ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ ( 4 Μαρτίου 1904 - 3 Αυγούστου 1973 ) - Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει...




Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. 

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο.


Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. 


Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. 


Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του.
 

Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957.

Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. 

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής.


Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα.





Ο Ηλίας Βενέζης σε νεαρή ηλικία

 

Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. 


Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. 

Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. 

Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. 


Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. 

Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις.

Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη).



Ο Άγγελος Κατακουζηνός φωτογραφίζει εκπροσώπους της περίφημης "γενιάς του '30". Άνω σειρά: Ηλίας Βενέζης (δεύτερος από αριστερά) και προς τα δεξιά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης και στο άκρο δεξιά ο Γιώργος Θεοτοκάς. Κάτω σειρά από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κωνσταντίνος Δημαράς, Γιώργος Κατζίμπαλης και στο άκρο δεξιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος



ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ



Μυθιστορήματα
 
Το νούμερο 31328 (1931)
Γαλήνη (1939)
Αιολική Γη (1943)
Ωκεανός (1956)
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη (195 Λέκας (συλλογή, 1927)
Εμανουήλ Λεύκας (συλλογή, 1939)
Αιγαίο (συλλογή, 1941)
Ακήφ (διήγημα, 1944)
Άνεμοι (συλλογή, 1944)
Ώρα Πολέμου (συλλογή, 1946)
Οι νικημένοι (συλλογή, 1954)
Αρχιπέλαγος (συλλογή, 1969)


Ταξιδιωτικά και αφηγήσεις

Φθινόπωρο στην Ιταλία (ταξιδιωτικό, 1950)
Αμερικανική Γη (ταξιδιωτικό, 1955)
Αργοναύτες (χρονικά και ταξίδια, 1962)
Εφταλού (αφηγήσεις, 1972)
Περιηγήσεις (ταξιδιωτικό, 1973)
Στις ελληνικές θάλασσες (αφηγήσεις, 1973)
Μικρασία Χαίρε (αφηγήσεις, 1974)


Με τη διάσημη μεσόφωνο Ελένη Νικολαΐδη, σύζυγο του αδερφού του Θάνου.http://www.naftemporiki.gr/



Ραδιόφωνο

Πλοία και Θάλασσες (συγγραφή & αφήγηση, 1969)
Έλληνες και Ξένοι Περιηγητές (συγγραφή & αφήγηση, 1970)

Θέατρο

Μπλοκ C (θεατρικό, 1963)

Άλλα έργα

Έξοδος (χρονικό της κατοχής, 1950)
Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ιστορικό, 1952)
Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος (ιστορικό, 1955)
Εμμανουήλ Τσουδερός (ιστορικό, 1966)



Από αριστερά: Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Αγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης








                        Το Νούμερο 31328




Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:
 

Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. 
Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. 
Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.

Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.


[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. 
Γι’  αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.


[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».http://users.sch.gr/

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

 Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:

- Αρκαντάς (σύντροφε).

Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μα α­φήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.

Το μεσημέρι, στο «παϊντός», ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ' τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. 
Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:

- Άιντε, συντρόφοι, σηκωθήτε.

Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:

- Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δικήμας. 
Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούςμας. Αυτούς τους ίδιους μισού με κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», έ­να καλύβι κάπου. Κι εμείς.

Λοιπόν;

Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ' όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ' τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα – αυτοί, όσο να 'ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...

Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ' αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. 
Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.

Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι...

 

Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ...» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:

Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,

κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας...
Η κόρη του Ηλία Βενέζη, Άννα Βενέζη Κοσμετάτου, μιλάει στο ντοκιμαντέρ «Γράμματα χωρίς παραλήπτη» της ιστορικού δρος Ειρήνης Σαρίογλου Σκοτ για τον πατέρα της: Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. 
Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι.

από άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (27/10/2007) της  Ελένης Μπίστικα


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ. homouniversalisgr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου