ΣΑΒΒΑΤΟ 26-7-2014
Του Νίκου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη» και περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από την παρέμβαση του Νίκου Καραθανασόπουλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος στο ξενοδοχείο «METROPOLITAN», με θέμα: «Η λύση για το δημόσιο χρέος και η προοπτική της ανάπτυξης».
Θα περιοριστώ σε τρία ζητήματα, γιατί είναι πολύ μεγάλο το αντικείμενο της σημερινής εκδήλωσης. Το ένα βεβαίως είναι το δημόσιο χρέος, το δεύτερο ζήτημα είναι η διαχείρισή του και το τρίτο είναι ανάπτυξη για ποιον.
Κατ' αρχάς, ας δούμε το χρέος και ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τους παράγοντες για τους οποίους αυτό διευρύνεται.
Οι παράγοντες αυτοί είναι:
Πρώτον, το αστικό κράτος και η δημοσιοοικονομική πολιτική διαχείρισης. Ο κρατικός προϋπολογισμός διαχρονικά αποτελεί ένα επιπλέον εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, ενός τμήματος του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος του λαού. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών.
Δεύτερον, είναι οι λεγόμενοι κατά καιρούς «εθνικοί στόχοι», στόχοι που τους καθορίζει η αστική τάξη, όπως για παράδειγμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Τρίτον, τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία βεβαίως δε διασφαλίζουν την εδαφική ακεραιότητα, αλλά είναι ενταγμένα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Αλλά ο πιο βασικός από όλους τους παράγοντες, κατά τη γνώμη μας, είναι η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, μια συρρίκνωση που επιταχύνθηκε εξαιτίας της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ αρχικά και μετέπειτα στην ΕΕ.
Τέλος, παράγοντα διεύρυνσης αποτελεί και η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης.
Αρα, λοιπόν, το χρέος αποτελεί παιδί και όχι αποπαίδι του συστήματος και της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Από αυτή την άποψη, λοιπόν, πρέπει να προσεγγίσουμε και τη διαπάλη που αφορά τη διαχείριση του χρέους.
Υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες. Αυτές εδράζονται στον ανταγωνισμό για το ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από τη διαχείριση της κρίσης, ποια τμήματα του κεφαλαίου, ποιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα βγουν περισσότερο ωφελημένες από την καπιταλιστική κρίση και ποιοι θα επιβαρυνθούν τη διαχείρισή της.
Εδράζεται στις επιμέρους αντιθέσεις διαφόρων κλάδων της οικονομίας, σχετικά με το ποιος θα έχει το πάνω χέρι, στην κρατική και κοινοτική στήριξη και χρηματοδότηση.
Από αυτή την άποψη λοιπόν και η συζήτηση για τα δύο, ας το πούμε έτσι, μείγματα με τις όποιες παραλλαγές, ανάμεσα στην επιμήκυνση και τη διευκόλυνση εξυπηρέτησης του χρέους ή στο «κούρεμα», δεν αμφισβητεί τη βασική αιτία, αλλά ούτε και τη στόχευση.
Οτι όποια λύση και αν επιλεγεί για τη διαχείριση του χρέους, αυτή δεν πρόκειται να αμφισβητήσει την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης που στοχεύει στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
Πρέπει να απαντήσουμε στο ακόλουθο ερώτημα:
Η υπόθεση διαχείρισης του χρέους αποτελεί και την αιτία της αντιλαϊκής επίθεσης;
Αυτή ικανοποιεί τις δύο βασικές στοχεύσεις της αστικής τάξης:
Πρώτη, με τη δημοσιονομική πειθαρχία τα βάρη να τα επωμιστούν τα λαϊκά στρώματα, μέσα από μειώσεις μισθών και συντάξεων, μέσα από γενικευμένη φοροεπιδρομή και μέσα από τη μείωση των κοινωνικών παροχών.
Δεύτερη, η πιο βασική είναι η προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Που βεβαίως αυτές οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στοχεύουν στην επόμενη μέρα.
Στην καπιταλιστική ανάπτυξη, στο πώς δηλαδή θα διαμορφωθούν καλύτερα οι προϋποθέσεις για να έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ετσι λοιπόν, αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, περιοδικού χαρακτήρα.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και δεν είναι τυχαίο ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται παντού. Βεβαίως αξιοποιήθηκε η καπιταλιστική κρίση για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία μέσα από τα μνημόνια. Αρα τα μνημόνια τι κάνουν;
Συγκεκριμενοποιούν τα μέτρα τα οποία είχαν αποφασιστεί από τις αρχές της δεκαετίας του '90 σε επίπεδο ΕΕ, τουλάχιστον όσον αφορά την ΕΕ και την Ελλάδα.
Προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης το τσάκισμα των εργατών
Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης;
Σε ένα έντονα διεθνοποιημένο περιβάλλον, σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον σε διεθνές επίπεδο, η όσο το δυνατόν πιο φθηνή εργατική δύναμη χωρίς συγκροτημένα δικαιώματα.
Δεύτερον, νέα προνόμια, νέα κίνητρα, νέες μορφές στήριξης στους επιχειρηματικούς ομίλους και ταυτόχρονα διαμόρφωση νέων τομέων για να μπορεί το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο να επενδύσει με στόχο την κερδοφορία του.
Γι' αυτό δεν είναι υπόθεση της διαχείρισης του χρέους οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση της αγοράς, αυτές αποτελούν διέξοδο για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, τα οποία λιμνάζουν και τα οποία δεν αποδίδουν κέρδος στον καπιταλιστή.
Η διαπάλη επί της ουσίας ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι μια διαπάλη που μπορεί να συμπυκνωθεί στο εξής:
Ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική υποτίμηση.
Ομως, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: Η υποτίμηση.
Που σημαίνει δηλαδή μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Αρα λοιπόν και τα δύο αυτά μείγματα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Μια ανάπτυξη η οποία θα είναι αβέβαιη και προσωρινή και η οποία θα προετοιμάσει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση μιας νέας ακόμα πιο βαθιάς κρίσης.
Μια ανάπτυξη η οποία δε θα οδηγήσει στην αξιοποίηση του συνόλου των παραγωγικών δυνατοτήτων. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα γίνεται η προσαρμογή σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Ποιος καθορίζει αλήθεια τα συγκριτικά πλεονεκτήματα;
Οι λαϊκές ανάγκες ή αυτοί που έχουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους;
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα πάντοτε τα καθόριζαν αυτοί που έχουν τα εργαλεία στα χέρια τους. Και έτσι κι αλλιώς, και το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο πάλι αναπτύχθηκε σε κλάδους και τομείς που υπήρχε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Είναι τυχαίο; Ναυτιλία, τουρισμός, κόμβος ενεργειακός και διαμετακομιστικός.
Οι υπόλοιπες παραγωγικές δυνατότητες καταστρέφονται. Και δεύτερον, βεβαίως, ανάπτυξη δεν πρόκειται να σημάνει επιστροφή των απωλειών για το λαό.
Ποιο είναι το ζήτημα για μια αναπτυξιακή διαδικασία; Ποιο είναι το κίνητρο, ποιον εξυπηρετεί;
Σήμερα η όποια παραγωγική διαδικασία αποσκοπεί στη θωράκιση του καπιταλιστικού κέρδους.
Αρα, δηλαδή, το κίνητρο για τον κάθε επενδυτή, για τον κάθε επιχειρηματία δεν είναι πώς θα ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες αλλά πώς διαμέσου της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών θα έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη και από αυτή την άποψη προσαρμόζει, προσανατολίζει τις επενδύσεις σε χώρες, περιοχές και κλάδους.
Και ο δεύτερος δρόμος, η δεύτερη λογική είναι ότι η παραγωγική ανάπτυξη καθεαυτή πρέπει να υπηρετεί την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, ξηλώνοντας από τη μέση το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους.
Η ρεαλιστική διέξοδος
Αντίστοιχα με αυτή τη λογική, με αυτούς τους δύο δρόμους, είναι και ο σχεδιασμός. Και για να φέρω ένα πολύ επίκαιρο παράδειγμα:
Ενεργειακός σχεδιασμός και λαϊκή ευημερία.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός σήμερα, αυτός ο υπάρχων ενεργειακός σχεδιασμός, γιατί δεν ικανοποιεί τη λαϊκή ευημερία;
Γιατί δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαϊκή ευημερία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία είναι πολύ πλούσια σε πηγές παραγωγής Ενέργειας, σε ενεργειακές πηγές, είτε είναι ανανεώσιμες είτε είναι ορυκτές;
Γιατί, ενώ υπάρχει αυτός ο τεράστιος πλούτος, βιώνουν συνθήκες ενεργειακής φτώχειας εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά;
Ποιος φταίει για αυτό;
Φταίνε οι αστοχίες κάποιου σχεδιασμού;
Φταίει ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός είναι προσαρμοσμένος στους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, στους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους. Και εργαλείο για να θωρακιστεί το καπιταλιστικό κέρδος είναι ακριβώς η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που σε επίπεδο ΕΕ ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του '90.
Εμείς λέμε καθαρά:
Σε αυτό το σύστημα, το καπιταλιστικό, δεν υπάρχει διέξοδος προς όφελος του λαού, όσο κυριαρχούν τα μονοπώλια στην οικονομική ζωή, όσο η Ελλάδα συμμετέχει στην ΕΕ.
Από αυτή την άποψη διέξοδος θα υπάρξει για μια ανάπτυξη που να ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες όταν το σύνολο των παραγωγικών δυνατοτήτων, το σύνολο των μέσων και των εργαλείων παραγωγής και των υποδομών γίνουν κοινωνική περιουσία με κεντρικό σχεδιασμό, αποδέσμευση από το σύνολο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ και λοιποί) και μη αναγνώριση, μονομερή διαγραφή του χρέους.
Αυτή η πρόταση είναι ρεαλιστική;
Εμείς θεωρούμε πως είναι ρεαλιστική, γιατί αντικειμενικά υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις. Τι χρειάζεται; Χρειάζεται ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, για να οδηγήσει στην αλλαγή τάξης στην εξουσία.
Είναι εύκολο πράγμα; Λέμε όχι. Δεν είναι εύκολο. Αλλά στο όνομα των δυσκολιών εμείς δεν υποτασσόμαστε στο ρεύμα, όπως κάνουν άλλες δυνάμεις.
Αλλωστε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι καινοτόμοι και οι ριζοσπάστες είναι αυτοί που πήγαν κόντρα στο ρεύμα και όχι αυτοί που στο όνομα της προσαρμογής υποτάχθηκαν στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Του Νίκου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη» και περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από την παρέμβαση του Νίκου Καραθανασόπουλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος στο ξενοδοχείο «METROPOLITAN», με θέμα: «Η λύση για το δημόσιο χρέος και η προοπτική της ανάπτυξης».
Θα περιοριστώ σε τρία ζητήματα, γιατί είναι πολύ μεγάλο το αντικείμενο της σημερινής εκδήλωσης. Το ένα βεβαίως είναι το δημόσιο χρέος, το δεύτερο ζήτημα είναι η διαχείρισή του και το τρίτο είναι ανάπτυξη για ποιον.
Κατ' αρχάς, ας δούμε το χρέος και ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τους παράγοντες για τους οποίους αυτό διευρύνεται.
Οι παράγοντες αυτοί είναι:
Πρώτον, το αστικό κράτος και η δημοσιοοικονομική πολιτική διαχείρισης. Ο κρατικός προϋπολογισμός διαχρονικά αποτελεί ένα επιπλέον εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, ενός τμήματος του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος του λαού. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών.
Δεύτερον, είναι οι λεγόμενοι κατά καιρούς «εθνικοί στόχοι», στόχοι που τους καθορίζει η αστική τάξη, όπως για παράδειγμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Τρίτον, τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία βεβαίως δε διασφαλίζουν την εδαφική ακεραιότητα, αλλά είναι ενταγμένα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Αλλά ο πιο βασικός από όλους τους παράγοντες, κατά τη γνώμη μας, είναι η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, μια συρρίκνωση που επιταχύνθηκε εξαιτίας της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ αρχικά και μετέπειτα στην ΕΕ.
Τέλος, παράγοντα διεύρυνσης αποτελεί και η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης.
Αρα, λοιπόν, το χρέος αποτελεί παιδί και όχι αποπαίδι του συστήματος και της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Από αυτή την άποψη, λοιπόν, πρέπει να προσεγγίσουμε και τη διαπάλη που αφορά τη διαχείριση του χρέους.
Υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες. Αυτές εδράζονται στον ανταγωνισμό για το ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από τη διαχείριση της κρίσης, ποια τμήματα του κεφαλαίου, ποιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα βγουν περισσότερο ωφελημένες από την καπιταλιστική κρίση και ποιοι θα επιβαρυνθούν τη διαχείρισή της.
Εδράζεται στις επιμέρους αντιθέσεις διαφόρων κλάδων της οικονομίας, σχετικά με το ποιος θα έχει το πάνω χέρι, στην κρατική και κοινοτική στήριξη και χρηματοδότηση.
Από αυτή την άποψη λοιπόν και η συζήτηση για τα δύο, ας το πούμε έτσι, μείγματα με τις όποιες παραλλαγές, ανάμεσα στην επιμήκυνση και τη διευκόλυνση εξυπηρέτησης του χρέους ή στο «κούρεμα», δεν αμφισβητεί τη βασική αιτία, αλλά ούτε και τη στόχευση.
Οτι όποια λύση και αν επιλεγεί για τη διαχείριση του χρέους, αυτή δεν πρόκειται να αμφισβητήσει την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης που στοχεύει στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
Πρέπει να απαντήσουμε στο ακόλουθο ερώτημα:
Η υπόθεση διαχείρισης του χρέους αποτελεί και την αιτία της αντιλαϊκής επίθεσης;
Αυτή ικανοποιεί τις δύο βασικές στοχεύσεις της αστικής τάξης:
Πρώτη, με τη δημοσιονομική πειθαρχία τα βάρη να τα επωμιστούν τα λαϊκά στρώματα, μέσα από μειώσεις μισθών και συντάξεων, μέσα από γενικευμένη φοροεπιδρομή και μέσα από τη μείωση των κοινωνικών παροχών.
Δεύτερη, η πιο βασική είναι η προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Που βεβαίως αυτές οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στοχεύουν στην επόμενη μέρα.
Στην καπιταλιστική ανάπτυξη, στο πώς δηλαδή θα διαμορφωθούν καλύτερα οι προϋποθέσεις για να έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ετσι λοιπόν, αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, περιοδικού χαρακτήρα.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και δεν είναι τυχαίο ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται παντού. Βεβαίως αξιοποιήθηκε η καπιταλιστική κρίση για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία μέσα από τα μνημόνια. Αρα τα μνημόνια τι κάνουν;
Συγκεκριμενοποιούν τα μέτρα τα οποία είχαν αποφασιστεί από τις αρχές της δεκαετίας του '90 σε επίπεδο ΕΕ, τουλάχιστον όσον αφορά την ΕΕ και την Ελλάδα.
Προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης το τσάκισμα των εργατών
Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης;
Σε ένα έντονα διεθνοποιημένο περιβάλλον, σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον σε διεθνές επίπεδο, η όσο το δυνατόν πιο φθηνή εργατική δύναμη χωρίς συγκροτημένα δικαιώματα.
Δεύτερον, νέα προνόμια, νέα κίνητρα, νέες μορφές στήριξης στους επιχειρηματικούς ομίλους και ταυτόχρονα διαμόρφωση νέων τομέων για να μπορεί το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο να επενδύσει με στόχο την κερδοφορία του.
Γι' αυτό δεν είναι υπόθεση της διαχείρισης του χρέους οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση της αγοράς, αυτές αποτελούν διέξοδο για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, τα οποία λιμνάζουν και τα οποία δεν αποδίδουν κέρδος στον καπιταλιστή.
Η διαπάλη επί της ουσίας ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι μια διαπάλη που μπορεί να συμπυκνωθεί στο εξής:
Ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική υποτίμηση.
Ομως, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: Η υποτίμηση.
Που σημαίνει δηλαδή μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Αρα λοιπόν και τα δύο αυτά μείγματα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Μια ανάπτυξη η οποία θα είναι αβέβαιη και προσωρινή και η οποία θα προετοιμάσει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση μιας νέας ακόμα πιο βαθιάς κρίσης.
Μια ανάπτυξη η οποία δε θα οδηγήσει στην αξιοποίηση του συνόλου των παραγωγικών δυνατοτήτων. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα γίνεται η προσαρμογή σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Ποιος καθορίζει αλήθεια τα συγκριτικά πλεονεκτήματα;
Οι λαϊκές ανάγκες ή αυτοί που έχουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους;
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα πάντοτε τα καθόριζαν αυτοί που έχουν τα εργαλεία στα χέρια τους. Και έτσι κι αλλιώς, και το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο πάλι αναπτύχθηκε σε κλάδους και τομείς που υπήρχε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Είναι τυχαίο; Ναυτιλία, τουρισμός, κόμβος ενεργειακός και διαμετακομιστικός.
Οι υπόλοιπες παραγωγικές δυνατότητες καταστρέφονται. Και δεύτερον, βεβαίως, ανάπτυξη δεν πρόκειται να σημάνει επιστροφή των απωλειών για το λαό.
Ποιο είναι το ζήτημα για μια αναπτυξιακή διαδικασία; Ποιο είναι το κίνητρο, ποιον εξυπηρετεί;
Σήμερα η όποια παραγωγική διαδικασία αποσκοπεί στη θωράκιση του καπιταλιστικού κέρδους.
Αρα, δηλαδή, το κίνητρο για τον κάθε επενδυτή, για τον κάθε επιχειρηματία δεν είναι πώς θα ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες αλλά πώς διαμέσου της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών θα έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη και από αυτή την άποψη προσαρμόζει, προσανατολίζει τις επενδύσεις σε χώρες, περιοχές και κλάδους.
Και ο δεύτερος δρόμος, η δεύτερη λογική είναι ότι η παραγωγική ανάπτυξη καθεαυτή πρέπει να υπηρετεί την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, ξηλώνοντας από τη μέση το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους.
Η ρεαλιστική διέξοδος
Αντίστοιχα με αυτή τη λογική, με αυτούς τους δύο δρόμους, είναι και ο σχεδιασμός. Και για να φέρω ένα πολύ επίκαιρο παράδειγμα:
Ενεργειακός σχεδιασμός και λαϊκή ευημερία.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός σήμερα, αυτός ο υπάρχων ενεργειακός σχεδιασμός, γιατί δεν ικανοποιεί τη λαϊκή ευημερία;
Γιατί δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαϊκή ευημερία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία είναι πολύ πλούσια σε πηγές παραγωγής Ενέργειας, σε ενεργειακές πηγές, είτε είναι ανανεώσιμες είτε είναι ορυκτές;
Γιατί, ενώ υπάρχει αυτός ο τεράστιος πλούτος, βιώνουν συνθήκες ενεργειακής φτώχειας εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά;
Ποιος φταίει για αυτό;
Φταίνε οι αστοχίες κάποιου σχεδιασμού;
Φταίει ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός είναι προσαρμοσμένος στους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, στους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους. Και εργαλείο για να θωρακιστεί το καπιταλιστικό κέρδος είναι ακριβώς η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που σε επίπεδο ΕΕ ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του '90.
Εμείς λέμε καθαρά:
Σε αυτό το σύστημα, το καπιταλιστικό, δεν υπάρχει διέξοδος προς όφελος του λαού, όσο κυριαρχούν τα μονοπώλια στην οικονομική ζωή, όσο η Ελλάδα συμμετέχει στην ΕΕ.
Από αυτή την άποψη διέξοδος θα υπάρξει για μια ανάπτυξη που να ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες όταν το σύνολο των παραγωγικών δυνατοτήτων, το σύνολο των μέσων και των εργαλείων παραγωγής και των υποδομών γίνουν κοινωνική περιουσία με κεντρικό σχεδιασμό, αποδέσμευση από το σύνολο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ και λοιποί) και μη αναγνώριση, μονομερή διαγραφή του χρέους.
Αυτή η πρόταση είναι ρεαλιστική;
Εμείς θεωρούμε πως είναι ρεαλιστική, γιατί αντικειμενικά υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις. Τι χρειάζεται; Χρειάζεται ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, για να οδηγήσει στην αλλαγή τάξης στην εξουσία.
Είναι εύκολο πράγμα; Λέμε όχι. Δεν είναι εύκολο. Αλλά στο όνομα των δυσκολιών εμείς δεν υποτασσόμαστε στο ρεύμα, όπως κάνουν άλλες δυνάμεις.
Αλλωστε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι καινοτόμοι και οι ριζοσπάστες είναι αυτοί που πήγαν κόντρα στο ρεύμα και όχι αυτοί που στο όνομα της προσαρμογής υποτάχθηκαν στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου