ΠΕΜΠΤΗ 1-5-2014
Το τελευταίο διάστημα, ενόψει και της κατάθεσης στη Βουλή του νέου νόμου για την Ερευνα, τα σχετικά ζητήματα ανεβαίνουν σε ψηλή θέση στην ατζέντα των αστικών επιτελείων, που έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να κάνουν κάτι τέτοιο.
Βέβαια,
το δικό τους όραμα για «αναγέννηση» αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της
πλατιάς πλειοψηφίας του λαού και της νεολαίας, των νέων επιστημόνων.
Γιατί το ερώτημα που ζητά επιτακτικά απάντηση είναι:
Ανάπτυξη για τα μονοπώλια ή ανάπτυξη για το λαό και τις ανάγκες του;
Η διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την Ερευνα θεμελιώνεται πάνω σε αυτό το βάθρο.
Η κόκκινη γραμμή που το διαπερνά είναι η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της Ερευνας, η ακόμα πιο στενή διασύνδεσή της με τις επιχειρήσεις, που αποτελεί και βασική κατεύθυνση της ευρωενωσιακής στρατηγικής.
Σε αυτό, ως από κοινού θιασώτες του ευρωμονόδρομου, συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνουν, όπως προκύπτει και από τις τοποθετήσεις των καθ' ύλην αρμοδίων:
-- Σε δηλώσεις του1 ο υπουργός Παιδείας είπε χαρακτηριστικά: «Το
σημαντικότερο είναι ότι θέλουμε να διαμορφώσουμε (...) ένα θεσμικό
πλαίσιο ανάπτυξης διαδραστικών συνεργιών ανάμεσα στους ερευνητικούς
οργανισμούς από τη μια πλευρά, στα Ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
και στις παραγωγικές δυνάμεις της αγοράς από την άλλη. Ενα θεσμικό
πλαίσιο απαλλαγμένο από κάθε είδους περιορισμούς και προσαρμοσμένο στους
κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού ώστε να εναρμονίζεται με το
αντίστοιχο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο».
Το τελευταίο διάστημα, ενόψει και της κατάθεσης στη Βουλή του νέου νόμου για την Ερευνα, τα σχετικά ζητήματα ανεβαίνουν σε ψηλή θέση στην ατζέντα των αστικών επιτελείων, που έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να κάνουν κάτι τέτοιο.
Οπως είπε στις πρώτες του δηλώσεις και ο νέος πρόεδρος του
Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας, «η αναμόρφωση της Ερευνας
και της Τεχνολογίας είναι ένα μέρος του οράματος για την αναγέννηση της
χώρας και αν δεν μπορέσουμε να το πετύχουμε, δε θα πετύχει το όραμα για
την αναγέννηση της χώρας».
Ανάπτυξη και Ερευνα για ποιον;
Ανάπτυξη για τα μονοπώλια ή ανάπτυξη για το λαό και τις ανάγκες του;
Η διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την Ερευνα θεμελιώνεται πάνω σε αυτό το βάθρο.
Η κόκκινη γραμμή που το διαπερνά είναι η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της Ερευνας, η ακόμα πιο στενή διασύνδεσή της με τις επιχειρήσεις, που αποτελεί και βασική κατεύθυνση της ευρωενωσιακής στρατηγικής.
Σε αυτό, ως από κοινού θιασώτες του ευρωμονόδρομου, συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνουν, όπως προκύπτει και από τις τοποθετήσεις των καθ' ύλην αρμοδίων:
-- Στην... κριτική που άσκησε στο σχέδιο νόμου η υπεύθυνη του ΣΥΡΙΖΑ για την Ερευνα2, κινούμενη στην ίδια κατεύθυνση με τους παραπάνω, αναφέρει:
«Η περιορισμένη έρευνα που διεξάγεται στον ιδιωτικό τομέα και τα χαμηλά επίπεδα καινοτομίας είναι στοιχεία που έχουν να κάνουν με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας (...) Τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο καινοτόμος βιομηχανικός τομέας οφείλουν να έχουν ισόρροπο, διακριτό και συνεργατικό ρόλο». Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την Ερευνα, στο πλαίσιο της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», περιλαμβάνει «συνεταιριστικά σχήματα που να δίνουν διέξοδο στην επιχειρηματική δραστηριότητα νέων επιστημόνων» και στηρίζει τη «δημιουργία μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών έντασης γνώσης σε τομείς ειδικά όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα».
Γύρω από τα ζητήματα της Ερευνας είναι ευρέως διαδεδομένοι μια σειρά «μύθοι», που συντελούν στο να εγκλωβίζεται η σκέψη στη θεώρηση ως μονόδρομου της χειραγώγησης της Ερευνας από τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου.
Σε κάποιους τέτοιους «μύθους» θέλουμε να απαντήσουμε, αξιοποιώντας στοιχεία3 του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για τους «Δείκτες Ερευνας και Ανάπτυξης για δαπάνες και προσωπικό το 2011 στην Ελλάδα». Πρόκειται για τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθούν για αλλοίωση από... κομμουνιστικό δάκτυλο!
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι δραστηριότητες Ερευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) στην Ελλάδα χρηματοδοτούνται ως εξής:
Α) Είναι μύθος ότι η βασική πηγή χρηματοδότησης της Ερευνας στην Ελλάδα είναι η ΕΕ, αφού ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε τα χρήματα από το ΕΣΠΑ, μόλις το 20,85% των συνολικών δαπανών είναι από ευρωπαϊκά κονδύλια. Ακόμα κι αυτά, όμως, προέρχονται κατά κύριο από τη φοροαφαίμαξη του ελληνικού λαού και τη συμμετοχή της Ελλάδας στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Β) Είναι μύθος ότι οι επιχειρήσεις είναι ο φτωχός συγγενής της Ερευνας:
Το 33% της χρηματοδότησης προέρχεται από εκεί. Φυσικά, η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις αφορά πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας απ' ό,τι η συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση της Ερευνας.
Γ) Ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για «ισόρροπη συμμετοχή» κράτους, επιχειρήσεων και ΕΕ στις δαπάνες για Ε&Α έχει ήδη επιτευχθεί, από τις αστικές κυβερνήσεις από τις οποίες θέλει να παραλάβει τη σκυτάλη, με αποτέλεσμα την κατάσταση που επικρατεί σήμερα.
Οι
επιχειρήσεις όχι μόνο δεν είναι ο φτωχός συγγενής, αλλά τα στοιχεία
αποτυπώνουν βασικές πλευρές της υλοποίησης της αστικής στρατηγικής για
την Ερευνα στην Ελλάδα.
Το 34,9% (485,9 εκατ. ευρώ) του συνόλου των δαπανών για Ε&Α πραγματοποιείται στις επιχειρήσεις, το 40,2% στη λεγόμενη «τριτοβάθμια και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση», το 23,8% στους κρατικούς φορείς (ερευνητικά κέντρα και φορείς εποπτευόμενοι από υπουργεία και κυβερνητικές υπηρεσίες) και το 1% σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα.
Είναι, λοιπόν, μύθος ότι η Ερευνα στην Ελλάδα δεν είναι «εξωστρεφής», είναι ξεκομμένη από την «αγορά και την κοινωνία».
Από τα συνολικά 485,9 εκατ. ευρώ που δαπανώνται για Ε&Α στις επιχειρήσεις, τα 382,8 προέρχονται από ίδια κεφάλαια, τα 39,1 από το κράτος και 63 από το εξωτερικό.
Ακόμα, οι επιχειρήσεις δαπανούν 21,8 εκατ. ευρώ για δραστηριότητες Ε&Α στον κρατικό τομέα και 50,1 στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Αυτό είναι το υπόβαθρο του σχεδιασμού για ενίσχυση της συνεργασίας επιχειρήσεων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στον τομέα Ε&Α.
Τι επιχειρήσεις, όμως, δραστηριοποιούνται για την Ε&Α;
Η μερίδα του λέοντος (247,5 εκατ. ευρώ) αφορά επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους, 134,1 εκατ. ευρώ είναι σε επιχειρήσεις με έως 49 εργαζόμενους και 104,3 σε επιχειρήσεις με 50 - 249 εργαζόμενους.
Με δεδομένη τη διάρθρωση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, τα στοιχεία αυτά βοηθούν να κατανοηθεί καλύτερα ο στόχος για προώθηση της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων4 στην Ερευνα, που αποτελεί κοινό στόχο συγκυβέρνησης, ΣΥΡΙΖΑ και ΕΕ.
Τα
στοιχεία για τους τομείς που δραστηριοποιούνται αυτές οι επιχειρήσεις
απαντάνε και σε άλλους «μύθους» για το αν η Ερευνα είναι
προσανατολισμένη στις ανάγκες της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης ή σε άγονες
και ήσσονος σημασίας θεματικές περιοχές.
Στις υπηρεσίες5 είναι το 57,6% του συνόλου των δαπανών Ε&Α των επιχειρήσεων (ενδεικτικά: 102,5 εκατ. ευρώ στο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο, 66,7 σε τηλεπικοινωνίες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές), στη μεταποίηση το 39,2% (ενδεικτικά: 60,3 εκατ. ευρώ στο φάρμακο, 23,1 στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και σχετικών εξαρτημάτων, 16,9 στα τρόφιμα - ποτά) και σε άλλους τομείς το 3,2%.
Η στενή αλληλοσύνδεση των ερευνητικών προτεραιοτήτων με την εξέλιξη του σχεδιασμού για την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας είναι πρόδηλη.
Ενας άλλος «μύθος» εμφανίζει ως παθογένεια του ελληνικού ερευνητικού συστήματος την έμφαση στη λεγόμενη βασική έρευνα.
Ομως, μόλις το 29,7% των δαπανών συνολικά από το κράτος, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις αφορά τη βασική έρευνα, ενώ το υπόλοιπο 70,3% αφορά την εφαρμοσμένη έρευνα (41%) και την πειραματική ανάπτυξη (29,3%).
Το βάρος για τη βασική έρευνα, που αποτελεί και υπόβαθρο για μελλοντικές εφαρμογές, σηκώνουν κατά κύριο λόγο (92,5%) ο κρατικός τομέας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στην εφαρμοσμένη έρευνα, οι ίδιοι τομείς συνεισφέρουν κατά 65,4%, ενώ στην πειραματική ανάπτυξη τα ηνία παίρνουν απευθείας οι επιχειρήσεις (65,7%).
Τα
στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο σχεδιασμός για ακόμα βαθύτερη διασύνδεση
των επιχειρηματικών ομίλων με την ερευνητική παραγωγή δεν ξεκινά από το
μηδέν.
Οι στόχοι που υπηρετεί και ο νέος νόμος αποτελούν κρίκο σε μια αλυσίδα πλήρως εναρμονισμένη με τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Στο χώρο της Ερευνας προωθούνται η παραπέρα συγκέντρωση και ο έλεγχος στο επίπεδο των ερευνητικών φορέων, αλλά και του ερευνητικού δυναμικού, με ταυτόχρονη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού για την αποτελεσματικότερη προς τους σκοπούς τους συνεργασία πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων.
Για το ΚΚΕ είναι επιβεβλημένη η απόρριψη συνολικά της αστικής στρατηγικής και του προσανατολισμού της ΕΕ για την Ερευνα.
Χρειάζεται να μπει άλλη πυξίδα στην ανάπτυξη της Ερευνας, που να δένεται με τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που έχει ανάγκη ο λαός μας.
Είναι απαίτηση των καιρών όσοι εγκλωβίζονται στα δεσμά της επιχειρηματικής λειτουργίας και θέλουν να απελευθερώσουν τις δυνατότητες της ερευνητικής δουλειάς, ιδιαίτερα οι νέοι ερευνητές και ερευνήτριες, να συναντηθούν με το ταξικό εργατικό κίνημα, να συνδράμουν την αναγκαιότητα της Λαϊκής Συμμαχίας, να συμπορευτούν με το ΚΚΕ, να το ενισχύσουν παντού, με ενιαίο κριτήριο τοποθέτησης και ψήφου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Στην παρουσίαση της νέας σύνθεσης του ΕΣΕΤ στις 5/3/2014.
2. «Αυγή», 19/1/2014.
3. Τα στοιχεία παρατίθενται με δεδομένες τις ενστάσεις μας για ζητήματα που αφορούν ορισμούς και κατηγοριοποιήσεις της αστικής στατιστικής (π.χ. βασική και μη έρευνα, κατάταξη κλάδων οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.).
4. Η ΕΕ ορίζει ως μεσαία την επιχείρηση που απασχολεί μέχρι 250 εργαζόμενους, με κύκλο εργασιών μέχρι 50 εκατ. ευρώ ή συνολικό ετήσιο ισολογισμό μέχρι 43 εκατ. ευρώ και ως μικρή την επιχείρηση μέχρι 50 εργαζομένους και κύκλο εργασιών ή συνολικό ετήσιο ισολογισμό μέχρι 10 εκατ. ευρώ.
5. Η αστική στατιστική κατατάσσει εσφαλμένα στις υπηρεσίες τους βιομηχανικούς κλάδους της τηλεπικοινωνίας και των μεταφορών.
«Η περιορισμένη έρευνα που διεξάγεται στον ιδιωτικό τομέα και τα χαμηλά επίπεδα καινοτομίας είναι στοιχεία που έχουν να κάνουν με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας (...) Τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο καινοτόμος βιομηχανικός τομέας οφείλουν να έχουν ισόρροπο, διακριτό και συνεργατικό ρόλο». Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την Ερευνα, στο πλαίσιο της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», περιλαμβάνει «συνεταιριστικά σχήματα που να δίνουν διέξοδο στην επιχειρηματική δραστηριότητα νέων επιστημόνων» και στηρίζει τη «δημιουργία μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών έντασης γνώσης σε τομείς ειδικά όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα».
Γύρω από τα ζητήματα της Ερευνας είναι ευρέως διαδεδομένοι μια σειρά «μύθοι», που συντελούν στο να εγκλωβίζεται η σκέψη στη θεώρηση ως μονόδρομου της χειραγώγησης της Ερευνας από τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου.
Σε κάποιους τέτοιους «μύθους» θέλουμε να απαντήσουμε, αξιοποιώντας στοιχεία3 του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για τους «Δείκτες Ερευνας και Ανάπτυξης για δαπάνες και προσωπικό το 2011 στην Ελλάδα». Πρόκειται για τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθούν για αλλοίωση από... κομμουνιστικό δάκτυλο!
Μύθοι γύρω από τη χρηματοδότηση
- Από το κράτος: 685 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων 124,8 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ).
- Από επιχειρήσεις: 455,5 εκατ. ευρώ.
- Από άλλες εθνικές πηγές (κυρίως ίδιοι πόροι ΑΕΙ και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα): 45,5 εκατ. ευρώ.
- Από την ΕΕ: 165,3 εκατ. ευρώ.
- Από εξωτερικό (πλην ΕΕ): 39,9 εκατ. ευρώ.
Α) Είναι μύθος ότι η βασική πηγή χρηματοδότησης της Ερευνας στην Ελλάδα είναι η ΕΕ, αφού ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε τα χρήματα από το ΕΣΠΑ, μόλις το 20,85% των συνολικών δαπανών είναι από ευρωπαϊκά κονδύλια. Ακόμα κι αυτά, όμως, προέρχονται κατά κύριο από τη φοροαφαίμαξη του ελληνικού λαού και τη συμμετοχή της Ελλάδας στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Β) Είναι μύθος ότι οι επιχειρήσεις είναι ο φτωχός συγγενής της Ερευνας:
Το 33% της χρηματοδότησης προέρχεται από εκεί. Φυσικά, η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις αφορά πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας απ' ό,τι η συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση της Ερευνας.
Γ) Ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για «ισόρροπη συμμετοχή» κράτους, επιχειρήσεων και ΕΕ στις δαπάνες για Ε&Α έχει ήδη επιτευχθεί, από τις αστικές κυβερνήσεις από τις οποίες θέλει να παραλάβει τη σκυτάλη, με αποτέλεσμα την κατάσταση που επικρατεί σήμερα.
Μερικοί ακόμα μύθοι για τις επιχειρήσεις
Το 34,9% (485,9 εκατ. ευρώ) του συνόλου των δαπανών για Ε&Α πραγματοποιείται στις επιχειρήσεις, το 40,2% στη λεγόμενη «τριτοβάθμια και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση», το 23,8% στους κρατικούς φορείς (ερευνητικά κέντρα και φορείς εποπτευόμενοι από υπουργεία και κυβερνητικές υπηρεσίες) και το 1% σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα.
Είναι, λοιπόν, μύθος ότι η Ερευνα στην Ελλάδα δεν είναι «εξωστρεφής», είναι ξεκομμένη από την «αγορά και την κοινωνία».
Από τα συνολικά 485,9 εκατ. ευρώ που δαπανώνται για Ε&Α στις επιχειρήσεις, τα 382,8 προέρχονται από ίδια κεφάλαια, τα 39,1 από το κράτος και 63 από το εξωτερικό.
Ακόμα, οι επιχειρήσεις δαπανούν 21,8 εκατ. ευρώ για δραστηριότητες Ε&Α στον κρατικό τομέα και 50,1 στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Αυτό είναι το υπόβαθρο του σχεδιασμού για ενίσχυση της συνεργασίας επιχειρήσεων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στον τομέα Ε&Α.
Τι επιχειρήσεις, όμως, δραστηριοποιούνται για την Ε&Α;
Η μερίδα του λέοντος (247,5 εκατ. ευρώ) αφορά επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους, 134,1 εκατ. ευρώ είναι σε επιχειρήσεις με έως 49 εργαζόμενους και 104,3 σε επιχειρήσεις με 50 - 249 εργαζόμενους.
Με δεδομένη τη διάρθρωση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, τα στοιχεία αυτά βοηθούν να κατανοηθεί καλύτερα ο στόχος για προώθηση της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων4 στην Ερευνα, που αποτελεί κοινό στόχο συγκυβέρνησης, ΣΥΡΙΖΑ και ΕΕ.
Μύθοι για τα επιστημονικά πεδία στα οποία διεξάγεται έρευνα
Στις υπηρεσίες5 είναι το 57,6% του συνόλου των δαπανών Ε&Α των επιχειρήσεων (ενδεικτικά: 102,5 εκατ. ευρώ στο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο, 66,7 σε τηλεπικοινωνίες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές), στη μεταποίηση το 39,2% (ενδεικτικά: 60,3 εκατ. ευρώ στο φάρμακο, 23,1 στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και σχετικών εξαρτημάτων, 16,9 στα τρόφιμα - ποτά) και σε άλλους τομείς το 3,2%.
Η στενή αλληλοσύνδεση των ερευνητικών προτεραιοτήτων με την εξέλιξη του σχεδιασμού για την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας είναι πρόδηλη.
Ενας άλλος «μύθος» εμφανίζει ως παθογένεια του ελληνικού ερευνητικού συστήματος την έμφαση στη λεγόμενη βασική έρευνα.
Ομως, μόλις το 29,7% των δαπανών συνολικά από το κράτος, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις αφορά τη βασική έρευνα, ενώ το υπόλοιπο 70,3% αφορά την εφαρμοσμένη έρευνα (41%) και την πειραματική ανάπτυξη (29,3%).
Το βάρος για τη βασική έρευνα, που αποτελεί και υπόβαθρο για μελλοντικές εφαρμογές, σηκώνουν κατά κύριο λόγο (92,5%) ο κρατικός τομέας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στην εφαρμοσμένη έρευνα, οι ίδιοι τομείς συνεισφέρουν κατά 65,4%, ενώ στην πειραματική ανάπτυξη τα ηνία παίρνουν απευθείας οι επιχειρήσεις (65,7%).
Από τους μύθους στην πραγματικότητα
Οι στόχοι που υπηρετεί και ο νέος νόμος αποτελούν κρίκο σε μια αλυσίδα πλήρως εναρμονισμένη με τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Στο χώρο της Ερευνας προωθούνται η παραπέρα συγκέντρωση και ο έλεγχος στο επίπεδο των ερευνητικών φορέων, αλλά και του ερευνητικού δυναμικού, με ταυτόχρονη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού για την αποτελεσματικότερη προς τους σκοπούς τους συνεργασία πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων.
Για το ΚΚΕ είναι επιβεβλημένη η απόρριψη συνολικά της αστικής στρατηγικής και του προσανατολισμού της ΕΕ για την Ερευνα.
Χρειάζεται να μπει άλλη πυξίδα στην ανάπτυξη της Ερευνας, που να δένεται με τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που έχει ανάγκη ο λαός μας.
Είναι απαίτηση των καιρών όσοι εγκλωβίζονται στα δεσμά της επιχειρηματικής λειτουργίας και θέλουν να απελευθερώσουν τις δυνατότητες της ερευνητικής δουλειάς, ιδιαίτερα οι νέοι ερευνητές και ερευνήτριες, να συναντηθούν με το ταξικό εργατικό κίνημα, να συνδράμουν την αναγκαιότητα της Λαϊκής Συμμαχίας, να συμπορευτούν με το ΚΚΕ, να το ενισχύσουν παντού, με ενιαίο κριτήριο τοποθέτησης και ψήφου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Στην παρουσίαση της νέας σύνθεσης του ΕΣΕΤ στις 5/3/2014.
2. «Αυγή», 19/1/2014.
3. Τα στοιχεία παρατίθενται με δεδομένες τις ενστάσεις μας για ζητήματα που αφορούν ορισμούς και κατηγοριοποιήσεις της αστικής στατιστικής (π.χ. βασική και μη έρευνα, κατάταξη κλάδων οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.).
4. Η ΕΕ ορίζει ως μεσαία την επιχείρηση που απασχολεί μέχρι 250 εργαζόμενους, με κύκλο εργασιών μέχρι 50 εκατ. ευρώ ή συνολικό ετήσιο ισολογισμό μέχρι 43 εκατ. ευρώ και ως μικρή την επιχείρηση μέχρι 50 εργαζομένους και κύκλο εργασιών ή συνολικό ετήσιο ισολογισμό μέχρι 10 εκατ. ευρώ.
5. Η αστική στατιστική κατατάσσει εσφαλμένα στις υπηρεσίες τους βιομηχανικούς κλάδους της τηλεπικοινωνίας και των μεταφορών.
Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ- ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου