Το νέο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ συγκεντρώνει και επαναδιατυπώνει νομοθετικές ρυθμίσεις όλων των τελευταίων κυβερνήσεων, προσθέτοντας και νέα στοιχεία που επιταχύνουν την εμπορευματοποίηση των Ιδρυμάτων.
Δηλαδή, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης σκιαγραφεί σχετικώς ολοκληρωμένα το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο που χτίζεται εδώ και χρόνια, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Το νομοσχέδιο αφήνει έντονο αποτύπωμα στη ζωή, στην καθημερινότητα και στην εργασία των διδασκόντων στα ΑΕΙ. Κάποιες σχετικές πλευρές του νομοσχεδίου αναλύονται παρακάτω, όπως για την εξέλιξη, την εντατικοποίηση και την «ευελιξία» στην εργασία, στη διδασκαλία και στην έρευνα των μελών ΔΕΠ.
1) Οι διδάσκοντες θα προάγονται μέσω ενός συστήματος εξελίξεων με «διευθυντική» λογική, όπου τα εκλεκτορικά και τα γνωστικά αντικείμενα θα αποφασίζονται ή θα επικυρώνονται από τον κοσμήτορα ή τον πρύτανη (άρθρα 145 και 146). Ο έλεγχος νομιμότητας πραγματοποιείται από το Συμβούλιο Διοίκησης (άρθρο 150).
Δίνεται τελικά η δυνατότητα μονιμοποίησης στους επίκουρους καθηγητές, μετά τις εκτεταμένες αντιδράσεις στα Ιδρύματα για την προηγούμενη έκδοση του νομοσχεδίου, που την είχε αφαιρέσει (άρθρο 140).
Η εξέλιξη στη βαθμίδα του καθηγητή απαιτεί την ολοκλήρωση μίας διδακτορικής διατριβής και τη συμμετοχή σε δύο τουλάχιστον τριμελείς συμβουλευτικές επιτροπές διδακτορικών διατριβών. Τα κριτήρια των εξελίξεων θα περιλαμβάνουν αυτά με ξεκάθαρα «αγοραίο» χαρακτήρα, όπως η συμμετοχή σε εταιρείες spin-offs ή σε πατέντες (άρθρο 143).
2) Προωθείται η εντατικοποίηση και η «ευελιξία» της εργασίας των διδασκόντων. Συνεχίζεται η προκήρυξη νέων θέσεων «με το σταγονόμετρο», για παράδειγμα λόγω του πλαφόν που εφαρμόζεται στους νέους διορισμούς μελών ΔΕΠ (άρθρο 138), ενώ δεν προβλέπεται κανένας προγραμματισμός προσλήψεων για τους διοικητικούς υπαλλήλους.
Οι μόνιμοι διδάσκοντες αντικαθίστανται βαθμιαία από συμβασιούχους, εφαρμόζοντας μια πανσπερμία σχέσεων εργασίας, η οποία πιέζει τις συνθήκες εργασίας όλων προς τα κάτω. Τις υπάρχουσες κατηγορίες διδασκόντων συμπληρώνουν αρκετές νέες «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις. Για παράδειγμα, το άρθρο για το «αμοιβολόγιο» καταγράφει 13 διαφορετικές κατηγορίες διδασκόντων (άρθρο 126).
Θα εφαρμόζονται μόνιμα «σχέδια Αθηνά» με τον «μπαμπούλα» της ΕΘΑΑΕ, όπου Τμήματα θα ανοιγοκλείνουν, θα μεταφέρονται σε άλλες πόλεις ή θα συγχωνεύονται, ανάλογα με τις καιροσκοπικές ανάγκες της αγοράς και με προφάσεις την υποστελέχωση ή την αγοραία λογική της ΕΒΕ (άρθρο 5). Δηλαδή, το κράτος δεν πραγματοποιεί διορισμούς και στη συνέχεια κλείνει Τμήματα λόγω της υποστελέχωσής τους.
Δημιουργείται ένα εργασιακό τοπίο στα ΑΕΙ όπου λιγοστά μέλη ΔΕΠ θα διοικούν έναν στρατό από διδάσκοντες με ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα, επικεντρώνοντας οι ίδιοι στην «κερδοφορία» των Ιδρυμάτων. Ο διοικητικός φόρτος θα πολλαπλασιαστεί, όπου η οικονομική διαχείριση των πολλαπλών «εκπαιδευτικών και ερευνητικών προϊόντων», διοικητικών επιτροπών, ερευνητικών φορέων κ.ά. θα επισκιάσει στα όργανα κάθε συζήτηση για τη βελτίωση των ακαδημαϊκών χαρακτηριστικών των Ιδρυμάτων.
Στην καθημερινότητα των διδασκόντων θα κυριαρχούν η πίεση και οι απανωτές καταληκτικές ημερομηνίες. Η τηλεργασία αξιοποιείται για αύξηση της εντατικοποίησης, με συνεδριάσεις διοικητικών επιτροπών τα απογεύματα και το Σαββατοκύριακο, με καμία διάκριση ανάμεσα στην εργασία και στον προσωπικό χρόνο.
Κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, οι διδάσκοντες ίσως αλλάξουν πολλά Τμήματα, αντικείμενα διδασκαλίας, ακόμα και πόλεις όπου κατοικούν, ακολουθώντας τις ιεραρχήσεις της αγοράς και τους «πειραματισμούς» των αναδιαρθρώσεων.
3) Η διδασκαλία μετατρέπεται από λειτούργημα σε «παροχή υπηρεσιών». Δίνεται η δυνατότητα στα Ιδρύματα να προσφέρουν μια μεγάλη ποικιλία «εκπαιδευτικών προϊόντων», όπως τα διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών (ΠΣ) (άρθρο 71), τα δευτερεύουσας κατεύθυνσης (άρθρο 98), τα διπλά (άρθρο 72), τα ξενόγλωσσα (άρθρο 101), αυτά σε συνεργασία με Ιδρύματα της αλλοδαπής (άρθρο 110), αλλά και τα ΠΣ εφαρμοσμένων επιστημών (άρθρο 73).
Βέβαια, οι φοιτητές των Ιδρυμάτων αποτελούν τους πλησιέστερους πελάτες, άρα θα αναγκάζονται να πληρώνουν για μαθήματα που θα έπρεπε να είναι μέρος του προγράμματος σπουδών τους, μέσω ΠΣ σύντομης διάρκειας (άρθρο 98), χειμερινών και θερινών (άρθρο 109), για τη λήψη πιστοποιητικών παιδαγωγικής επάρκειας ή ψηφιακών δεξιοτήτων (άρθρα 99 και 100) κ.λπ.
Θεσμοθετούνται τα «κατά παραγγελία» προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών (ΠΜΣ), αποκλειστικά για το προσωπικό φορέων του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο προγραμματικής συμφωνίας (άρθρο 89). Στο υποχρεωτικό ωράριο των μελών ΔΕΠ συνυπολογίζεται η διδασκαλία σε ΠΜΣ χωρίς δίδακτρα, αλλά και σε προγράμματα σπουδών δευτερεύουσας κατεύθυνσης και σύντομης διάρκειας (άρθρο 155).
Γενικεύεται η τηλεκπαίδευση, με διεύρυνση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της στον πρώτο κύκλο σπουδών (π.χ. λόγω διδασκαλίας συνεργαζόμενων καθηγητών, καθηγητών από την αλλοδαπή, διδασκόντων σε διιδρυματικά ΠΣ ή σε έκτακτες συνθήκες - άρθρο 67). Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση προβλέπεται για τα ΠΜΣ με άνω όριο το 25% των πιστωτικών μονάδων για τη λήψη του διπλώματος (άρθρο 88), νομοθετείται η υβριδική διδασκαλία (άρθρο 67) και απελευθερώνονται οι εξετάσεις με ηλεκτρονικά μέσα (άρθρο 65).
Η διδασκαλία αντιμετωπίζεται ως πάρεργο αν η «επιχειρηματική δραστηριότητα» του διδάσκοντα επικεντρώνεται στην έρευνα, π.χ. ένα μέλος ΔΕΠ μπορεί να λάβει μέχρι 100 μέρες άδεια για ερευνητικούς λόγους (άρθρο 248).
Τα ΑΕΙ μετατρέπονται σε «πολυκαταστήματα» εκπαιδευτικών υπηρεσιών, ενώ τα ΠΣ σε μενού επιλογών για «ατομικές διαδρομές μάθησης». Δηλαδή, ο κάθε φοιτητής θα ακολουθεί το δικό του ΠΣ με βάση τα ενδιαφέροντα και το «βάθος της τσέπης» του, ενώ η επιστημονική του συγκρότηση θα είναι αποκλειστικά «ατομική του ευθύνη». Τα προπτυχιακά ΠΣ χωρίς πληρωμή θα «στενάζουν» δίπλα στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, χωρίς πόρους, υποδομές ή αίθουσες, χωρίς κίνητρο στους «διδάσκοντες - επιχειρηματίες» να διδάξουν.
Η σύνδεση των ΠΣ με την «αγορά» οδηγεί σε μαράζωμα «μη κερδοφόρων αντικειμένων», ιδιαίτερα αυτών που δεν σχετίζονται με το «ιδεολογικό» μέτωπο ενάντια στις προοδευτικές ιδέες. Μαθήματα που ενισχύουν την επιστημονική συγκρότηση των φοιτητών ήδη αντικαθίστανται από μαθήματα «δεξιοτήτων», ως αποτέλεσμα της πίεσης από την αγορά εργασίας.
Η ένταξη του κριτηρίου του κέρδους στη διδασκαλία οδηγεί σε σημαντικές ανατροπές στο περιεχόμενο των μαθημάτων, στο επίπεδο των σπουδών και των υποδομών των Ιδρυμάτων, στη σχέση διδάσκοντα - φοιτητή, στη γενικότερη αντίληψη περί γνώσης και επιστήμης. Μετακινείται το επίκεντρο της δραστηριότητας του διδάσκοντα, από την επιστήμη και τον φοιτητή, στα έσοδα και τους «δείκτες απόδοσης», στον περιορισμό του κόστους.
Τα μέλη ΔΕΠ έχουν πείρα από τη γενίκευση της εμπορευματοποίησης στα ΠΜΣ, από τα συναισθήματα που νιώθουν όταν διδάσκουν και βρίσκουν ανταπόκριση ή όταν το μάθημα γίνεται «διεκπεραιωτικά», όταν αντιμετωπίζουν φοιτητές που αγαπούν την επιστήμη ή αυτούς που αποτιμούν την προσπάθειά τους με βάση το «τι θα κερδίσουν», όταν διδάσκουν φοιτητές με διαβάθμιση στο εκπαιδευτικό υπόβαθρό τους, με σημαντικά γνωστικά κενά.
4) Η ερευνητική δραστηριότητα υποτάσσεται πλήρως στο επιχειρηματικό κέρδος. Νομοθετούνται πολλαπλές οργανωτικές δομές με βασικό κριτήριο τη διενέργεια κερδοφόρων ερευνητικών δραστηριοτήτων και την παροχή υπηρεσιών, όπως τα πανεπιστημιακά εργαστήρια (άρθρο 49), τα ερευνητικά πανεπιστημιακά ινστιτούτα (ΕΠΙ) (άρθρο 267), τα νέα πανεπιστημιακά κέντρα έρευνας και καινοτομίας (ΠΑΚΕΚ) με τα ινστιτούτα τους (άρθρο 131), παρέχοντας εξειδικευμένες υπηρεσίες προς τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (π.χ. άρθρο 51), συμβουλευτικό έργο, συμμετέχουν ακόμα και σε δημόσιους διαγωνισμούς (άρθρο 52). Τα ΑΕΙ ιδρύουν ή συμμετέχουν σε εταιρείες, ακόμα και μαζί με επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 292). Η έρευνα πωλείται και απευθείας από τους διδάσκοντες, μέσω των νέων βιομηχανικών διδακτορικών (άρθρο 96).
Η εμπορευματοποίηση της έρευνας δεν είναι κάτι νέο, συνδέεται με τη θεματολογία της έρευνας που διεξάγεται κυρίως σε περιοχές που έχουν χρηματοδότηση, με το ατελείωτο κυνήγι για νέα έργα, με τα παραδοτέα που συχνά αποτελούν«πασαλείμματα», με την υπερεργασία των υποψήφιων διδακτόρων σε θέματα πέρα από τη διατριβή τους, με τον διοικητικό φόρτο των διδασκόντων για την οικονομική διαχείριση των έργων, ο οποίος υπερκαλύπτει τον χρόνο που επιθυμούν να διαθέσουν για την ουσιαστική επίβλεψη της ερευνητικής δραστηριότητας.
Σχετίζεται με τη μονοκαλλιέργεια της έρευνας προς τη δημιουργία «καινοτόμων προϊόντων», ενώ τα λαϊκά προβλήματα έχουν «χτυπήσει κόκκινο». Οι «δείκτες απόδοσης», όπως ο h-index, περιορίζουν τους ορίζοντες της έρευνας σε δημοσιεύσεις με ποσοτικά κριτήρια ή κριτήρια δημοφιλίας, ενώ δημιουργούν έντονη πίεση στους διδάσκοντες ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις απαιτήσεις της δουλειάς τους.
Ολες οι παραπάνω πλευρές κλιμακώνονται, ενισχύονται, περιορίζοντας δραστικά κάθε δυνατότητα ουσιαστικής ερευνητικής προσφοράς για τις ανάγκες των εργαζομένων, ιδιαίτερα σε ερευνητικά αντικείμενα που δεν είναι «κερδοφόρα».
Τέλος, οι διδάσκοντες στα ΑΕΙ, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, αντιμετωπίζουν τη σαρωτική ακρίβεια, την εμπορευματοποίηση της Υγείας, αναγκάζονται να πληρώνουν για τις σπουδές των παιδιών τους, λαμβάνουν συντάξεις πείνας, ενώ ανησυχούν για τον κίνδυνο της γενίκευσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου που διεξάγεται στην Ουκρανία, λόγω και της εμπλοκής της χώρας μας στις εχθροπραξίες.
Οι διδάσκοντες λαμβάνουν αγωνιστικές πρωτοβουλίες ενάντια στο νομοσχέδιο, με αποφάσεις των Συλλόγων και των Τμημάτων τους, με την προκήρυξη απεργιών, την οργάνωση συγκεντρώσεων και εκδηλώσεων. Απαιτείται άμεση κλιμάκωση των αγώνων ενάντια στο νομοσχέδιο, μαζί με τους φοιτητές και τους υπόλοιπους εργαζόμενους στα ΑΕΙ.
Να επιβάλουμε ο νόμος να μην περάσει, να μπλοκάρουμε την εφαρμογή όχι μόνο αυτού του νόμου, στην περίπτωση που ψηφιστεί, αλλά και εκείνων των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίοι συνδιαμορφώνουν το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο.
Ο αγώνας μας πρέπει να ανοίξει τον δρόμο όχι για το «παλιό» πανεπιστήμιο, ούτε για το «ευρωπαϊκό» πανεπιστήμιο, όπου αντίστοιχα μέτρα έχουν εφαρμοστεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά για ένα πανεπιστήμιο στο ύψος των αναγκών του λαού, στο ύψος των δυνατοτήτων της επιστήμης.
Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και μέλος της ΔΕ της ΠΟΣΔΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου