ΚΥΡΙΑΚΗ 18-5-2014
Σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία της «αξιολόγησης» στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως προβλέπεται από το νόμο 4250/2014. Με το νέο σύστημα της «αξιολόγησης», καθιερώνονται τρία διαβαθμισμένα κλιμάκια δημοσίων υπαλλήλων. Σε καθένα από αυτά κατατάσσεται υποχρεωτικά ένα συγκεκριμένο ποσοστό υπαλλήλων.
Ο νόμος (άρθρο 20) ορίζει ότι:
«1. Τα ανώτατα ποσοστά υπαλλήλων που είναι δυνατόν να βαθμολογούνται με την κλίμακα βαθμών του άρθρου 8 καθορίζονται ως εξής:
α. Με τους βαθμούς 9 έως 10 βαθμολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων.
β. Με τους βαθμούς 7 έως 8 βαθμολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων.
γ. Με τους βαθμούς 1 έως 6 βαθμολογείται το 15% των υπαλλήλων».
Για τους υπαλλήλους που θα ενταχθούν στην κατηγορία του 15% και θα βαθμολογηθούν στην κλίμακα 1 έως 6, ανοίγει ο δρόμος για την απόλυσή τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να σημάνει και κλείσιμο - παράδοση της υπηρεσίας στους ιδιώτες.
Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το 15% μπορεί να αυξηθεί, καθώς ο νόμος προβλέπει ότι:
«Οπου κατά τη βαθμολόγηση δεν εξαντληθεί το ανώτατο επιτρεπόμενο κατά κλίμακα ποσοστό, το υπόλοιπο μέρος που δεν χρησιμοποιήθηκε, προσαυξάνει το ποσοστό της αμέσως κατώτερης κλίμακας βαθμολόγησης» (άρθρο 20).
Για παράδειγμα, αν σε μια υπηρεσία βαθμολογηθούν με 7 έως 8 το 50% και όχι το 60%, τότε το υπόλοιπο 10% πάντα θα πηγαίνει στην κατώτερη κατηγορία, στο 15%, και ποτέ στην ανώτερη, στο 25%.
Σημαντικό στοιχείο είναι επίσης ότι η «αξιολόγηση» είναι συγκριτική.
Στην τοποθέτησή του στη Βουλή, στις 12 Μάρτη 2014, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, είπε επί λέξει:
«Αυτό το οποίο εισάγουμε, είναι η έννοια της συγκριτικής αξιολόγησης. Υποχρεώνουμε, δηλαδή, τους αξιολογητές να κατατάξουν τους υπαλλήλους σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την απόδοσή τους».
Δηλαδή, το σύστημα βαθμολογεί τους υπαλλήλους όχι μόνο ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά συγκρίνοντας τον ένα με τον άλλον. Είναι, με άλλα λόγια, ένα σύστημα που καλλιεργεί τον ανταγωνισμό, δημιουργεί συνθήκες διαίρεσης των εργαζομένων, προάγει το χαφιεδισμό.
Της «αξιολόγησης» προηγείται ο επιμερισμός των ποσοστών. Σε κάθε Γενική Διεύθυνση υπάγονται κάποιες οργανικές μονάδες, κάποιες υπηρεσίες. Η Γενική Διεύθυνση αποφασίζει πώς θα επιμεριστούν τα προαναφερόμενα κλιμάκια. Για παράδειγμα, μια Γενική Διεύθυνση που έχει τρεις οργανικές μονάδες μπορεί να αποφασίσει ότι το 15% των υπαλλήλων που θα βαθμολογηθούν 1 έως 6 θα προέρχονται μόνο από τη μία οργανική μονάδα και όχι από τις τρεις.
Ενα από τα κριτήρια για να ληφθεί αυτή η απόφαση είναι:
«Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής» (άρθρο 20).
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αν η εκάστοτε κυβέρνηση αποφασίσει ότι θέλει να καταργήσει ή και να ιδιωτικοποιήσει μια υπηρεσία, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η «αξιολόγηση» για τη συρρίκνωση του προσωπικού της.
Η διαδικασία της «αξιολόγησης» θα εφαρμόζεται κάθε χρόνο. Μέχρι το Γενάρη πρέπει να γίνεται ο επιμερισμός των ποσοστών και μέχρι το Μάρτη πρέπει να ολοκληρώνεται η «αξιολόγηση» των δημοσίων υπαλλήλων.
Η
προπαγάνδα της κυβέρνησης προσπαθεί να παρουσιάσει την «αξιολόγηση» ως
ένα μέσο που θα βελτιώσει τη λειτουργία του κράτους, προς όφελος του
λαού, θα κάνει ταχύτερη και καλύτερη την εξυπηρέτησή του. Στην
πραγματικότητα, το μέτρο της «αξιολόγησης» είναι μέρος μιας ευρύτερης
μεταρρύθμισης, που στόχο έχει να κάνει το κράτος πιο «λειτουργικό» για
τα μονοπώλια, από κάθε άποψη.
Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει και η Εθνική Στρατηγική για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση 2014 - 2016, που πρόσφατα παρουσίασε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Σε αυτό το κείμενο, περιγράφεται ως εξής ο ρόλος στον οποίο καλείται να προσαρμοστεί καλύτερα το κράτος:
«Οικονομία & ανάπτυξη: (...) Ο ρόλος της διοίκησης συνίσταται στη στήριξη της ανάπτυξης και στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, της διατήρησης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της διασφάλισης της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου.
Κοινωνικό περιβάλλον: (...) Ο ρόλος της διοίκησης συνίσταται στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής προστασίας μέσω της εφαρμογής αποτελεσματικών κοινωνικών πολιτικών με καλύτερη στόχευση και ικανότητα ανταπόκρισης στις πραγματικές ανάγκες».
Σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρεται ότι:
«Ζητούμενο είναι (...) η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη διοικητική μεταρρύθμιση, η οποία θα αποτυπώνεται με ενάργεια και σαφήνεια στο σχεδιασμό για την επόμενη προγραμματική περίοδο (2014 - 2020) και θα είναι άμεσα ευθυγραμμισμένη με τη δεκαετή αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης "Ευρώπη 2020"».
Τι προκύπτει από τα παραπάνω;
Οτι η Δημόσια Διοίκηση και επομένως οι δημόσιοι υπάλληλοι καλούνται να υπηρετήσουν τις κεντρικές κατευθύνσεις που διαμορφώνουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη, για ανάπτυξη προς όφελος του κεφαλαίου.
Από το πόσο αποτελεσματικοί θα είναι σ' αυτό, θα κρίνονται και στην «αξιολόγηση».
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η παραπέρα συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, επακόλουθο της οποίας είναι οι απολύσεις.
Το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής είναι και εδώ αποκαλυπτικό:
«Την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη εκτεταμένη προσπάθεια εξορθολογισμού του αριθμού των δομών της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης (...) Είναι ξεκάθαρη και η πρόθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης να περιορίσει περαιτέρω το εύρος παρέμβασης του δημόσιου τομέα (είτε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, είτε μέσω εκχώρησης αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών προς τον ιδιωτικό τομέα, τον τρίτο τομέα ή σε μεικτά σχήματα)».
Η λεγόμενη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση αυτή.
Εργαλεία
για την επίτευξη των στόχων αυτών, εκτός από την «αξιολόγηση» των
δημοσίων υπαλλήλων, είναι το νέο μισθολόγιο (το έχουν εξαγγείλει για το
Σεπτέμβρη) και η σύνδεσή του με την «αξιολόγηση», η «αξιολόγηση των μη
μισθολογικών παροχών», η δημιουργία νέου, μόνιμου μηχανισμού
κινητικότητας, με την «καθιέρωση του θεσμού της εσωτερικής αγοράς», ο
«εξορθολογισμός των κλάδων», η «αναδιοργάνωση των ελεγκτικών σωμάτων», η
δημιουργία και ενίσχυση υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου, η «απλοποίηση των
πειθαρχικών διαδικασιών», ο επανέλεγχος των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Δίπλα στην «αξιολόγηση» υπάρχει επίσης το νέο πειθαρχικό δίκαιο, με βάση το οποίο αρκεί και μόνο μια καταγγελία για να τεθεί ο υπάλληλος σε αυτοδίκαιη αργία (χωρίς δηλαδή να εξεταστεί αν ευσταθεί η καταγγελία). Λόγος καταγγελίας μπορεί να είναι ακόμα και η ανάρμοστη συμπεριφορά εντός και εκτός υπηρεσίας, λόγος που σκόπιμα διατυπώνεται με ασάφεια, ώστε να περιλαμβάνει και όσους εργαζόμενους αγωνίζονται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.
Στο άμεσο μέλλον, η «αξιολόγηση» θα αποτελέσει το «νομιμοποιητικό» μέσο για τις νέες απολύσεις, αφού η χαμηλή «αξιολόγηση» μπορεί να οδηγήσει και στην «απομάκρυνση σε περίπτωση εξαιρετικά μειωμένης απόδοσης» (από το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής). Μακροπρόθεσμα, ενισχύει τους μηχανισμούς εκφοβισμού και χειραγώγησης των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να μην αντιδρούν και να μην αγωνίζονται ενάντια στις αντιλαϊκές πολιτικές που θα κληθούν να υπηρετήσουν από το πόστο τους, ή και σε αυτές που εφαρμόζονται στους ίδιους (μείωση μισθών, κινητικότητα κ.ά.).
Οι «Μεσοπρόθεσμες δράσεις», σημειώνεται στην Εθνική Στρατηγική, επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, «στην εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και στην ενδυνάμωση των μηχανισμών ελέγχου και εσωτερικής οργάνωσης της διοίκησης». Ετσι, με το βούρδουλα της «αξιολόγησης», «θα ενισχυθεί η αφοσίωση των υπαλλήλων και το αίσθημα του καθήκοντος».
Από
τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως ο αγώνας απέναντι στην «αξιολόγηση»
είναι μια σκληρή και σύνθετη υπόθεση. Η αντίθεση των εργαζομένων
χρειάζεται να εκφραστεί με συλλογικές, μαζικές διαδικασίες. Ο αγώνας δεν
μπορεί να δοθεί αποσπασματικά, ούτε κατά περίπτωση. Πρέπει να
κατανοηθεί ότι είναι υπόθεση όλων των εργαζομένων, σε δημόσιο και
ιδιωτικό τομέα.
Είναι όμως υπόθεση και των λαϊκών στρωμάτων, που πλήττονται από την ίδια πολιτική. Γιατί η «αξιολόγηση» σημαίνει απολύσεις και συρρίκνωση, χειροτέρευση ή κατάργηση υπηρεσιών, σημαίνει ιδιωτικοποιήσεις, σημαίνει παραπέρα εμπορευματοποίηση της Υγείας και της Παιδείας.
Οι εργαζόμενοι, με μαζικές, συλλογικές διαδικασίες, πρέπει να απαιτήσουν να καταργηθεί ο νόμος 4250/14, να μην εφαρμοστεί στην πράξη η ποσόστωση που επιβάλλει.
Να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες συλλογικών αντιδράσεων.
Να πρωτοστατήσουν ώστε οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων τους για αποχή από τη διαδικασία της «αξιολόγησης» (αξιολογητών και αξιολογούμενων) να υλοποιηθούν με μαζικό τρόπο.
Σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία της «αξιολόγησης» στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως προβλέπεται από το νόμο 4250/2014. Με το νέο σύστημα της «αξιολόγησης», καθιερώνονται τρία διαβαθμισμένα κλιμάκια δημοσίων υπαλλήλων. Σε καθένα από αυτά κατατάσσεται υποχρεωτικά ένα συγκεκριμένο ποσοστό υπαλλήλων.
Ο νόμος (άρθρο 20) ορίζει ότι:
«1. Τα ανώτατα ποσοστά υπαλλήλων που είναι δυνατόν να βαθμολογούνται με την κλίμακα βαθμών του άρθρου 8 καθορίζονται ως εξής:
α. Με τους βαθμούς 9 έως 10 βαθμολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων.
β. Με τους βαθμούς 7 έως 8 βαθμολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων.
γ. Με τους βαθμούς 1 έως 6 βαθμολογείται το 15% των υπαλλήλων».
Για τους υπαλλήλους που θα ενταχθούν στην κατηγορία του 15% και θα βαθμολογηθούν στην κλίμακα 1 έως 6, ανοίγει ο δρόμος για την απόλυσή τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να σημάνει και κλείσιμο - παράδοση της υπηρεσίας στους ιδιώτες.
Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το 15% μπορεί να αυξηθεί, καθώς ο νόμος προβλέπει ότι:
«Οπου κατά τη βαθμολόγηση δεν εξαντληθεί το ανώτατο επιτρεπόμενο κατά κλίμακα ποσοστό, το υπόλοιπο μέρος που δεν χρησιμοποιήθηκε, προσαυξάνει το ποσοστό της αμέσως κατώτερης κλίμακας βαθμολόγησης» (άρθρο 20).
Για παράδειγμα, αν σε μια υπηρεσία βαθμολογηθούν με 7 έως 8 το 50% και όχι το 60%, τότε το υπόλοιπο 10% πάντα θα πηγαίνει στην κατώτερη κατηγορία, στο 15%, και ποτέ στην ανώτερη, στο 25%.
Ανταγωνισμός και χαφιεδισμός
Στην τοποθέτησή του στη Βουλή, στις 12 Μάρτη 2014, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, είπε επί λέξει:
«Αυτό το οποίο εισάγουμε, είναι η έννοια της συγκριτικής αξιολόγησης. Υποχρεώνουμε, δηλαδή, τους αξιολογητές να κατατάξουν τους υπαλλήλους σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την απόδοσή τους».
Δηλαδή, το σύστημα βαθμολογεί τους υπαλλήλους όχι μόνο ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά συγκρίνοντας τον ένα με τον άλλον. Είναι, με άλλα λόγια, ένα σύστημα που καλλιεργεί τον ανταγωνισμό, δημιουργεί συνθήκες διαίρεσης των εργαζομένων, προάγει το χαφιεδισμό.
Της «αξιολόγησης» προηγείται ο επιμερισμός των ποσοστών. Σε κάθε Γενική Διεύθυνση υπάγονται κάποιες οργανικές μονάδες, κάποιες υπηρεσίες. Η Γενική Διεύθυνση αποφασίζει πώς θα επιμεριστούν τα προαναφερόμενα κλιμάκια. Για παράδειγμα, μια Γενική Διεύθυνση που έχει τρεις οργανικές μονάδες μπορεί να αποφασίσει ότι το 15% των υπαλλήλων που θα βαθμολογηθούν 1 έως 6 θα προέρχονται μόνο από τη μία οργανική μονάδα και όχι από τις τρεις.
Ενα από τα κριτήρια για να ληφθεί αυτή η απόφαση είναι:
«Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής» (άρθρο 20).
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αν η εκάστοτε κυβέρνηση αποφασίσει ότι θέλει να καταργήσει ή και να ιδιωτικοποιήσει μια υπηρεσία, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η «αξιολόγηση» για τη συρρίκνωση του προσωπικού της.
Η διαδικασία της «αξιολόγησης» θα εφαρμόζεται κάθε χρόνο. Μέχρι το Γενάρη πρέπει να γίνεται ο επιμερισμός των ποσοστών και μέχρι το Μάρτη πρέπει να ολοκληρώνεται η «αξιολόγηση» των δημοσίων υπαλλήλων.
Τι υπηρετεί η «αξιολόγηση»
Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει και η Εθνική Στρατηγική για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση 2014 - 2016, που πρόσφατα παρουσίασε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Σε αυτό το κείμενο, περιγράφεται ως εξής ο ρόλος στον οποίο καλείται να προσαρμοστεί καλύτερα το κράτος:
«Οικονομία & ανάπτυξη: (...) Ο ρόλος της διοίκησης συνίσταται στη στήριξη της ανάπτυξης και στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, της διατήρησης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της διασφάλισης της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου.
Κοινωνικό περιβάλλον: (...) Ο ρόλος της διοίκησης συνίσταται στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής προστασίας μέσω της εφαρμογής αποτελεσματικών κοινωνικών πολιτικών με καλύτερη στόχευση και ικανότητα ανταπόκρισης στις πραγματικές ανάγκες».
Σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρεται ότι:
«Ζητούμενο είναι (...) η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη διοικητική μεταρρύθμιση, η οποία θα αποτυπώνεται με ενάργεια και σαφήνεια στο σχεδιασμό για την επόμενη προγραμματική περίοδο (2014 - 2020) και θα είναι άμεσα ευθυγραμμισμένη με τη δεκαετή αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης "Ευρώπη 2020"».
Τι προκύπτει από τα παραπάνω;
Οτι η Δημόσια Διοίκηση και επομένως οι δημόσιοι υπάλληλοι καλούνται να υπηρετήσουν τις κεντρικές κατευθύνσεις που διαμορφώνουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη, για ανάπτυξη προς όφελος του κεφαλαίου.
Από το πόσο αποτελεσματικοί θα είναι σ' αυτό, θα κρίνονται και στην «αξιολόγηση».
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η παραπέρα συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, επακόλουθο της οποίας είναι οι απολύσεις.
Το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής είναι και εδώ αποκαλυπτικό:
«Την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη εκτεταμένη προσπάθεια εξορθολογισμού του αριθμού των δομών της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης (...) Είναι ξεκάθαρη και η πρόθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης να περιορίσει περαιτέρω το εύρος παρέμβασης του δημόσιου τομέα (είτε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, είτε μέσω εκχώρησης αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών προς τον ιδιωτικό τομέα, τον τρίτο τομέα ή σε μεικτά σχήματα)».
Η λεγόμενη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ συμβάλλει καθοριστικά στην κατεύθυνση αυτή.
Μέσο πειθαρχίας και τρομοκράτησης
Δίπλα στην «αξιολόγηση» υπάρχει επίσης το νέο πειθαρχικό δίκαιο, με βάση το οποίο αρκεί και μόνο μια καταγγελία για να τεθεί ο υπάλληλος σε αυτοδίκαιη αργία (χωρίς δηλαδή να εξεταστεί αν ευσταθεί η καταγγελία). Λόγος καταγγελίας μπορεί να είναι ακόμα και η ανάρμοστη συμπεριφορά εντός και εκτός υπηρεσίας, λόγος που σκόπιμα διατυπώνεται με ασάφεια, ώστε να περιλαμβάνει και όσους εργαζόμενους αγωνίζονται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.
Στο άμεσο μέλλον, η «αξιολόγηση» θα αποτελέσει το «νομιμοποιητικό» μέσο για τις νέες απολύσεις, αφού η χαμηλή «αξιολόγηση» μπορεί να οδηγήσει και στην «απομάκρυνση σε περίπτωση εξαιρετικά μειωμένης απόδοσης» (από το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής). Μακροπρόθεσμα, ενισχύει τους μηχανισμούς εκφοβισμού και χειραγώγησης των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να μην αντιδρούν και να μην αγωνίζονται ενάντια στις αντιλαϊκές πολιτικές που θα κληθούν να υπηρετήσουν από το πόστο τους, ή και σε αυτές που εφαρμόζονται στους ίδιους (μείωση μισθών, κινητικότητα κ.ά.).
Οι «Μεσοπρόθεσμες δράσεις», σημειώνεται στην Εθνική Στρατηγική, επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, «στην εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και στην ενδυνάμωση των μηχανισμών ελέγχου και εσωτερικής οργάνωσης της διοίκησης». Ετσι, με το βούρδουλα της «αξιολόγησης», «θα ενισχυθεί η αφοσίωση των υπαλλήλων και το αίσθημα του καθήκοντος».
Απαιτείται συλλογικός, μαζικός αγώνας
Είναι όμως υπόθεση και των λαϊκών στρωμάτων, που πλήττονται από την ίδια πολιτική. Γιατί η «αξιολόγηση» σημαίνει απολύσεις και συρρίκνωση, χειροτέρευση ή κατάργηση υπηρεσιών, σημαίνει ιδιωτικοποιήσεις, σημαίνει παραπέρα εμπορευματοποίηση της Υγείας και της Παιδείας.
Οι εργαζόμενοι, με μαζικές, συλλογικές διαδικασίες, πρέπει να απαιτήσουν να καταργηθεί ο νόμος 4250/14, να μην εφαρμοστεί στην πράξη η ποσόστωση που επιβάλλει.
Να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες συλλογικών αντιδράσεων.
Να πρωτοστατήσουν ώστε οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων τους για αποχή από τη διαδικασία της «αξιολόγησης» (αξιολογητών και αξιολογούμενων) να υλοποιηθούν με μαζικό τρόπο.
Χ. Μ.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου