ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19-8-2016
Το κτίριο της Deutsche Bank
Φαίνεται ότι τα ευρωενωσιακά επιτελεία, ιδιαίτερα αυτά που έχουν άμεση σχέση με το τραπεζικό σύστημα, ανησυχούν σοβαρά για την πορεία του.
Οπως ανησυχούν σοβαρά για την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ, με δεδομένα τα μεγάλα προβλήματα ύφεσης σε μια σειρά κράτη ή ασθενικής ανάκαμψης σε άλλα, και τους διεθνείς διακρατικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς αλλά και την Κομισιόν να αναθεωρούν τις προσδοκίες για δυναμική ανάπτυξη αφού κατεβάζουν συνεχώς τον πήχη στις προβλέψεις τους.
Και δεν γίνεται συζήτηση μόνο για οικονομίες με προβλήματα, όπως αυτές του Νότου, δηλαδή Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, με στασιμότητα στην ανάπτυξη, τεράστια ελλείμματα και χρέη, άπιαστους τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως απειλή, αφού δεν αφήνουν περιθώρια για κρατική χρηματοδότηση καπιταλιστικών επενδύσεων.
Καμπάνες χτυπούν ενίοτε και για τη Γερμανία. Οπως για την κατάσταση της μεγαλύτερης τράπεζάς της, της Deutsche Bank.
Οι
τελευταίες ειδήσεις λένε τα εξής: Κεφαλαιακό κενό ύψους 19
δισεκατομμυρίων ευρώ, το μεγαλύτερο μεταξύ 51 ευρωπαϊκών τραπεζών, θα
αντιμετωπίσει η Deutsche Bank σε περίπτωση νέας οικονομικής κρίσης,
εκτιμά το Κέντρο Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ερευνας (ZEW) του Μάνχαϊμ.
Σε μελέτη που διενεργήθηκε με επικεφαλής τον ειδικό στα τραπεζικά θέματα καθηγητή Σάσα Στέφεν, το ZEW επισημαίνει ότι μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ως απάντηση σε ένα τέτοιο σενάριο κρίσης, θα ήταν δύσκολη με την τρέχουσα πεσμένη τιμή της μετοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική αξία της Deutsche Bank στο χρηματιστήριο, αυτή τη στιγμή, είναι μόλις 17 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με διάφορα πρακτορεία ειδήσεων.
Μάλιστα,
άρχισαν να ακούγονται και προτάσεις για κρατικοποίησή της. Ετσι,
σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου «Μαξ Πλανκ»
Μάρτιν Χέλβιγκ, εκ των πλέον έγκυρων εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας για
τον τραπεζικό τομέα, προτείνει την κρατικοποίησή της σε περίπτωση
συστημικού κινδύνου.
Λέει στη «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung»: «Εάν μία τράπεζα μπορεί να προκαλέσει σημαντικούς συστημικούς κινδύνους, θα πρέπει να τους αναλάβει το κράτος».
Για την Deutsche Bank αναφέρει: «Εάν μια ανάμειξη του κράτους φαίνεται ως αναπόφευκτη, τότε θα πρέπει το γερμανικό κράτος να πάρει τις μετοχές και να αναλάβει την ευθύνη της λειτουργίας ελέγχου που είναι συνδεδεμένη με αυτές τις μετοχές». Κάνει δε κριτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), λέγοντας: «Αντί να ασχολείται πρωτίστως με την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, θα ήταν καλύτερα να είχε προηγουμένως βάλει σε τάξη τις τράπεζες».
Η υπόθεση της Deutsche Bank δεν είναι τωρινή. Ηδη, στις αρχές Μάρτη του 2016, η μετοχή της είχε υποχωρήσει κατά 41%, ενώ ο Β. Σόιμπλε συζητούσε μέτρα ενδυνάμωσής της.
Στη συνέχεια, χτυπήθηκε με πρόστιμο - μαμούθ, όπως γράφτηκε, 2,5 δισ. δολαρίων, που επιβλήθηκε τον περασμένο Απρίλη από τις αμερικανικές αρχές για χειραγώγηση των επιτοκίων LIBOR, ενώ το αμερικανικό Δημόσιο τής έκανε δικαστική αγωγή για μη κάλυψη των υποχρεώσεών της προς ενυπόθηκα δάνεια ύψους 3,1 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ.
Στη συνέχεια ήρθε και η υποβάθμισή της κατά μία βαθμίδα στο αξιόχρεο των ακάλυπτων ομολόγων της από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης «Moody's», αναφέροντας ότι η γερμανική τράπεζα αντιμετωπίζει αυξανόμενα προβλήματα στην προσπάθειά της να ανακάμψει.
Η μετοχή της έχασε το 14% της αξίας της σε μία μόνο μέρα, την επομένη του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ενώ από την αρχή του έτους συνολικά έχει υποχωρήσει κατά 45,22%. Δέχτηκε όμως άλλο ένα διπλό χτύπημα:
Αφενός η θυγατρική της στις ΗΠΑ κόπηκε στα stress tests της Κεντρικής Τράπεζας Fed, αφετέρου το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του εκτιμά ότι η Deutsche Bank αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για όλες τις τράπεζες, όχι μόνο της Ευρώπης αλλά παγκοσμίως.
Στα stress tests κόπηκαν δύο ευρωενωσιακές τράπεζες, η θυγατρική της ισπανικής Banco Santander (για τρίτη συνεχόμενη χρονιά) και η Deutsche Bank Trust Corporation, θυγατρική της Deutsche Bank (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά).
Η αιτιολογία: «Οι αδυναμίες που εμφανίζουν σε ό,τι αφορά τον προγραμματισμό των κεφαλαίων οι δύο συγκεκριμένες τράπεζες είναι εκτεταμένες και διαρκείς» και ότι «τα ήδη αδύναμα κεφαλαιακά διαθέσιμα των τραπεζών τις καθιστούν πιο ευάλωτες σε μια οικονομική αναταραχή».
Εδώ, όσο και αν συνυπάρχει ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Γερμανίας, εντούτοις δεν μειώνει το πρόβλημα της Deutsche Bank.
Το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα αναφέρει ότι η Deutsche Bank «είναι η τράπεζα με μεγάλη διεθνή επιρροή και εκτεταμένες διασυνδέσεις με τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς εξαιτίας των μεγάλων επενδύσεων και των σημαντικών θυγατρικών της, η οποία συμβάλλει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη».
Αν
αυτή η τράπεζα έχει τέτοια τεράστια προβλήματα, αυτά αντανακλούν
αντικειμενικά και στην οικονομία της Γερμανίας και εγκυμονούν κινδύνους.
Που σε συνδυασμό με ανάλογους κινδύνους σε τράπεζες πρωταρχικά της
Ιταλίας, αλλά και άλλων κρατών, μπορεί να προκαλέσουν τεράστια
προβλήματα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ.
Μην ξεχνάμε ότι το τραπεζικό σύστημα είναι η καρδιά του καπιταλισμού.
Είναι ο βασικός χρηματοδότης με κοινωνικό κεφάλαιο των καπιταλιστικών επενδύσεων και πρέπει να μπορεί να το κάνει. Αρα, οι φόβοι είναι όχι μόνο για την κατάρρευση μιας τράπεζας αλλά για την ίδια την καπιταλιστική οικονομία.
Το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας έχει τεράστια έκθεση και κινδυνεύει και από την κατάσταση στην Ιταλία, αφού οι τράπεζες κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ.
Μόνο η Deutsche Bank έχει πάνω από 11,76 δισ. ευρώ έκθεση στα ιταλικά ομόλογα.
Σ' αυτό το πλαίσιο οι τράπεζες της ΕΕ δέχονται έντονες πιέσεις.
Τα πρόσφατα stress tests της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ), παρά το γεγονός ότι είχαν αποτελέσματα καλύτερα από τα αναμενόμενα, δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικά ώστε να εξαλείψουν τους φόβους ότι κάποια - ακόμη και τα μεγαλύτερα - χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσαν να αποτύχουν στην περίπτωση μιας δεύτερης οικονομικής κρίσης.
Οι μετοχές τους έχουν απώλειες.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν αφήνουν περιθώρια για άντληση κεφαλαίων λόγω ελάχιστων κερδών.
«Η έντονη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μόλις δύο ημέρες μετά το τεστ αντοχής της EBA επέστρεψε καλπάζοντας στην επιφάνεια, αντικατοπτρίζοντας τόσο την υφέρπουσα ευπάθεια ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσο και τον μικρό βαθμό αξιοπιστίας που φέρουν πλέον αυτά τα stress tests για τις χρηματοπιστωτικές αγορές», σχολιάζει στους «Financial Times» ο επικεφαλής αναλυτής του Τμήματος Οικονομικής Στρατηγικής της αμερικανικής εταιρείας «Miller Tabak».
Στη δεινότερη θέση βρέθηκαν οι γερμανικές Commerzbank και Deutsche Bank, οι ελβετικές UBS και Credit Suisse, η βρετανική Barclays και οι ιταλικές UniCredit και Monte dei Paschi di Siena (MPS), με την τελευταία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Ειδικότερα, η μετοχή της Commerzbank βρέθηκε να διολισθαίνει στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών (-8,2%, στα 5,28 ευρώ/μετοχή), οι UBS και Credit Suisse εμφάνισαν πτώση άνω του 6%, ενώ η UniCredit σημείωσε απώλειες άνω του 5%.
Με αφορμή την περίπτωση των ιταλικών τραπεζών ήρθε για ακόμη μία φορά στην επιφάνεια το πρόβλημα της επιβάρυνσης των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια.
Σύμφωνα με το «Bloomberg», στη ζώνη του ευρώ το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων ανέρχεται σε 5,7% του συνόλου σε σύγκριση με 1,4% στη Βρετανία και 1,5% στις ΗΠΑ. «Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος παραμένει ευάλωτος από πολλές πλευρές», συμπληρώνει το «Stratfor».
«Πολλές από τις αδυναμίες, όπως η ασθενής κερδοφορία (που πιέζεται έτι περαιτέρω από την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ που συμπιέζει τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών) και το "βουνό" των κόκκινων δανείων που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ (ή 9% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) αποτελούν κληρονομιά της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 - 2009».
Μετά και απ' αυτήν τη συνεχιζόμενη εικόνα, φαίνεται πως οι δυσκολίες στην οικονομία των Ευρωζώνης - ΕΕ μεγαλώνουν. Και αυτό επιδρά στις δυσκολίες ανάκαμψης και της οικονομίας της Ελλάδας.
Οσο και αν οι επιδιώξεις της διαμόρφωσης «συμμαχίας του Νότου» για βελτίωση του μείγματος πολιτικής διαχείρισης με ελαστικότητα απέναντι στους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας αρχίσουν να υλοποιούνται ώστε να χρηματοδοτήσουν τα κράτη καπιταλιστικές επενδύσεις, δε φαίνεται ζωηρό το φως στο τούνελ της ανάπτυξης.
Ο λαός μας λοιπόν να μην τσιμπήσει στις φρούδες προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση ότι θα ανασάνει, προκειμένου να υποταχθεί στην πολιτική του κεφαλαίου.
Να οργανώσει την αντεπίθεσή του, ανεξάρτητα αν θα υπάρξει καπιταλιστική ανάκαμψη, δυναμική ή όχι, αφού το μόνιμο τσάκισμα των δικαιωμάτων του είναι προϋπόθεση για τα κέρδη είτε σε κρίση είτε σε ανάπτυξη.
Στο δικό του αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό δρόμο να διεκδικεί κάλυψη των απωλειών του, ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών του.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Το κτίριο της Deutsche Bank
Φαίνεται ότι τα ευρωενωσιακά επιτελεία, ιδιαίτερα αυτά που έχουν άμεση σχέση με το τραπεζικό σύστημα, ανησυχούν σοβαρά για την πορεία του.
Οπως ανησυχούν σοβαρά για την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ, με δεδομένα τα μεγάλα προβλήματα ύφεσης σε μια σειρά κράτη ή ασθενικής ανάκαμψης σε άλλα, και τους διεθνείς διακρατικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς αλλά και την Κομισιόν να αναθεωρούν τις προσδοκίες για δυναμική ανάπτυξη αφού κατεβάζουν συνεχώς τον πήχη στις προβλέψεις τους.
Και δεν γίνεται συζήτηση μόνο για οικονομίες με προβλήματα, όπως αυτές του Νότου, δηλαδή Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, με στασιμότητα στην ανάπτυξη, τεράστια ελλείμματα και χρέη, άπιαστους τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως απειλή, αφού δεν αφήνουν περιθώρια για κρατική χρηματοδότηση καπιταλιστικών επενδύσεων.
Καμπάνες χτυπούν ενίοτε και για τη Γερμανία. Οπως για την κατάσταση της μεγαλύτερης τράπεζάς της, της Deutsche Bank.
Οι φόβοι για την Deutsche Bank
Σε μελέτη που διενεργήθηκε με επικεφαλής τον ειδικό στα τραπεζικά θέματα καθηγητή Σάσα Στέφεν, το ZEW επισημαίνει ότι μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ως απάντηση σε ένα τέτοιο σενάριο κρίσης, θα ήταν δύσκολη με την τρέχουσα πεσμένη τιμή της μετοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική αξία της Deutsche Bank στο χρηματιστήριο, αυτή τη στιγμή, είναι μόλις 17 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με διάφορα πρακτορεία ειδήσεων.
Λέει στη «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung»: «Εάν μία τράπεζα μπορεί να προκαλέσει σημαντικούς συστημικούς κινδύνους, θα πρέπει να τους αναλάβει το κράτος».
Για την Deutsche Bank αναφέρει: «Εάν μια ανάμειξη του κράτους φαίνεται ως αναπόφευκτη, τότε θα πρέπει το γερμανικό κράτος να πάρει τις μετοχές και να αναλάβει την ευθύνη της λειτουργίας ελέγχου που είναι συνδεδεμένη με αυτές τις μετοχές». Κάνει δε κριτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), λέγοντας: «Αντί να ασχολείται πρωτίστως με την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, θα ήταν καλύτερα να είχε προηγουμένως βάλει σε τάξη τις τράπεζες».
Η υπόθεση της Deutsche Bank δεν είναι τωρινή. Ηδη, στις αρχές Μάρτη του 2016, η μετοχή της είχε υποχωρήσει κατά 41%, ενώ ο Β. Σόιμπλε συζητούσε μέτρα ενδυνάμωσής της.
Στη συνέχεια, χτυπήθηκε με πρόστιμο - μαμούθ, όπως γράφτηκε, 2,5 δισ. δολαρίων, που επιβλήθηκε τον περασμένο Απρίλη από τις αμερικανικές αρχές για χειραγώγηση των επιτοκίων LIBOR, ενώ το αμερικανικό Δημόσιο τής έκανε δικαστική αγωγή για μη κάλυψη των υποχρεώσεών της προς ενυπόθηκα δάνεια ύψους 3,1 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ.
Στη συνέχεια ήρθε και η υποβάθμισή της κατά μία βαθμίδα στο αξιόχρεο των ακάλυπτων ομολόγων της από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης «Moody's», αναφέροντας ότι η γερμανική τράπεζα αντιμετωπίζει αυξανόμενα προβλήματα στην προσπάθειά της να ανακάμψει.
Η μετοχή της έχασε το 14% της αξίας της σε μία μόνο μέρα, την επομένη του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ενώ από την αρχή του έτους συνολικά έχει υποχωρήσει κατά 45,22%. Δέχτηκε όμως άλλο ένα διπλό χτύπημα:
Αφενός η θυγατρική της στις ΗΠΑ κόπηκε στα stress tests της Κεντρικής Τράπεζας Fed, αφετέρου το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του εκτιμά ότι η Deutsche Bank αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για όλες τις τράπεζες, όχι μόνο της Ευρώπης αλλά παγκοσμίως.
Στα stress tests κόπηκαν δύο ευρωενωσιακές τράπεζες, η θυγατρική της ισπανικής Banco Santander (για τρίτη συνεχόμενη χρονιά) και η Deutsche Bank Trust Corporation, θυγατρική της Deutsche Bank (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά).
Η αιτιολογία: «Οι αδυναμίες που εμφανίζουν σε ό,τι αφορά τον προγραμματισμό των κεφαλαίων οι δύο συγκεκριμένες τράπεζες είναι εκτεταμένες και διαρκείς» και ότι «τα ήδη αδύναμα κεφαλαιακά διαθέσιμα των τραπεζών τις καθιστούν πιο ευάλωτες σε μια οικονομική αναταραχή».
Εδώ, όσο και αν συνυπάρχει ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Γερμανίας, εντούτοις δεν μειώνει το πρόβλημα της Deutsche Bank.
Το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα αναφέρει ότι η Deutsche Bank «είναι η τράπεζα με μεγάλη διεθνή επιρροή και εκτεταμένες διασυνδέσεις με τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς εξαιτίας των μεγάλων επενδύσεων και των σημαντικών θυγατρικών της, η οποία συμβάλλει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη».
Και άλλες τράπεζες ζορίζονται
Μην ξεχνάμε ότι το τραπεζικό σύστημα είναι η καρδιά του καπιταλισμού.
Είναι ο βασικός χρηματοδότης με κοινωνικό κεφάλαιο των καπιταλιστικών επενδύσεων και πρέπει να μπορεί να το κάνει. Αρα, οι φόβοι είναι όχι μόνο για την κατάρρευση μιας τράπεζας αλλά για την ίδια την καπιταλιστική οικονομία.
Το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας έχει τεράστια έκθεση και κινδυνεύει και από την κατάσταση στην Ιταλία, αφού οι τράπεζες κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ.
Μόνο η Deutsche Bank έχει πάνω από 11,76 δισ. ευρώ έκθεση στα ιταλικά ομόλογα.
Σ' αυτό το πλαίσιο οι τράπεζες της ΕΕ δέχονται έντονες πιέσεις.
Τα πρόσφατα stress tests της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ), παρά το γεγονός ότι είχαν αποτελέσματα καλύτερα από τα αναμενόμενα, δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικά ώστε να εξαλείψουν τους φόβους ότι κάποια - ακόμη και τα μεγαλύτερα - χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσαν να αποτύχουν στην περίπτωση μιας δεύτερης οικονομικής κρίσης.
Οι μετοχές τους έχουν απώλειες.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν αφήνουν περιθώρια για άντληση κεφαλαίων λόγω ελάχιστων κερδών.
«Η έντονη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μόλις δύο ημέρες μετά το τεστ αντοχής της EBA επέστρεψε καλπάζοντας στην επιφάνεια, αντικατοπτρίζοντας τόσο την υφέρπουσα ευπάθεια ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσο και τον μικρό βαθμό αξιοπιστίας που φέρουν πλέον αυτά τα stress tests για τις χρηματοπιστωτικές αγορές», σχολιάζει στους «Financial Times» ο επικεφαλής αναλυτής του Τμήματος Οικονομικής Στρατηγικής της αμερικανικής εταιρείας «Miller Tabak».
Στη δεινότερη θέση βρέθηκαν οι γερμανικές Commerzbank και Deutsche Bank, οι ελβετικές UBS και Credit Suisse, η βρετανική Barclays και οι ιταλικές UniCredit και Monte dei Paschi di Siena (MPS), με την τελευταία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Ειδικότερα, η μετοχή της Commerzbank βρέθηκε να διολισθαίνει στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών (-8,2%, στα 5,28 ευρώ/μετοχή), οι UBS και Credit Suisse εμφάνισαν πτώση άνω του 6%, ενώ η UniCredit σημείωσε απώλειες άνω του 5%.
Με αφορμή την περίπτωση των ιταλικών τραπεζών ήρθε για ακόμη μία φορά στην επιφάνεια το πρόβλημα της επιβάρυνσης των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια.
Σύμφωνα με το «Bloomberg», στη ζώνη του ευρώ το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων ανέρχεται σε 5,7% του συνόλου σε σύγκριση με 1,4% στη Βρετανία και 1,5% στις ΗΠΑ. «Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος παραμένει ευάλωτος από πολλές πλευρές», συμπληρώνει το «Stratfor».
«Πολλές από τις αδυναμίες, όπως η ασθενής κερδοφορία (που πιέζεται έτι περαιτέρω από την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ που συμπιέζει τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών) και το "βουνό" των κόκκινων δανείων που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ (ή 9% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) αποτελούν κληρονομιά της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 - 2009».
Μετά και απ' αυτήν τη συνεχιζόμενη εικόνα, φαίνεται πως οι δυσκολίες στην οικονομία των Ευρωζώνης - ΕΕ μεγαλώνουν. Και αυτό επιδρά στις δυσκολίες ανάκαμψης και της οικονομίας της Ελλάδας.
Οσο και αν οι επιδιώξεις της διαμόρφωσης «συμμαχίας του Νότου» για βελτίωση του μείγματος πολιτικής διαχείρισης με ελαστικότητα απέναντι στους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας αρχίσουν να υλοποιούνται ώστε να χρηματοδοτήσουν τα κράτη καπιταλιστικές επενδύσεις, δε φαίνεται ζωηρό το φως στο τούνελ της ανάπτυξης.
Ο λαός μας λοιπόν να μην τσιμπήσει στις φρούδες προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση ότι θα ανασάνει, προκειμένου να υποταχθεί στην πολιτική του κεφαλαίου.
Να οργανώσει την αντεπίθεσή του, ανεξάρτητα αν θα υπάρξει καπιταλιστική ανάκαμψη, δυναμική ή όχι, αφού το μόνιμο τσάκισμα των δικαιωμάτων του είναι προϋπόθεση για τα κέρδη είτε σε κρίση είτε σε ανάπτυξη.
Στο δικό του αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό δρόμο να διεκδικεί κάλυψη των απωλειών του, ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών του.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου