ΣΑΒΒΑΤΟ 4-11-2017
Αφιέρωμα στη νέα γενιά Ελλήνων, αυτή των φτωχών εργαζόμενων («working poor»), κάνει σε δημοσίευμά του το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel».
Παρότι η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εργάζεται σκληρά και έχει πληθώρα προσόντων, παραμένει φτωχή, παρατηρείται στο ρεπορτάζ.
Η ομάδα «working poor» αποτελείται από ανθρώπους που είναι νέοι, μορφωμένοι και με προσόντα, αλλά με αποδοχές που μόλις φτάνουν για να καλύψουν το φαγητό τους.
Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, oι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται το δημοσίευμα έχουν ονοματεπώνυμο.
Είναι η Στέλλα Αντωνίου, 24 ετών, μπαργούμαν με σπουδές στις γλώσσες και στη λογοτεχνία, ο Γιώργος Γεωργιάδης, 27 ετών, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά με αποδοχές 15 ωρών και ο Μάρκος Καρύδης, 30 χρονών, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή».
Και προστίθεται: «Το ένα τρίτο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα που μόλις τους φτάνει για να ζήσει. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά του παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερο από το μεσαίο μισθό…
Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ». Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά το κόστος ζωής.
«Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη».
Σε ό,τι αφορά στους λόγους αυτής της εξέλιξης, το δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού κάνει λόγο για τη χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας που επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας, απότοκο της δημοσιονομικής κρίσης.
«Η χαλάρωση επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο» επισημαίνει.
«Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25.
Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%. Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα γνωρίζονταν ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι».
Και ο αρθρογράφος καταλήγει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν. Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».
ΠΗΓΗ. ekriti.gr
Αφιέρωμα στη νέα γενιά Ελλήνων, αυτή των φτωχών εργαζόμενων («working poor»), κάνει σε δημοσίευμά του το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel».
Παρότι η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εργάζεται σκληρά και έχει πληθώρα προσόντων, παραμένει φτωχή, παρατηρείται στο ρεπορτάζ.
Η ομάδα «working poor» αποτελείται από ανθρώπους που είναι νέοι, μορφωμένοι και με προσόντα, αλλά με αποδοχές που μόλις φτάνουν για να καλύψουν το φαγητό τους.
Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, oι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται το δημοσίευμα έχουν ονοματεπώνυμο.
Είναι η Στέλλα Αντωνίου, 24 ετών, μπαργούμαν με σπουδές στις γλώσσες και στη λογοτεχνία, ο Γιώργος Γεωργιάδης, 27 ετών, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά με αποδοχές 15 ωρών και ο Μάρκος Καρύδης, 30 χρονών, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή».
Και προστίθεται: «Το ένα τρίτο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα που μόλις τους φτάνει για να ζήσει. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά του παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερο από το μεσαίο μισθό…
Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ». Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά το κόστος ζωής.
«Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη».
Σε ό,τι αφορά στους λόγους αυτής της εξέλιξης, το δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού κάνει λόγο για τη χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας που επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας, απότοκο της δημοσιονομικής κρίσης.
«Η χαλάρωση επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο» επισημαίνει.
«Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25.
Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%. Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα γνωρίζονταν ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι».
Και ο αρθρογράφος καταλήγει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν. Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».
ΠΗΓΗ. ekriti.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου