ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΟΣΑ - Την αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων πρόνοιας και την έκρηξη της φτώχειας στην Ελλάδα διαπιστώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ


ΤΡΙΤΗ 17-9-2013

Σύμφωνα με την έκθεση σε σχέση με άλλες χώρες που εφάρμοσαν σημαντικά προγράμματα λιτότητας, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας πριν από της περικοπές, ενώ τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους στην φτώχεια. Από το 2008 και μετά, καταγράφηκε μια απότομη αύξηση στους αποδέκτες κοινωνικής προστασίας και το 2011 το ποσοστό φτώχειας ξεπέρασε το 30%, με βάση το μέσο εισόδημα προ κρίσης.

Το 2009, το 19,6% του ελληνικού πληθυσμού βρισκόταν στο κατώφλι της φτώχειας. Το ποσοστό αυξήθηκε οριακά μετά την οικονομική ύφεση και την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας το 2010 και το 2011. Ωστόσο, το ποσοστό φτώχειας, με βάση το διάμεσο εισόδημα του 2009, δηλαδή το εισόδημα προ κρίσης, εμφανίζει σημαντική αύξηση. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της λιτότητας και της ύφεσης συνδυαστικά, το ποσοστό των ατόμων κάτω από το όριο της φτώχειας αντιπροσώπευε το 25,83% του συνολικού πληθυσμού το 2010 και το 30,49% το 2011.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ καταγράφουν τις χαμηλές δαπάνες για κοινωνική προστασία στην Ελλάδα καθώς και την αδυναμία καταπολέμησης της φτώχειας λόγω του κατακερματισμού των παροχών και της μη στόχευσης στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.  Mόνο το 17% των ατόμων που δηλώσαν άνεργοι έλαβαν επίδομα ανεργίας στην Ελλάδα το 2009, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Πορτογαλία ήταν 26% και στην Γαλλία 53%.

Σε σύγκριση με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα δαπανά σχετικά λίγα για την ενίσχυση των οικογενειών. Η υποστήριξη που παρέχεται είναι σε μεγάλο βαθμό χρηματική (αντιστοιχεί σχεδόν στο 0,7% ΑΕΠ) και λιγότερο συχνά έχει την μορφή υπηρεσιών (αντιστοιχεί σχεδόν στο 0,4% του ΑΕΠ). Δεν παρέχονται φορολογικές ελαφρύνσεις στις οικογένειες. Η Γαλλία, η οποία δαπανά τα περισσότερα για την στήριξη των οικογενειών από τις χώρες που εξετάστηκαν, δαπανά σχεδόν τα διπλάσια από την Ελλάδα για χρηματική ενίσχυση (1,4% του ΑΕΠ) και σχεδόν τα τετραπλάσια για την παροχή υπηρεσιών σε οικογένειες (σχεδόν το 1,7% του ΑΕΠ).

Μολονότι τα επιδόματα είναι πιο γενναιόδωρα για τις πολύτεκνες οικογένειες, εξακολουθούν να είναι σχετικά περιορισμένα σε σχέση με όσα ισχύουν σε άλλες χώρες. 

Στην Ελλάδα, η γονική άδεια δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο επίδομα που μπορεί να αναπληρώσει επαρκώς τις εργασιακές αποδοχές. Κατά συνέπεια, μια υποθετική πολύτεκνη οικογένεια, της οποίας ο βασικός εργαζόμενος λαμβάνει το 50% του μέσου μισθού, θα πρέπει να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό σε δικά της εισοδήματα. Τα επιδόματα αναλογούν περίπου στο 30% του ακαθάριστου εισοδήματος, τη στιγμή που στην Γερμανία, την Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, το οικογενειακό εισόδημα μπορεί να προέρχεται εξολοκλήρου από επιδόματα που συνδέονται με τη γονική άδεια.

Δεν υπάρχει αποτελεσματική αντιμετώπιση του διογκούμενου προβλήματος των αστέγων ή των φτωχών οικογενειών που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να βρεθούν άστεγες επειδή δεν έχουν την δυνατότητα να καταβάλλουν το ενοίκιo τους. 

Στην Ελλάδα, τα στεγαστικά επιδόματα καλύπτουν λιγότερο τις οικογένειες με παιδιά (το 2% των παιδιών ζουν σε νοικοκυριά που λαμβάνουν επιδόματα) σε σύγκριση με την Γαλλία ή την Πορτογαλία (το 39% και το 13% των παιδιών αντίστοιχα) ενώ πολλοί λήπτες στεγαστικών επιδομάτων εργάζονται (πάνω από το 40%). Οι μονογονεϊκές οικογένειες σπάνια λαμβάνουν επιδόματα αυτής της κατηγορίας (π.χ. ποσοστό 12% των μονογονεϊκών οικογενειών με ένα παιδί, σε σύγκριση με 13% στην Πορτογαλία και 72% στη Γαλλία). Συστηματικά, τα στεγαστικά επιδόματα έχουν ελλιπή στόχευση προς τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος: 60% των δικαιούχων έχουν εισόδημα ίσο ή πάνω από το μέσο εισόδημα (έναντι του 34% στη Γαλλία).

ΠΗΓΗ. skai

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου