρά.
Την ίδια περίοδο όμως έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή και μια ακόμη δύναμη που απειλούσε την αμερικανική παντοκρατορία.
Η Κίνα ενίσχυε τις προσπάθειες οικονομικής διείσδυσης στην Αφρική αλλά και σε περιοχές του Περσικού Κόλπου προκαλώντας έντονη ανησυχία στην Ουάσιγκτον.
Για άλλη μια φορά οι Αμερικανοί επιτελείς αποφάσισαν να απαντήσουν με τον τρόπο που γνωρίζουν καλύτερα: στα τέλη του 2009 βομβάρδισαν περιοχές της Νότιας Υεμένης με πρόσχημα μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση σε πτήση της εταιρείας Norhtwest και έτσι επιβεβαίωσαν την παρουσία της στην περιοχή.
Παράλληλα η Σαουδική Αραβία διεξήγαγε από τον Αύγουστο του 2009 στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίων των Χούτι στο Βορρά κατηγορώντας τους μάλιστα ότι συνεργάζονται με την Τεχεράνη. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2010 με μια εύθραυστη εκεχειρία που δεν έμελε να κρατήσει για πολύ.
Οι αρχικές κατηγορίες ότι οι Χούτι χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν άμεσα από το Ιράν δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ και σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές ήταν ολοκληρωτικά αβάσιμες.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος μετατρεπόταν και σε ένα ακόμη θέατρο ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ της Τεχεράνης και του Ριάντ, η στήριξη που παρείχε το ιρανικό καθεστώς άρχισε να αυξάνεται.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να επέμβει στην Υεμένη εναντίον των Χούτι λίγο πριν ολοκληρωθούν οι συνομιλίες της Τεχεράνης με την Ουάσιγκτον για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και ενώ όλα έδειχναν ότι επίκειται συμφωνία των δυο πλευρών.
Αρκετοί αναλυτές ανέμεναν ούτως η άλλως κάποια προσπάθεια αποσταθεροποίησης είτε από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας είτε από το Ισραήλ – τους δυο παίχτες δηλαδή που καταλάβαιναν ότι έστω και μια προσωρινή προσέγγιση των ΗΠΑ με το Ιράν θα μείωνε δραματικά την αξία χρήσης τους για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους δεν είχαν κανένα λόγο να αντιταχθούν σε αυτή την απόφαση καθώς εκτός από πάγια γεωπολιτικά τους συμφέροντα η επίθεση λειτουργεί και σαν μοχλός πίεσης εναντίον της Τεχεράνης.
Ενώ λοιπόν οι Αμερικανοί διπλωμάτες προέβαλαν το καρότο στις διαπραγματεύσεις η Σαουδική Αραβία κράδαινε το μαστίγιο.
Αυτό όμως που φαντάζει εύκολο και εφικτό όταν κοιτάζεις μια αντιπαράθεση στον χάρτη δεν φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η Ουάσιγκτον παίζει ένα ιδιαίτερα σύνθετο παιχνίδι με δεκάδες αστάθμητους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό.
ΠΗΓΗ. info-war.gr
Του Άρη Χατζηστεφάνου
Υπάρχουν ορισμένες χώρες που λες και είναι γραμμένο στη μοίρα τους να μετατρέπονται σε θέατρα ψυχρών πολέμων αλλά και θερμών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η Υεμένη, η «Ευδαίμων Αραβία» όπως την περιέγραφε ο Πτολεμαίος, ζει με αυτή την κατάρα σχεδόν από την πρώτη στιγμή που κατοικήθηκε από τον 12ο π.χ αιώνα.
Η πρόσφατη εισβολή της Σαουδικής Αραβίας και οι ανηλεείς βομβαρδισμοί που φτάνουν μέχρι την πρωτεύουσα Σαναά μπορεί να φαντάζουν στον εξωτερικό παρατηρητή σαν ένας πόλεμος τοπικού ενδιαφέροντος.
Στην πραγματικότητα, πίσω από τις υπαρκτές τοπικές αντιπαραθέσεις, παίζεται και ένα ακόμη επεισόδιο δυο ακήρυχτων πολέμων: της διαμάχης της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν για τον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής αλλά και της σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας για τον έλεγχο σε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά περάσματα του πλανήτη.
To ενδιαφέρον των δυτικών για την Υεμένη χρονολογείται από το 1832 όταν η βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών κατέλαβε το λιμάνι του Αντεν και δημιούργησε ένα σταθμό ανεφοδιασμού αλλά και ένα ακόμη προτεκτοράτο στο δρόμο για τις Ινδίες.
Το πραγματικό γεωπολιτικό παιχνίδι όμως ξεκινά το 1869 όταν ανοίγει η διώρυγα του Σουέζ και μαζί της δημιουργείται ένας νέος θαλάσσιος δρόμος προς τον Ινδικό Ωκεανό. Όποιος θέλει να εξασφαλίσει το νέο εμπορικό πέρασμα πρέπει πλέον να ελέγχει την είσοδό του (Σουέζ) αλλά και την έξοδό του, στα στενά του Μπαμπ ελ Μαντέμπ, που βρίσκονται ανάμεσα στην Υεμένη και την Ερυθραία.
Η Υεμένη αποτελεί έκτοτε θυροφύλακα σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς διαδρόμους του πλανήτη.
Η Οθωμανική και η Βρετανική αυτοκρατορία θα μοιράσουν τη χώρα στα δυο, όπως θα κάνουν αργότερα και οι διάδοχες «αυτοκρατορίες» – οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ.
Η στρατηγική τοποθεσία της σε ένα από τους σημαντικότερους εμπορικούς διαδρόμους του πλανήτη αλλά και τα πλούσια (μέχρι πρότινος) κοιτάσματα πετρελαίου μετέτρεπαν τη χώρα σε πολύτιμο “φιλέτο” στα μάτια της Ουάσινγκτον και της Μόσχας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μόσχα είχε μετατρέψει την Υεμένη και σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και εποπτείας στην περιοχή.
Με την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης οι ΗΠΑ είχαν πλέον τη μοναδική ευκαιρία να ελέγχουν και τις δυο «πόρτες» του εμπορικού και ενεργειακού περάσματος που συνδέει τη Μεσόγειο με τον Ινδικό Ωκεανό.
Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα η συγκεκριμένη δίοδος αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πολύ μεγάλου μέρους του πετρελαίου του Περσικού Κόλπου που κατευθύνεται προς τις αγορές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Προκειμένου όμως να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής η Ουάσιγκτον έπρεπε να κυριαρχεί πολιτικά και στο εσωτερικό της Υεμένης – κάτι που όπως αποδείχθηκε δεν ήταν πάντοτε δεδομένο.
Μετά την ενοποίηση του 1990 η Υεμένη υπέπεσε στο τρομακτικό “ατόπημα” να μην υποστηρίξει τις ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου.
Τα αντίποινα της Ουάσινγκτον και κυρίως του Ριάντ, που απέλασε σχεδόν ένα εκατομμύριο υεμενίτες από τα εδάφη της Σαουδικής Αραβίας, εξανέμισαν κάθε ελπίδα υγιούς οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια η Υεμένη βυθίζονταν και πάλι στον εμφύλιο πόλεμο ο οποίος έδωσε τη νίκη στους “βόρειους” καταδικάζοντας τα στελέχη της πρώην ¨σοσιαλιστικής” κυβέρνησης σε ταπεινωτική αποστράτευση ή ακόμη και εξορία από τη χώρα.
Αποτέλεσμα αυτής της κρίσης ήταν να δημιουργηθούν δυο κέντρα αντίστασης απέναντι στο αυταρχικό και (φιλοδυτικό πλέον) καθεστώς της πρωτεύουσας Σανάα.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα η φιλοαμερικανική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με λαϊκές εξεγέρσεις στις υποβαθμισμένες περιοχές του νότου αλλά και το ένοπλο κίνημα των Σιιτών μουσουλμάνων Χούτι στο Βορρά.
Την ίδια περίοδο όμως έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή και μια ακόμη δύναμη που απειλούσε την αμερικανική παντοκρατορία.
Η Κίνα ενίσχυε τις προσπάθειες οικονομικής διείσδυσης στην Αφρική αλλά και σε περιοχές του Περσικού Κόλπου προκαλώντας έντονη ανησυχία στην Ουάσιγκτον.
Για άλλη μια φορά οι Αμερικανοί επιτελείς αποφάσισαν να απαντήσουν με τον τρόπο που γνωρίζουν καλύτερα: στα τέλη του 2009 βομβάρδισαν περιοχές της Νότιας Υεμένης με πρόσχημα μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση σε πτήση της εταιρείας Norhtwest και έτσι επιβεβαίωσαν την παρουσία της στην περιοχή.
Παράλληλα η Σαουδική Αραβία διεξήγαγε από τον Αύγουστο του 2009 στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίων των Χούτι στο Βορρά κατηγορώντας τους μάλιστα ότι συνεργάζονται με την Τεχεράνη. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2010 με μια εύθραυστη εκεχειρία που δεν έμελε να κρατήσει για πολύ.
Οι αρχικές κατηγορίες ότι οι Χούτι χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν άμεσα από το Ιράν δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ και σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές ήταν ολοκληρωτικά αβάσιμες.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος μετατρεπόταν και σε ένα ακόμη θέατρο ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ της Τεχεράνης και του Ριάντ, η στήριξη που παρείχε το ιρανικό καθεστώς άρχισε να αυξάνεται.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να επέμβει στην Υεμένη εναντίον των Χούτι λίγο πριν ολοκληρωθούν οι συνομιλίες της Τεχεράνης με την Ουάσιγκτον για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και ενώ όλα έδειχναν ότι επίκειται συμφωνία των δυο πλευρών.
Αρκετοί αναλυτές ανέμεναν ούτως η άλλως κάποια προσπάθεια αποσταθεροποίησης είτε από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας είτε από το Ισραήλ – τους δυο παίχτες δηλαδή που καταλάβαιναν ότι έστω και μια προσωρινή προσέγγιση των ΗΠΑ με το Ιράν θα μείωνε δραματικά την αξία χρήσης τους για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους δεν είχαν κανένα λόγο να αντιταχθούν σε αυτή την απόφαση καθώς εκτός από πάγια γεωπολιτικά τους συμφέροντα η επίθεση λειτουργεί και σαν μοχλός πίεσης εναντίον της Τεχεράνης.
Ενώ λοιπόν οι Αμερικανοί διπλωμάτες προέβαλαν το καρότο στις διαπραγματεύσεις η Σαουδική Αραβία κράδαινε το μαστίγιο.
Αυτό όμως που φαντάζει εύκολο και εφικτό όταν κοιτάζεις μια αντιπαράθεση στον χάρτη δεν φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η Ουάσιγκτον παίζει ένα ιδιαίτερα σύνθετο παιχνίδι με δεκάδες αστάθμητους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό.
ΠΗΓΗ. info-war.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου