ΚΥΡΙΑΚΗ 18-12-2016
Ο κινηματογράφος είναι ένα είδος τέχνης που, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες, απαιτεί τη διάθεση πολύ μεγαλύτερων χρηματικών ποσών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για απαιτητικές παραγωγές ταινιών μεγάλου μήκους.
Η διαδιδόμενη τα τελευταία χρόνια φιλολογία ότι ταινίες γίνονται και χωρίς λεφτά είναι εκ του πονηρού. Ασφαλώς μπορούν να γυριστούν και ταινίες χαμηλού κόστους με την προϋπόθεση ότι οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί θα μείνουν απλήρωτοι, ή θα είναι φιλικά και συγγενικά πρόσωπα του σκηνοθέτη και πάντα σε βάρος της ποιότητας.
Ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους, ένα από τα διαχρονικά αιτήματα του κινήματος των εργαζομένων στον κινηματογράφο (σκηνοθετών, ηθοποιών, τεχνικών, κ.λπ.) ήταν η διάθεση ενός μέρους από τα κέρδη που βγαίνουν με τον δικό τους ιδρώτα, στην παραγωγή ταινιών από ανεξάρτητους σκηνοθέτες - παραγωγούς, ώστε να μην υποχρεώνονται να υποκύπτουν στις απαιτήσεις των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και των κάθε λογής χρηματοδοτών.
Ετσι, το 1987 με το νόμο 1731 (άρθρο 60), το αστικό κράτος προχώρησε σε έναν ελιγμό.
Αποβλέποντας στην ενσωμάτωση ενός κινήματος προοδευτικών δημιουργών του κινηματογράφου, που αναπτυσσόταν εκείνα τα χρόνια, θέσπισε τη διάθεση του «φόρου δημοσίων θεαμάτων», για τη στήριξη νέων ελληνικών παραγωγών.
Ο ειδικός φόρος εγγραφόταν στον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και αφού ένα μέρος του αποδιδόταν στις εταιρείες παραγωγής και τις αίθουσες, από το υπόλοιπο, το 80% δινόταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και το 20% στη Διεύθυνση Κινηματογραφίας του ΥΠΠΟΑ.
Ο φόρος αυτός, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε «ειδικό φόρο για την ανάπτυξη και ενίσχυση του κινηματογράφου» με τους νόμους 3220/2004 (άρθρο 38) και 3905/2010 (άρθρο 5) με αλλαγές όμως προς το χειρότερο, που ωφελούσαν τους μεγαλοαιθουσάρχες (μούλτιπλεξ κινηματογράφους) και τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής.
Το σημαντικά μικρότερο ποσό που απέμενε για το ΕΚΚ με δυσκολία επέτρεπε τη συντήρησή του και τη χρηματοδότηση λιγοστών επιθυμητών από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ταινιών, με δεδομένη και την κατρακύλα που έχει πάρει ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟΑ τα τελευταία χρόνια από το 0,45% στο 0,039%.
Ηδη
από το 2015, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τους εφαρμοστικούς νόμους
του τρίτου μνημονίου (ν. 4334/2015) είχε κάνει ανενεργό τον συγκεκριμένο
φόρο και στη θέση του είχε επιβληθεί ΦΠΑ 23% επί των εισιτηρίων, ο
οποίος στη συνέχεια έγινε 24%.
Τώρα, με το άρθρο 28 του νόμου 4441/2016 «Απλοποίηση διαδικασιών σύστασης Επιχειρήσεων, άρση κανονιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό και λοιπές διατάξεις» που ψηφίστηκε στις 29/11/2016 από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, του Ποταμιού, των ΑΝΕΛ και της Ενωσης Κεντρώων, αποφασίστηκε να καταργηθεί και τυπικά ο φόρος.
Ετσι η κυβέρνηση αναιρεί για πολλοστή φορά τις δεσμεύσεις της για ισοδύναμα μέτρα που θα ενίσχυαν την ανεξάρτητη ελληνική κινηματογραφική δημιουργία, που είχαν διατυπωθεί μόλις ένα χρόνο πριν, εξαπατώντας για μια ακόμη φορά τους εργαζόμενους.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2017 τείνει να μηδενιστεί για τον πολιτισμό δημιουργεί μία ασφυκτική κατάσταση στους φορείς του, όπως το ΕΚΚ.
Σαν
να μην έφτανε αυτό, στο επόμενο άρθρο 28 του νόμου, ψηφίστηκε ακόμα μία
δυσμενής αλλαγή των όσων ισχύουν για τη χρηματοδότηση της
κινηματογραφικής παραγωγής.
Με βάση τον νόμο 3905/2010, οι ιδιοκτήτες καναλιών της τηλεόρασης όφειλαν κάθε χρόνο να καταβάλλουν το 1,5% των εσόδων τους από τις διαφημίσεις, για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων.
Είχαν το δικαίωμα το μισό του ποσού να το δίνουν ως χρήμα για την παραγωγή και το άλλο μισό ως συμβολή στην προώθηση της ταινίας (διαφήμιση, παρουσία των συντελεστών της σε φεστιβάλ, συνεντεύξεις κ.λπ.), ενώ, αν μέχρι το τέλος του χρόνου δεν είχε χρηματοδοτηθεί κάποια νέα παραγωγή, τότε όφειλαν να καταβάλλουν το σύνολο του ποσού στο ΕΚΚ.
Με την αλλαγή που ψηφίστηκε, τα κανάλια με το πρόσχημα ότι η χρηματοδότηση πηγαίνει κατευθείαν στο ΕΚΚ, μπορούν να καταβάλλουν το μισό ποσό στο ΕΚΚ και το υπόλοιπο να του το δίνουν ως διαφημιστικό χρόνο για τη διαφήμιση γενικά κινηματογραφικών έργων.
Ουσιαστικά, χαρίζεται στα κανάλια το μισό ποσό, εφόσον τη διαφήμιση την τιμολογούν τα ίδια όσο θέλουν. Επιπλέον, τα συνδρομητικά κανάλια, με βάση τον προηγούμενο νόμο, ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν το σύνολο του ποσού είτε άμεσα με χρηματοδότηση συγκεκριμένης παραγωγής είτε μέσω του Κέντρου Κινηματογράφου, ενώ τώρα εντάσσονται στις ίδιες διατάξεις με τα υπόλοιπα.
Οι διατάξεις που ψηφίστηκαν δεν είναι βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Εντάσσονται στο συνολικότερο σχεδιασμό της κυβέρνησης να αυξήσει σε όφελος του κεφαλαίου το ποσοστό κέρδους σε κάθε κλάδο συμπιέζοντας ακόμα περισσότερο τις όποιες κατακτήσεις είχε το κίνημα, κατακτήσεις που τις ονομάζει «μη μισθολογικά κόστη» και «εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο άρθρο 29 (παράγραφος δ) του νόμου που μόλις ψηφίστηκε καταργείται η υπουργική απόφαση Β'1483/27-10-2005, η οποία αναφερόταν στη σύνθεση του κινηματογραφικού συνεργείου και στο αντικείμενο των ειδικοτήτων που τη συγκροτούν.
Με την κατάργηση αυτής της απόφασης καταργείται η υποχρέωση να κατέχει κανείς άδεια άσκησης επαγγέλματος για να εργαστεί σε κινηματογραφικό συνεργείο, με αποτέλεσμα να μπορεί ο καθένας να ασκεί το αντικείμενο οποιασδήποτε ειδικότητας, ακόμη κι αν δεν έχει τις γνώσεις.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ακόμη διάταξη που ευνοεί τους μεγαλοπαραγωγούς, νομιμοποιώντας τις αυθαιρεσίες που έτσι κι αλλιώς ήδη έκαναν, χρησιμοποιώντας ανειδίκευτο δυναμικό με ελάχιστα μεροκάματα. Ειδικά, όμως, για την Τέχνη και τον κινηματογράφο, ο στόχος δεν είναι μόνο οικονομικός.
Ολες
αυτές οι ρυθμίσεις συγκλίνουν σε μια διακηρυγμένη ανοιχτά από την
Ευρωπαϊκή Ενωση και τις ελληνικές κυβερνήσεις επιδίωξη: Στη διευκόλυνση
του κεφαλαίου - το οποίο φαίνεται μέχρι στιγμής ότι αρνείται να αναλάβει
το ρίσκο σοβαρών επενδύσεων στον ελληνικό κινηματογράφο - να ξεπεράσει
τις αναστολές του και να εισχωρήσει αποφασιστικά στον κλάδο.
Πραγματικά, την τελευταία πενταετία το ΕΚΚ φυτοζωεί και η ελληνική κινηματογραφική τέχνη είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες ευνοούμενες για ιδεολογικούς καθαρά λόγους ταινίες αντιδραστικού περιεχομένου, που διαφημίζονται ως διεθνούς εμβέλειας και αναγνώρισης κατορθώματα της ελληνικής κινηματογραφίας, καθώς και κάποιες χρηματοδοτούμενες από ξένα κυρίως κεφάλαια κοσμοπολίτικες συμπαραγωγές.
Σ' αυτό το περίγραμμα, είναι ιδιαίτερα αξιέπαινη η προσπάθεια ελάχιστων δυστυχώς ακόμη σκηνοθετών να εκφράσουν με τα πενιχρά μέσα τους ένα σοβαρό αντίλογο στη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα, αντιπαλεύοντας στο μέτρο των δυνάμεών τους τη μονοπωλιακή κυριαρχία στην κινηματογραφική διανομή, που τους θέτει στο περιθώριο, απειλώντας να αλώσει και τα Φεστιβάλ.
Η εικόνα αυτή είναι αποκαλυπτική για την πορεία που προδιαγράφεται για τον ελληνικό κινηματογράφο: Το αστικό κράτος αποσύρεται σταδιακά από τη στήριξή του για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος, με οικονομικά κίνητρα και θεσμικές διευκολύνσεις, στην είσοδο των κεφαλαιοκρατών «υποστηρικτών» του, Ελλήνων και ξένων, και την παράδοση του ΕΚΚ στα χέρια τους.
Κάποιοι από αυτούς έχουν μάλιστα ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους. Σ' αυτήν την εξαιρετικά δυσοίωνη προοπτική, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, γιατί όχι το Πεντάγωνο, οι μυστικές υπηρεσίες και άλλα κέντρα - όπως γίνεται στο Χόλιγουντ - θα μπορούν να διαμορφώνουν απευθείας τα ιδεολογικά, πολιτικά, ηθικά, αισθητικά λαϊκά κριτήρια, να προσανατολίζουν και να οργανώνουν χωρίς μεσολαβήσεις το κοινό αίσθημα σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις κάθε φορά επιδιώξεις τους, με τους δημιουργούς του κινηματογράφου έρμαια στις πιέσεις και απαιτήσεις τους.
Πάνω στο θέμα υπάρχει άλλωστε αρκετή διεθνής πείρα. Διάφορα ιδρύματα του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στο χώρο του πολιτισμού με πρώτο διδάξαν το ίδρυμα Ford, έχουν κατά καιρούς διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην πρόκληση κατευθυνόμενων κρίσεων με αντιδραστική στόχευση, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Αραβικής Ανοιξης, κινητοποιώντας δίκτυα καλλιτεχνών και επιστημόνων, τα οποία με τη σειρά τους επιδρούν σε πλατιές λαϊκές μάζες.
Σύσσωμα τα κόμματα της Βουλής, με εξαίρεση το ΚΚΕ, ψήφισαν ασυζητητί αυτές τις διατάξεις, ενώ η πλειοψηφία στη Διοίκηση της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, αφήνοντας τον κλάδο απληροφόρητο και ανήμπορο να αντιδράσει.
Η εντεινόμενη ιδεολογική χειραγώγηση του κινηματογράφου, της μαζικότερης και διεισδυτικότερης στην ανθρώπινη συνείδηση τέχνης, δεν αφορά βέβαια μόνο τους εργαζόμενους σε αυτόν.
Είναι πρόβλημα όλων των καταπιεσμένων και αδικημένων κοινωνικών στρωμάτων, προπαντός της εργατικής τάξης που πρώτη δέχεται την υλική, αλλά και την πνευματική εκμετάλλευση και πρώτη αυτή μπορεί να τις αποτινάξει.
Αρκεί να συνειδητοποιήσει τη θέση και τη δύναμή της στην κοινωνία. Και σ' αυτήν τη συνειδητοποίηση πολλά μπορεί να της προσφέρει με τη σειρά της η ριζοσπαστική τέχνη και οι δημιουργοί της, ειδικά η τέχνη του κινηματογράφου.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ο κινηματογράφος είναι ένα είδος τέχνης που, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες, απαιτεί τη διάθεση πολύ μεγαλύτερων χρηματικών ποσών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για απαιτητικές παραγωγές ταινιών μεγάλου μήκους.
Η διαδιδόμενη τα τελευταία χρόνια φιλολογία ότι ταινίες γίνονται και χωρίς λεφτά είναι εκ του πονηρού. Ασφαλώς μπορούν να γυριστούν και ταινίες χαμηλού κόστους με την προϋπόθεση ότι οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί θα μείνουν απλήρωτοι, ή θα είναι φιλικά και συγγενικά πρόσωπα του σκηνοθέτη και πάντα σε βάρος της ποιότητας.
Ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους, ένα από τα διαχρονικά αιτήματα του κινήματος των εργαζομένων στον κινηματογράφο (σκηνοθετών, ηθοποιών, τεχνικών, κ.λπ.) ήταν η διάθεση ενός μέρους από τα κέρδη που βγαίνουν με τον δικό τους ιδρώτα, στην παραγωγή ταινιών από ανεξάρτητους σκηνοθέτες - παραγωγούς, ώστε να μην υποχρεώνονται να υποκύπτουν στις απαιτήσεις των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και των κάθε λογής χρηματοδοτών.
Ετσι, το 1987 με το νόμο 1731 (άρθρο 60), το αστικό κράτος προχώρησε σε έναν ελιγμό.
Αποβλέποντας στην ενσωμάτωση ενός κινήματος προοδευτικών δημιουργών του κινηματογράφου, που αναπτυσσόταν εκείνα τα χρόνια, θέσπισε τη διάθεση του «φόρου δημοσίων θεαμάτων», για τη στήριξη νέων ελληνικών παραγωγών.
Ο ειδικός φόρος εγγραφόταν στον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και αφού ένα μέρος του αποδιδόταν στις εταιρείες παραγωγής και τις αίθουσες, από το υπόλοιπο, το 80% δινόταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και το 20% στη Διεύθυνση Κινηματογραφίας του ΥΠΠΟΑ.
Ο φόρος αυτός, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε «ειδικό φόρο για την ανάπτυξη και ενίσχυση του κινηματογράφου» με τους νόμους 3220/2004 (άρθρο 38) και 3905/2010 (άρθρο 5) με αλλαγές όμως προς το χειρότερο, που ωφελούσαν τους μεγαλοαιθουσάρχες (μούλτιπλεξ κινηματογράφους) και τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής.
Το σημαντικά μικρότερο ποσό που απέμενε για το ΕΚΚ με δυσκολία επέτρεπε τη συντήρησή του και τη χρηματοδότηση λιγοστών επιθυμητών από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ταινιών, με δεδομένη και την κατρακύλα που έχει πάρει ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟΑ τα τελευταία χρόνια από το 0,45% στο 0,039%.
Η οριστική κατάργηση της κρατικής ενίσχυσης νέων παραγωγών
Τώρα, με το άρθρο 28 του νόμου 4441/2016 «Απλοποίηση διαδικασιών σύστασης Επιχειρήσεων, άρση κανονιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό και λοιπές διατάξεις» που ψηφίστηκε στις 29/11/2016 από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, του Ποταμιού, των ΑΝΕΛ και της Ενωσης Κεντρώων, αποφασίστηκε να καταργηθεί και τυπικά ο φόρος.
Ετσι η κυβέρνηση αναιρεί για πολλοστή φορά τις δεσμεύσεις της για ισοδύναμα μέτρα που θα ενίσχυαν την ανεξάρτητη ελληνική κινηματογραφική δημιουργία, που είχαν διατυπωθεί μόλις ένα χρόνο πριν, εξαπατώντας για μια ακόμη φορά τους εργαζόμενους.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2017 τείνει να μηδενιστεί για τον πολιτισμό δημιουργεί μία ασφυκτική κατάσταση στους φορείς του, όπως το ΕΚΚ.
Ενα ακόμη δωράκι στα κανάλια
Με βάση τον νόμο 3905/2010, οι ιδιοκτήτες καναλιών της τηλεόρασης όφειλαν κάθε χρόνο να καταβάλλουν το 1,5% των εσόδων τους από τις διαφημίσεις, για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων.
Είχαν το δικαίωμα το μισό του ποσού να το δίνουν ως χρήμα για την παραγωγή και το άλλο μισό ως συμβολή στην προώθηση της ταινίας (διαφήμιση, παρουσία των συντελεστών της σε φεστιβάλ, συνεντεύξεις κ.λπ.), ενώ, αν μέχρι το τέλος του χρόνου δεν είχε χρηματοδοτηθεί κάποια νέα παραγωγή, τότε όφειλαν να καταβάλλουν το σύνολο του ποσού στο ΕΚΚ.
Με την αλλαγή που ψηφίστηκε, τα κανάλια με το πρόσχημα ότι η χρηματοδότηση πηγαίνει κατευθείαν στο ΕΚΚ, μπορούν να καταβάλλουν το μισό ποσό στο ΕΚΚ και το υπόλοιπο να του το δίνουν ως διαφημιστικό χρόνο για τη διαφήμιση γενικά κινηματογραφικών έργων.
Ουσιαστικά, χαρίζεται στα κανάλια το μισό ποσό, εφόσον τη διαφήμιση την τιμολογούν τα ίδια όσο θέλουν. Επιπλέον, τα συνδρομητικά κανάλια, με βάση τον προηγούμενο νόμο, ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν το σύνολο του ποσού είτε άμεσα με χρηματοδότηση συγκεκριμένης παραγωγής είτε μέσω του Κέντρου Κινηματογράφου, ενώ τώρα εντάσσονται στις ίδιες διατάξεις με τα υπόλοιπα.
Οι διατάξεις που ψηφίστηκαν δεν είναι βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Εντάσσονται στο συνολικότερο σχεδιασμό της κυβέρνησης να αυξήσει σε όφελος του κεφαλαίου το ποσοστό κέρδους σε κάθε κλάδο συμπιέζοντας ακόμα περισσότερο τις όποιες κατακτήσεις είχε το κίνημα, κατακτήσεις που τις ονομάζει «μη μισθολογικά κόστη» και «εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο άρθρο 29 (παράγραφος δ) του νόμου που μόλις ψηφίστηκε καταργείται η υπουργική απόφαση Β'1483/27-10-2005, η οποία αναφερόταν στη σύνθεση του κινηματογραφικού συνεργείου και στο αντικείμενο των ειδικοτήτων που τη συγκροτούν.
Με την κατάργηση αυτής της απόφασης καταργείται η υποχρέωση να κατέχει κανείς άδεια άσκησης επαγγέλματος για να εργαστεί σε κινηματογραφικό συνεργείο, με αποτέλεσμα να μπορεί ο καθένας να ασκεί το αντικείμενο οποιασδήποτε ειδικότητας, ακόμη κι αν δεν έχει τις γνώσεις.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ακόμη διάταξη που ευνοεί τους μεγαλοπαραγωγούς, νομιμοποιώντας τις αυθαιρεσίες που έτσι κι αλλιώς ήδη έκαναν, χρησιμοποιώντας ανειδίκευτο δυναμικό με ελάχιστα μεροκάματα. Ειδικά, όμως, για την Τέχνη και τον κινηματογράφο, ο στόχος δεν είναι μόνο οικονομικός.
Ο στόχος είναι πρώτα απ' όλα ιδεολογικός
Πραγματικά, την τελευταία πενταετία το ΕΚΚ φυτοζωεί και η ελληνική κινηματογραφική τέχνη είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες ευνοούμενες για ιδεολογικούς καθαρά λόγους ταινίες αντιδραστικού περιεχομένου, που διαφημίζονται ως διεθνούς εμβέλειας και αναγνώρισης κατορθώματα της ελληνικής κινηματογραφίας, καθώς και κάποιες χρηματοδοτούμενες από ξένα κυρίως κεφάλαια κοσμοπολίτικες συμπαραγωγές.
Σ' αυτό το περίγραμμα, είναι ιδιαίτερα αξιέπαινη η προσπάθεια ελάχιστων δυστυχώς ακόμη σκηνοθετών να εκφράσουν με τα πενιχρά μέσα τους ένα σοβαρό αντίλογο στη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα, αντιπαλεύοντας στο μέτρο των δυνάμεών τους τη μονοπωλιακή κυριαρχία στην κινηματογραφική διανομή, που τους θέτει στο περιθώριο, απειλώντας να αλώσει και τα Φεστιβάλ.
Η εικόνα αυτή είναι αποκαλυπτική για την πορεία που προδιαγράφεται για τον ελληνικό κινηματογράφο: Το αστικό κράτος αποσύρεται σταδιακά από τη στήριξή του για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος, με οικονομικά κίνητρα και θεσμικές διευκολύνσεις, στην είσοδο των κεφαλαιοκρατών «υποστηρικτών» του, Ελλήνων και ξένων, και την παράδοση του ΕΚΚ στα χέρια τους.
Κάποιοι από αυτούς έχουν μάλιστα ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους. Σ' αυτήν την εξαιρετικά δυσοίωνη προοπτική, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, γιατί όχι το Πεντάγωνο, οι μυστικές υπηρεσίες και άλλα κέντρα - όπως γίνεται στο Χόλιγουντ - θα μπορούν να διαμορφώνουν απευθείας τα ιδεολογικά, πολιτικά, ηθικά, αισθητικά λαϊκά κριτήρια, να προσανατολίζουν και να οργανώνουν χωρίς μεσολαβήσεις το κοινό αίσθημα σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις κάθε φορά επιδιώξεις τους, με τους δημιουργούς του κινηματογράφου έρμαια στις πιέσεις και απαιτήσεις τους.
Πάνω στο θέμα υπάρχει άλλωστε αρκετή διεθνής πείρα. Διάφορα ιδρύματα του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στο χώρο του πολιτισμού με πρώτο διδάξαν το ίδρυμα Ford, έχουν κατά καιρούς διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην πρόκληση κατευθυνόμενων κρίσεων με αντιδραστική στόχευση, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Αραβικής Ανοιξης, κινητοποιώντας δίκτυα καλλιτεχνών και επιστημόνων, τα οποία με τη σειρά τους επιδρούν σε πλατιές λαϊκές μάζες.
Σύσσωμα τα κόμματα της Βουλής, με εξαίρεση το ΚΚΕ, ψήφισαν ασυζητητί αυτές τις διατάξεις, ενώ η πλειοψηφία στη Διοίκηση της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, αφήνοντας τον κλάδο απληροφόρητο και ανήμπορο να αντιδράσει.
Η εντεινόμενη ιδεολογική χειραγώγηση του κινηματογράφου, της μαζικότερης και διεισδυτικότερης στην ανθρώπινη συνείδηση τέχνης, δεν αφορά βέβαια μόνο τους εργαζόμενους σε αυτόν.
Είναι πρόβλημα όλων των καταπιεσμένων και αδικημένων κοινωνικών στρωμάτων, προπαντός της εργατικής τάξης που πρώτη δέχεται την υλική, αλλά και την πνευματική εκμετάλλευση και πρώτη αυτή μπορεί να τις αποτινάξει.
Αρκεί να συνειδητοποιήσει τη θέση και τη δύναμή της στην κοινωνία. Και σ' αυτήν τη συνειδητοποίηση πολλά μπορεί να της προσφέρει με τη σειρά της η ριζοσπαστική τέχνη και οι δημιουργοί της, ειδικά η τέχνη του κινηματογράφου.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου