ΣΑΒΒΑΤΟ 1-11-2014
Το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης, γνωστό με την ονομασία Σέιχ-Σου, εκτείνεται στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη.
Καταλαμβάνει τις νότιες και νοτιοδυτικές πλαγιές του Χορτιάτη μέχρι και το δρόμο Επταπυργίου – Ασβεστοχωρίου.
Το ανάγλυφό του είναι ήπιο με υψόμετρο που κυμαίνεται από 50 έως 450 μ ενώ οι κλίσεις που επικρατούν είναι μέτριες και κατά τόπους ισχυρές.
Όλα τα ρέματα που διέρχονται από την πόλη και τα προάστιά της πηγάζουν από το δάσος ενώ τα νερά τους παροχετεύονται τελικά στον Θερμαϊκό κόλπο μέσω της περιφερειακής τάφρου και του Δενδροποτάμου.
Το περιαστικό δάσος δημιουργήθηκε τη δεκαετία του΄30 με στόχο την ανόρθωση του υποβαθμισμένου τότε οικοσυστήματος ώστε με τη σταθεροποίηση των εδαφών να αποτραπούν τα πλημμυρικά φαινόμενα που συχνά ταλαιπωρούσαν την πόλη.
Οι πρώτες καταγεγραμμένες αναφορές για το περιαστικό δάσος, τη Βυζαντινή περίοδο, μιλούν για την ύπαρξη πηγών, ποταμών και πυκνού δρυοδάσους το οποίο εκμεταλλευόταν (κυρίως για ξύλευση) οι κάτοικοι.
Κάποια τμήματά του επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στην περιοχή Κουρί στο Ασβεστοχώρι αποτελώντας μοναδικό «ιστορικό μάρτυρα» του δάσους.
Την ονομασία «Σέιχ-Σου», που σημαίνει το «νερό του Σεΐχη», το δάσος την απέκτησε την περίοδο της Τουρκοκρατίας και οφείλεται σ’ ένα νεκρικό μουσουλμανικό μνημείο (τουρμπέ) και στο κτίσμα της πηγής.
Το ερείπιο της πηγής υπάρχει ακόμη, στην τοποθεσία «Χίλια Δέντρα». Μέχρι τη δεκαετία του 1930, η συνεχής ξύλευση, η υπερβόσκηση, η εκχέρσωση και γενικά η υπερεκμετάλλευση οδήγησαν στην υποβάθμιση του δάσους. Οι επιπτώσεις της υποβάθμισης αυτής κατέστησαν αναγκαία την άμεση αναβάθμισή του.
Έτσι, το 1921, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση 1.300 στρμ. στην περιοχή των «Χιλίων Δέντρων».
Οι πρώτες αναδασωτικές εργασίες υλοποιήθηκαν από καθηγητές και φοιτητές της Δασολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. το 1929, όταν φυτεύτηκαν κυρίως τραχεία πεύκη και κατά θέσεις κυπαρίσσια. Οι αναδασώσεις συνεχίστηκαν ιδιαίτερα μετά το 1934 και μέχρι τη μεταπολεμική περίοδο. Την τελευταία εικοσαετία γίνονται συντονισμένα και οργανωμένα από το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης και τη Διεύθυνση Αναδασώσεων Θεσσαλονίκης.
Η συνεχής αυτή προσπάθεια, συνοδευόμενη από τις κανονιστικές πράξεις για τη θεσμική κατοχύρωση και προστασία του, δημιούργησε ένα δάσος το οποίο εκτείνεται στις πλαγιές του Κέδρινου λόφου, έχει συνολική έκταση 30.000 στρμ. περίπου και αποτελείται από κωνοφόρα κυρίως είδη.
Τον Ιούλιο του 1997 το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης υπέστη φοβερή οικολογική καταστροφή, καθώς το 55% της συνολικής του έκτασης (16.640 στρμ.) κάηκε. Ακολούθησαν έργα αποκατάστασης του καμένου δάσους (κατασκευή έργων αντιδιαβρωτικής - αντιπλημμυρικής προστασίας, έργα αναδάσωσης- βελτίωσης της βλάστησης κ.λπ.), κυρίως από τις Δασικές Υπηρεσίες, αλλά και από άλλους φορείς.
Η σημαντική φυσική αναγέννηση των ειδών τραχείας πεύκης και κυπαρισσιού και οι αναδασώσεις με νέα είδη (δρύ, αριά, φράξο, κέδρο, κυπαρίσσι , κουκουναριά, κουτσουπιά κ.α.) οδήγησαν σήμερα στην ύπαρξη ενός δάσους που κατά 55% είναι ένα νεαρό και ευαίσθητο οικοσύστημα που πρέπει ακόμη περισσότερο να προστατευθεί.
Η προσπάθεια αυτή βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη μέσα από την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου έργου για την προστασία και αναβάθμιση του δάσους, με τον συντονισμό όλων των φορέων και τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε. και της χώρας μας.
ΧΛΩΡΙΔΑ - ΒΛΑΣΤΗΣΗ
To περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης φιλοξενεί 277 είδη ανώτερων φυτών, μεταξύ των οποίων: το προστατευόμενο από την εθνική νομοθεσία είδος χελιδονόχορτο (Digitalis lanata), καθώς και λαδανιά, παλιούρι, ανατολικό πλάτανο, το ανθεκτικό στις επιδράσεις βοσκής, υλοτομίας και πυρκαγιών πουρνάρι κ.α.
Το Σέιχ-Σου ανήκει φυτοκοινωνιολογικά στην Παραμεσογειακή Ζώνη Βλάστησης, στην οποία εντάσσονται οι λοφώδεις υποορεινές περιοχές της χώρας μας.
Ο αυξητικός αυτός χώρος χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία θαμνώνων πουρναριού, καθώς και από τα κωνοφόρα είδη τραχείας πεύκης (Pinus brutia) και κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens), τα οποία στην περίπτωση του περιαστικού δάσους Θεσσαλονίκης εισήχθησαν τεχνητά.
Η θαμνώδης βλάστηση εκπροσωπείται, επίσης, και από τις λαδανιές (Cistus sp.) και το παλιούρι (Paliurus spina – christii).
Σήμερα οι οικότοποι που εντοπίζονται στην περιοχή είναι:
Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη της Μεσογείου
Πρόκειται για τον επικρατέστερο οικότοπο στην περιοχή και αυτόν που καθορίζει τη φυσιογνωμία του δάσους. Εδώ εντάσσονται τα δάση της τραχείας πεύκης, η οποία κυριαρχεί στο ανέπαφο, από την πυρκαγιά, τμήμα του δάσους ενώ φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει και σ’ εκείνο το οποίο επλήγη, λόγω της εξαιρετικής φυσικής αναγέννησης του είδους.
Ο συγκεκριμένος οικότοπος ασκεί σημαντικό προστατευτικό ρόλο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αποτελεί εξισορροπητικό παράγοντα του αστικού μικροκλίματος και ιδανικό μέσο απορρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα.
Καλύπτει το περιαστικό δάσος σε ποσοστό 75%.
Δάση με κυπαρίσσι (Cupressus spp.)
Ο οικότοπος αυτός αποτελεί τεχνητό πρόσκοπο δάσος στην περιοχή και στο περιαστικό δάσος Σέιχ Σου παρουσιάζει ποσοστό κάλυψης 5%.
Εδώ, το αειθαλές κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens) αποτελεί πολύτιμο είδος από οικολογική και αισθητική άποψη και παρουσιάζει, σε σύγκριση με την τραχεία πεύκη, καλύτερη ζωτικότητα και αντοχή στις πυρκαγιές.
Μαζί με το κυπαρίσσι της Αριζόνας (Cupressus arizonica), που μοιάζει πολύ ως προς την οικολογική του συμπεριφορά με το αειθαλές κυπαρίσσι, ασκούν σημαντική προστατευτική επίδραση ενώ αναγεννώνται φυσικά σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ελληνικά δάση πρίνου
Ο οικότοπος του πουρναριού εμφανίζεται σε όλο το υψομετρικό εύρος της περιοχής και σε όλες τις εκθέσεις, κυρίως στη Β και ΒΑ πλευρά του δάσους, με ποσοστό κάλυψης 18,5%. Πρόκειται για έναν οικότοπο φυσικά υποβαθμισμένο στο παρελθόν, ο οποίος τώρα βρίσκεται σε διαδικασία φυσικής ανόρθωσης και σε πολλές περιπτώσεις σχηματίζει χαμηλό δάσος μεγάλης πυκνότητας.
Εδώ διαβιούν τα περισσότερα είδη της χλωρίδας αλλά και της πανίδας της περιοχής.
Δάση πλατάνου (Platanus orientalis)
Ο συγκεκριμένος οικότοπος αποτελεί το μοναδικό εκπρόσωπο των παρόχθιων οικοτόπων και η παρουσία του εξαρτάται από το υδατικό καθεστώς των ρεμάτων της περιοχής.
Εμφανίζεται κατά μήκος του Ξηροποτάμου κυρίως, αλλά και κατά θέσεις στα μεγαλύτερα ρέματα του περιαστικού δάσους. Εδώ κυρίαρχο είδος είναι ο ανατολικός πλάτανος ενώ, εντός των ρεμάτων, εμφανίζεται και η λεύκη η λευκή (Populus alba) και το υβρίδιο της λεύκης,(Populus euroamericana).
Στον οικότοπο αυτό, ο οποίος παρουσιάζει πολύτιμη προστατευτική δράση, αισθητική αξία και τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, εμφανίζονται επίσης τα είδη φτελιά (Ulmus campestris) και πικροδάφνη (Laurus nobilis).
Το ποσοστό κάλυψης που παρουσιάζει φτάνει το 1,5%.
ΠΑΝΙΔΑ
Η πανίδα του περιαστικού δάσους Σέιχ-Σου, όπως καταγράφεται, είναι επίσης πλούσια. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η διατήρηση των πληθυσμών της σχετίζεται με την κατάσταση των ενδιαιτημάτων τους αλλά και με την όχληση κατά την αναπαραγωγική τους περίοδο, η οποία προέρχεται από το ανθρώπινο κυρίως στοιχείο.
Από θηλαστικά συναντούμε λαγούς, νυφίτσες, ασβούς, κουνάβια αλλά και μια σειρά ακόμη από εντομοφάγα (σκαντζόχοιρους, κηπομιγαλή) και τρωκτικά ζώα (σκίουρους, αρουραίους, δασοποντικούς, κ.α.).
Αρκετά μεγάλος είναι, επίσης, και ο κατάλογος των πτηνών που φιλοξενούνται στο περιαστικό δάσος και την ευρύτερη περιοχή.
Υπολογίζεται ότι στο Σέιχ-Σου συναντώνται πάνω από 80 είδη πτηνών, μεταξύ των οποίων είναι ο φιδαετός, ο κούκος, το χελιδόνι, το ορτύκι, ο τσαλαπετεινός, η πετροπέρδικα, το αηδόνι, το αγριοπερίστερο, η κουκουβάγια, η κίσσα, η τσίχλα και η καρακάξα.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι από τα 407 είδη που αριθμεί η ορνιθοπανίδα της Ελλάδας, το 23,3% συναντάται στο Σέιχ-Σου, επιτρέποντας μας να θεωρήσουμε την ορνιθοπανίδα του δάσους αρκετά πλούσια.
Όσον αφορά στα αμφίβια και στα ερπετά που κατοικούν εδώ, διασημότεροι εκπρόσωποί τους είναι οι σαλαμάνδρες, οι λιμνοβάτραχοι, οι φρύνοι, οι μεσογειακές χελώνες και τα νερόφιδα.
Στο Σέιχ Σου συναντώνται τέλος και διάφορα είδη σαύρας, μεταξύ των οποίων είναι και ένα σπάνιο είδος, γνωστό με την ονομασία «κροκοδειλάκι» (ή «κουρκουτάς»).
Βάσει της υψηλής οικολογικής αξίας του, το περιαστικό δάσος έχει χαρακτηρισθεί με απόφαση του Υπ. Πολιτισμού ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50.
ΧΑΡΤΗΣ
Το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης, γνωστό με την ονομασία Σέιχ-Σου, εκτείνεται στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη.
Καταλαμβάνει τις νότιες και νοτιοδυτικές πλαγιές του Χορτιάτη μέχρι και το δρόμο Επταπυργίου – Ασβεστοχωρίου.
Το ανάγλυφό του είναι ήπιο με υψόμετρο που κυμαίνεται από 50 έως 450 μ ενώ οι κλίσεις που επικρατούν είναι μέτριες και κατά τόπους ισχυρές.
Όλα τα ρέματα που διέρχονται από την πόλη και τα προάστιά της πηγάζουν από το δάσος ενώ τα νερά τους παροχετεύονται τελικά στον Θερμαϊκό κόλπο μέσω της περιφερειακής τάφρου και του Δενδροποτάμου.
Το περιαστικό δάσος δημιουργήθηκε τη δεκαετία του΄30 με στόχο την ανόρθωση του υποβαθμισμένου τότε οικοσυστήματος ώστε με τη σταθεροποίηση των εδαφών να αποτραπούν τα πλημμυρικά φαινόμενα που συχνά ταλαιπωρούσαν την πόλη.
Οι πρώτες καταγεγραμμένες αναφορές για το περιαστικό δάσος, τη Βυζαντινή περίοδο, μιλούν για την ύπαρξη πηγών, ποταμών και πυκνού δρυοδάσους το οποίο εκμεταλλευόταν (κυρίως για ξύλευση) οι κάτοικοι.
Κάποια τμήματά του επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στην περιοχή Κουρί στο Ασβεστοχώρι αποτελώντας μοναδικό «ιστορικό μάρτυρα» του δάσους.
Την ονομασία «Σέιχ-Σου», που σημαίνει το «νερό του Σεΐχη», το δάσος την απέκτησε την περίοδο της Τουρκοκρατίας και οφείλεται σ’ ένα νεκρικό μουσουλμανικό μνημείο (τουρμπέ) και στο κτίσμα της πηγής.
Το ερείπιο της πηγής υπάρχει ακόμη, στην τοποθεσία «Χίλια Δέντρα». Μέχρι τη δεκαετία του 1930, η συνεχής ξύλευση, η υπερβόσκηση, η εκχέρσωση και γενικά η υπερεκμετάλλευση οδήγησαν στην υποβάθμιση του δάσους. Οι επιπτώσεις της υποβάθμισης αυτής κατέστησαν αναγκαία την άμεση αναβάθμισή του.
Έτσι, το 1921, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση 1.300 στρμ. στην περιοχή των «Χιλίων Δέντρων».
Οι πρώτες αναδασωτικές εργασίες υλοποιήθηκαν από καθηγητές και φοιτητές της Δασολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. το 1929, όταν φυτεύτηκαν κυρίως τραχεία πεύκη και κατά θέσεις κυπαρίσσια. Οι αναδασώσεις συνεχίστηκαν ιδιαίτερα μετά το 1934 και μέχρι τη μεταπολεμική περίοδο. Την τελευταία εικοσαετία γίνονται συντονισμένα και οργανωμένα από το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης και τη Διεύθυνση Αναδασώσεων Θεσσαλονίκης.
Η συνεχής αυτή προσπάθεια, συνοδευόμενη από τις κανονιστικές πράξεις για τη θεσμική κατοχύρωση και προστασία του, δημιούργησε ένα δάσος το οποίο εκτείνεται στις πλαγιές του Κέδρινου λόφου, έχει συνολική έκταση 30.000 στρμ. περίπου και αποτελείται από κωνοφόρα κυρίως είδη.
Τον Ιούλιο του 1997 το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης υπέστη φοβερή οικολογική καταστροφή, καθώς το 55% της συνολικής του έκτασης (16.640 στρμ.) κάηκε. Ακολούθησαν έργα αποκατάστασης του καμένου δάσους (κατασκευή έργων αντιδιαβρωτικής - αντιπλημμυρικής προστασίας, έργα αναδάσωσης- βελτίωσης της βλάστησης κ.λπ.), κυρίως από τις Δασικές Υπηρεσίες, αλλά και από άλλους φορείς.
Η σημαντική φυσική αναγέννηση των ειδών τραχείας πεύκης και κυπαρισσιού και οι αναδασώσεις με νέα είδη (δρύ, αριά, φράξο, κέδρο, κυπαρίσσι , κουκουναριά, κουτσουπιά κ.α.) οδήγησαν σήμερα στην ύπαρξη ενός δάσους που κατά 55% είναι ένα νεαρό και ευαίσθητο οικοσύστημα που πρέπει ακόμη περισσότερο να προστατευθεί.
Η προσπάθεια αυτή βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη μέσα από την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου έργου για την προστασία και αναβάθμιση του δάσους, με τον συντονισμό όλων των φορέων και τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε. και της χώρας μας.
ΧΛΩΡΙΔΑ - ΒΛΑΣΤΗΣΗ
To περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης φιλοξενεί 277 είδη ανώτερων φυτών, μεταξύ των οποίων: το προστατευόμενο από την εθνική νομοθεσία είδος χελιδονόχορτο (Digitalis lanata), καθώς και λαδανιά, παλιούρι, ανατολικό πλάτανο, το ανθεκτικό στις επιδράσεις βοσκής, υλοτομίας και πυρκαγιών πουρνάρι κ.α.
Το Σέιχ-Σου ανήκει φυτοκοινωνιολογικά στην Παραμεσογειακή Ζώνη Βλάστησης, στην οποία εντάσσονται οι λοφώδεις υποορεινές περιοχές της χώρας μας.
Ο αυξητικός αυτός χώρος χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία θαμνώνων πουρναριού, καθώς και από τα κωνοφόρα είδη τραχείας πεύκης (Pinus brutia) και κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens), τα οποία στην περίπτωση του περιαστικού δάσους Θεσσαλονίκης εισήχθησαν τεχνητά.
Η θαμνώδης βλάστηση εκπροσωπείται, επίσης, και από τις λαδανιές (Cistus sp.) και το παλιούρι (Paliurus spina – christii).
Σήμερα οι οικότοποι που εντοπίζονται στην περιοχή είναι:
Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη της Μεσογείου
Πρόκειται για τον επικρατέστερο οικότοπο στην περιοχή και αυτόν που καθορίζει τη φυσιογνωμία του δάσους. Εδώ εντάσσονται τα δάση της τραχείας πεύκης, η οποία κυριαρχεί στο ανέπαφο, από την πυρκαγιά, τμήμα του δάσους ενώ φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει και σ’ εκείνο το οποίο επλήγη, λόγω της εξαιρετικής φυσικής αναγέννησης του είδους.
Ο συγκεκριμένος οικότοπος ασκεί σημαντικό προστατευτικό ρόλο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αποτελεί εξισορροπητικό παράγοντα του αστικού μικροκλίματος και ιδανικό μέσο απορρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα.
Καλύπτει το περιαστικό δάσος σε ποσοστό 75%.
Δάση με κυπαρίσσι (Cupressus spp.)
Ο οικότοπος αυτός αποτελεί τεχνητό πρόσκοπο δάσος στην περιοχή και στο περιαστικό δάσος Σέιχ Σου παρουσιάζει ποσοστό κάλυψης 5%.
Εδώ, το αειθαλές κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens) αποτελεί πολύτιμο είδος από οικολογική και αισθητική άποψη και παρουσιάζει, σε σύγκριση με την τραχεία πεύκη, καλύτερη ζωτικότητα και αντοχή στις πυρκαγιές.
Μαζί με το κυπαρίσσι της Αριζόνας (Cupressus arizonica), που μοιάζει πολύ ως προς την οικολογική του συμπεριφορά με το αειθαλές κυπαρίσσι, ασκούν σημαντική προστατευτική επίδραση ενώ αναγεννώνται φυσικά σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ελληνικά δάση πρίνου
Ο οικότοπος του πουρναριού εμφανίζεται σε όλο το υψομετρικό εύρος της περιοχής και σε όλες τις εκθέσεις, κυρίως στη Β και ΒΑ πλευρά του δάσους, με ποσοστό κάλυψης 18,5%. Πρόκειται για έναν οικότοπο φυσικά υποβαθμισμένο στο παρελθόν, ο οποίος τώρα βρίσκεται σε διαδικασία φυσικής ανόρθωσης και σε πολλές περιπτώσεις σχηματίζει χαμηλό δάσος μεγάλης πυκνότητας.
Εδώ διαβιούν τα περισσότερα είδη της χλωρίδας αλλά και της πανίδας της περιοχής.
Δάση πλατάνου (Platanus orientalis)
Ο συγκεκριμένος οικότοπος αποτελεί το μοναδικό εκπρόσωπο των παρόχθιων οικοτόπων και η παρουσία του εξαρτάται από το υδατικό καθεστώς των ρεμάτων της περιοχής.
Εμφανίζεται κατά μήκος του Ξηροποτάμου κυρίως, αλλά και κατά θέσεις στα μεγαλύτερα ρέματα του περιαστικού δάσους. Εδώ κυρίαρχο είδος είναι ο ανατολικός πλάτανος ενώ, εντός των ρεμάτων, εμφανίζεται και η λεύκη η λευκή (Populus alba) και το υβρίδιο της λεύκης,(Populus euroamericana).
Στον οικότοπο αυτό, ο οποίος παρουσιάζει πολύτιμη προστατευτική δράση, αισθητική αξία και τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, εμφανίζονται επίσης τα είδη φτελιά (Ulmus campestris) και πικροδάφνη (Laurus nobilis).
Το ποσοστό κάλυψης που παρουσιάζει φτάνει το 1,5%.
ΠΑΝΙΔΑ
Η πανίδα του περιαστικού δάσους Σέιχ-Σου, όπως καταγράφεται, είναι επίσης πλούσια. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η διατήρηση των πληθυσμών της σχετίζεται με την κατάσταση των ενδιαιτημάτων τους αλλά και με την όχληση κατά την αναπαραγωγική τους περίοδο, η οποία προέρχεται από το ανθρώπινο κυρίως στοιχείο.
Από θηλαστικά συναντούμε λαγούς, νυφίτσες, ασβούς, κουνάβια αλλά και μια σειρά ακόμη από εντομοφάγα (σκαντζόχοιρους, κηπομιγαλή) και τρωκτικά ζώα (σκίουρους, αρουραίους, δασοποντικούς, κ.α.).
Αρκετά μεγάλος είναι, επίσης, και ο κατάλογος των πτηνών που φιλοξενούνται στο περιαστικό δάσος και την ευρύτερη περιοχή.
Υπολογίζεται ότι στο Σέιχ-Σου συναντώνται πάνω από 80 είδη πτηνών, μεταξύ των οποίων είναι ο φιδαετός, ο κούκος, το χελιδόνι, το ορτύκι, ο τσαλαπετεινός, η πετροπέρδικα, το αηδόνι, το αγριοπερίστερο, η κουκουβάγια, η κίσσα, η τσίχλα και η καρακάξα.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι από τα 407 είδη που αριθμεί η ορνιθοπανίδα της Ελλάδας, το 23,3% συναντάται στο Σέιχ-Σου, επιτρέποντας μας να θεωρήσουμε την ορνιθοπανίδα του δάσους αρκετά πλούσια.
Όσον αφορά στα αμφίβια και στα ερπετά που κατοικούν εδώ, διασημότεροι εκπρόσωποί τους είναι οι σαλαμάνδρες, οι λιμνοβάτραχοι, οι φρύνοι, οι μεσογειακές χελώνες και τα νερόφιδα.
Στο Σέιχ Σου συναντώνται τέλος και διάφορα είδη σαύρας, μεταξύ των οποίων είναι και ένα σπάνιο είδος, γνωστό με την ονομασία «κροκοδειλάκι» (ή «κουρκουτάς»).
Βάσει της υψηλής οικολογικής αξίας του, το περιαστικό δάσος έχει χαρακτηρισθεί με απόφαση του Υπ. Πολιτισμού ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50.
ΧΑΡΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου